Αρχιτεκτονική και Διακόσμηση
Αρχαϊκή εποχή
(Ναός Ήρας, Ολυμπία)
Ο όρος Αρχαϊκός επινοήθηκε τον 18ο αιώνα από ιστορικούς της τέχνης προκειμένου να χαρακτηρίσει την μεταβατική περίοδο της ελληνικής τέχνης μεταξύ της Γεωμετρικής και της Κλασικής εποχής. Τα χρονικά όρια της Αρχαϊκής εποχής καλύπτουν σε γενικές γραμμές τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. Οι αλλαγές και οι καινοτομίες στο χώρο των τεχνών κατά την Αρχαϊκή περίοδο ήταν πολλές και συγκλονιστικές. Στα τέλη του 8ου αιώνα π. X. συνέβη μία σχεδόν ξαφνική μετάβαση από την αυστηρή σχηματικότητα της Γεωμετρικής περιόδου προς ένα περισσότερο φυσιοκρατικό και ανθρωποκεντρικό μοντέλο. Οι νέες τεχνοτροπίες εμπνεύστηκαν από ανατολικά πρότυπα, πράγμα που έδωσε στην τέχνη του 7ου αιώνα π. X. το όνομα "ανατολίζουσα". H πρόσληψη όμως των ανατολικών στοιχείων έγινε με επιλεκτικότητα και δημιουργική φαντασία, γεγονός που επέτρεψε την ανάπτυξη του καθαρού ελληνικού αρχαϊκού ιδιώματος τον ακόλουθο αιώνα.
Στην διάρκεια της «ανατολίζουσας» περιόδου η ελληνική αρχιτεκτονική γνωρίζει μια πραγματική μεταμόρφωση με την οικοδόμηση των πρώτων μνημειακών κτηρίων. Ο μεγαλύτερος αριθμός αρχιτεκτονικών κατασκευών είναι ναοί οι οποίοι στην αρχή κατασκευάζονταν από ξύλο και πηλό. Στην συνέχεια το σχέδιο γίνεται πιο περίπλοκο και υπόκειται σε αυστηρή συμμετρία. Στην ανωδομή τα ξύλινα μέλη αντικαθίστανται σταδιακά από λίθινα και η τοιχοδομία αναπτύσσει καινούργιες τεχνικές. Παράλληλα διαμορφώνονται οι δύο αρχιτεκτονικοί ρυθμοί, ο Ιωνικός και ο Δωρικός. Οι Ιωνικοί ναοί κυριαρχούν στην ανατολική Ελλάδα, ενώ οι Δωρικοί στην κυρίως Ελλάδα και στις αποικίες της Δύσης. Ναόσχημους τύπους ακολουθούν και οι Θησαυροί ή Οίκοι των πανελλήνιων ιερών, ενώ είναι λιγοστοί οι άλλοι τύποι κτηρίων που σώζονται από την Αρχαϊκή περίοδο και ανάμεσά τους διακρίνονται κρήνες, στοές, ταφικά μνημεία και οχυρωματικά έργα. Ήδη από το τέλος του 7ου και τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. έγινε συνήθεια τα περισσότερα μεγάλα μνημειακά κτήρια, και ιδιαίτερα οι ναοί, να κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου από πέτρα γιατί τα καθιστούσε πολύ ανθεκτικότερα στον χρόνο. Στην πραγματικότητα, η λίθινη μνημειακή αρχιτεκτονική είναι μεταφορά στον λίθο της παλαιότερης αρχιτεκτονικής που χρησιμοποιούσε ελαφρύτερα υλικά, το ξύλο και τον πηλό.
Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός των Ναών
(Κίονες Δωρικού ρυθμού)
Ο σχεδιασμός των ναών άλλαξε ριζικά μετά την επικράτηση της λίθινης τοιχοδομίας. Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο τους είναι οι κίονες που χρησιμοποιήθηκαν είτε μπροστά από το κυρίως κτίσμα (πρόσταση), είτε ολόγυρα (περίσταση ή περιστύλιο). Η χρήση του κίονα στους Αρχαϊκούς ναούς πήρε τέτοια έκταση και σημασία, ώστε να θεωρείται ως τις μέρες μας αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στους παλιότερους ναούς ο σχεδιασμός τους εμφάνιζε υπερβολικά τονισμένο τον κατά μήκος άξονα, επιχειρώντας να εντυπωσιάσει τους πιστούς με τον επιβλητικά μακρόστενο εσωτερικό τους χώρο. Το μήκος και το πλάτος ορισμένων ναών υπολογίζονταν ως πολλαπλάσια διαφόρων ειδών του ελληνικού ποδός (Δωρικού, Ιωνικού, Σαμιακού). Αρκετοί ναοί έχουν μήκος που αντιστοιχεί σε εκατό πόδες, και ονομάζονται εκατόμπεδοι. Από τις αρχές όμως του 7ου αιώνα π.Χ. προτιμήθηκε το ορθογώνιο πλάνο με αρμονικότερη την αναλογία του μήκους ως προς το πλάτος. Στην απλούστερη μορφή του αρχαϊκού ναού οι πλαϊνοί τοίχοι προχωρούν λίγο πιο μπροστά από τον τοίχο της πρόσοψης δημιουργώντας έναν ανοιχτό αλλά στεγασμένο χώρο μπροστά στην είσοδο. Τα τμήματα αυτά των πλαϊνών τοίχων ονομάζονται παραστάδες, και όταν μεταξύ τους τοποθετούνται κίονες, συνήθως 2 ή 4, ο τύπος του ναού ονομάζεται εν παραστάσει και διπλός ναός εν παραστάσει.
