ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΟΙ – ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΟΙ
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ: 3ος – 1ος αιώνας π.Χ.
1. ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ (1ος αιώνας π.Χ.)
Ήταν αρχαίος Έλληνας ποιητής ελληνιστικής περιόδου που άκμασε στην Νίκαια της Βιθυνίας. Ο Παρθένιος υπήρξε περισσότερο ελεγειακός ποιητής που μόνο οι τίτλοι των ποιημάτων του έχουν διασωθεί όπως "Αφροδίτη", "Δήλος", "Κριναγόρας", "Ηρακλής", "Μεταμορφώσεις" κ.λπ., έχει διασωθεί όμως το πεζό κείμενό του "Περί ερωτικών παθημάτων" που έγραψε για τον φίλο του Γάλλο που αποτελεί ένα απάνθισμα ερωτικών θρύλων και περιπετειών.
Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:
«ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΙΚΩΝ ΠΑΘΗΜΑΤΩΝ»
Αρχαίο κείμενο:
ΠΕΡΙ ΑΛΚΙΝΟΗΣ
27. Ἔχει δὲ λόγος καὶ Ἀλκινόην, τὴν Πολύβου μὲν τοῦ Κορινθίου θυγατέρα, γυναῖκα δὲ Ἀμφιλόχου τοῦ Δρύαντος, κατὰ μῆνιν Ἀθηνᾶς ἐπιμανῆναι ξένῳ Σαμίῳ· Ξάνθος αὐτῷ ὄνομα. ἐπὶ μισθῷ γὰρ αὐτὴν ἀγαγομένην χερνῆτιν γυναῖκα Νικάνδρην καὶ ἐργασαμένην ἐνιαυτὸν ὕστερον ἐκ τῶν οἰκίων ἐλάσαι, μὴ ἐντελῆ τὸν μισθὸν ἀποδοῦσαν· τὴν δὲ ἀράσασθαι πολλὰ Ἀθηνᾷ τίσασθαι αὐτὴν ἀντ᾿ ἀδίκου στερήσεως· ὅθεν εἰς τοσοῦτον ἐλθεῖν, ὥστε ἀπολιπεῖν οἶκόν τε καὶ παῖδας ἤδη γεγονότας, συνεκπλεῦσαί τε τῷ Ξάνθῳ· γενομένην δὲ κατὰ μέσον πόρον ἔννοιαν λαβεῖν τῶν εἰργασμένων, καὶ αὐτίκα πολλά τε δάκρυα προΐεσθαι καὶ ἀνακαλεῖν ὁτὲ μὲν ἄνδρα κουρίδιον, ὁτὲ δὲ τοὺς παῖδας· τέλος δὲ πολλὰ τοῦ Ξάνθου παρηγοροῦντος καὶ φαμένου γυναῖκα ἕξειν, μὴ πειθομένην ῥῖψαι ἑαυτὴν εἰς θάλασσαν.
ΠΕΡΙ ΕΥΛΙΜΕΝΗΣ
35. Ἐν δὲ Κρήτῃ ἠράσθη Λύκαστος τῆς Κύδωνος θυγατρὸς Εὐλιμένης, ἣν ὁ πατὴρ Ἀπτέρῳ καθωμολόγητο πρωτεύοντι τότε Κρητῶν· ταύτῃ κρύφα συνὼν ἐλελήθει. ὡς δὲ τῶν Κρητικῶν τινες πόλεων ἐπισυνέστησαν Κύδωνι καὶ πολὺ περιῆσαν, πέμπει τοὺς πευσομένους εἰς θεοῦ, ὅ τι ἂν ποιῶν κρατήσειεν τῶν πολεμίων. καὶ αὐτῷ θεσπίζεται τοῖς ἐγχωρίοις ἥρωσι σφαγιάσαι παρθένον. ἀκούσας δὲ τοῦ χρηστηρίου Κύδων διεκλήρου τὰς παρθένους πάσας, καὶ κατὰ δαίμονα ἡ θυγάτηρ λαγχάνει. Λύκαστος δὲ δείσας περὶ αὐτῆς μηνύει τὴν φθορὰν καὶ ὡς ἐκ πολλοῦ χρόνου συνείη αὐτῇ· ὁ δὲ πολὺς ὅμιλος πολὺ μᾶλλον ἐδικαίου αὐτὴν τεθνάναι. ἐπειδὴ δὲ ἐσφαγιάσθη, ὁ Κύδων τὸν ἱερέα κελεύει αὐτῆς διατεμεῖν τὸ ἐπομφάλιον, καὶ οὕτως εὑρέθη ἔγκυος. ἄπτερος δὲ δόξας ὑπὸ Λυκάστου δεινὰ πεπονθέναι λοχήσας αὐτὸν ἀνεῖλε καὶ διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν ἔφυγε πρὸς Ξάνθον εἰς Τέρμερα.
ΠΕΡΙ ΑΡΓΑΝΘΩΝΗΣ
36. Λέγεται δὲ καὶ Ῥῆσον, πρὶν ἐς Τροίαν ἐπίκουρον ἐλθεῖν, ἐπὶ πολλὴν γῆν ἰέναι προσαγόμενόν τε καὶ δασμὸν ἐπιτιθέντα. ἔνθα δὴ καὶ εἰς Κίον ἀφικέσθαι κατὰ κλέος γυναικὸς καλῆς· Ἀργανθώνη αὐτῇ ὄνομα. αὕτη τὴν μὲν κατ᾿ οἶκον δίαιταν καὶ μονὴν ἀπεστύγει, ἀθροισαμένη δὲ κύνας πολλοὺς ἐθήρευεν οὐ μάλα τινὰ προσιεμένη. ἐλθὼν οὖν ὁ Ῥῆσος εἰς τόνδε τὸν χῶρον βίᾳ μὲν αὐτὴν οὐκ ἦγεν, ἔφη δὲ θέλειν αὐτῇ συγκυνηγεῖν· καὶ αὐτὸς γὰρ ὁμοίως ἐκείνῃ τὴν πρὸς ἀνθρώπους ὁμιλίαν ἐχθαίρειν· ἡ δὲ ταῦτα λέξαντος ἐκείνου κατῄνεσε πειθομένη αὐτὸν ἀληθῆ λέγειν. χρόνου δὲ πολλοῦ διαγενομένου εἰς πολὺν ἔρωτα παραγίνεται τοῦ Ῥήσου· καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἡσυχάζει αἰδοῖ κατεχομένη· ἐπειδὴ δὲ σφοδρότερον ἐγίνετο τὸ πάθος, ἀπετόλμησεν εἰς λόγους ἐλθεῖν αὐτῷ, καὶ οὕτως ἐθέλων αὐτὴν ἐκεῖνος ἠγάγετο γυναῖκα. ὕστερον δέ, πολέμου γενομένου τοῖς Τρωσί, μετῄεσαν αὐτὸν οἱ βασιλεῖς ἐπίκουρον· ἡ δὲ Ἀργανθώνη, εἴτε καὶ δι᾿ ἔρωτα, ὃς πολὺς ὑπῆν αὐτῇ, εἴτε καὶ ἄλλως καταμαντευομένη τὸ μέλλον, βαδίζειν αὐτὸν οὐκ εἴα. Ῥῆσος δὲ μάλα κακιζόμενος ἐπὶ [τῇ] μονῇ οὐκ ἠνέσχετο, ἀλλὰ ἦλθεν εἰς Τροίαν καὶ μαχόμενος ἐπὶ ποταμῷ τῷ νῦν ἀπ᾿ ἐκείνου Ῥήσῳ καλουμένῳ, πληγεὶς ὑπὸ Διομήδους ἀποθνήσκει. ἡ δὲ ὡς ᾔσθετο τεθνηκότος αὐτοῦ, αὖτις ἀπεχώρησεν εἰς τὸν τόπον, ἔνθα ἐμίγη πρῶτον αὐτῷ, καὶ περὶ αὐτὸν ἀλωμένη θαμὰ ἐβόα τοὔνομα τοῦ Ῥήσου· τέλος δὲ σῖγα τῷ ποταμῷ προσημένη διὰ λύπην ἐξ ἀνθρώπων ἀπηλλάγη.
