Pin It

ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΟΙ – ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΟΙ




ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ: 3ος – 1ος αιώνας π.Χ.


1. ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ (1ος αιώνας π.Χ.)
Ήταν αρχαίος Έλληνας ποιητής ελληνιστικής περιόδου που άκμασε στην Νίκαια της Βιθυνίας. Ο Παρθένιος υπήρξε περισσότερο ελεγειακός ποιητής που μόνο οι τίτλοι των ποιημάτων του έχουν διασωθεί όπως "Αφροδίτη", "Δήλος", "Κριναγόρας", "Ηρακλής", "Μεταμορφώσεις" κ.λπ., έχει διασωθεί όμως το πεζό κείμενό του "Περί ερωτικών παθημάτων" που έγραψε για τον φίλο του Γάλλο που αποτελεί ένα απάνθισμα ερωτικών θρύλων και περιπετειών.

Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:

«ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΙΚΩΝ ΠΑΘΗΜΑΤΩΝ»

01 eulimenhΑρχαίο κείμενο:

ΠΕΡΙ ΑΛΚΙΝΟΗΣ

27. χει δ λόγος κα λκινόην, τν Πολύβου μν το Κορινθίου θυγατέρα, γυνακα δ μφιλόχου το Δρύαντος, κατ μνιν θηνς πιμανναι ξέν Σαμί· Ξάνθος ατ νομα. π μισθ γρ ατν γαγομένην χερντιν γυνακα Νικάνδρην κα ργασαμένην νιαυτν στερον κ τν οκίων λάσαι, μ ντελ τν μισθν ποδοσαν· τν δ ράσασθαι πολλ θην τίσασθαι ατν ντ᾿ δίκου στερήσεως· θεν ες τοσοτον λθεν, στε πολιπεν οκόν τε κα παδας δη γεγονότας, συνεκπλεσαί τε τ Ξάνθ· γενομένην δ κατ μέσον πόρον ννοιαν λαβεν τν εργασμένων, κα ατίκα πολλά τε δάκρυα προΐεσθαι κα νακαλεν τ μν νδρα κουρίδιον, τ δ τος παδας· τέλος δ πολλ το Ξάνθου παρηγοροντος κα φαμένου γυνακα ξειν, μ πειθομένην ῥῖψαι αυτν ες θάλασσαν.

ΠΕΡΙ ΕΥΛΙΜΕΝΗΣ

35. ν δ Κρήτ ράσθη Λύκαστος τς Κύδωνος θυγατρς Ελιμένης, ν πατρ πτέρ καθωμολόγητο πρωτεύοντι τότε Κρητν· ταύτ κρύφα συνν λελήθει. ς δ τν Κρητικν τινες πόλεων πισυνέστησαν Κύδωνι κα πολ περισαν, πέμπει τος πευσομένους ες θεο, τι ν ποιν κρατήσειεν τν πολεμίων. κα ατ θεσπίζεται τος γχωρίοις ρωσι σφαγιάσαι παρθένον. κούσας δ το χρηστηρίου Κύδων διεκλήρου τς παρθένους πάσας, κα κατ δαίμονα θυγάτηρ λαγχάνει. Λύκαστος δ δείσας περ ατς μηνύει τν φθορν κα ς κ πολλο χρόνου συνείη ατ· δ πολς μιλος πολ μλλον δικαίου ατν τεθνάναι.πειδ δ σφαγιάσθη, Κύδων τν ερέα κελεύει ατς διατεμεν τ πομφάλιον, κα οτως ερέθη γκυος. πτερος δ δόξας π Λυκάστου δειν πεπονθέναι λοχήσας ατν νελε κα δι ταύτην τν ατίαν φυγε πρς Ξάνθον ες Τέρμερα.

ΠΕΡΙ ΑΡΓΑΝΘΩΝΗΣ

36. Λέγεται δ κα Ῥῆσον, πρν ς Τροίαν πίκουρον λθεν, π πολλν γν έναι προσαγόμενόν τε κα δασμν πιτιθέντα. νθα δ κα ες Κίον φικέσθαι κατ κλέος γυναικς καλς· ργανθώνη ατ νομα. ατη τν μν κατ᾿ οκον δίαιταν κα μονν πεστύγει, θροισαμένη δ κύνας πολλος θήρευεν ο μάλα τιν προσιεμένη. λθν ον Ῥῆσος ες τόνδε τν χρον βί μν ατν οκ γεν, φη δ θέλειν ατ συγκυνηγεν· κα ατς γρ μοίως κείν τν πρς νθρώπους μιλίαν χθαίρειν· δ τατα λέξαντος κείνου κατνεσε πειθομένη ατν ληθ λέγειν. χρόνου δ πολλο διαγενομένου ες πολν ρωτα παραγίνεται το ήσου· κα τ μν πρτον συχάζει αδο κατεχομένη· πειδ δ σφοδρότερον γίνετο τ πάθος, πετόλμησεν ες λόγους λθεν ατ, κα οτως θέλων ατν κενος γάγετο γυνακα. στερον δέ, πολέμου γενομένου τος Τρωσί, μετεσαν ατν ο βασιλες πίκουρον· δ ργανθώνη, ετε κα δι᾿ ρωτα, ς πολς πν ατ, ετε κα λλως καταμαντευομένη τ μέλλον, βαδίζειν ατν οκ εα. Ῥῆσος δ μάλα κακιζόμενος π] μον οκ νέσχετο, λλ λθεν ες Τροίαν κα μαχόμενος π ποταμ τ νν π᾿ κείνου ήσ καλουμέν, πληγες π Διομήδους ποθνήσκει. δ ς σθετο τεθνηκότος ατο, ατις πεχώρησεν ες τν τόπον, νθα μίγη πρτον ατ, κα περ ατν λωμένη θαμ βόα τονομα το ήσου· τέλος δ σγα τ ποταμ προσημένη δι λύπην ξ νθρώπων πηλλάγη.

Μετάφραση:

Η ΑΛΚΙΝΟΗ ΚΑΙ Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

27. Λέγεται ότι η Αλκινόη, κόρη του Πολύβου του Κορίνθιου και σύζυγος του Αμφιλόχου, γιου του Δρύαντος, εξαιτίας της οργής της Αθηνάς τρελάθηκε για κάποιον ξένο από την Σάμο με το όνομα Ξάνθος. Διότι προσέλαβε επί μισθώ μια φτωχή εργάτρια, την Νικάνδρη, την οποία, αφού δούλεψε για έναν ολόκληρο χρόνο, στην συνέχεια την έδιωξε από το σπίτι της, χωρίς να την πληρώσει όλο το μισθό της. Η Νικάνδρη ευχήθηκε θερμά στην Αθηνά να την αποζημιώσει για την άδικη στέρηση που υπέστη. Έτσι η Αλκινόη έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να εγκαταλείψει το σπίτι της και τα παιδιά που είχε ήδη αποκτήσει και να αποπλεύσει μαζί με τον Ξάνθο. Στη μέση όμως της διαδρομής κατάλαβε τι είχε κάνει κι αμέσως άρχισε να κλαίει με άφθονα δάκρυα και να φωνάζει πότε το νόμιμο σύζυγό της και πότε τα παιδιά της, ώσπου στο τέλος, μολονότι ο Ξάνθος της έλεγε πολλά λόγια παρηγοριάς και της υποσχόταν ότι θα την κάνει γυναίκα του, χωρίς να πειστεί έριξε τον εαυτό της στην θάλασσα.

