Αρχιτεκτονική και Διακόσμηση
Γεωμετρική εποχή
Η Γεωμετρική Εποχή είναι μία μεταβατική περίοδος της αρχαίας Ελληνικής ιστορίας που διαρκεί περίπου από το 1100 π.Χ. έως το 700 π.Χ. Η περίοδος είναι γνωστή και ως ''Σκοτεινοί Αιώνες'' ή Εποχή του Σιδήρου. Στο ξεκίνημά της έφερε έντονα τα σημάδια της Μυκηναϊκής παράδοσης αλλά η ακόλουθη περίοδος άφησε ελάχιστα δείγματα για να μπορούμε να μιλήσουμε για αυτήν με κάποια βεβαιότητα. Η Ελλάδα των Σκοτεινών χρόνων παρουσίαζε μια εικόνα φτώχειας και απομόνωσης σε σύγκριση με την προηγούμενη εποχή, που όμως δεν ήταν ομοιόμορφη για όλες τις περιοχές, και κατά την διάρκεια όλης της περιόδου. Τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, από τα πιο απλά ως τα πιο πολυτελή, τα σπίτια όπου κατοικούσαν, οι χώροι λατρείας έχουν ελάχιστες ομοιότητες με εκείνα της προηγούμενης περιόδου, παρόλο που ιδρύθηκαν πάνω ή δίπλα σε μυκηναϊκές θέσεις. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα είναι πενιχρά, εξαιτίας κυρίως των φθαρτών υλικών και της πρόχειρης κατασκευής ιδίως στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου συνήθιζαν να τις κτίζουν με ωμές πλίνθους επάνω σε λίθινη κρηπίδα. Τέτοιου είδους κτήρια δεν είχαν πιθανότητες να διασωθούν και τα ίχνη τους χάνονταν. Έτσι είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια η φυσιογνωμία των οικισμών αυτήν την εποχή.
(Ζαγορά της Άνδρου)
Εμφανίζονται κυρίως ως συγκροτήματα χωριών ή συνοικιών, όπου δεν υπάρχει καμία οργάνωση, δρόμοι ή οχυρωματικά τείχη. Λίγο καλύτερη εμφανίζεται η κατάσταση στα νεκροταφεία, τα οποία μας επιτρέπουν να συνάγουμε κάποιες πληροφορίες για το μέγεθος, την οργάνωση και τις επαφές του οικισμού στον οποίο ανήκαν. Με βάση τα στοιχεία αυτά πρέπει να υποθέσουμε ότι τον 11ο και το 10ο αιώνα π.Χ. σημαντικά κέντρα ήταν η Αθήνα, η Σπάρτη, το Άργος, το Λευκαντί, η Ιωλκός, η Κνωσός και η Ιαλυσός. Οι περισσότερο καλά διατηρημένοι οικισμοί βρίσκονται εκτός του ηπειρωτικού χώρου, όπως η Ζαγορά στην Άνδρο και ο Εμπορειός στην Χίο που κτίστηκαν εξ ολοκλήρου από πέτρα, σύμφωνα με το ντόπιο παραδοσιακό σύστημα τοιχοδομίας, και δεν είχαν μεγάλη διάρκεια κατοίκησης. Στον Όμηρο αναφέρονται πόλεις υπό την έννοια των αστικών οικισμών, στις οποίες υπήρχε ένα κέντρο για την συνάθροιση των πολιτών.