Μετάφραση:
Η ΑΛΚΙΝΟΗ ΚΑΙ Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
27. Λέγεται ότι η Αλκινόη, κόρη του Πολύβου του Κορίνθιου και σύζυγος του Αμφιλόχου, γιου του Δρύαντος, εξαιτίας της οργής της Αθηνάς τρελάθηκε για κάποιον ξένο από την Σάμο με το όνομα Ξάνθος. Διότι προσέλαβε επί μισθώ μια φτωχή εργάτρια, την Νικάνδρη, την οποία, αφού δούλεψε για έναν ολόκληρο χρόνο, στην συνέχεια την έδιωξε από το σπίτι της, χωρίς να την πληρώσει όλο το μισθό της. Η Νικάνδρη ευχήθηκε θερμά στην Αθηνά να την αποζημιώσει για την άδικη στέρηση που υπέστη. Έτσι η Αλκινόη έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να εγκαταλείψει το σπίτι της και τα παιδιά που είχε ήδη αποκτήσει και να αποπλεύσει μαζί με τον Ξάνθο. Στη μέση όμως της διαδρομής κατάλαβε τι είχε κάνει κι αμέσως άρχισε να κλαίει με άφθονα δάκρυα και να φωνάζει πότε το νόμιμο σύζυγό της και πότε τα παιδιά της, ώσπου στο τέλος, μολονότι ο Ξάνθος της έλεγε πολλά λόγια παρηγοριάς και της υποσχόταν ότι θα την κάνει γυναίκα του, χωρίς να πειστεί έριξε τον εαυτό της στην θάλασσα.
ΕΥΛΙΜΕΝΗ & ΛΥΚΑΣΤΟΣ
35. Στην Κρήτη ο Λύκαστος ερωτεύτηκε την κόρη του Κύδωνος,την Ευλιμένη, που ο πατέρας της την είχε τάξει στον Άπτερο, ο οποίος τότε πρώτευε μεταξύ των Κρητών. Ο Λύκαστος στα κρυφά έγινε εραστής της. Όταν ορισμένες από τις πόλεις της Κρήτης επαναστάτησαν συνδυασμένα εναντίον του Κύδωνα και απέκτησαν μεγάλη υπεροχή, ο Κύδων έστειλε πρέσβεις για να ρωτήσουν το θεό σχετικά με το τι θα μπορούσε να κάνει για να νικήσει τους εχθρούς. Ο θεός του απάντησε ότι πρέπει να θυσιάσει μια κοπέλα στους εγχώριους ήρωες. Όταν ο Κύδων άκουσε το χρησμό, έβαλε σε κλήρο όλες τις κοπέλες και κατά τύχη ο κλήρος έλαχε στη θυγατέρα του. Ο Λύκαστος από φόβο γι’ αυτήν αποκάλυψε ότι η κοπέλα είχε διαφθαρεί και ότι από πολύ καιρό ήταν ο εραστής της. Όμως το συγκεντρωμένο πλήθος θεώρησε ότι τώρα ήταν ακόμη περισσότερο δίκαιο να πεθάνει. Αφού θυσιάστηκε, ο Κύδων πρόσταξε τον ιερέα να κάνει τομή στην κοιλιά της κι έτσι βρέθηκε ότι ήταν έγκυος. Ο ΄Απτερος θεωρώντας ότι είχε υποφέρει πράγματα φοβερά εξαιτίας του Λύκαστου, του έστησε ενέδρα και τον σκότωσε. Γι’ αυτό τον λόγο κατέφυγε στην Ξάνθο στα Τέρμερα.
ΑΡΓΑΝΘΩΝΗ & ΡΗΣΟΣ
36. Λέγεται ότι ο Ρήσος, προτού να πάει ως σύμμαχος στην Τροία, διέτρεξε πολλή γη κερδίζοντας συμμάχους κι επιβάλλοντας φόρους. Τότε έφτασε και στην Κίο, έχοντας ακούσει φήμες για μια όμορφη γυναίκα με το όνομα Αργανθώνη. Αυτής δεν της άρεσε να περνά τον καιρό της μένοντας στο σπίτι, αλλά συναθροίζοντας πολλά σκυλιά κυνηγούσε, χωρίς καμιά συνοδεία. Όταν ο Ρήσος έφτασε σ’ εκείνο το μέρος, δεν την πήρε με την βία, αλλά της είπε ότι θέλει να κυνηγήσει μαζί της. Γιατί κι ο ίδιος απεχθανόταν όπως κι εκείνη τη συντροφιά των ανθρώπων. Όταν τα είπε αυτά, εκείνη τον επαίνεσε, νομίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια. Έπειτα από λίγο καιρό η Αργανθώνη ερωτεύτηκε σφοδρά τον Ρήσο. Στην αρχή σιωπούσε, επειδή την συγκρατούσε η ντροπή. Όταν όμως το πάθος έγινε σφοδρότερο, τόλμησε να του μιλήσει. Έτσι την πήρε ως σύζυγό του με την θέλησή της, θέλοντάς την κι ο ίδιος. Αργότερα, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Τροία, οι βασιλείς τον κάλεσαν ως σύμμαχο. Η Αργανθώνη, είτε εξαιτίας του μεγάλου έρωτα που την διακατείχε, είτε κι επειδή με κάποιον άλλο τρόπο διαισθάνθηκε το μέλλον, δεν τον άφηνε να φύγει. Ο Ρήσος όμως δεν ανεχόταν να δείξει μαλθακότητα με την παραμονή του στο σπίτι, αλλά πήγε στην Τροία και μαχόμενος δίπλα στο ποτάμι που τώρα από εκείνον ονομάζεται Ρήσος, χτυπήθηκε από το Διομήδη και πέθανε. Η Αργανθώνη, όταν έμαθε για το θάνατό του, αναχώρησε πάλι για το μέρος όπου για πρώτη φορά έσμιξε μαζί του. Τριγυρνούσε γύρω από εκείνο το μέρος και συχνά καλούσε το όνομα του Ρήσου. Τελικά απέχοντας από την τροφή και το ποτό εξαιτίας της λύπης της έφυγε από τον κόσμο των ζωντανών.
ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΙΚΗ ΕΠΟΧΗ: 1ος - 4ος αιώνας μ.Χ.
2. ΧΑΡΙΤΩΝ Ο ΑΦΡΟΔΙΣΙΕΥΣ (1ος ή 2ος αιώνας μ.Χ.)
Ο Χαρίτων από την Αφροδισιάδα της Καρίας, ήταν γραμματέας κάποιου δικηγόρου Αθηναγόρα. Είναι αβέβαιο πότε ακριβώς έζησε. Παρ' ότι επί μακρόν πολλοί φιλόλογοι τον τοποθετούσαν στον 4ο, ακόμη και στον 5ο μ.Χ. αιώνα, άλλοι δε στον 1ο π.Χ., πρόσφατα παπυρικά ευρήματα περιορίζουν την χρονική περίοδο κατά την οποία έζησε ανάμεσα στο τρίτο τέταρτο του 1ου και το πρώτο τέταρτο του 2ου μ.Χ. αιώνα. Είναι ο πρώτος μυθιστοριογράφος της ιστορίας, του οποίου σώζεται ακέραιο έργο.
Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:
«ΤΑ ΠΕΡΙ ΧΑΙΡΕΑΝ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΡΡΟΗΝ»
Αρχαίο κείμενο:
ὡς μὲν οὖν Χαιρέας ὑποπτεύσας Καλλιρρόην Διονυσίῳ παραδεδόσθαι, θέλων ἀμύνασθαι βασιλέα πρὸς τὸν Αἰγύπτιον ἀπέστη καὶ ναύαρχος ἀποδειχθεὶς ἐκράτησε τῆς θαλάσσης, νικήσας δὲ κατέσχεν Ἄραδον, ἔνθα βασιλεὺς καὶ τὴν γυναῖκα τὴν ἑαυτοῦ καὶ πᾶσαν τὴν θεραπείαν ἀπέθετο καὶ Καλλιρρόην, ἐν τῷ πρόσθεν λόγῳ δεδήλωται.ἔμελλε δὲ ἔργον ἡ Τύχη πράττειν οὐ μόνον παράδοξον, ἀλλὰ καὶ σκυθρωπόν, ἵνα ἔχων Καλλιρρόην Χαιρέας ἀγνοήσῃ καὶ τὰς ἀλλοτρίας γυναῖκας ἀναλαβὼν ταῖς τριήρεσιν ἀπάγῃ, μόνην δὲ τὴν ἰδίαν ἐκεῖ καταλίπῃ οὐχ ὡς Ἀριάδνην καθεύδουσαν, οὐδὲ Διονύσῳ νυμφίῳ, λάφυρον δὲ τοῖς ἑαυτοῦ πολεμίοις.ἀλλ᾽ ἀπέδοξε τὸ δεινὸν Ἀφροδίτῃ· ἤδη γὰρ αὐτῷ διηλλάττετο, πρότερον ὀργισθεῖσα χαλεπῶς διὰ τὴν ἄκαιρον ζηλοτυπίαν, ὅτι δῶρον παρ᾽ αὐτῆς λαβὼν τὸ κάλλιστον, οἷον οὐδὲ Ἀλέξανδρος ὁ Πάρις, ὕβρισεν εἰς τὴν χάριν. ἐπεὶ δὲ καλῶς ἀπελογήσατο τῷ Ἔρωτι Χαιρέας ἀπὸ δύσεως εἰς ἀνατολὰς διὰ μυρίων παθῶν πλανηθείς, ἠλέησεν αὐτὸν Ἀφροδίτη καὶ ὅπερ ἐξ ἀρχῆς δύο τῶν καλλίστων ἥρμοσε ζεῦγος, γυμνάσασα διὰ γῆς καὶ θαλάσσης, πάλιν ἠθέλησεν ἀποδοῦναι.νομίζω δὲ καὶ τὸ τελευταῖον τοῦτο σύγγραμμα τοῖς ἀναγινώσκουσιν ἥδιστον γενήσεσθαι· καθάρσιον γάρ ἐστι τῶν ἐν τοῖς πρώτοις σκυθρωπῶν. οὐκέτι λῃστεία καὶ δουλεία καὶ δίκη καὶ μάχη καὶ ἀποκαρτέρησις καὶ πόλεμος καὶ ἅλωσις, ἀλλὰ ἔρωτες δίκαιοι ἐν τούτῳ ‹καὶ› νόμιμοι γάμοι.πῶς οὖν ἡ θεὸς ἐφώτισε τὴν ἀλήθειαν καὶ τοὺς ἀγνοουμένους ἔδειξεν ἀλλήλοις λέξω.ἑσπέρα μὲν ἦν, ἔτι δὲ πολλὰ τῶν αἰχμαλώτων κατελέλειπτο. κεκμηκὼς οὖν ὁΧαιρέας ἀνίσταται, ἵνα διατάξηται τὰ πρὸς τὸν πλοῦν.παριόντι δὲ αὐτῷ τὴν ἀγορὰν ὁ Αἰγύπτιος ἔλεξεν· «ἐνταῦθά ἐστιν ἡ γυνή, δέσποτα, ἡ μὴ βουλομένη προσελθεῖν, ἀλλὰ ἀποκαρτεροῦσα· τάχα δὲ σὺ πείσεις αὐτὴν ἀναστῆναι· τί γάρ σε δεῖ καταλείπειν τὸ κάλλιστον τῶν λαφύρων;» συνεπελάβετο καὶ Πολύχαρμος τοῦ λόγου, βουλόμενος ἐμβαλεῖν αὐτόν, εἴ πως δύναιτο, εἰς ἔρωτα καινὸν καὶ Καλλιρρόης παραμύθιον. «εἰσέλθωμεν» ἔφη, «Χαιρέα.»ὑπερβὰς οὖν τὸν οὐδὸν καὶ θεασάμενος ἐρριμμένην καὶ κεκαλυμμένην εὐθὺς ἐκ τῆς ἀναπνοῆς καὶ τοῦ σχήματος ἐταράχθη τὴν ψυχὴν καὶ μετέωρος ἐγένετο. πάντως δ᾽ ἂν καὶ ἐγνώρισεν, εἰ ‹μὴ› σφόδρα πέπειστο Καλλιρρόην ἀπειληφέναι Διονύσιον.ἠρέμα δὲ προσελθών, «θάρρει» φησίν, «ὦ γύναι, ἥτις ἂν ᾖς, οὐ γάρ σε βιασόμεθα· ἕξεις δὲ ἄνδρα ὃν θέλεις.» ἔτι λέγοντος ἡ Καλλιρρόη γνωρίσασα τὴν φωνὴν ἀπεκαλύψατο καὶ ἀμφότεροι συνεβόησαν· «Χαιρέα — Καλλιρρόη.» περιχυθέντες δὲ ἀλλήλοις, λιποψυχήσαντες ἔπεσον.ἄφωνος δὲ καὶ Πολύχαρμος τὸ πρῶτον εἱστήκει πρὸς τὸ παράδοξον, χρόνου δὲ προϊόντος «ἀνάστητε» εἶπεν, «ἀπειλήφατε ἀλλήλους· πεπληρώκασιν οἱ θεοὶ τὰς ἀμφοτέρων εὐχάς. μέμνησθε δὲ ὅτι οὐκ ἐν πατρίδι ἐστέ, ἀλλ᾽ ἐν πολεμίᾳ γῇ, καὶ δεῖ ταῦτα πρότερον οἰκονομῆσαι καλῶς ἵνα μηδεὶς ἔτι ὑμᾶς διαχωρίσῃ.»τοιαῦτα ἐμβοῶντος, ὥσπερ τινὲς ἐν φρέατι βαθεῖ βεβαπτισμένοι μόλις ἄνωθεν φωνὴν ἀκούσαντες, βραδέως ἀνήνεγκαν, εἶτα ἰδόντες ἀλλήλους καὶ καταφιλήσαντες πάλιν παρείθησαν καὶ δεύτερον καὶ τρίτον τοῦτο ἔπραξαν, μίαν φωνὴν ἀφιέντες· «ἔχω σε, εἰ ἀληθῶς εἶ Καλλιρρόη· εἰ ἀληθῶς εἶ Χαιρέας.»
φήμη δὲ διέτρεχεν ὅτι ὁ ναύαρχος εὕρηκε τὴν γυναῖκα. οὐ στρατιώτηςἔμεινεν ἐν σκηνῇ, οὐ ναύτης ἐν τριήρει, οὐ θυρωρὸς ἐν οἰκίᾳ· πανταχόθεν συνέτρεχον λαλοῦντες «ὢ γυναικὸς μακαρίας, εἴληφε τὸν εὐμορφότατον ἄνδρα.» Καλλιρρόης δὲ φανείσης οὐδεὶς ἔτι Χαιρέαν ἐπῄνεσεν, ἀλλ᾽ εἰς ἐκείνην πάντες ἀφεώρων, ὡς μόνην οὖσαν.ἐβάδιζε δὲ σοβαρά, Χαιρέου καὶ Πολυχάρμου μέσην αὐτὴν δορυφορούντων. ἄνθη καὶ στεφάνους ἔβαλλον αὐτοῖς, καὶ οἶνος καὶ μύρα πρὸ τῶν ποδῶν ἐχεῖτο, καὶ πολέμου καὶ εἰρήνης ἦν ὁμοῦ τὰ ἥδιστα, ἐπινίκια καὶ γάμοι. Χαιρέας δὲ εἴθιστο μὲν ἐν τριήρει καθεύδειν καὶ νυκτὸς καὶ μεθ᾽ ἡμέραν πολλὰ πράττων· τότε δὲ Πολυχάρμῳ πάντα ἐπιτρέψας, αὐτὸς οὐδὲ νύκτα περιμείνας εἰσῆλθεν εἰς τὸν θάλαμον τὸν βασιλικόν· καθ᾽ ἑκάστην γὰρ πόλιν οἶκος ἐξαίρετος ἀποδέδεικται τῷ μεγάλῳ βασιλεῖ. κλίνη μὲν ἔκειτο χρυσήλατος, στρωμνὴ δὲ Τυρία πορφυρᾶ, ὕφασμα Βαβυλώνιον. τίς ἂν φράσῃ τὴν νύκτα ἐκείνην; πόσων διηγημάτων μεστή, πόσων δὲ δακρύωνὁμοῦ καὶ φιλημάτων; πρώτη μὲν ἤρξατο Καλλιρρόη διηγεῖσθαι πῶς ἀνέζησεν ἐν τῷ τάφῳ, πῶς ὑπὸ Θήρωνος ἐξήχθη, πῶς ἔπλευσε, πῶς ἐπράθη. μέχρι τούτων Χαιρέας ἀκούων ἔκλαεν· ἐπεὶ δὲ ἧκεν εἰς Μίλητον τῷ λόγῳ, Καλλιρρόη μὲν ἐσιώπησεν αἰδουμένη, Χαιρέας δὲ τῆς ἐμφύτου ζηλοτυπίας ἀνεμνήσθη, παρηγόρησε δὲ αὐτὸν τὸ περὶ τοῦ τέκνου διήγημα.