ΕΥΛΙΜΕΝΗ & ΛΥΚΑΣΤΟΣ

35. Στην Κρήτη ο Λύκαστος ερωτεύτηκε την κόρη του Κύδωνος,την Ευλιμένη, που ο πατέρας της την είχε τάξει στον Άπτερο, ο οποίος τότε πρώτευε μεταξύ των Κρητών. Ο Λύκαστος στα κρυφά έγινε εραστής της. Όταν ορισμένες από τις πόλεις της Κρήτης επαναστάτησαν συνδυασμένα εναντίον του Κύδωνα και απέκτησαν μεγάλη υπεροχή, ο Κύδων έστειλε πρέσβεις για να ρωτήσουν το θεό σχετικά με το τι θα μπορούσε να κάνει για να νικήσει τους εχθρούς. Ο θεός του απάντησε ότι πρέπει να θυσιάσει μια κοπέλα στους εγχώριους ήρωες. Όταν ο Κύδων άκουσε το χρησμό, έβαλε σε κλήρο όλες τις κοπέλες και κατά τύχη ο κλήρος έλαχε στη θυγατέρα του. Ο Λύκαστος από φόβο γι’ αυτήν αποκάλυψε ότι η κοπέλα είχε διαφθαρεί και ότι από πολύ καιρό ήταν ο εραστής της. Όμως το συγκεντρωμένο πλήθος θεώρησε ότι τώρα ήταν ακόμη περισσότερο δίκαιο να πεθάνει. Αφού θυσιάστηκε, ο Κύδων πρόσταξε τον ιερέα να κάνει τομή στην κοιλιά της κι έτσι βρέθηκε ότι ήταν έγκυος. Ο ΄Απτερος θεωρώντας ότι είχε υποφέρει πράγματα φοβερά εξαιτίας του Λύκαστου, του έστησε ενέδρα και τον σκότωσε. Γι’ αυτό τον λόγο κατέφυγε στην Ξάνθο στα Τέρμερα.

ΑΡΓΑΝΘΩΝΗ & ΡΗΣΟΣ

36. Λέγεται ότι ο Ρήσος, προτού να πάει ως σύμμαχος στην Τροία, διέτρεξε πολλή γη κερδίζοντας συμμάχους κι επιβάλλοντας φόρους. Τότε έφτασε και στην Κίο, έχοντας ακούσει φήμες για μια όμορφη γυναίκα με το όνομα Αργανθώνη. Αυτής δεν της άρεσε να περνά τον καιρό της μένοντας στο σπίτι, αλλά συναθροίζοντας πολλά σκυλιά κυνηγούσε, χωρίς καμιά συνοδεία. Όταν ο Ρήσος έφτασε σ’ εκείνο το μέρος, δεν την πήρε με την βία, αλλά της είπε ότι θέλει να κυνηγήσει μαζί της. Γιατί κι ο ίδιος απεχθανόταν όπως κι εκείνη τη συντροφιά των ανθρώπων. Όταν τα είπε αυτά, εκείνη τον επαίνεσε, νομίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια. Έπειτα από λίγο καιρό η Αργανθώνη ερωτεύτηκε σφοδρά τον Ρήσο. Στην αρχή σιωπούσε, επειδή την συγκρατούσε η ντροπή. Όταν όμως το πάθος έγινε σφοδρότερο, τόλμησε να του μιλήσει. Έτσι την πήρε ως σύζυγό του με την θέλησή της, θέλοντάς την κι ο ίδιος. Αργότερα, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Τροία, οι βασιλείς τον κάλεσαν ως σύμμαχο. Η Αργανθώνη, είτε εξαιτίας του μεγάλου έρωτα που την διακατείχε, είτε κι επειδή με κάποιον άλλο τρόπο διαισθάνθηκε το μέλλον, δεν τον άφηνε να φύγει. Ο Ρήσος όμως δεν ανεχόταν να δείξει μαλθακότητα με την παραμονή του στο σπίτι, αλλά πήγε στην Τροία και μαχόμενος δίπλα στο ποτάμι που τώρα από εκείνον ονομάζεται Ρήσος, χτυπήθηκε από το Διομήδη και πέθανε. Η Αργανθώνη, όταν έμαθε για το θάνατό του, αναχώρησε πάλι για το μέρος όπου για πρώτη φορά έσμιξε μαζί του. Τριγυρνούσε γύρω από εκείνο το μέρος και συχνά καλούσε το όνομα του Ρήσου. Τελικά απέχοντας από την τροφή και το ποτό εξαιτίας της λύπης της έφυγε από τον κόσμο των ζωντανών.


ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΙΚΗ ΕΠΟΧΗ: 1ος - 4ος αιώνας μ.Χ.


2. ΧΑΡΙΤΩΝ Ο ΑΦΡΟΔΙΣΙΕΥΣ (1ος ή 2ος αιώνας μ.Χ.)
Ο Χαρίτων από την Αφροδισιάδα της Καρίας, ήταν γραμματέας κάποιου δικηγόρου Αθηναγόρα. Είναι αβέβαιο πότε ακριβώς έζησε. Παρ' ότι επί μακρόν πολλοί φιλόλογοι τον τοποθετούσαν στον 4ο, ακόμη και στον 5ο μ.Χ. αιώνα, άλλοι δε στον 1ο π.Χ., πρόσφατα παπυρικά ευρήματα περιορίζουν την χρονική περίοδο κατά την οποία έζησε ανάμεσα στο τρίτο τέταρτο του 1ου και το πρώτο τέταρτο του 2ου μ.Χ. αιώνα. Είναι ο πρώτος μυθιστοριογράφος της ιστορίας, του οποίου σώζεται ακέραιο έργο.

Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:

«ΤΑ ΠΕΡΙ ΧΑΙΡΕΑΝ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΡΡΟΗΝ»

02 xaireas kai kallirohΑρχαίο κείμενο:


ς μν ον Χαιρέας ποπτεύσας Καλλιρρόην Διονυσί παραδεδόσθαι, θέλων μύνασθαι βασιλέα πρς τν Αγύπτιον πέστη κα ναύαρχος ποδειχθες κράτησε τς θαλάσσης, νικήσας δ κατέσχεν ραδον, νθα βασιλες κα τν γυνακα τν αυτο κα πσαν τν θεραπείαν πέθετο κα Καλλιρρόην, ν τ πρόσθεν λόγ δεδήλωται.μελλε δ ργον Τύχη πράττειν ο μόνον παράδοξον, λλ κα σκυθρωπόν, να χων Καλλιρρόην Χαιρέας γνοήσ κα τς λλοτρίας γυνακας ναλαβν τας τριήρεσιν πάγ, μόνην δ τν δίαν κε καταλίπ οχ ς ριάδνην καθεύδουσαν, οδ Διονύσ νυμφί, λάφυρον δ τος αυτο πολεμίοις.λλ πέδοξε τ δεινν φροδίτ· δη γρ ατ διηλλάττετο, πρότερον ργισθεσα χαλεπς δι τν καιρον ζηλοτυπίαν, τι δρον παρ ατς λαβν τ κάλλιστον, οον οδ λέξανδρος Πάρις, βρισεν ες τν χάριν. πε δ καλς πελογήσατο τ ρωτι Χαιρέας π δύσεως ες νατολς δι μυρίων παθν πλανηθείς, λέησεν ατν φροδίτη κα περ ξ ρχς δύο τν καλλίστων ρμοσε ζεγος, γυμνάσασα δι γς κα θαλάσσης, πάλιν θέλησεν ποδοναι.νομίζω δ κα τ τελευταον τοτο σύγγραμμα τος ναγινώσκουσιν διστον γενήσεσθαι· καθάρσιον γάρ στι τν ν τος πρώτοις σκυθρωπν. οκέτι λστεία κα δουλεία κα δίκη κα μάχη κα ποκαρτέρησις κα πόλεμος κα λωσις, λλ ρωτες δίκαιοι ν τούτ ‹κα νόμιμοι γάμοι.πς ον θες φώτισε τν λήθειαν κα τος γνοουμένους δειξεν λλήλοις λέξω.σπέρα μν ν, τι δ πολλ τν αχμαλώτων κατελέλειπτο. κεκμηκς ον Χαιρέας νίσταται, να διατάξηται τ πρς τν πλον.παριόντι δ ατ τν γορν Αγύπτιος λεξεν· «νταθά στιν γυνή, δέσποτα, μ βουλομένη προσελθεν, λλ ποκαρτεροσα· τάχα δ σ πείσεις ατν ναστναι· τί γάρ σε δε καταλείπειν τ κάλλιστον τν λαφύρων;» συνεπελάβετο κα Πολύχαρμος το λόγου, βουλόμενος μβαλεν ατόν, ε πως δύναιτο, ες ρωτα καινν κα Καλλιρρόης παραμύθιον. «εσέλθωμεν» φη, «Χαιρέα.»περβς ον τν οδν κα θεασάμενος ρριμμένην κα κεκαλυμμένην εθς κ τς ναπνος κα το σχήματος ταράχθη τν ψυχν κα μετέωρος γένετο. πάντως δ ν κα γνώρισεν, ε ‹μ σφόδρα πέπειστο Καλλιρρόην πειληφέναι Διονύσιον.ρέμα δ προσελθών, «θάρρει» φησίν, « γύναι, τις ν ς, ο γάρ σε βιασόμεθα· ξεις δ νδρα ν θέλεις.» τι λέγοντος Καλλιρρόη γνωρίσασα τν φωνν πεκαλύψατο κα μφότεροι συνεβόησαν· «Χαιρέα Καλλιρρόη.» περιχυθέντες δ λλήλοις, λιποψυχήσαντες πεσον.φωνος δ κα Πολύχαρμος τ πρτον εστήκει πρς τ παράδοξον, χρόνου δ προϊόντος «νάστητε» επεν, «πειλήφατε λλήλους· πεπληρώκασιν ο θεο τς μφοτέρων εχάς. μέμνησθε δ τι οκ ν πατρίδι στέ, λλ ν πολεμί γ, κα δε τατα πρότερον οκονομσαι καλς να μηδες τι μς διαχωρίσ.»τοιατα μβοντος, σπερ τινς ν φρέατι βαθε βεβαπτισμένοι μόλις νωθεν φωνν κούσαντες, βραδέως νήνεγκαν, ετα δόντες λλήλους κα καταφιλήσαντες πάλιν παρείθησαν κα δεύτερον κα τρίτον τοτο πραξαν, μίαν φωνν φιέντες· «χω σε, ε ληθς ε Καλλιρρόη· ε ληθς ε Χαιρέας.»
φήμη δ
διέτρεχεν τι ναύαρχος ερηκε τν γυνακα. ο στρατιώτηςμεινεν ν σκην, ο ναύτης ν τριήρει, ο θυρωρς ν οκί· πανταχόθεν συνέτρεχον λαλοντες « γυναικς μακαρίας, εληφε τν εμορφότατον νδρα.» Καλλιρρόης δ φανείσης οδες τι Χαιρέαν πνεσεν, λλ ες κείνην πάντες φεώρων, ς μόνην οσαν.βάδιζε δ σοβαρά, Χαιρέου κα Πολυχάρμου μέσην ατν δορυφορούντων. νθη κα στεφάνους βαλλον ατος, κα ονος κα μύρα πρ τν ποδν χετο, κα πολέμου κα ερήνης ν μο τ διστα, πινίκια κα γάμοι. Χαιρέας δ εθιστο μν ν τριήρει καθεύδειν κα νυκτς κα μεθ μέραν πολλ πράττων· τότε δ Πολυχάρμ πάντα πιτρέψας, ατς οδ νύκτα περιμείνας εσλθεν ες τν θάλαμον τν βασιλικόν· καθ κάστην γρ πόλιν οκος ξαίρετος ποδέδεικται τ μεγάλ βασιλεκλίνη μν κειτο χρυσήλατος, στρωμν δ Τυρία πορφυρ, φασμα Βαβυλώνιοντίς ν φράσ τν νύκτα κείνην; πόσων διηγημάτων μεστή, πόσων δ δακρύωνμο κα φιλημάτων; πρώτη μν ρξατο Καλλιρρόη διηγεσθαι πς νέζησεν ν τ τάφ, πς π Θήρωνος ξήχθη, πς πλευσε, πς πράθη. μέχρι τούτων Χαιρέας κούων κλαεν· πε δ κεν ες Μίλητον τ λόγ, Καλλιρρόη μν σιώπησεν αδουμένη, Χαιρέας δ τς μφύτου ζηλοτυπίας νεμνήσθη, παρηγόρησε δ ατν τ περ το τέκνου διήγημα.

Μετάφραση:


Πώς λοιπόν ο Χαιρέας, που νόμιζε ότι η Καλλιρρόη είχε δοθεί στον Διονύσιο, αυτομόλησε στον Αιγύπτιο, για να εκδικηθεί το Βασιλέα· πώς, αφού διορίστηκε ναύαρχος, έγινε κυρίαρχος στην θάλασσα· και τέλος πώς, μετά την νίκη, κατέλαβε την Άραδο, όπου ο Βασιλέας είχε μεταφέρει τη γυναίκα του και όλη του την ακολουθία, μαζί με την Καλλιρρόη: αυτά τα διαβάσατε στο προηγούμενο μέρος της ιστορίας μου. Η Τύχη όμως σκόπευε να κάνει άλλο ένα κατόρθωμα, όχι μόνο παράδοξο, αλλά και, θλιβερό αυτήν την φορά: να αγνοήσει δηλαδή ο Χαιρέας την Καλλιρρόη, ενώ την είχε μέσα στα χέρια του, και να κάνει πανιά, παίρνοντας όλες τις ξένες γυναίκες κι αφήνοντας εκεί μόνο την δική του, όχι σαν αποκοιμισμένη Αριάδνη, ούτε για τον μυθικό νυμφίο, τον Διόνυσο, αλλά για να την κερδίσουν λάφυρο οι εχθροί. Η Αφροδίτη, όμως, ήταν αντίθετη σ αυτήν την φοβερή πράξη. Πίστευε, βλέπετε, πως είχε φτάσει πια η ώρα της συμφιλίωσης με τον ήρωά μας, μολονότι στο παρελθόν είχε οργισθεί άγρια μαζί του για την αδικαιολόγητη ζηλοτυπία του: πήρε από κείνη το πιο όμορφο δώρο, ένα δώρο ανώτερο κι απ αυτό που είχε προσφέρει στον Πάρη, κι αυτός το ατίμασε. Δεν περιφρονούνται έτσι τα δώρα των θεών. Επειδή όμως ο Χαιρέας ξεπλήρωσε στο ακέραιο το χρέος του στον Έρωτα, περιπλανήθηκε με μύρια πάθη από την Δύση μέχρι την Ανατολή, η Αφροδίτη τον λυπήθηκε. Το ζευγάρι λοιπόν που η ίδια ταίριαξε από τα πιο όμορφα πλάσματα της οικουμένης, αφού το γύμνασε σε στεριά και σε θάλασσα, αποφάσισε να το ξαναενώσει. Νομίζω πως αυτό το τελευταίο κεφάλαιο θα είναι το πιο ευχάριστο στον αναγνώστη, γιατί θα φέρει την κάθαρση απ όλα τα θλιβερά συμβάντα που προηγήθηκαν. Φτάνουν πια οι πειρατείες, η σκλαβιά, τα δικαστήρια, οι απόπειρες αυτοκτονίας, ο πόλεμος, οι μάχες, οι αλώσεις· τώρα έχουμε δίκαιους έρωτες και νόμιμους γάμους. Πώς λοιπόν η θεά αποκάλυψε άξαφνα την αλήθεια κι έκανε τους δυο εραστές ν αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον, θα σας το περιγράψω αμέσως. Ήταν απόγευμα, και οι περισσότεροι αιχμάλωτοι δεν είχαν φορτωθεί ακόμη στα καράβια. Κουρασμένος ο Χαιρέας σηκώνεται για να ρυθμίσει τα θέματα του απόπλου. Καθώς διέσχιζε την αγορά, τον πλησιάζει ο Αιγύπτιος και του λέει:

«Αφέντη μου, εδώ βρίσκεται αυτήν που αρνιέται να μας ακολουθήσει. Προτιμά να μείνει μόνη, χωρίς νερό, χωρίς φαΐ. Θα πεθάνει στα σίγουρα. Ίσως εσύ την πείσεις να σηκωθεί. Είναι άλλωστε το ωραιότερο λάφυρο, γιατί να το αφήσεις;»

Συνηγόρησε και ο Πολύχαρμος, μήπως και τον έριχνε σε κάποιον καινούριον έρωτα και ξεχνούσε την Καλλιρρόη:
«Ας μπούμε, Χαιρέα.»

Σαν πέρασε το κατώφλι και την αντίκρισε ριγμένη καταγής και καλυμμένη με το πέπλο της, αμέσως από την ανάσα της και την στάση του σώματός της ένιωσε κάποια αναστάτωση. Και σίγουρα θα την αναγνώριζε, αν δεν ήταν πεπεισμένος πως η Καλλιρρόη βρισκόταν στα χέρια του Διονύσιου. Την πλησίασε ήρεμα και της είπε: «Μην φοβάσαι, γυναίκα, όποια κι αν είσαι. Δεν θα σε ζορίσουμε. Θα αποκτήσεις τον άντρα που επιθυμείς.» Ενώ ακόμα μιλούσε, η Καλλιρρόη, αναγνωρίζοντας την φωνή του, αποκαλύφθηκε. Τότε κι οι δυο μαζί αναφώνησαν.

«Χαιρέα!»
«Καλλιρρόη!»


Ο ένας έπεσε στην αγκαλιά του άλλου και σωριάστηκαν λιπόθυμοι στην γη. Ο Πολύχαρμος, που δεν πίστευε στα μάτια του, είχε μείνει άναυδος. Μόνο αφού πέρασε κάμποση ώρα, τους είπε:

«Σηκωθείτε. Ξαναβρήκατε ο ένας τον άλλον. Οι θεοί εισάκουσαν τις προσευχές σας. Θυμηθείτε όμως ότι δεν είσαστε στην πατρίδα, αλλά σε εχθρικό έδαφος. Οφείλετε πρώτα ν αντιμετωπίσετε αυτήν την δυσκολία, ώστε να μη σας ξαναχωρίσει κανείς.»

Αυτά τους φώναζε ξανά και ξανά. Μα τα λόγια του έφταναν στ αυτιά τους, απόμακρα, σαν να βρίσκονταν στο βάθος ενός πηγαδιού. Κάποια στιγμή ανέβηκαν στην επιφάνεια. Ξανακοιτάχτηκαν, ξαναφιλήθηκαν, κι αφέθηκαν πάλι στο βυθό. Το ίδιο έγινε για δεύτερη και τρίτη φορά, μα το μόνο που έλεγαν ήταν:

«Σε έχω, αν είσαι στ αλήθεια η Καλλιρρόη!»
«Σε έχω, αν είσαι στ αλήθεια ο Χαιρέας!»

Η Φήμη δεν άργησε να διαδώσει ότι ο ναύαρχος βρήκε την γυναίκα του. Στρατιώτης δεν έμεινε σε σκηνή ούτε ναύτης σε τριήρη· ακόμα κι οι φρουροί των σπιτιών εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Απ όλα τα μέρη έτρεχαν εκεί διαλαλώντας την είδηση:

«Τι ευτυχισμένη γυναίκα: Τον πιο όμορφο άντρα τον έχει δικό της!»

Σαν όμως φανερώθηκε η Καλλιρρόη, κανείς πια δεν παίνευε τον Χαιρέα, αλλά όλων τα μάτια ήταν καρφωμένα πάνω της, σαν να υπήρχε μόνο εκείνη. Προχωρούσε λοιπόν περήφανη, ανάμεσα στον Χαιρέα και τον Πολύχαρμο. Τους έραναν με άνθη, τους πετούσαν στεφάνια, και μπροστά στα πόδια τους χύνονταν μύρα και κρασί. Ό,τι πιο γλυκό δίνει η ειρήνη και ό,τι πιο χαρμόσυνο φέρνει ο πόλεμος υπήρχαν μαζί: τα επινίκια και οι γάμοι. Ο Χαιρέας, που συνήθιζε να κοιμάται στην τριήρη και να ασχολείται με χίλια δυο ζητήματα μέρα-νύχτα, τα άφησε όλα στον Πολύχαρμο, και χωρίς καν να περιμένει να νυχτώσει, μπήκε στο βασιλικό κοιτώνα. (Σε κάθε πόλη υπάρχει μια έπαυλη στην διάθεση του Μεγάλου Βασιλέα.) Το κρεβάτι είχε επένδυση χρυσού. Τα στρωσίδια ήταν βαμμένα με πορφύρα από την Τύρο και το ύφασμά τους είχε έρθει από τη Βαβυλώνα. Ποιος θα μπορούσε να περιγράψει την νύχτα εκείνη; Με πόσες αφηγήσεις δεν ήταν γεμάτη, με πόσα δάκρυα και φιλιά μαζί! Πρώτη άρχισε την ιστορία της η Καλλιρρόη: πώς αναστήθηκε μέσα στον τάφο, πώς την έβγαλε ο Θήρων, το ταξίδι, την αγοραπωλησία ...Μέχρι εδώ ο Χαιρέας έκλαιγε ακούγοντας τα πάθη της. Όταν όμως η εξιστόρηση έφτασε στην Μίλητο, η Καλλιρρόη ντράπηκε να συνεχίσει, ενώ ο Χαιρέας ξαναθυμήθηκε την έμφυτη ζηλοτυπία του. Τον παρηγόρησε , ωστόσο, η αφήγηση για το παιδί του.

(μετάφραση Βασίλης Λεντάκης)


3. ΑΛΚΙΦΡΩΝ
(τέλη του 2ου – αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ.)
Ήταν αρχαίος Έλληνας επιστολογράφος. Συνέγραψε επιστολές σε τέσσερα βιβλία (Αλιευτικαί, Αγροικικαί, Παρασίτων, Εταιρικαί). Οι πρώτες δυο κατηγορίες αφορούν την ζωή της υπαίθρου, ενώ οι άλλες δυο αναφέρονται στην ζωή άστεως και κινούνται μέσα στον χώρο των διασκεδάσεων και του αγοραίου έρωτα. Από το σύνολο των επιστολών του έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας 124. Όλες οι επιστολές του είναι φανταστικές και θεωρούνται υποδείγματα ύφους στη γραφή.

Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:

«ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ – ΓΛΥΚΕΡΑ ΜΕΝΑΝΔΡΩ»

03 glykera menandrwΑρχαίο κείμενο:


ς διεπέμψω μοι το βασιλέως πιστολς εθς νέγνων. μ τν Καλλιγένειαν ν ς νν εμι κατευχας χαιρον, Μένανδρε, κπαθς π δονς γινομένη, κα τς παρούσας οκ λάνθανον. ν δ τε μήτηρ μου κα τέρα δελφ Εφρόνιον κα τν φίλων ν οσθα· κα ‹γρ› παρ σο δείπνησε πολλάκις, κα πνεις ατς τν πιχώριον ττικισμόν, λλ ς φοβούμενος ατν παινεν, θεν κα μειδιάσασα θερμότερόν σε κατεφίλησα. ο μέμνησαι, Μένανδρε; θεασάμεναι δέ με παρ τ εωθς κα τ προσώπ κα τος φθαλμος χαίρουσαν « Γλυκέριον» ροντο, «τί σοι τηλικοτον γέγονεν γαθόν, τι κα ψυχ κα σώματι κα πσιν λλοιοτέρα νν μν πέφηνας; κα τ σμα γεγάνωσαι κα διαλάμπεις πιχάριτόν τι κα εκταον». κγώ «Μένανδρον» φην «τν μν {ν} Αγύπτου βασιλες Πτολεμαος π τ μίσει τς βασιλείας τρόπον τιν μεταπέμπεται» μείζονι τ φων φθεγξαμένη κα σφοδροτέρ, πως πσαι κούσωσιν α παροσαι. κα τατα λεγον γ διατινάσσουσα κα σοβοσα τας χερσν μαυτς τς πιστολς σν τ βασιλικ σφραγδι. «χαίρεις ον πολειπομένη»; φ{ρ}ασαν. τ δ οκ ν, Μένανδρε. λλ τοτο μν οδεν τρόπ μ τς θεάς, οδ ε βος μοι τ ‹δ› λεγόμενον φθέγξαιτο, πεισθείην ν τι βουλήσεταί μέ ποτε δυνήσεται Μένανδρος πολιπν ν θήναις Γλυκέραν τν αυτο μόνος ν Αγύπτ βασιλεύειν μετ πάντων τν γαθν. λλ κα τοτό γε εδς κ τν πιστολν ν νέγνων ‹δλος› ν βασιλεύς, τμ πεπυσμένος ς οικε περ σέ, κα ρέμα δι πονοιν Αγυπτίοις θέλων στεϊσμος σε διατωθάζειν. χαίρω δι τοτο, τι πεπλεύκασι κα ες Αγυπτον πρς ατν ο μέτεροι ρωτες· κα πείθεται πάντως ξ ν κουσεν δύνατα σπουδάζειν πιθυμν θήνας πρς ατν διαβναι. τί γρ θναι χωρς Μενάνδρου; τί δ Μένανδρος χωρς Γλυκέρας; τις ατ κα τ προσωπεα διασκευάζω κα τς σθτας νδύω, κν τος παρασκηνίοις στηκα τος δακτύλους μαυτς πιέζουσα κα τρέμουσα, ως ν κροταλίσ τ θέατρον· τότε ν τν ρτεμιν ναψύχω κα περιβάλλουσά σε τν ερν {τν δραμάτων} κείνην κεφαλν ναγκαλίζομαι. λλ γε τας φίλαις τότε χαίρειν φην, τοτ ν Μένανδρε, τι οκ ρα Γλυκέρα μόνον λλ κα βασιλες περθαλάσσ‹ι›οι ρσί σου, κα διαπόντιοι φμαι τς σς ρετς κατηγγέλκασι. κα Αγυπτος κα Νελος κα Πρωτέως κρωτήρια κα α Φάριαι σκοπια πάντα μετέωρα νν στι, βουλόμενα δεν Μένανδρον κα κοσαι φιλαργύρων κα ρώντων κα δεισιδαιμόνων και πίστων {κα πατέρων κα υἱῶν ‹κα γραν› κα θεραπόντων} κα παντς ‹το› {ν} σκηνοβατουμένου· ν κούσονται μέν, οκ ψονται δ Μένανδρον, ε μ ν στει παρ Γλυκέρ γένοιντο κα τν μν εδαιμονίαν δοιεν, τν πάντ δι τ κλέος ατο Μένανδρον κα νύκτωρ κα μεθ μέραν μο προσκείμενον.

Μετάφραση:


Το γράμμα του βασιλιά που μου στειλες το διάβασα, Μένανδρε, αμέσως, και μα την θεά μας Καλλιγένεια, που στο ναό της τώρα βρίσκομαι, το καταχάρηκε η ψυχή μου· κυριολεκτικά, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ από την χαρά μου, τόσο που το πρόσεξαν όλες οι γυναίκες που ήταν γύρω μου: η μάνα μου, η αδερφή μου η Ευφρόνιον και η φίλη μου που ξέρεις, αυτή που δείπνησε τόσες φορές στο σπίτι σου και που επαινούσες τον ωραίο της λόγο («σαν να χε γεννηθεί στην Αθήνα»), λες και φοβόσουν να επαινέσεις την ίδια, τότε που χαμογέλασα και σου δωσα ένα εξαιρετικά θερμό φιλί, δεν το θυμάσαι, Μένανδρε; Όταν λοιπόν είδαν το πρόσωπό μου και τα μάτια μου να δείχνουν ασυνήθιστη χαρά, με ρώτησαν: «Τι μεγάλο καλό σου συνέβη, καλή μας Γλυκέρα, και σε βλέπουμε τώρα τόσο αλλαγμένη στην ψυχή, στο σώμα, στα πάντα; Εσύ λάμπεις ολόκληρη, κι αυτή σου η λάμψη δείχνει πως σου συνέβη κάτι πολύ ευχάριστο, πως μια ευχή σου εισακούστηκε». «Ο Πτολεμαίος», τους είπα, «τον Μένανδρό μου, ο Πτολεμαίος, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, τον κάλεσε δίνοντάς του, πώς να το πω; το μισό του βασίλειο» όλα αυτά, βέβαια, τα είπα με ξεχωριστή έμφαση και με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής μου, ώστε να τ ακούσουν όλες οι γυναίκες που ήταν εκεί, και, φυσικά, κουνώντας και επιδεικνύοντας με καμάρι το γράμμα με την βασιλική σφραγίδα. «Και συ χαίρεσαι που εκείνος φεύγει κι εσένα σε αφήνει εδώ;», με ρώτησαν. Αυτό, φυσικά, δεν μπορούσε, Μένανδρε, να είναι αλήθεια. Εγώ, μα τις θεές, και βόδι, που λέει η παροιμία, να μου το λεγε, δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως ο Μένανδρός μου θα ήθελε ή θα μπορούσε ποτέ ν αφήσει στην Αθήνα τη Γλυκέρα του και να κάνει, μόνος του, δίχως εμένα δίπλα του, τον βασιλιά στην Αίγυπτο, την Αίγυπτο με όλα της τα πλούτη και όλα της τα αγαθά.  Απεναντίας, από το γράμμα που διάβασα ήταν φανερό πως ο βασιλιάς ήταν καλά πληροφορημένος για την σχέση μου μαζί σου και ήθελε καλοσυνάτα να σε πειράξει με υπαινιγμούς, χρησιμοποιώντας, στην αιγυπτιακή του παραλλαγή, το αττικό ύφος και πνεύμα. Προσωπικά είμαι πολύ ευχαριστημένη που η ιστορία του έρωτά μας ταξίδεψε ώς την Αίγυπτο κι ώς τον βασιλιά· κι εξάπαντος, απ ό,τι άκουσε, ο βασιλιάς θα χει πεισθεί πως κυνηγάει το αδύνατο όταν θέλει να ταξιδέψει η Αθήνα σ αυτόν. Τι είναι, πράγματι, η Αθήνα δίχως τον Μένανδρο; Και τι είναι ο Μένανδρος δίχως την Γλυκέρα; Εγώ του ετοιμάζω τις μάσκες, εγώ του ντύνω τους ηθοποιούς, και είμαι πάντα στα παρασκήνια, κρατώντας σφιγμένα τα δάχτυλά μου και τρέμοντας από την αγωνία, ώσπου το κοινό να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα· τότε πια ανασαίνω ανακουφισμένη, μα την Άρτεμη, και σε παίρνω σφιχτά στην αγκαλιά μου, εσένα, τον μεγάλο δημιουργό των περίφημων θεατρικών έργων. Αυτό όμως, Μένανδρε, που είπα τότε στις φίλες μου πως μ έκανε ευτυχισμένη ήταν ότι δεν είναι μόνο η Γλυκέρα που σ αγαπάει, αλλά και βασιλιάδες μακρινοί, πέρ απ την θάλασσα, κι ότι η φήμη σου, περνώντας τις θάλασσες, έκανε παντού γνωστά τα χαρίσματά σου. Η Αίγυπτος, ο Νείλος, το ακρωτήριο του Πρωτέα και το παρατηρητήριο στο νησί Φάρος, όλα είναι ξεσηκωμένα, θέλοντας να δουν τον Μένανδρο και να ακούσουν τους φιλάργυρους, τους ερωτευμένους, τους δεισιδαίμονες, τους άπιστους, τους πατεράδες, τους γιους, τους δούλους και γενικά όλα τα πρόσωπα που εκείνος ανεβάζει στην σκηνή. Όλους αυτούς θα τους ακούσουν, τον Μένανδρο όμως δεν θα τον δουν εκτός κι αν έρθουν στην Αθήνα, στο σπίτι της Γλυκέρας, και δουν την ευτυχία μου, ο Μένανδρος βρίσκεται με την δόξα του παντού, νύχτα και μέρα όμως αγκαλιάζει εμένα.

(μετάφραση Δ. Λυπουρλής)


4. ΗΛΙΟΔΩΡΟΣ (3ος αιώνας μ.Χ.)
Ο Ηλιόδωρος από την Έμεσα της Συρίας είναι ο συγγραφέας του τελευταίου σωζόμενου μυθιστορήματος της αρχαιότητας, των
«Αιθιοπικών», με τα οποία κορυφώνεται η παράδοση του μυθιστορηματικού είδους. Η συγγραφή του έργου τοποθετείται από άλλους μελετητές στον 3ο και από άλλους στον 4ο αι. μ.Χ.

Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:

«ΑΙΘΙΟΠΙΚΑ 1»

Αρχαίο κείμενο:


μέρας ρτι διαγελώσης κα λίου τς κρωρείας καταυγάζοντος, νδρες ν πλοις λστρικος ρους περκύψαντες, δ κατ κβολς το Νείλου κα στόμα τ καλούμενον ρακλεωτικν περτείνει, μικρν πιστάντες τν ποκειμένην θάλατταν φθαλμος πήρχοντο κα τ πελάγει τ πρτον τς ψεις παφέντες, ς οδν γρας λστρικς πηγγέλλετο μ πλεόμενον, π τν πλησίον αγιαλν τ θέ κατήγοντο. κα ν τ ν ατ τοιάδε· λκς π πρυμνησίων ρμει τν μν μπλεόντων χηρεύουσα, φόρτου δ πλήθουσα· κα τοτο παρν συμβάλλειν κα τος πόρρωθεν· τ γρ χθος χρι κα π τρίτου ζωστρος τς νες τ δωρ νέθλιβεν. δ αγιαλός, μεστ πάντα σωμάτων νεοσφαγν, τν μν ρδην πολωλότων, τν δ μιθνήτων κα μέρεσι τν σωμάτων τι σπαιρόντων, ρτι πεπασθαι τν πόλεμον κατηγορούντων.ν δ ο πολέμου καθαρο τ φαινόμενα σύμβολα, λλ ναμέμικτο κα εωχίας οκ ετυχος λλ ες τοτο ληξάσης λεειν λείψανα, τράπεζαι τν δεσμάτων τι πλήθουσαι κα λλαι πρς τ γ τν κειμένων ν χερσν νθ πλων νίοις παρ τν μάχην γεγενημέναι· γρ πόλεμος σχεδίαστο· τεραι δ λλους κρυπτον, ς οντο, πελθόντας· κρατρες νατετραμμένοι κα χειρν νιοι τν σχηκότων πορρέοντες τν μν πινόντων τν δ ντ λίθων κεχρημένων· τ γρ αφνίδιον το κακο τς χρείας καινοτόμει κα βέλεσι κεχρσθαι τος κπώμασιν δίδασκεν. κειντο δ μν πελέκει τετρωμένος, δ κάχληκι βεβλημένος ατόθεν π τς αχίας πεπορισμέν, τερος ξύλ κατεαγώς, δ δαλ κατάφλεκτος, κα λλος λλως, ο δ πλεστοι βελν ργον κα τοξείας γεγενημένοι. κα μυρίον εδος δαίμων π μικρο το χωρίου διεσκεύαστο, ονον αματι μιάνας, κα συμποσίοις πόλεμον πιστήσας, φόνους κα πότους, σπονδς κα σφαγς πισυνάψας, κα τοιοτον θέατρον λστας Αγυπτίοις πιδείξας. ο γρ δ κατ τ ρος θεωρος αυτος τνδε καθίσαντες οδ συνιέναι τν σκηνν δύναντο, τος μν αλωκότας χοντες, οδαμο δ τος κεκρατηκότας ρντες, κα τν μν νίκην λαμπράν, τ λάφυρα δ σκύλευτα, κα τν ναν μόνην νδρν μν ρημον, τλλα δ συλον σπερ π πολλν φρουρουμένην κα σπερ ν ερήν σαλεύουσαν. λλ καίπερ τ γεγονς τι ποτέ στιν ποροντες ες τ κέρδος βλεπον κα τν λείαν· αυτος ον νικητς ποδείξαντες ρμησαν.