Αργότερα ο αριθμός των κιόνων της πρόσοψης αυξήθηκε δημιουργώντας μία κιονοστοιχία, η οποία τοποθετούνταν μπροστά από τις παραστάδες, ενώ μερικές φορές μία ανάλογη κιονοστοιχία τοποθετούνταν στο πίσω μέρος του ναού. Πρόκειται για τον πρόστυλο και τον αμφιπρόστυλο τύπο ναού, αντίστοιχα.Όταν ολόκληρο το οικοδόμημα περιβάλλεται από κιονοστοιχία, αναφερόμαστε στον τύπο του περίπτερου ναού. Μερικές φορές, μάλιστα, η κιονοστοιχία είναι διπλή και ο ναός χαρακτηρίζεται δίπτερος. Όταν πάλι η διπλή σειρά κιόνων εμφανίζεται μόνο στις στενές πλευρές του, ο ναός ανήκει στον τύπο του ψευδοδίπτερου.
(1. Πρόναος, 2. Σηκός, 3. Οπισθόδομος)
Το αρχικά ενιαίο κτίσμα του ναού χωρίστηκε σταδιακά σε περισσότερα μέρη: τον πρόναο, τον κυρίως ναό ή σηκό και τον οπισθόδομο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μεταξύ του σηκού και του οπισθόδομου υπάρχει ένας ακόμα χώρος, το άδυτο. O στεγασμένος χώρος μεταξύ του περιστυλίου και των τοίχων του ναού ονομάζεται πτέρωμα. Στα πρωιμότερα δείγματα ο ναός έχει κατασκευαστεί απευθείας πάνω στο φυσικό έδαφος. Σύντομα όμως προτιμήθηκε η θεμελίωση του ναού με κάθετους ογκόλιθους, που καλούνταν στερεοβάτης, και η ισοπέδωση του χώρου με μία οριζόντια στρώση λίθων, την ευθυντηρία. Πάνω στην ευθυντηρία χτιζόταν το κρηπίδωμα, αποτελούμενο συνήθως από τρεις βαθμίδες. Στην επάνω βαθμίδα, που ονομάζεται στυλοβάτης, εδράζονταν οι κίονες.
Ανωδομή και Διάκοσμος
(Αναπαράσταση ναού ιωνικού ρυθμού, Ιωνία της Μικράς Ασίας)
Στην τελευταία βαθμίδα του κρηπιδώματος, τον στυλοβάτη, χτίζονταν οι τοίχοι του σηκού και η περίσταση. Κάποτε τοποθετούνταν και εσωτερικές κιονοστοιχίες για την στήριξη της οροφής. Οι κίονες αποτελούνταν από σπονδύλους, που συνέκλιναν προς τα πάνω δημιουργώντας μία αμυδρά έως έντονα κυρτή καμπύλη, την λεγόμενη ένταση. Έφεραν καθ' ύψος ραβδώσεις λαξευμένες βαθύτερες χαμηλά και πιο ρηχές στην κορυφή. Οι παραστάδες επιστέφονταν με ειδικά "κιονόκρανα", τα καλούμενα επίκρανα. Το τμήμα του οικοδομήματος πάνω από τους τοίχους και τους κίονες, ο θριγκός, περιελάμβανε το επιστύλιο, το διάζωμα και το γείσο. Αρχικά, ο θριγκός είτε ήταν εξ' ολοκλήρου από ξύλο, είτε ξύλινος με πήλινη επένδυση. Αργότερα ένα μέρος του, κατασκευαζόταν από λίθο ή μάρμαρο αλλά η κεράμωση του παρέμεινε πήλινη εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στον Παρθενώνα όπου ακόμα και αυτή ήταν μαρμάρινη. Η οροφή, ξύλινη ή λιθόγλυπτη, είχε συνήθως την μορφή διακοσμημένων επάλληλων τετράγωνων εσοχών, που ονομάζονταν φατνώματα. Οι δύο επικλινείς πλευρές της στέγης δημιουργούσαν στις στενές πλευρές της έναν τριγωνικό χώρο, το αέτωμα, η πίσω πλευρά του οποίου κλεινόταν από κάθετο τοίχο, το τύμπανο. Δύο κυρίως τύποι κεράμωσης χρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες: η Λακωνική, στην οποία οι στρωτήρες και οι καλυπτήρες είναι κυρτοί, και η Κορινθιακή, στην οποία και τα δύο αυτά στοιχεία είναι επίπεδα. Μία τρίτη κατηγορία, λιγότερο διαδεδομένη, συνδυάζει επίπεδους στρωτήρες με κυρτούς καλυπτήρες και ονομάζεται Σικελική. Οι στρωτήρες των άκρων της στέγης κατέληγαν σε ένα κάθετο τμήμα, την σίμη, προορισμένο για την συγκράτηση των υδάτων της βροχής. Η σίμη έφερε ανοίγματα για την εκροή των υδάτων.