Μετάφραση:
Πώς λοιπόν ο Χαιρέας, που νόμιζε ότι η Καλλιρρόη είχε δοθεί στον Διονύσιο, αυτομόλησε στον Αιγύπτιο, για να εκδικηθεί το Βασιλέα· πώς, αφού διορίστηκε ναύαρχος, έγινε κυρίαρχος στην θάλασσα· και τέλος πώς, μετά την νίκη, κατέλαβε την Άραδο, όπου ο Βασιλέας είχε μεταφέρει τη γυναίκα του και όλη του την ακολουθία, μαζί με την Καλλιρρόη: αυτά τα διαβάσατε στο προηγούμενο μέρος της ιστορίας μου. Η Τύχη όμως σκόπευε να κάνει άλλο ένα κατόρθωμα, όχι μόνο παράδοξο, αλλά και, θλιβερό αυτήν την φορά: να αγνοήσει δηλαδή ο Χαιρέας την Καλλιρρόη, ενώ την είχε μέσα στα χέρια του, και να κάνει πανιά, παίρνοντας όλες τις ξένες γυναίκες κι αφήνοντας εκεί μόνο την δική του, όχι σαν αποκοιμισμένη Αριάδνη, ούτε για τον μυθικό νυμφίο, τον Διόνυσο, αλλά για να την κερδίσουν λάφυρο οι εχθροί. Η Αφροδίτη, όμως, ήταν αντίθετη σ᾽ αυτήν την φοβερή πράξη. Πίστευε, βλέπετε, πως είχε φτάσει πια η ώρα της συμφιλίωσης με τον ήρωά μας, μολονότι στο παρελθόν είχε οργισθεί άγρια μαζί του για την αδικαιολόγητη ζηλοτυπία του: πήρε από κείνη το πιο όμορφο δώρο, ένα δώρο ανώτερο κι απ᾽ αυτό που είχε προσφέρει στον Πάρη, κι αυτός το ατίμασε. Δεν περιφρονούνται έτσι τα δώρα των θεών. Επειδή όμως ο Χαιρέας ξεπλήρωσε στο ακέραιο το χρέος του στον Έρωτα, περιπλανήθηκε με μύρια πάθη από την Δύση μέχρι την Ανατολή, η Αφροδίτη τον λυπήθηκε. Το ζευγάρι λοιπόν που η ίδια ταίριαξε από τα πιο όμορφα πλάσματα της οικουμένης, αφού το γύμνασε σε στεριά και σε θάλασσα, αποφάσισε να το ξαναενώσει. Νομίζω πως αυτό το τελευταίο κεφάλαιο θα είναι το πιο ευχάριστο στον αναγνώστη, γιατί θα φέρει την κάθαρση απ᾽ όλα τα θλιβερά συμβάντα που προηγήθηκαν. Φτάνουν πια οι πειρατείες, η σκλαβιά, τα δικαστήρια, οι απόπειρες αυτοκτονίας, ο πόλεμος, οι μάχες, οι αλώσεις· τώρα έχουμε δίκαιους έρωτες και νόμιμους γάμους. Πώς λοιπόν η θεά αποκάλυψε άξαφνα την αλήθεια κι έκανε τους δυο εραστές ν᾽ αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον, θα σας το περιγράψω αμέσως. Ήταν απόγευμα, και οι περισσότεροι αιχμάλωτοι δεν είχαν φορτωθεί ακόμη στα καράβια. Κουρασμένος ο Χαιρέας σηκώνεται για να ρυθμίσει τα θέματα του απόπλου. Καθώς διέσχιζε την αγορά, τον πλησιάζει ο Αιγύπτιος και του λέει:
«Αφέντη μου, εδώ βρίσκεται αυτήν που αρνιέται να μας ακολουθήσει. Προτιμά να μείνει μόνη, χωρίς νερό, χωρίς φαΐ. Θα πεθάνει στα σίγουρα. Ίσως εσύ την πείσεις να σηκωθεί. Είναι άλλωστε το ωραιότερο λάφυρο, γιατί να το αφήσεις;»
Συνηγόρησε και ο Πολύχαρμος, μήπως και τον έριχνε σε κάποιον καινούριον έρωτα και ξεχνούσε την Καλλιρρόη:
«Ας μπούμε, Χαιρέα.»
Σαν πέρασε το κατώφλι και την αντίκρισε ριγμένη καταγής και καλυμμένη με το πέπλο της, αμέσως από την ανάσα της και την στάση του σώματός της ένιωσε κάποια αναστάτωση. Και σίγουρα θα την αναγνώριζε, αν δεν ήταν πεπεισμένος πως η Καλλιρρόη βρισκόταν στα χέρια του Διονύσιου. Την πλησίασε ήρεμα και της είπε: «Μην φοβάσαι, γυναίκα, όποια κι αν είσαι. Δεν θα σε ζορίσουμε. Θα αποκτήσεις τον άντρα που επιθυμείς.» Ενώ ακόμα μιλούσε, η Καλλιρρόη, αναγνωρίζοντας την φωνή του, αποκαλύφθηκε. Τότε κι οι δυο μαζί αναφώνησαν.
«Χαιρέα!»
«Καλλιρρόη!»
Ο ένας έπεσε στην αγκαλιά του άλλου και σωριάστηκαν λιπόθυμοι στην γη. Ο Πολύχαρμος, που δεν πίστευε στα μάτια του, είχε μείνει άναυδος. Μόνο αφού πέρασε κάμποση ώρα, τους είπε:
«Σηκωθείτε. Ξαναβρήκατε ο ένας τον άλλον. Οι θεοί εισάκουσαν τις προσευχές σας. Θυμηθείτε όμως ότι δεν είσαστε στην πατρίδα, αλλά σε εχθρικό έδαφος. Οφείλετε πρώτα ν᾽ αντιμετωπίσετε αυτήν την δυσκολία, ώστε να μη σας ξαναχωρίσει κανείς.»
Αυτά τους φώναζε ξανά και ξανά. Μα τα λόγια του έφταναν στ᾽ αυτιά τους, απόμακρα, σαν να βρίσκονταν στο βάθος ενός πηγαδιού. Κάποια στιγμή ανέβηκαν στην επιφάνεια. Ξανακοιτάχτηκαν, ξαναφιλήθηκαν, κι αφέθηκαν πάλι στο βυθό. Το ίδιο έγινε για δεύτερη και τρίτη φορά, μα το μόνο που έλεγαν ήταν:
«Σε έχω, αν είσαι στ᾽ αλήθεια η Καλλιρρόη!»
«Σε έχω, αν είσαι στ᾽ αλήθεια ο Χαιρέας!»
Η Φήμη δεν άργησε να διαδώσει ότι ο ναύαρχος βρήκε την γυναίκα του. Στρατιώτης δεν έμεινε σε σκηνή ούτε ναύτης σε τριήρη· ακόμα κι οι φρουροί των σπιτιών εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Απ᾽ όλα τα μέρη έτρεχαν εκεί διαλαλώντας την είδηση:
«Τι ευτυχισμένη γυναίκα: Τον πιο όμορφο άντρα τον έχει δικό της!»
Σαν όμως φανερώθηκε η Καλλιρρόη, κανείς πια δεν παίνευε τον Χαιρέα, αλλά όλων τα μάτια ήταν καρφωμένα πάνω της, σαν να υπήρχε μόνο εκείνη. Προχωρούσε λοιπόν περήφανη, ανάμεσα στον Χαιρέα και τον Πολύχαρμο. Τους έραναν με άνθη, τους πετούσαν στεφάνια, και μπροστά στα πόδια τους χύνονταν μύρα και κρασί. Ό,τι πιο γλυκό δίνει η ειρήνη και ό,τι πιο χαρμόσυνο φέρνει ο πόλεμος υπήρχαν μαζί: τα επινίκια και οι γάμοι. Ο Χαιρέας, που συνήθιζε να κοιμάται στην τριήρη και να ασχολείται με χίλια δυο ζητήματα μέρα-νύχτα, τα άφησε όλα στον Πολύχαρμο, και χωρίς καν να περιμένει να νυχτώσει, μπήκε στο βασιλικό κοιτώνα. (Σε κάθε πόλη υπάρχει μια έπαυλη στην διάθεση του Μεγάλου Βασιλέα.) Το κρεβάτι είχε επένδυση χρυσού. Τα στρωσίδια ήταν βαμμένα με πορφύρα από την Τύρο και το ύφασμά τους είχε έρθει από τη Βαβυλώνα. Ποιος θα μπορούσε να περιγράψει την νύχτα εκείνη; Με πόσες αφηγήσεις δεν ήταν γεμάτη, με πόσα δάκρυα και φιλιά μαζί! Πρώτη άρχισε την ιστορία της η Καλλιρρόη: πώς αναστήθηκε μέσα στον τάφο, πώς την έβγαλε ο Θήρων, το ταξίδι, την αγοραπωλησία ...Μέχρι εδώ ο Χαιρέας έκλαιγε ακούγοντας τα πάθη της. Όταν όμως η εξιστόρηση έφτασε στην Μίλητο, η Καλλιρρόη ντράπηκε να συνεχίσει, ενώ ο Χαιρέας ξαναθυμήθηκε την έμφυτη ζηλοτυπία του. Τον παρηγόρησε , ωστόσο, η αφήγηση για το παιδί του.
(μετάφραση Βασίλης Λεντάκης)
3. ΑΛΚΙΦΡΩΝ (τέλη του 2ου – αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ.)