Μετάφραση:


Η μέρα μόλις που χαμογελούσε και ο ήλιος καταύγαζε τις κορυφογραμμές, όταν κάποιοι άνδρες με ληστρικό οπλισμό ξεπρόβαλαν από τους λόφους που υψώνονται πάνω από τις εκβολές του Νείλου στο στόμιο το καλούμενο Ηρακλεωτικό. Στάθηκαν λίγο εκεί και βάλθηκαν να ψάχνουν με τα μάτια την θάλασσα κάτω. Πρώτα άφησαν το βλέμμα τους να πλανηθεί στο πέλαγος και, καθώς κανένα πλεούμενο δεν υποσχόταν άγρα ληστρική, έριξαν τη ματιά τους στην κοντινή παραλία. Και να τι είδαν: ένα καράβι δεμένο από τα σχοινιά της πρύμης, έρημο εντελώς και φορτωμένο ώς τα μπούνια. Το πράγμα φαινόταν και από μακριά: από το βάρος του φορτίου το νερό είχε ανέβει ώς το τρίτο ζωνάρι του πλοίου. Η παραλία, γεμάτη σώματα ανθρώπων που είχαν πρόσφατα σφαγιαστεί, άλλα νεκρά και άλλα μισοπεθαμένα με κάποια μέλη τους να σπαράζουν ακόμα, μαρτυρούσε ότι η μάχη μόλις είχε τελειώσει. Κι όμως δεν θα μπορούσες να πεις πως ήταν μάχη καθαρή αυτό που είχε γίνει: μαζί με τα πτώματα ήταν ανακατεμένα θλιβερά απομεινάρια από κάποιο κακότυχο φαγοπότι που είχε αυτήν την φρικτή κατάληξη· μερικά τραπέζια ήταν ακόμα γεμάτα φαγητά κι άλλα κείτονταν καταγής πλάι στα χέρια των νεκρών που τα είχαν χρησιμοποιήσει αντί για όπλα στην απρόβλεπτη εκείνη μάχη· άλλα σκέπαζαν σώματα ανθρώπων που είχαν νομίσει πως θα βρισκαν κάτω από αυτά καταφύγιο· έβλεπες κρατήρες αναποδογυρισμένους να κρέμονται από τα χέρια των νεκρών που είτε έπιναν είτε ετοιμάζονταν να τους χρησιμοποιήσουν αντί για πέτρες· η αιφνίδια συμφορά τους είχε διδάξει καινούργιες χρήσεις, αναγκάζοντάς τους να χρησιμοποιούν τα ποτήρια για βέλη. Άλλος κειτόταν πληγωμένος από τσεκούρι, άλλος χτυπημένος με αιχμηρό χαλίκι από την ίδια εκείνη παραλία, άλλος είχε τα μέλη τσακισμένα από δοκάρι, άλλος ήταν πυρπολημένος με δαυλό, άλλος αλλιώς θανατωμένος, και οι περισσότεροι είχαν χτυπηθεί με βέλη από τοξότες. Σε τόπο μικρό, μύρια όσα είχε σκηνοθετήσει η τύχη: με αίμα είχε μολύνει το κρασί, το γλέντι είχε αναμείξει με την μάχη, το φονικό με το πιοτό, τις σπονδές με τις σφαγές, να ποιο ήταν το δράμα που παρουσίαζε στους Αιγύπτιους ληστές. Κι εκείνοι, καθισμένοι στην πλαγιά σαν θεατές σε θέατρο, έβλεπαν την σκηνή και δεν μπορούσαν να την καταλάβουν: οι νικημένοι ήταν μπροστά στα μάτια τους και πουθενά δεν έβλεπαν τους νικητές· η νίκη φαινόταν λαμπρή, τα λάφυρα όμως ασκύλευτα· το πλοίο, μόνο κι έρημο κι όμως απείραχτο σαν να το φύλαγαν πλήθος φρουροί, σαν σε ειρήνη να λικνίζεται στο κύμα. Όση όμως κι αν ήταν η απορία τους για το συμβάν, το κέρδος τους τραβούσε και η λεία· και σαν να ήταν αυτοί που κέρδισαν την νίκη, όρμησαν.

(μετάφραση Αλόη Σιδέρη)


«
ΑΙΘΙΟΠΙΚΑ 1»

Αρχαίο κείμενο:


ρτι δ τς σεληναίας νισχούσης κα φωτ λαμπρ τ πάντα καταυγαζούσης, τρίτη γρ μετ πανσέληνον τύγχανεν, μν Καλάσιρις οα δ πρεσβυτικός τε λλως κα πρς τς δοιπορίας κεκοπωμένος πν κατείχετο, Χαρίκλεια δ π τν συνεχόντων φροντισμάτων διαγρυπνοσα σκηνς τινος οκ εαγος μν τας δ Αγυπτίαις πιχωριαζούσης θεωρς γίνετο. γρ πρεσβτις νενοχλήτου κα κατόπτου σχολς πειλφθαι νομίσασα πρτα μν βόθρον ρύξατο, πειτα πυρκαϊν κ θατέρου μέρους ξψε κα μέσον μφον τν νεκρν το παιδς προθεμένη κρατρά τε στρακον κ τινος παρακειμένου τρίποδος νελομένη μέλιτος πέχει τ βάθρ κα αθις ξ τέρου γάλακτος, κα ονον κ τρίτων πέσπενδεν· ετα πέμμα στεάτινον ες νδρς μίμημα πεπλασμένον δάφν κα μαράθ καταστέψασα ες τν βόθρον νέβαλλεν. φ πασι δ ξίφος νελομένη κα πρς τ νθουσιδες σοβηθεσα κα πολλ πρς τν σεληναίαν βαρβάροις τε κα ξενίζουσι τν κον νόμασι κατευξαμένη τν βραχίονα ντεμοσα κα δάφνης κρέμονι το αματος ποψήσασα τν πυρκαϊν πεψέκαζεν, λλα τε ττα τερατευσαμένη πρς τούτοις π τν νεκρν το παιδς προσκύψασα καί τινα πρς τ ος πδουσα ξήγειρέ τε κα ρθν στάναι τ μαγγανεί κατηνάγκαζεν. Χαρίκλεια δ ον οδ τ πρτα δες κατοπτεύουσα τότε δ κα πέφριττε κα πρς τν γινομένων ήθων κδειματωθεσα τν Καλάσιριν φύπνιζέ τε κα θεατν γενέσθαι τν δρωμένων παρεσκεύαζεν. ατο μν ον τε ν σκότ διάγοντες οχ ωρντο, κατώπτευον δ τ ν τ φωτ κα πρς τ πυρκαϊ ῥᾷον κα τν λεγομένων ο πόρρωθεν ντες πηκροντο, τς γρας δη κα γεγωνότερον κπυνθανομένης παρ το νεκρο· κα ν πεσις επερ δελφς μν κείνου πας δ ατς λειπόμενος πανήξει περισωθείς. δ πεκρίνατο μν οδν πινεύσας δ μόνον κα τ μητρ τ κατ γνώμην λπίζειν μφιβόλως νδος κατηνέχθη τε θρόον κα κειτο π πρόσωπον. δ πέστρεφέ τε τ σμα πρς τ πτιον κα οκ νίει τν πεσιν λλ βιαιοτέραις, ς ἐῴκει, τας κατανάγκαις πολλ τος σν αθις πδουσα κα μεθαλλομένη ξιφήρης ρτι μν πρς τν πυρκαϊν ρτι δ π τν βόθρον ξήγειρέ τε αθις κα ρθωθέντος περ τν ατν ξεπυνθάνετο, μ νεύμασι μόνον λλ κα φων τν μαντείαν ρισήμως δηλον παναγκάζουσα. κα τς πρεσβύτιδος ν τούτοις οσης Χαρίκλεια πολλ τν Καλάσιριν καθικέτευε τος γινομένοις πλησιάσαντας πυνθάνεσθαί τι κα ατος περ το Θεαγένους, δ παρτετο φάσκων κα τν θέαν οκ εαγ μν κατ νάγκην δ ον μως γενομένην νέχεσθαι· εναι γρ ο προφητικν οτε πιχειρεν οτε παρεναι τας τοιασδε πράξεσιν, λλ τ μαντικν τούτοις μν κ θυσιν ννόμων κα εχν καθαρν παραγίνεσθαι, τος δ βεβήλοις κα περ γν τ ντι κα σώματα νεκρν ελουμένοις οτως ς τν Αγυπτίαν ρν το καιρο περίπτωσις νδέδωκε.

