Λαογραφία
Ως λαογραφία, ορίζεται εκείνη η επιστήμη που ασχολείται με όλες τις εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού. Εξετάζει, καταγράφει και ταξινομεί όλα όσα ένας λαός κατά παράδοση λέγει, ενεργεί και πράττει σε συλλογικό επίπεδο. Το περιεχόμενο των θεμάτων της αποτελεί εκδήλωση της ψυχικής και κοινωνικής ζωής του λαού σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο και συνεπώς ποικίλει. Κατηγορίες, τις οποίες θα μπορούσε κανείς να διακρίνει ως αντικείμενο έρευνας της λαογραφικής επιστήμης, αφορούν στον υλικό βίο και την λαϊκή δημιουργία (οίκος και αυλή, τροφές και ποτά, ενδύματα και καλλωπισμός, λαϊκές τέχνες), στον πνευματικό βίο (λατρεία, θρησκευτική ζωή, δημώδης μετεωρολογία, φυτά, ζώα, μύθοι, παραδόσεις, παροιμίες, αινίγματα, λαϊκό θέατρο κ.α.) και στον κοινωνικό βίο (καθημερινά έθιμα, παιχνίδια, σχολική ζωή κ.α.).
Μέθοδοι έρευνας και καταγραφής
Η λαογραφία ως μέθοδος μελέτης τυπικά εμπλέκεται με μικρές ομάδες ανθρώπων, τις οποίες εξετάζει στο φυσικό τους περιβάλλον με τον ίδιο περίπου τρόπο που το κάνει και η Εθνογραφία. Τα ήθη, τα έθιμα, τα λαϊκά δρώμενα εν γένει συνθέτουν μια ομάδα παραμέτρων που αναδεικνύει λεπτομερειακά την εικόνα ενός τόπου και την πολιτιστική του κληρονομιά. Οι λαογραφικές αφηγήσεις είναι λεπτομερειακές, καθώς η λεπτομέρεια σε τοπικό επίπεδο έχει ιδιαίτερη σημασία για την σύνθεση της τοπικής ιστορίας, και την ίδια στιγμή ερμηνευτικές, καθώς βοηθούν στην κατανόηση της συμπεριφοράς μιας ιδιαίτερης κοινωνίας, κυρίως σε τοπικό επίπεδο.
Οι μέθοδοι έρευνας, καταγραφής και ερμηνείας που χρησιμοποιούνται στην λαογραφία, αντλούν λίγο-πολύ το δυναμικό τους από τις δοκιμασμένες μεθόδους της ανθρωπολογίας. Οι πληροφορητές, δηλαδή μέλη των τοπικών κοινωνιών που συνεργάζονται με τους λαογράφους στην αναζήτηση ενός τοπικού μύθου ή ενός ξεχασμένου δρώμενου, οι τρόποι καταγραφής (οπτικοακουστικό υλικό και ημερολογιακές καταχωρήσεις) και η μεθοδολογία της ερμηνείας αρμονικά συνδυαζόμενα παρέχουν μια ακριβή εικόνα παρελθόντων ή παρόντων συμβάντων μέσα στο πλέγμα του πολιτισμού.
Θα παρουσιάσουμε τα πιο γνωστά έθιμα της Ελληνικης λαογραφίας, και τα πιο παράξενα ίσως που συμβαίνουν στην Ελλάδα, και που κάθε χρόνο αναβιώνουν μέσα από την λαϊκή μας παράδοση.
Το τάϊσμα της βρύσης
Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων γίνεται το λεγόμενο «τάισμα της βρύσης», σε χωριά της Κεντρικής Ελλάδας.
Οι κοπέλες τα χαράματα πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση για να κλέψουν το «άκραντο νερό», δηλαδή αμίλητο γιατί δεν βγάζουν λέξη σε όλη τη διαδρομή.
Όταν πάρουν το νερό, αλείφουν τη βρύση με βούτυρο και μέλι με την ευχή, όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι, και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φθάνουν εκεί, την ταΐζουν με διάφορα προϊόντα όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Έλεγαν μάλιστα ότι όποια κοπέλα πήγαινε πρώτη στη βρύση θα ήταν η πιο τυχερή όλο το χρόνο. Έπειτα έριχναν στη στάμνα που θα έφερναν το νερό, ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, κλέβουν το νερό από τη βρύση και γυρίζουν στο σπίτι τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το «άκραντο νερό». Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού και σκορπίζουν και τα τρία χαλίκια στο σπίτι. Στη λαϊκή μας παράδοση ο βάτος φέρνει αισιοδοξία και καλά μαντάτα και διώχνει τα ξόρκια.