Ήταν αρχαίος Έλληνας επιστολογράφος. Συνέγραψε επιστολές σε τέσσερα βιβλία (Αλιευτικαί, Αγροικικαί, Παρασίτων, Εταιρικαί). Οι πρώτες δυο κατηγορίες αφορούν την ζωή της υπαίθρου, ενώ οι άλλες δυο αναφέρονται στην ζωή άστεως και κινούνται μέσα στον χώρο των διασκεδάσεων και του αγοραίου έρωτα. Από το σύνολο των επιστολών του έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας 124. Όλες οι επιστολές του είναι φανταστικές και θεωρούνται υποδείγματα ύφους στη γραφή.
Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:
«ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ – ΓΛΥΚΕΡΑ ΜΕΝΑΝΔΡΩ»
Αρχαίο κείμενο:
ἃς διεπέμψω μοι τοῦ βασιλέως ἐπιστολὰς εὐθὺς ἀνέγνων. μὰ τὴν Καλλιγένειαν ἐν ἧς νῦν εἰμι κατευχαῖς ἔχαιρον, Μένανδρε, ἐκπαθὴς ὑπὸ ἡδονῆς γινομένη, καὶ τὰς παρούσας οὐκ ἐλάνθανον. ἦν δὲ ἥ τε μήτηρ μου καὶ ἡ ἑτέρα ἀδελφὴ Εὐφρόνιον καὶ τῶν φίλων ἣν οἶσθα· καὶ ‹γὰρ› παρὰ σοὶ ἐδείπνησε πολλάκις, καὶ ἐπῄνεις αὐτῆς τὸν ἐπιχώριον ἀττικισμόν, ἀλλ᾽ ὡς φοβούμενος αὐτὴν ἐπαινεῖν, ὅθεν καὶ μειδιάσασα θερμότερόν σε κατεφίλησα. οὐ μέμνησαι, Μένανδρε; θεασάμεναι δέ με παρὰ τὸ εἰωθὸς καὶ τῷ προσώπῳ καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς χαίρουσαν «ὦ Γλυκέριον» ἤροντο, «τί σοι τηλικοῦτον γέγονεν ἀγαθόν, ὅτι καὶ ψυχῇ καὶ σώματι καὶ πᾶσιν ἀλλοιοτέρα νῦν ἡμῖν πέφηνας; καὶ τὸ σῶμα γεγάνωσαι καὶ διαλάμπεις ἐπιχάριτόν τι καὶ εὐκταῖον». κἀγώ «Μένανδρον» ἔφην «τὸν ἐμὸν {ὃν} ὁ Αἰγύπτου βασιλεὺς Πτολεμαῖος ἐπὶ τῷ ἡμίσει τῆς βασιλείας τρόπον τινὰ μεταπέμπεται» μείζονι τῇ φωνῇ φθεγξαμένη καὶ σφοδροτέρᾳ, ὅπως πᾶσαι ἀκούσωσιν αἱ παροῦσαι. καὶ ταῦτα ἔλεγον ἐγὼ διατινάσσουσα καὶ σοβοῦσα ταῖς χερσὶν ἐμαυτῆς τὰς ἐπιστολὰς σὺν τῇ βασιλικῇ σφραγῖδι. «χαίρεις οὖν ἀπολειπομένη»; ἔφ{ρ}ασαν. τὸ δὲ οὐκ ἦν, Μένανδρε. ἀλλὰ τοῦτο μὲν οὐδενὶ τρόπῳ μὰ τὰς θεάς, οὐδ᾽ εἰ βοῦς μοι τὸ ‹δὴ› λεγόμενον φθέγξαιτο, πεισθείην ἂν ὅτι βουλήσεταί μέ ποτε ἢ δυνήσεται Μένανδρος ἀπολιπὼν ἐν Ἀθήναις Γλυκέραν τὴν ἑαυτοῦ μόνος ἐν Αἰγύπτῳ βασιλεύειν μετὰ πάντων τῶν ἀγαθῶν. ἀλλὰ καὶ τοῦτό γε εἰδὼς ἐκ τῶν ἐπιστολῶν ὧν ἀνέγνων ‹δῆλος› ἦν ὁ βασιλεύς, τἀμὰ πεπυσμένος ὡς ἔοικε περὶ σέ, καὶ ἠρέμα δι᾽ ὑπονοιῶν Αἰγυπτίοις θέλων ἀστεϊσμοῖς σε διατωθάζειν. χαίρω διὰ τοῦτο, ὅτι πεπλεύκασι καὶ εἰς Αἴγυπτον πρὸς αὐτὸν οἱ ἡμέτεροι ἔρωτες· καὶ πείθεται πάντως ἐξ ὧν ἤκουσεν ἀδύνατα σπουδάζειν ἐπιθυμῶν Ἀθήνας πρὸς αὐτὸν διαβῆναι. τί γὰρ Ἀθῆναι χωρὶς Μενάνδρου; τί δὲ Μένανδρος χωρὶς Γλυκέρας; ἥτις αὐτῷ καὶ τὰ προσωπεῖα διασκευάζω καὶ τὰς ἐσθῆτας ἐνδύω, κἀν τοῖς παρασκηνίοις ἕστηκα τοὺς δακτύλους ἐμαυτῆς πιέζουσα καὶ τρέμουσα, ἕως ἂν κροταλίσῃ τὸ θέατρον· τότε νὴ τὴν Ἄρτεμιν ἀναψύχω καὶ περιβάλλουσά σε τὴν ἱερὰν {τῶν δραμάτων} ἐκείνην κεφαλὴν ἐναγκαλίζομαι. ἀλλ᾽ ὅ γε ταῖς φίλαις τότε χαίρειν ἔφην, τοῦτ᾽ ἦν Μένανδρε, ὅτι οὐκ ἄρα Γλυκέρα μόνον ἀλλὰ καὶ βασιλεῖς ὑπερθαλάσσ‹ι›οι ἐρῶσί σου, καὶ διαπόντιοι φῆμαι τὰς σὰς ἀρετὰς κατηγγέλκασι. καὶ Αἴγυπτος καὶ Νεῖλος καὶ Πρωτέως ἀκρωτήρια καὶ αἱ Φάριαι σκοπιαὶ πάντα μετέωρα νῦν ἐστι, βουλόμενα ἰδεῖν Μένανδρον καὶ ἀκοῦσαι φιλαργύρων καὶ ἐρώντων καὶ δεισιδαιμόνων και ἀπίστων {καὶ πατέρων καὶ υἱῶν ‹καὶ γραῶν› καὶ θεραπόντων} καὶ παντὸς ‹τοῦ› {ἐν} σκηνοβατουμένου· ὧν ἀκούσονται μέν, οὐκ ὄψονται δὲ Μένανδρον, εἰ μὴ ἐν ἄστει παρὰ Γλυκέρᾳ γένοιντο καὶ τὴν ἐμὴν εὐδαιμονίαν ἴδοιεν, τὸν πάντῃ διὰ τὸ κλέος αὐτοῦ Μένανδρον καὶ νύκτωρ καὶ μεθ᾽ ἡμέραν ἐμοὶ προσκείμενον.