Το Λευκαντί στην Εύβοια αποτελεί μοναδικό παράδειγμα Γεωμετρικού οικισμού στον Ελλαδικό χώρο. Η ακμή του τοποθετείται στο μέσο περίπου του 10ου αιώνα π.Χ. (950 π.Χ.) και θεωρείται ως ο περισσότερο πλούσιος και αναπτυγμένος οικισμός για την εποχή του. Από τα αρχαιολογικά δεδομένα συνάγεται ότι μετά το 1000 π.Χ. οι κάτοικοι του Λευκαντί οργανώθηκαν σε μια τέτοια κοινωνία που τους επέτρεψε την κατασκευή ενός πολύ εντυπωσιακού για τα δεδομένα της εποχής αψιδωτού οικοδομήματος με διαστάσεις 45 μέτρα μήκος και 10 μέτρα πλάτος. Η κατασκευή του διαφέρει από τις ανάλογες κατασκευές των Μυκηναϊκών ανακτόρων και εισάγει μια τελείως διαφορετική τεχνική με τοίχους κατασκευασμένους από πλίνθους, οι οποίοι εδράζονται πάνω σε λίθινα θεμέλια, και ένα εξωτερικό ξύλινο περιστύλιο που προϊδεάζει για τα μεταγενέστερα περίπτερα οικοδομήματα. Στο κέντρο του υπήρχε ένας υπόγειος τάφος χωρισμένος σε δύο διαμερίσματα. Στο ένα διαμέρισμα βρέθηκαν τα ίχνη και κτερίσματα από ένα ανδρόγυνο και στο άλλο οι σκελετοί 4 αλόγων που προφανώς θάφτηκαν μαζί με το ζεύγος.
Περισσότερες πληροφορίες για την αρχιτεκτονική της εποχής διαθέτουμε από τα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. και έπειτα. Ο τρόπος χτισίματος ήταν σχετικά απλός: επάνω σε μια βάση από ακατέργαστες ή πρόχειρα δουλεμένες πέτρες υψώνονταν τοίχοι φτιαγμένοι από ωμές πλίνθους, με ενίσχυση από ξυλοδεσιές, όπου χρειαζόταν. Δεν υπήρχαν βαθιά θεμέλια, γιατί τέτοιες ελαφρές κατασκευές δεν έχουν ανάγκη από ισχυρή θεμελίωση. Οι τοίχοι των σπιτιών κατασκευάζονταν από άψητες πλίνθους πάνω σε λίθινα θεμέλια και σπανιότερα από μικρούς ακατέργαστους λίθους χωρίς συνδετικό υλικό. Η στέγη, άλλοτε ήταν τετρακλινής με κορυφαία δοκό στην οποία μπορεί να υπήρχε άνοιγμα στη στενή πλευρά για να φεύγει ό καπνός, κι άλλοτε ήταν δίρριχτη με ξύλινο σκελετό και καλύπτονταν με ξερά χόρτα. Επίπεδες στέγες, όπως είναι γνωστές από ορισμένα ομοιώματα από την Λήμνο ή την Κρήτη πρέπει να οφείλονται στο κλίμα των περιοχών αυτών και χρησίμευαν μάλλον για την συλλογή του βρόχινου νερού. Η είσοδος βρισκόταν συνήθως στη μία στενή πλευρά· στο σημείο αυτό οι πλαϊνοί τοίχοι προεξείχαν λίγο, δημιουργώντας ένα στέγαστρο, που στηριζόταν και σε ξύλινους στύλους τοποθετημένους ανάμεσα στους τοίχους. Το σχήμα των σπιτιών στην αρχή ήταν ελλειψοειδές ή αψιδωτό και εξαιρετικά σπάνια κυκλικό. Οι τύποι αυτοί όμως δεν μπορούσαν να συνδυαστούν εύκολα σε πολεοδομικούς σχηματισμούς και επιπλέον πρόσφεραν λιγότερο εκμεταλλεύσιμο χώρο. Έτσι από τον 8ο αιώνα π.Χ. επικράτησε το ορθογώνιο σχήμα. Ο αερισμός γινόταν κυρίως από την πόρτα, ενώ τα παράθυρα ήταν σχετικά σπάνια. Συνήθως σε μία άκρη του σπιτιού υπήρχαν μικρές εστίες που χρησιμοποιούνταν για το μαγείρεμα και την θέρμανση. Η αποθήκευση τροφίμων και νερού γινόταν σε μεγάλα πήλινα αγγεία. Χτιστά έδρανα περιέτρεχαν τους εσωτερικούς τοίχους των σπιτιών και χρησίμευαν για καθίσματα και για κρεβάτια. Αν κρίνουμε από τις παραστάσεις που έχουν βρεθεί σε αγγεία, οπωσδήποτε θα υπήρχαν και κάποια ξύλινα έπιπλα.