Τσιμπούσι πάνω στα μνήματα
Μία ιδιαίτερη ποντιακή παράδοση αναβιώνει κάθε Κυριακή του Θωμά. Κάποιος που δεν γνωρίζει τη συγκεκριμένη παράδοση, σίγουρα θα κοίταζε εμβρόντητους της νοικοκυρές να μπαίνουν στο νεκροταφείο μεταφέροντας πιατέλες με λιχουδιές.
Και στην Κρήτη, παρασκευή ξεκινάνε τις προετοιμασίες για να δειπνήσουν την Δευτέρα του Πάσχα με τα αγαπημένα τους πρόσωπα που έχουν φύγει από την ζωή!!! Την Δευτέρα του Πάσχα με φαί και κρασί, ενώ έχει προηγηθεί καθαρισμός και καλλωπισμός του χώρου, συγγενείς και φίλοι των αποβιώσαντων, πηγαίνουνε στο κοιμητήριο της περιοχής και γευματίζουν με παραδοσιακά γλυκά και φαγητά ανταλλάσοντας ευχές. Με αυτόν τον τρόπο όπως λένε οι συγγενείς τιμούν την μνήμη τους, τους μακαρίζουνε και κυρίως διαδίδουν το αναστάσιμο μήνυμα των ημερών…
Γεια σας, ήρθαμε να σας κάψουμε
Επόμενος προορισμός η Ήπειρος. Πάλι. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα έθιμο παράξενο αλλά και επικίνδυνο συνάμα. Βασισμένο σε μια παλιά παράδοση που λέει πως όταν γεννήθηκε ο Χριστός πήγαν βοσκοί να προσκυνήσουν και επειδή ήτανε νύχτα σκοτεινή, πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές, τριξίματα και κρότους. Έτσι στα χωριά της Άρτας όποιος πάει στον γείτονα να ευχηθεί τα χρόνια πολλά ή ακόμα και τα παιδιά που πάνε για να φιλήσουν το χέρι της μάνας τους και του πατέρα τους, κρατάνε στα χέρια τους ένα κλαρί πουρνάρι η ξύλο αναμμένο που τρίζει, ενώ γεμίζουν τα δρομάκια του χωριού με φωτιές και κρότους.
Ξίδι με αράχνη
Στην πανέμορφη Κορώνη κατά την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας κάνουν αυστηρή νηστεία και δεν τρώνε ούτε μαγειρεύουν ούτε πίνουν τίποτα. Κάποιοι από τους χωρικούς επειδή δεν αντέχουν, κάνουν το εξής: Βάζουν σε ένα ποτηράκι λίγο ξύδι για να πιουν. Επειδή το ξύδι όμως ως γνωστόν δεν πίνεται… ξεροσφύρι το συνδυάζουν με λίγη αραχνίτσα. Ναι, καλά διαβάζετε. Επειδή η παράδοση λέει πως έτσι πότισαν τον Χριστό οι ντόπιοι πίνουν ξύδι με αράχνη… Έχετε σκεφτεί καλύτερο μεζέ???
Οι Βροντάδες της Χίου
Ο Βροντάδος είναι παραλιακή κωμόπολη που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του νησιού της Χίου, βόρεια της ομώνυμης πόλης και πρωτεύουσας του νομού.
Ο Βροντάδος είναι γνωστός παγκοσμίως για το Πασχαλινό έθιμο του ρουκετοπόλεμου, ενός εθίμου που έχει τις ρίζες του στην εποχή της Τουρκοκρατίας, κατά το οποίο το βράδυ της Ανάστασης χιλιάδες αυτοσχέδιες ρουκέτες εκτοξεύονται ανάμεσα σε δυο εκκλησίες της πόλης, την Παναγία Ερειθιανή και τον Άγιο Μάρκο.
Το σπάσιμο της στάμνας
Κέρκυρα. Το έθιμο έχει τις ρίζες του στην Ενετοκρατία, όταν απαγορευόταν η περιφορά των Επιταφίων, πιθανόν για λόγους ασφαλείας, και οι ορθόδοξοι περιέφεραν αντ' αυτού το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα, ως φόρο τιμής στον άγιο ο οποίος απάλλαξε το νησί από το λοιμό το 1550, όταν ξόρκισε το κακό από τα τείχη του φρουρίου.
Στις 11 το πρωί επιβάλλεται να βρίσκεστε στα καντούνια της Παλιάς Πόλης, όπου θα γίνετε μάρτυρες σ' έναν από τους πλέον διάσημους πολέμους, στον “Πόλεμο των Κανατιών”.