Μετάφραση:
Το γράμμα του βασιλιά που μου ᾽στειλες το διάβασα, Μένανδρε, αμέσως, και μα την θεά μας Καλλιγένεια, που στο ναό της τώρα βρίσκομαι, το καταχάρηκε η ψυχή μου· κυριολεκτικά, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ από την χαρά μου, τόσο που το πρόσεξαν όλες οι γυναίκες που ήταν γύρω μου: η μάνα μου, η αδερφή μου η Ευφρόνιον και η φίλη μου που ξέρεις, αυτή που δείπνησε τόσες φορές στο σπίτι σου και που επαινούσες τον ωραίο της λόγο («σαν να ᾽χε γεννηθεί στην Αθήνα»), λες και φοβόσουν να επαινέσεις την ίδια, τότε που χαμογέλασα και σου ᾽δωσα ένα εξαιρετικά θερμό φιλί, δεν το θυμάσαι, Μένανδρε; Όταν λοιπόν είδαν το πρόσωπό μου και τα μάτια μου να δείχνουν ασυνήθιστη χαρά, με ρώτησαν: «Τι μεγάλο καλό σου συνέβη, καλή μας Γλυκέρα, και σε βλέπουμε τώρα τόσο αλλαγμένη στην ψυχή, στο σώμα, στα πάντα; Εσύ λάμπεις ολόκληρη, κι αυτή σου η λάμψη δείχνει πως σου συνέβη κάτι πολύ ευχάριστο, πως μια ευχή σου εισακούστηκε». «Ο Πτολεμαίος», τους είπα, «τον Μένανδρό μου, ο Πτολεμαίος, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, τον κάλεσε δίνοντάς του, πώς να το πω; το μισό του βασίλειο» όλα αυτά, βέβαια, τα είπα με ξεχωριστή έμφαση και με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής μου, ώστε να τ᾽ ακούσουν όλες οι γυναίκες που ήταν εκεί, και, φυσικά, κουνώντας και επιδεικνύοντας με καμάρι το γράμμα με την βασιλική σφραγίδα. «Και συ χαίρεσαι που εκείνος φεύγει κι εσένα σε αφήνει εδώ;», με ρώτησαν. Αυτό, φυσικά, δεν μπορούσε, Μένανδρε, να είναι αλήθεια. Εγώ, μα τις θεές, και βόδι, που λέει η παροιμία, να μου το ᾽λεγε, δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως ο Μένανδρός μου θα ήθελε ή θα μπορούσε ποτέ ν᾽ αφήσει στην Αθήνα τη Γλυκέρα του και να κάνει, μόνος του, δίχως εμένα δίπλα του, τον βασιλιά στην Αίγυπτο, την Αίγυπτο με όλα της τα πλούτη και όλα της τα αγαθά. Απεναντίας, από το γράμμα που διάβασα ήταν φανερό πως ο βασιλιάς ήταν καλά πληροφορημένος για την σχέση μου μαζί σου και ήθελε καλοσυνάτα να σε πειράξει με υπαινιγμούς, χρησιμοποιώντας, στην αιγυπτιακή του παραλλαγή, το αττικό ύφος και πνεύμα. Προσωπικά είμαι πολύ ευχαριστημένη που η ιστορία του έρωτά μας ταξίδεψε ώς την Αίγυπτο κι ώς τον βασιλιά· κι εξάπαντος, απ᾽ ό,τι άκουσε, ο βασιλιάς θα ᾽χει πεισθεί πως κυνηγάει το αδύνατο όταν θέλει να ταξιδέψει η Αθήνα σ᾽ αυτόν. Τι είναι, πράγματι, η Αθήνα δίχως τον Μένανδρο; Και τι είναι ο Μένανδρος δίχως την Γλυκέρα; Εγώ του ετοιμάζω τις μάσκες, εγώ του ντύνω τους ηθοποιούς, και είμαι πάντα στα παρασκήνια, κρατώντας σφιγμένα τα δάχτυλά μου και τρέμοντας από την αγωνία, ώσπου το κοινό να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα· τότε πια ανασαίνω ανακουφισμένη, μα την Άρτεμη, και σε παίρνω σφιχτά στην αγκαλιά μου, εσένα, τον μεγάλο δημιουργό των περίφημων θεατρικών έργων. Αυτό όμως, Μένανδρε, που είπα τότε στις φίλες μου πως μ᾽ έκανε ευτυχισμένη ήταν ότι δεν είναι μόνο η Γλυκέρα που σ᾽ αγαπάει, αλλά και βασιλιάδες μακρινοί, πέρ᾽ απ᾽ την θάλασσα, κι ότι η φήμη σου, περνώντας τις θάλασσες, έκανε παντού γνωστά τα χαρίσματά σου. Η Αίγυπτος, ο Νείλος, το ακρωτήριο του Πρωτέα και το παρατηρητήριο στο νησί Φάρος, όλα είναι ξεσηκωμένα, θέλοντας να δουν τον Μένανδρο και να ακούσουν τους φιλάργυρους, τους ερωτευμένους, τους δεισιδαίμονες, τους άπιστους, τους πατεράδες, τους γιους, τους δούλους και γενικά όλα τα πρόσωπα που εκείνος ανεβάζει στην σκηνή. Όλους αυτούς θα τους ακούσουν, τον Μένανδρο όμως δεν θα τον δουν εκτός κι αν έρθουν στην Αθήνα, στο σπίτι της Γλυκέρας, και δουν την ευτυχία μου, ο Μένανδρος βρίσκεται με την δόξα του παντού, νύχτα και μέρα όμως αγκαλιάζει εμένα.
(μετάφραση Δ. Λυπουρλής)
4. ΗΛΙΟΔΩΡΟΣ (3ος αιώνας μ.Χ.)
Ο Ηλιόδωρος από την Έμεσα της Συρίας είναι ο συγγραφέας του τελευταίου σωζόμενου μυθιστορήματος της αρχαιότητας, των «Αιθιοπικών», με τα οποία κορυφώνεται η παράδοση του μυθιστορηματικού είδους. Η συγγραφή του έργου τοποθετείται από άλλους μελετητές στον 3ο και από άλλους στον 4ο αι. μ.Χ.
Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:
«ΑΙΘΙΟΠΙΚΑ 1»
Αρχαίο κείμενο:
ἡμέρας ἄρτι διαγελώσης καὶ ἡλίου τὰς ἀκρωρείας καταυγάζοντος, ἄνδρες ἐν ὅπλοις λῃστρικοῖς ὄρους ὑπερκύψαντες, ὃ δὴ κατ᾽ ἐκβολὰς τοῦ Νείλου καὶ στόμα τὸ καλούμενον ἡρακλεωτικὸν ὑπερτείνει, μικρὸν ἐπιστάντες τὴν ὑποκειμένην θάλατταν ὀφθαλμοῖς ἐπήρχοντο καὶ τῷ πελάγει τὸ πρῶτον τὰς ὄψεις ἐπαφέντες, ὡς οὐδὲν ἄγρας λῃστρικῆς ἐπηγγέλλετο μὴ πλεόμενον, ἐπὶ τὸν πλησίον αἰγιαλὸν τῇ θέᾳ κατήγοντο. καὶ ἦν τὰ ἐν αὐτῷ τοιάδε· ὁλκὰς ἀπὸ πρυμνησίων ὥρμει τῶν μὲν ἐμπλεόντων χηρεύουσα, φόρτου δὲ πλήθουσα· καὶ τοῦτο παρῆν συμβάλλειν καὶ τοῖς πόρρωθεν· τὸ γὰρ ἄχθος ἄχρι καὶ ἐπὶ τρίτου ζωστῆρος τῆς νεὼς τὸ ὕδωρ ἀνέθλιβεν. ὁ δὲ αἰγιαλός, μεστὰ πάντα σωμάτων νεοσφαγῶν, τῶν μὲν ἄρδην ἀπολωλότων, τῶν δὲ ἡμιθνήτων καὶ μέρεσι τῶν σωμάτων ἔτι σπαιρόντων, ἄρτι πεπαῦσθαι τὸν πόλεμον κατηγορούντων. ἦν δὲ οὐ πολέμου καθαροῦ τὰ φαινόμενα σύμβολα, ἀλλ᾽ ἀναμέμικτο καὶ εὐωχίας οὐκ εὐτυχοῦς ἀλλ᾽ εἰς τοῦτο ληξάσης ἐλεεινὰ λείψανα, τράπεζαι τῶν ἐδεσμάτων ἔτι πλήθουσαι καὶ ἄλλαι πρὸς τῇ γῇ τῶν κειμένων ἐν χερσὶν ἀνθ᾽ ὅπλων ἐνίοις παρὰ τὴν μάχην γεγενημέναι· ὁ γὰρ πόλεμος ἐσχεδίαστο· ἕτεραι δὲ ἄλλους ἔκρυπτον, ὡς ᾤοντο, ὑπελθόντας· κρατῆρες ἀνατετραμμένοι καὶ χειρῶν ἔνιοι τῶν ἐσχηκότων ἀπορρέοντες τῶν μὲν πινόντων τῶν δὲ ἀντὶ λίθων κεχρημένων· τὸ γὰρ αἰφνίδιον τοῦ κακοῦ τὰς χρείας ἐκαινοτόμει καὶ βέλεσι κεχρῆσθαι τοῖς ἐκπώμασιν ἐδίδασκεν. ἔκειντο δὲ ὁ μὲν πελέκει τετρωμένος, ὁ δὲ κάχληκι βεβλημένος αὐτόθεν ἀπὸ τῆς ῥαχίας πεπορισμένῳ, ἕτερος ξύλῳ κατεαγώς, ὁ δὲ δαλῷ κατάφλεκτος, καὶ ἄλλος ἄλλως, οἱ δὲ πλεῖστοι βελῶν ἔργον καὶ τοξείας γεγενημένοι. καὶ μυρίον εἶδος ὁ δαίμων ἐπὶ μικροῦ τοῦ χωρίου διεσκεύαστο, οἶνον αἵματι μιάνας, καὶ συμποσίοις πόλεμον ἐπιστήσας, φόνους καὶ πότους, σπονδὰς καὶ σφαγὰς ἐπισυνάψας, καὶ τοιοῦτον θέατρον λῃσταῖς Αἰγυπτίοις ἐπιδείξας. οἱ γὰρ δὴ κατὰ τὸ ὄρος θεωροὺς ἑαυτοὺς τῶνδε καθίσαντες οὐδὲ συνιέναι τὴν σκηνὴν ἐδύναντο, τοὺς μὲν ἑαλωκότας ἔχοντες, οὐδαμοῦ δὲ τοὺς κεκρατηκότας ὁρῶντες, καὶ τὴν μὲν νίκην λαμπράν, τὰ λάφυρα δὲ ἀσκύλευτα, καὶ τὴν ναῦν μόνην ἀνδρῶν μὲν ἔρημον, τἄλλα δὲ ἄσυλον ὥσπερ ὑπὸ πολλῶν φρουρουμένην καὶ ὥσπερ ἐν εἰρήνῃ σαλεύουσαν. ἀλλὰ καίπερ τὸ γεγονὸς ὅ τι ποτέ ἐστιν ἀποροῦντες εἰς τὸ κέρδος ἔβλεπον καὶ τὴν λείαν· ἑαυτοὺς οὖν νικητὰς ἀποδείξαντες ὥρμησαν.