Μετάφραση:


Το φεγγάρι είχε μόλις ανατείλει και καταύγαζε τα πάντα με το λαμπρό του φως, ήταν η τρίτη νύχτα μετά την πανσέληνο και ο μεν Καλάσιρης, σαν ηλικιωμένος που ήταν και επίσης καταπονημένος από την οδοιπορία, βυθίστηκε στον ύπνο, η δε Χαρίκλεια, που οι έγνοιες δεν την άφηναν να κοιμηθεί, έγινε θεωρός μια αθέμιτης σκηνής που όμως την συνηθίζουν οι Αιγύπτιες. Η πρεσβύτισσα, νομίζοντας ότι κανείς δεν θα την ενοχλούσε ούτε θα την έβλεπε, άνοιξε πρώτα λάκκο, άναψε ύστερα φωτιά δεξιά και αριστερά του, ανάμεσα στις δυο φωτιές τοποθέτησε το πτώμα του γιου της και, παίρνοντας από κάποιον παρακείμενο τρίποδα τρεις πήλινους κρατήρες, τέλεσε σπονδές μέσα στον λάκκο χύνοντας με τον πρώτο μέλι, γάλα με τον δεύτερο και κρασί με τον τρίτο. Παίρνει έπειτα ένα γλύκισμα από ζυμάρι πλασμένο σε σχήμα ανθρώπου, το στεφανώνει με δάφνη και μάραθο και το ρίχνει στον λάκκο. Μετά από όλ αυτά, κυριευμένη από θεϊκή μανία, σηκώνει από κάτω ένα ξίφος, προσεύχεται στο φεγγάρι με παράξενες βαρβαρικές ευχές, χαράζει με το ξίφος το μπράτσο της, σκουπίζει με κλαδί δάφνης το αίμα και ραντίζει μ αυτό την φωτιά. Κάνει κι άλλα τέτοια παράδοξα και, τέλος, σκύβει πάνω στον σκοτωμένο γιο της και μουρμουρίζοντας στ αυτί του κάποια ξόρκια, τον ξυπνά με τρόπο μαγικό και τον αναγκάζει να σταθεί στα πόδια του. Η Χαρίκλεια, που από την αρχή ένιωθε φόβο καθώς την παρατηρούσε, τότε πια έφριξε με τα άτοπα που έβλεπε και, τρομοκρατημένη, ξύπνησε τον Καλάσιρη και τον παρακίνησε να παρακολουθήσει τα δρώμενα. Οι δυο τους τώρα, αθέατοι στο σκοτάδι, μπορούσαν εύκολα να διακρίνουν στο φως της φωτιάς την σκηνή και, επίσης, ήταν αρκετά κοντά ώστε να ακούνε τα λόγια της γριάς που ήδη με δυνατή φωνή ζητούσε κάποιες πληροφορίες από τον νεκρό· αυτό που ήθελε να μάθει ήταν αν ο αδελφός του και εναπομένων γιος της θα επέστρεφε ζωντανός. Κι εκείνος δεν έδωσε απόκριση καμιά, μόνο έκαμε ένα νεύμα που μπορούσε να δώσει στην μητέρα του μια αβέβαιη ελπίδα κι ύστερα λύγισε ξαφνικά και σωριάστηκε με το πρόσωπο καταγής. Η γερόντισσα γύρισε το πτώμα ανάσκελα και άρχισε πάλι να το ρωτάει με μεγαλύτερη ακόμα επιμονή, όπως φαινόταν, ψάλλοντας πλήθος ξόρκια και πηδώντας με το ξίφος στο χέρι πότε προς την φωτιά και πότε προς το λάκκο, ώσπου κατάφερε να τον σηκώσει και πάλι και να τον ξαναστήσει στα πόδια του· επανέλαβε τότε τις ίδιες ερωτήσεις πιέζοντας τον νεκρό να προμαντέψει όχι μόνο με νεύματα, αλλά μιλώντας καθαρά. Κι ενώ η γερόντισσα καταγινόταν μ αυτά, η Χαρίκλεια θερμοπαρακαλούσε τον Καλάσιρη να πάνε κι οι ίδιοι εκεί κοντά μήπως και μάθουν κάτι για τον Θεαγένη κι εκείνος αρνιόταν λέγοντας ότι ακόμα και να βλέπουν ήταν ασέβεια και ότι το είχε ανεχθεί επειδή είχε γίνει εξ ανάγκης: στους προφήτες ήταν απαγορευμένο όχι μόνο να επιχειρούν αλλά και να παρακολουθούν κάτι τέτοιες τελετές. Την μαντική τους τέχνη, έλεγε, εκείνοι την ασκούν με επίσημες θυσίες και αγνές προσευχές και μόνο οι βέβηλοι προμαντεύουν έρποντας κυριολεκτικά στην γη και στριφογυρίζοντας γύρω από σώματα νεκρών όπως αυτή η Αιγύπτια που η τύχη το φερε να ιδούν πάνω στην δράση.

(μετάφραση Αλόη Σιδέρη)


****************


Πηγές:

https://el.wikipedia.org
http://www.biblionet.gr
http://www.greek-language.gr
http://heterophoton.blogspot.gr/search/label/ΤΑ%20ΕΡΩΤΙΚΑ%20ΠΑΘΗΜΑΤΑ%20ΤΟΥ%20ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ%20ΑΠΟ%20ΤΗ%20ΝΙΚΑΙΑ
https://el.wikisource.org/wiki/Περί_ερωτικών_παθημάτων#p27
http://mydaimoncom.blogspot.gr/2015/03/blog-post_85.html
http://antnikolis.blogspot.gr/2016_04_01_archive.html
https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/5/5a/When_the_heart_is_young,_by_John_William_Godward.jpg


Pin It

Σχετικά με Εμάς

Το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Ελληνικού Πολιτισμού «ΕΛΞΕΥΣΙΣ», είναι Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία με έδρα τον Βόλο. Παρ' ό,τι προϋπήρχε σαν πολιτιστικός φορέας, προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας του Ινστιτούτου, από την πολιτιστική πρόκληση των δράσεων, εκτός των Ελλαδικών πλέον συνόρων.

Φορέας πολιτισμού, με πολυετή πείρα και έντονη δραστηριότητα στις τέχνες και τον πολιτισμό. Ανάμεσα στους σκοπούς του είναι και οι προσεγγίσεις των πολιτισμικών – πολιτιστικών διαδρομών που αφορούνε στο σύνολό τους τον ελληνικό πολιτισμό, από την γέννησή του έως και σήμερα, αλλά και την διάδοσή του σε όλον τον κόσμο.


Περισσότερα...

Στοιχεία - Διεύθυνση

Επικοινωνία
"ΕΛΞΕΥΣΙΣ"
Παγκόσμιο Ινστιτούτο Ελληνικού Πολιτισμού
+30 24210 20038 / + 30 698 8085300
info@elxefsis.com
elxefsis@gmail.com
Διεύθυνση
Γαλλίας 73 / Μαγνησία - Βόλος
Τ.Κ. 38221