Το σύνθημα αυτού του ιδιότυπου “πολέμου δίνεται με το χτύπημα της δεύτερης καμπάνας, που σημάνει την Πρώτη Ανάσταση. Οι νοικοκυραίοι της Κέρκυρας εκσφενδονίζουν από τα μπαλκόνια τους, πάνω από τα κατακόκκινα λάβαρα,που στολίζουν τα κιγκλιδώματα, τους “μπότηδες”, τα περίφημα μεγάλα κανάτια με το στενό στόμιο και τη διπλή λαβή. Οι μπότηδες για ακόμα μεγαλύτερο θόρυβο είναι γεμάτοι με νερό.
Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας συγκλονιστικής ατμόσφαιρας, την οποία επιτείνουν οι βροντεροί κανονιοβολισμοί από το φρούριο την ώρα που σκάνε στα πλακόστρωτα καντούνια οι γεμάτοι μπότηδες ενώ ηχεί η μουσική που ξεχύνεται από τα πνευστά των 18 Φιλαρμονικών της πόλης αλλά και τα χειροκροτήματα και τις κραυγές χαράς των παρευρισκομένων, γηγενών αλλά και εκατοντάδων τουριστών, οι περισσότεροι από τους οποίους έρχονται και ξανάρχονται, πιστοί στο ραντεβού τους το Μεγάλο Σάββατο στα καντούνια της παλιάς πόλης. Η “θορυβώδης” Ανάσταση δε σταματά εδώ. Με το σπάσιμο των σταμνών ξεκινούν οι καμπάνες της πόλης να μεταδίδουν το χαρμόσυνο μήνυμα. Η μία μετά την άλλη, οι καμπάνες, σαν μια αδιάσπαστη αλυσίδα, φέρνουν το μήνυμα και στο μικρότερο χωριό.
Καζανέματα
Κρήτη. Με την λέξη καζανέματα, εννοούν στα χωριά μια συγκεκριμένη εποχή. Κι η εποχή αυτή είναι περίπου από τις είκοσι του Οχτώβρη ίσαμε το τέλος του Νοέμβρη. Ένα μεγάλο πανηγύρι γίνεται τις μέρες αυτές στα χωριά της Κρήτης.
Το καζάνεμα γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο. Στο καζαναριό τις μέρες εκείνες ζεις την εποχή του παππού σου. Η Καζανοπαραστιά, το καζάνι, τα καζανόξυλα, τα χρασίδια, οι μεζέδες, οι συνήθειες, η γλώσσα, οι συντροφιές, όλα τα ίδια με την εποχή την πολύ παλιά.
Στα Καζανόσπιτα, ιδιαίτερα τις απογευματινές και τις βραδινές ώρες, δεν θα βρεις τον καζανάρη μοναχό. Γείτονες, συγγενείς , φίλλοι, περαστικοί θα περάσουν να δοκιμάσουν την νέα σοδειά ''για να την γραδάρουν''. Δεν είναι σπάνιο επίσης το χαριτωμένο ξάφνιασμα, σαν προχωρήσει κάπως η νύχτα, να κουβαλήσουν την λύρα, το μαντολίνο και σε λίγο να συνταλαχάται ο τόπος από τις κοντυλιές κι οι μερακλήδες του τραγουδιού και της ρακής να τραγουδούν.
Γουρουνοχαρά
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Θεσσαλίας είναι το σφάξιμο του γουρουνιού. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Τρεις-τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της.
Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και την χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως "γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά". Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν "έλα να σφάξουμε το γουρούνι", αλλά "έλα, έχουμε γουρουνοχαρά". Το σφάξιμο των γουρουνιών δεν συνέπιπτε τις ίδιες ημερομηνίες κατά περιφέρειες. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5-6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Στεφάνου. Γι’ αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν "γρουνοστέφανος ή γουρουνοστέφανος.
Το Χριστόξυλο
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, στο τζάκι του σπιτιού. Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην εστία το Χριστόξυλο. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη του.
Οι Μωμόγεροι
Η λαϊκή φαντασία οργιάζει στην κυριολεξία σχετικά με τους Καλικάντζαρους, που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν τον κόσμο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, τότε δηλαδή που τα νερά είναι "αβάφτιστα". Η όψη τους τρομακτική, οι σκανδαλιές τους απερίγραπτες και ο μεγάλος φόβος τους η φωτιά. Στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης εμφανίζεται το έθιμο των μεταμφιέσεων, που φαίνεται πως έχει σχέση με τους καλικάντζαρους.
Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί του Νομού Δράμας συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων, το οποίο προέρχεται από του Πόντιους πρόσφυγες. Η ονομασία του εθίμου προέρχεται από τις λέξεις μίμος ή μώμος και γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές κινήσεις των πρωταγωνιστών. Αυτοί, φορώντας τομάρια ζώων – λύκων, τράγων ή άλλων - ή ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά, έχουν τη μορφή γεροντικών προσώπων. Οι Μωμόγεροι, εμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου των εορτών, και προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες στους δρόμους των χωριών και τραγουδούν τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους. Όταν δύο παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή. Παραλλαγές του ίδιου εθίμου, συναντώνται σε χωριά της Κοζάνης και της Καστοριάς, με την ονομασία Ραγκουτσάρια.
ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
Ελληνική δοξασία (αρχαίας καταγωγής) «δαιμόνιων» που σύμφωνα με σύγχρονη δοξασία εμφανίζονται κατά το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου - 6 Ιανουαρίου). Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους και να τους ανακατέψουν τα σπίτια, διότι είναι άτακτοι και τους αρέσουν τα παιχνίδια. Αυτοί ζουν στον κάτω κόσμο και τρέφονται με φίδια, σκουλίκια, κτλ.
Το σπάσιμο του ροδιού
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας, δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: "με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά". Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.
Τα Ραγκουτσάρια
Μέσ’ την καρδιά του χειμώνα και κατά τη διάρκεια των τελευταίων ωρών του δωδεκαήμερου, η πόλη της Καστοριάς παραδίνεται σ’ ένα μοναδικό τριήμερο γλέντι χαράς και ξεφαντώματος, που γεννιέται αυθόρμητα μέσα στις αμέτρητες παρέες των μικρών και μεγάλων που παίρνουν μέρος.
Στις 6, 7 και 8 Ιανουαρίου, οι δρόμοι και τα σοκάκια της πόλης σφύζουν από τις συντροφιές των ραγκουτσάρηδων (μεταμφιεσμένων), που χαίρονται, γλεντούν και χορεύουν στο ρυθμό της ξεγνοιασιάς, σκορπώντας ολόγυρα χαρά και κέφι.
Όλοι οι κάτοικοι της πόλης παραδίνονται σ’ ένα ξεχωριστό Διονυσιακό ξεφάντωμα, με τη συνοδεία των λαϊκών οργάνων που παιανίζουν όλα τα παραδοσιακά μουσικά ακούσματα της περιοχής. Πρόκειται για πανάρχαιες συνήθειες, η προέλευση των οποίων χάνεται μέσα στο χρόνο.
Παρά τις δυσκολίες που συνάντησαν σε μια μακροχρόνια διαδρομή, πολλά από τα στοιχεία αυτών των λατρευτικών εκδηλώσεων, που είναι γνωστές από τα ελληνορωμαϊκά χρόνια, κατάφεραν να διατηρηθούν και να φτάσουν μέσω του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας έως τις μέρες μας.
Το πάντρεμα της φωτιάς
Την παραμονή των Χριστουγέννων σε πολλά μέρη της Ελλάδας "παντρεύουν", την φωτιά. Παίρνουν δηλαδή ένα ξύλο με θηλυκό όνομα π.χ. κερασιά και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά έργα.
Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους.
Στην Θεσσαλία, τα κορίτσια έβαζαν δίπλα στο αναμμένο τζάκι κλωνάρια κέδρου, ενώ τα αγόρια τοποθετούσαν κλαδιά αγριοκερασιάς.
Τα λυγερά αυτά κλωνάρια αντιπροσώπευαν προσωπικές τους επιθυμίες και μια καλότυχη γενικά ζωή. Όποιο κλωνάρι καιγόταν πρώτο σήμαινε ότι ήταν καλό σημάδι για το κορίτσι ή το αγόρι, καθώς και ποιο θα παντρευόταν πρώτο ανάλογα αν ήταν κέδρος ή αγριοκερασιά. Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του.
Η στάχτη των ξύλων αυτών προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και λέει: "Παντρεύω σε φωτιά για το καλό του νοικοκυριού".