Μετάφραση:
Η μέρα μόλις που χαμογελούσε και ο ήλιος καταύγαζε τις κορυφογραμμές, όταν κάποιοι άνδρες με ληστρικό οπλισμό ξεπρόβαλαν από τους λόφους που υψώνονται πάνω από τις εκβολές του Νείλου στο στόμιο το καλούμενο Ηρακλεωτικό. Στάθηκαν λίγο εκεί και βάλθηκαν να ψάχνουν με τα μάτια την θάλασσα κάτω. Πρώτα άφησαν το βλέμμα τους να πλανηθεί στο πέλαγος και, καθώς κανένα πλεούμενο δεν υποσχόταν άγρα ληστρική, έριξαν τη ματιά τους στην κοντινή παραλία. Και να τι είδαν: ένα καράβι δεμένο από τα σχοινιά της πρύμης, έρημο εντελώς και φορτωμένο ώς τα μπούνια. Το πράγμα φαινόταν και από μακριά: από το βάρος του φορτίου το νερό είχε ανέβει ώς το τρίτο ζωνάρι του πλοίου. Η παραλία, γεμάτη σώματα ανθρώπων που είχαν πρόσφατα σφαγιαστεί, άλλα νεκρά και άλλα μισοπεθαμένα με κάποια μέλη τους να σπαράζουν ακόμα, μαρτυρούσε ότι η μάχη μόλις είχε τελειώσει. Κι όμως δεν θα μπορούσες να πεις πως ήταν μάχη καθαρή αυτό που είχε γίνει: μαζί με τα πτώματα ήταν ανακατεμένα θλιβερά απομεινάρια από κάποιο κακότυχο φαγοπότι που είχε αυτήν την φρικτή κατάληξη· μερικά τραπέζια ήταν ακόμα γεμάτα φαγητά κι άλλα κείτονταν καταγής πλάι στα χέρια των νεκρών που τα είχαν χρησιμοποιήσει αντί για όπλα στην απρόβλεπτη εκείνη μάχη· άλλα σκέπαζαν σώματα ανθρώπων που είχαν νομίσει πως θα ᾽βρισκαν κάτω από αυτά καταφύγιο· έβλεπες κρατήρες αναποδογυρισμένους να κρέμονται από τα χέρια των νεκρών που είτε έπιναν είτε ετοιμάζονταν να τους χρησιμοποιήσουν αντί για πέτρες· η αιφνίδια συμφορά τους είχε διδάξει καινούργιες χρήσεις, αναγκάζοντάς τους να χρησιμοποιούν τα ποτήρια για βέλη. Άλλος κειτόταν πληγωμένος από τσεκούρι, άλλος χτυπημένος με αιχμηρό χαλίκι από την ίδια εκείνη παραλία, άλλος είχε τα μέλη τσακισμένα από δοκάρι, άλλος ήταν πυρπολημένος με δαυλό, άλλος αλλιώς θανατωμένος, και οι περισσότεροι είχαν χτυπηθεί με βέλη από τοξότες. Σε τόπο μικρό, μύρια όσα είχε σκηνοθετήσει η τύχη: με αίμα είχε μολύνει το κρασί, το γλέντι είχε αναμείξει με την μάχη, το φονικό με το πιοτό, τις σπονδές με τις σφαγές, να ποιο ήταν το δράμα που παρουσίαζε στους Αιγύπτιους ληστές. Κι εκείνοι, καθισμένοι στην πλαγιά σαν θεατές σε θέατρο, έβλεπαν την σκηνή και δεν μπορούσαν να την καταλάβουν: οι νικημένοι ήταν μπροστά στα μάτια τους και πουθενά δεν έβλεπαν τους νικητές· η νίκη φαινόταν λαμπρή, τα λάφυρα όμως ασκύλευτα· το πλοίο, μόνο κι έρημο κι όμως απείραχτο σαν να το φύλαγαν πλήθος φρουροί, σαν σε ειρήνη να λικνίζεται στο κύμα. Όση όμως κι αν ήταν η απορία τους για το συμβάν, το κέρδος τους τραβούσε και η λεία· και σαν να ήταν αυτοί που κέρδισαν την νίκη, όρμησαν.
(μετάφραση Αλόη Σιδέρη)
«ΑΙΘΙΟΠΙΚΑ 1»
Αρχαίο κείμενο:
ἄρτι δὲ τῆς σεληναίας ἀνισχούσης καὶ φωτὶ λαμπρῷ τὰ πάντα καταυγαζούσης, τρίτη γὰρ μετὰ πανσέληνον ἐτύγχανεν, ὁ μὲν Καλάσιρις οἷα δὴ πρεσβυτικός τε ἄλλως καὶ πρὸς τῆς ὁδοιπορίας κεκοπωμένος ὕπνῳ κατείχετο, ἡ Χαρίκλεια δὲ ὑπὸ τῶν συνεχόντων φροντισμάτων διαγρυπνοῦσα σκηνῆς τινος οὐκ εὐαγοῦς μὲν ταῖς δὲ Αἰγυπτίαις ἐπιχωριαζούσης θεωρὸς ἐγίνετο. ἡ γὰρ πρεσβῦτις ἀνενοχλήτου καὶ ἀκατόπτου σχολῆς ἐπειλῆφθαι νομίσασα πρῶτα μὲν βόθρον ὠρύξατο, ἔπειτα πυρκαϊὰν ἐκ θατέρου μέρους ἐξῆψε καὶ μέσον ἀμφοῖν τὸν νεκρὸν τοῦ παιδὸς προθεμένη κρατῆρά τε ὀστρακοῦν ἔκ τινος παρακειμένου τρίποδος ἀνελομένη μέλιτος ἐπέχει τῷ βάθρῳ καὶ αὖθις ἐξ ἑτέρου γάλακτος, καὶ οἶνον ἐκ τρίτων ἐπέσπενδεν· εἶτα πέμμα στεάτινον εἰς ἀνδρὸς μίμημα πεπλασμένον δάφνῃ καὶ μαράθῳ καταστέψασα εἰς τὸν βόθρον ἐνέβαλλεν. ἐφ᾽ ἅπασι δὲ ξίφος ἀνελομένη καὶ πρὸς τὸ ἐνθουσιῶδες σοβηθεῖσα καὶ πολλὰ πρὸς τὴν σεληναίαν βαρβάροις τε καὶ ξενίζουσι τὴν ἀκοὴν ὀνόμασι κατευξαμένη τὸν βραχίονα ἐντεμοῦσα καὶ δάφνης ἀκρέμονι τοῦ αἵματος ἀποψήσασα τὴν πυρκαϊὰν ἐπεψέκαζεν, ἄλλα τε ἄττα τερατευσαμένη πρὸς τούτοις ἐπὶ τὸν νεκρὸν τοῦ παιδὸς προσκύψασα καί τινα πρὸς τὸ οὖς ἐπᾴδουσα ἐξήγειρέ τε καὶ ὀρθὸν ἑστάναι τῇ μαγγανείᾳ κατηνάγκαζεν. ἡ Χαρίκλεια δὴ οὖν οὐδὲ τὰ πρῶτα ἀδεῶς κατοπτεύουσα τότε δὴ καὶ ὑπέφριττε καὶ πρὸς τῶν γινομένων ἀήθων ἐκδειματωθεῖσα τὸν Καλάσιριν ἀφύπνιζέ τε καὶ θεατὴν γενέσθαι τῶν δρωμένων παρεσκεύαζεν. αὐτοὶ μὲν οὖν ἅτε ἐν σκότῳ διάγοντες οὐχ ἑωρῶντο, κατώπτευον δὲ τὰ ἐν τῷ φωτὶ καὶ πρὸς τῇ πυρκαϊᾷ ῥᾷον καὶ τῶν λεγομένων οὐ πόρρωθεν ὄντες ἐπηκροῶντο, τῆς γραὸς ἤδη καὶ γεγωνότερον ἐκπυνθανομένης παρὰ τοῦ νεκροῦ· καὶ ἦν ἡ πεῦσις εἴπερ ὁ ἀδελφὸς μὲν ἐκείνου παῖς δὲ αὐτῆς ὁ λειπόμενος ἐπανήξει περισωθείς. ὁ δὲ ἀπεκρίνατο μὲν οὐδὲν ἐπινεύσας δὲ μόνον καὶ τῇ μητρὶ τὰ κατὰ γνώμην ἐλπίζειν ἀμφιβόλως ἐνδοὺς κατηνέχθη τε ἀθρόον καὶ ἔκειτο ἐπὶ πρόσωπον. ἡ δὲ ἐπέστρεφέ τε τὸ σῶμα