(Εμπορειός της Χίου)
Όσον αφορά τον πολεοδομικό σχεδιασμό, δεν φαίνεται να ακολουθούνταν κάποιο πλάνο, αν και μερικές φορές ένα μεγαλύτερο σπίτι δεσπόζει στο κέντρο του οικισμού και θεωρείται συνήθως η κατοικία του τοπικού άρχοντα. Στην Γεωμετρική περίοδο διαμορφώθηκαν οι θεσμοί εκείνοι που οδήγησαν στην δημιουργία της πόλης - κράτους. Υπήρξε λοιπόν η ανάγκη για έναν ανοιχτό χώρο -πλατεία ή αγορά- για τις συναθροίσεις των πολιτών. Χαρακτηριστικό είναι το οχυρωματικό τείχος που εντοπίστηκε στην Σμύρνη από τον 9ο και 8ο αιώνα π.Χ., του οποίου όμως η επιμελημένη και επιβλητική κατασκευή ξαφνιάζει σε σχέση με τα ταπεινά σπίτια του οικισμού. Ακόμη, στην Ζαγορά της Άνδρου τα σπίτια που βρέθηκαν έχουν χτιστεί σε συστάδες και προστατεύονται από οχυρωματικό τείχος ενώ στον Εμπορειό της Χίου εμφανίζονται απομονωμένα το ένα από το άλλο και η μόνη οχυρή θέση είναι η ακρόπολη.
(Πήλινο ομοίωμα ναού)
Στην διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων η λατρεία τελούνταν στο ύπαιθρο γύρω από κάποιο βωμό. Ωστόσο, η ανάγκη κατασκευής ενός κτίσματος για την στέγαση του λατρευτικού αγάλματος και την τέλεση ορισμένων ιεροτελεστιών διαμορφώθηκε στην Γεωμετρική περίοδο. Από αυτά τα οικοδομήματα η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει στο φως την θεμελίωση, αφού το μόνο που έχει διατηρηθεί είναι οι λίθινες βάσεις, στις οποίες στηρίζονταν οι τοίχοι. Έχουν σωθεί όμως πήλινα ομοιώματα που μας δίνουν μια αρκετά σαφή εικόνα για τη μορφή της ανωδομής.
(Κάτοψη του ναού του Απόλλωνα στην Δρήρο της Κρήτης)
Οι τρεις κυριότεροι τύποι ναού έχουν τις ρίζες τους στην Μυκηναϊκή αρχιτεκτονική παράδοση. Ο απλούστερος τύπος είναι ένας ορθογώνιος ή τετράγωνος οίκος με ένα κτιστό έδρανο, όπως ο ναός του Ομβρίου Διός στον Υμηττό. Στον δεύτερο τύπο ναού, στον αψιδωτό, η μία πλευρά του κτιρίου είναι καμπυλόγραμμη. Αυτός ο τύπος είχε ευρύτερη διάδοση στην κυρίως Ελλάδα. Ο τρίτος και τελευταίος τύπος Γεωμετρικού ναού είναι κοινός τόσο στην Πελοπόννησο και την Κεντρική Ελλάδα, όσο και στην Ιωνία και το Αιγαίο. Πρόκειται για τον μεγαρόσχημο τύπο, του οποίου η προέλευση ανάγεται στο Μυκηναϊκό μέγαρο και από τον οποίο θα προκύψουν αργότερα ο Δωρικός και ο Ιωνικός ναός. Στο εσωτερικό πολλών ναών υπάρχει μία ή περισσότερες σειρές από κίονες (κολόνες). Το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ. επινοήθηκε το περιστύλιο (κίονες γύρω από τον ναό εξωτερικά). Ο ναός, ως ξεχωριστό κτίριο μέσα στο οποίο βρίσκεται το άγαλμα μιας θεότητας, εμφανίζεται κυρίως από τον 8ο αιώνα π.Χ.
Πηγές:
http://greekworldhistory.blogspot.nl/2015/05/blog-post_25.html
http://erevoktonos.blogspot.nl/2015/08/blog-post_836.html
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/art/page_017.html
https://www.studyblue.com/notes/note/n/greek-vases-and-sculpture/deck/9977365
http://www.angelfire.com/super2/greece/chiosextrauk.html