Το έθιμο της Καμήλας
Το δρώμενο της Καμήλας, ιδιαίτερα διαδεδομένο στο παρελθόν, αλλά και σήμερα, στην Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη (από τον Πόντο ως την Πόλη και από την Ουκρανία ως την Βουλγαρία, την Ρουμανία, την Ουγγαρία, την νότια Αυστρία και την Σλοβενία), εμφανίζεται ως μεταμφίεση τελετουργικού χαρακτήρα με «αόριστη γονιμοποιητική σημασία». Το έθιμο, που με διαφορετικές παραλλαγές αλλά πάντα πάνω στο ίδιο μοτίβο, το συναντάμε σε ολόκληρη την Ελλάδα, συνηθίζεται από τους πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας μέσα στις γιορτές του Δωδεκαημέρου, και πιο συγκεκριμένα, κατά την παραμονή της πρωτοχρονιάς.
Κόλιντα Μπάμπω
Στην Πέλλα αναβιώνει το έθιμο της «Κόλιντα Μπάμπω» που έχει σχέση με την σφαγή του Ηρώδη. Οι κάτοικοι της περιοχής ανάβουν το βράδυ φωτιές φωνάζοντας «κόλιντα μπάμπω» δηλαδή «σφάζουν γιαγιά». Σύμφωνα με το έθιμο οι φωτιές ανάβουν για να μάθουν οι άνθρωποι για την σφαγή και να προφυλαχτούν.
Τα Μπαμπαλιούρα
Πρόκειται για ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στη Διονυσιακή λατρεία και το συναντάμε την Πρωτοχρονιά. Οι άντρες φορούν την στολή των Μπαμπαλιούρηδων, που αποτελείται από κουδούνια και μια ειδική μάσκα, από προβιά ζώου, τη λεγόμενη «φουλίνα», η οποί έχει τρια ανοίγματα, δύο στα μάτια και ένα στο στόμα. Απαραίτητος εξοπλισμός είναι ένα ξύλινο κυρτό σπαθί.
Του μαύρου νιου τ” αλώνι
Στην Ιερισσό της Χαλκιδικής έχουν το έθιμο «Του μαύρου νιου τ” αλώνι», που γιορτάζεται την Τρίτη του Πάσχα. Μετά την επιμνημόσυνη δέηση και την εκφώνηση του πανηγυρικού, οι γεροντότεροι αρχίζουν τον χορό. Σιγά-σιγά πιάνονται όλοι οι κάτοικοι και συχνά ο χορός έχει μήκος τετρακόσια μέτρα. Τραγουδούν και χορεύουν όλα τα Πασχαλινά τραγούδια και τελειώνουν με τον «Καγκέλευτο» χορό, που είναι η αναπαράσταση της σφαγής 400 Ιερισσιωτών από τους Τούρκους, κατά την επανάσταση του 1821. Ο χορός περνά κάτω από δάφνινη αψίδα όπου υπάρχουν δύο παλικάρια με υψωμένα σπαθιά και στη μέση του τραγουδιού διπλώνεται στα δύο με τους χορευτές να περνούν ο ένας απέναντι από τον άλλο για τον τελευταίο χαιρετισμό. Κατά την διάρκεια της γιορτής μοιράζεται, καφές που βράζει σε μεγάλο καζάνι «ζωγραφίτικος», τσουρέκια και αυγά.
Λαογραφικά μουσεία
Ως λαογραφικό μουσείο θα μπορούσαμε να ορίσουμε έναν τόπο αναπαράστασης της πολιτισμικής παραγωγής.
Η ιδιαιτερότητα ενός λαογραφικού ή και εθνογραφικού μουσείου, είναι ότι μπορεί να προβάλλει καταρχήν την ταυτότητα μιας κοινωνίας, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, απλά και μόνο περιγράφοντας την διαφορετικότητα.
Ο πολιτισμός σε ένα πλατύ σύνολο ανθρώπων, είναι συνήθως ένα άθροισμα πολλών διαφορετικοτήτων, ένα παζλ που συνθέτει την γενική εικόνα και υποδεικνύει τις κοινές ρίζες.
Το λαογραφικό μουσείο ως ανοικτή πολιτισμική διαδικασία μέσα από τις συλλογές του βοηθά τον επισκέπτη στην κατανόηση και τη βίωση του τοπικού πολιτισμού.
Το περιεχόμενο ενός λαογραφικού μουσείου αποτελείται από αντικείμενα τα οποία, εκτός από το θέμα τους, καθρεφτίζουν ουσιαστικά τον πολιτισμό μέσα από τον οποίο γενννήθηκαν και τον οποίο εκφράζουν.
Κάθε ανθρώπινο δημιούργημα είναι ατομικό στην βάση του, αλλά έχει κοινωνικές προεκτάσεις, γιατί βασίζεται στις συλλογικές παραστάσεις που επικρατούσαν στην εποχή του.