πρὸς τὸ ὕπτιον καὶ οὐκ ἀνίει τὴν πεῦσιν ἀλλὰ βιαιοτέραις, ὡς ἐῴκει, ταῖς κατανάγκαις πολλὰ τοῖς ὠσὶν αὖθις ἐπᾴδουσα καὶ μεθαλλομένη ξιφήρης ἄρτι μὲν πρὸς τὴν πυρκαϊὰν ἄρτι δὲ ἐπὶ τὸν βόθρον ἐξήγειρέ τε αὖθις καὶ ὀρθωθέντος περὶ τῶν αὐτῶν ἐξεπυνθάνετο, μὴ νεύμασι μόνον ἀλλὰ καὶ φωνῇ τὴν μαντείαν ἀρισήμως δηλοῦν ἐπαναγκάζουσα. καὶ τῆς πρεσβύτιδος ἐν τούτοις οὔσης ἡ Χαρίκλεια πολλὰ τὸν Καλάσιριν καθικέτευε τοῖς γινομένοις πλησιάσαντας πυνθάνεσθαί τι καὶ αὐτοὺς περὶ τοῦ Θεαγένους, ὁ δὲ παρῃτεῖτο φάσκων καὶ τὴν θέαν οὐκ εὐαγῆ μὲν κατ᾽ ἀνάγκην δ᾽ οὖν ὅμως γενομένην ἀνέχεσθαι· εἶναι γὰρ οὐ προφητικὸν οὔτε ἐπιχειρεῖν οὔτε παρεῖναι ταῖς τοιαῖσδε πράξεσιν, ἀλλὰ τὸ μαντικὸν τούτοις μὲν ἐκ θυσιῶν ἐννόμων καὶ εὐχῶν καθαρῶν παραγίνεσθαι, τοῖς δὲ βεβήλοις καὶ περὶ γῆν τῷ ὄντι καὶ σώματα νεκρῶν εἰλουμένοις οὕτως ὡς τὴν Αἰγυπτίαν ὁρᾶν ἡ τοῦ καιροῦ περίπτωσις ἐνδέδωκε.
Μετάφραση:
Το φεγγάρι είχε μόλις ανατείλει και καταύγαζε τα πάντα με το λαμπρό του φως, ήταν η τρίτη νύχτα μετά την πανσέληνο και ο μεν Καλάσιρης, σαν ηλικιωμένος που ήταν και επίσης καταπονημένος από την οδοιπορία, βυθίστηκε στον ύπνο, η δε Χαρίκλεια, που οι έγνοιες δεν την άφηναν να κοιμηθεί, έγινε θεωρός μια αθέμιτης σκηνής που όμως την συνηθίζουν οι Αιγύπτιες. Η πρεσβύτισσα, νομίζοντας ότι κανείς δεν θα την ενοχλούσε ούτε θα την έβλεπε, άνοιξε πρώτα λάκκο, άναψε ύστερα φωτιά δεξιά και αριστερά του, ανάμεσα στις δυο φωτιές τοποθέτησε το πτώμα του γιου της και, παίρνοντας από κάποιον παρακείμενο τρίποδα τρεις πήλινους κρατήρες, τέλεσε σπονδές μέσα στον λάκκο χύνοντας με τον πρώτο μέλι, γάλα με τον δεύτερο και κρασί με τον τρίτο. Παίρνει έπειτα ένα γλύκισμα από ζυμάρι πλασμένο σε σχήμα ανθρώπου, το στεφανώνει με δάφνη και μάραθο και το ρίχνει στον λάκκο. Μετά από όλ᾽ αυτά, κυριευμένη από θεϊκή μανία, σηκώνει από κάτω ένα ξίφος, προσεύχεται στο φεγγάρι με παράξενες βαρβαρικές ευχές, χαράζει με το ξίφος το μπράτσο της, σκουπίζει με κλαδί δάφνης το αίμα και ραντίζει μ᾽ αυτό την φωτιά. Κάνει κι άλλα τέτοια παράδοξα και, τέλος, σκύβει πάνω στον σκοτωμένο γιο της και μουρμουρίζοντας στ᾽ αυτί του κάποια ξόρκια, τον ξυπνά με τρόπο μαγικό και τον αναγκάζει να σταθεί στα πόδια του. Η Χαρίκλεια, που από την αρχή ένιωθε φόβο καθώς την παρατηρούσε, τότε πια έφριξε με τα άτοπα που έβλεπε και, τρομοκρατημένη, ξύπνησε τον Καλάσιρη και τον παρακίνησε να παρακολουθήσει τα δρώμενα. Οι δυο τους τώρα, αθέατοι στο σκοτάδι, μπορούσαν εύκολα να διακρίνουν στο φως της φωτιάς την σκηνή και, επίσης, ήταν αρκετά κοντά ώστε να ακούνε τα λόγια της γριάς που ήδη με δυνατή φωνή ζητούσε κάποιες πληροφορίες από τον νεκρό· αυτό που ήθελε να μάθει ήταν αν ο αδελφός του και εναπομένων γιος της θα επέστρεφε ζωντανός. Κι εκείνος δεν έδωσε απόκριση καμιά, μόνο έκαμε ένα νεύμα που μπορούσε να δώσει στην μητέρα του μια αβέβαιη ελπίδα κι ύστερα λύγισε ξαφνικά και σωριάστηκε με το πρόσωπο καταγής. Η γερόντισσα γύρισε το πτώμα ανάσκελα και άρχισε πάλι να το ρωτάει με μεγαλύτερη ακόμα επιμονή, όπως φαινόταν, ψάλλοντας πλήθος ξόρκια και πηδώντας με το ξίφος στο χέρι πότε προς την φωτιά και πότε προς το λάκκο, ώσπου κατάφερε να τον σηκώσει και πάλι και να τον ξαναστήσει στα πόδια του· επανέλαβε τότε τις ίδιες ερωτήσεις πιέζοντας τον νεκρό να προμαντέψει όχι μόνο με νεύματα, αλλά μιλώντας καθαρά. Κι ενώ η γερόντισσα καταγινόταν μ᾽ αυτά, η Χαρίκλεια θερμοπαρακαλούσε τον Καλάσιρη να πάνε κι οι ίδιοι εκεί κοντά μήπως και μάθουν κάτι για τον Θεαγένη κι εκείνος αρνιόταν λέγοντας ότι ακόμα και να βλέπουν ήταν ασέβεια και ότι το είχε ανεχθεί επειδή είχε γίνει εξ ανάγκης: στους προφήτες ήταν απαγορευμένο όχι μόνο να επιχειρούν αλλά και να παρακολουθούν κάτι τέτοιες τελετές. Την μαντική τους τέχνη, έλεγε, εκείνοι την ασκούν με επίσημες θυσίες και αγνές προσευχές και μόνο οι βέβηλοι προμαντεύουν έρποντας κυριολεκτικά στην γη και στριφογυρίζοντας γύρω από σώματα νεκρών όπως αυτή η Αιγύπτια που η τύχη το ᾽φερε να ιδούν πάνω στην δράση.
(μετάφραση Αλόη Σιδέρη)
****************
Πηγές:
https://el.wikipedia.org
http://www.biblionet.gr
http://www.greek-language.gr
http://heterophoton.blogspot.gr/search/label/ΤΑ%20ΕΡΩΤΙΚΑ%20ΠΑΘΗΜΑΤΑ%20ΤΟΥ%20ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ%20ΑΠΟ%20ΤΗ%20ΝΙΚΑΙΑ
https://el.wikisource.org/wiki/Περί_ερωτικών_παθημάτων#p27
http://mydaimoncom.blogspot.gr/2015/03/blog-post_85.html
http://antnikolis.blogspot.gr/2016_04_01_archive.html
https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/5/5a/When_the_heart_is_young,_by_John_William_Godward.jpg