(Ακρωτήρι και ανθέμια σε στέγη)
Στα πρώιμα χρόνια το αέτωμα διακοσμούσαν ανάγλυφες παραστάσεις και αργότερα κυρίως ολόγλυφες αγαλματικές συνθέσεις. Φυτικά μοτίβα ή αγάλματα, τα λεγόμενα ακρωτήρια, τοποθετούνταν επίσης στις έξι γωνίες της δίρριχτης στέγης. Τα ανοίγματα που έφερε η σίμη έφερε ήταν συχνά διακοσμημένα με κεφαλές λεόντων. Αντίστοιχα, οι καλυπτήρες των άκρων της στέγης, οι οποίοι ονομάζονταν ηγεμόνες, κατέληγαν σε κεφαλές ανθρώπων ή μυθικών όντων και αργότερα σε ανθέμια. Με ανθέμια επίσης ήταν διακοσμημένοι και οι κεντρικοί καλυπτήρες στην ράχη της στέγης. Ο διάκοσμος, είτε γλυπτός είτε ζωγραφικός, εναλλασσόταν με τις ακόσμητες επιφάνειες. Πάνω στην λιτή υποδομή υψώνονταν οι κίονες με ραβδώσεις που επιστέφονταν από το διακοσμημένο κιονόκρανο. Στην συνέχεια, ακολουθούσαν το ακόσμητο επιστύλιο και το κοσμημένο διάζωμα.
(Σίμη κτηρίου με υδρορροές σε σχήμα λεοντοκεφαλών)
Τέλος, στους απλούς και απέριττους τοίχους αντιπαραβαλλόταν η στέγη με έναν πλούσιο διάκοσμο από εναέτιες μορφές, ακρωτήρια και υδρορροές.
(Αέτωμα από τον πρώτο Αρχαϊκό ναό της Αθήνας στην Ακρόπολη)
Η ανάπτυξη των δύο αρχιτεκτονικών ρυθμών, του Δωρικού και του Ιωνικού, συνέδεσε την χρήση της γλυπτής διακόσμησης με συγκεκριμένα μέρη του ναού. Στον Δωρικό ρυθμό οι μετώπες -που παλιότερα ήταν ζωγραφιστές- φέρουν ανάγλυφες παραστάσεις, ενώ το τριγωνικό αέτωμα είναι κοσμημένο αρχικά με ανάγλυφες μορφές και αργότερα με ολόγλυφες αφηγηματικές συνθέσεις.
(Ζωφόρος από τον Θησαυρό των Σιφνίων στους Δελφούς)
Στον Ιωνικό ρυθμό, αντίθετα, επικρατεί η ζωφόρος με διακοσμητικό και κατόπιν με αφηγηματικό περιεχόμενο. Επίσης, οι κίονες πολλές φορές φέρουν ανάγλυφες μορφές και τα κιονόκρανα προτομές ζώων ή μυθολογικών όντων. Γενικά, η χρήση των γλυπτών στον Ιωνικό ρυθμό είναι λιγότερο προκαθορισμένη απ' ότι στον Δωρικό. Οι κίονες της πρόστασης κάποια στιγμή αντικαθίστανται από γυναικείες μορφές (Καρυάτιδες), μια καινοτομία σαφώς ανατολικής προέλευσης.
Δωρικός Ρυθμός
Σύμφωνα με τον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Βιτρούβιο ο δωρικός ρυθμός δημιουργήθηκε στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στο Άργος και διαδόθηκε αργότερα και στην Μικρά Ασία. Οι διαφορές μεταξύ των δύο ρυθμών, Δωρικού και Ιωνικού, εντοπίζονται κυρίως στους κίονες και στο διάζωμα. Ο Δωρικός κίονας εδράζεται απευθείας στον στυλοβάτη και οι καθ' ύψος ραβδώσεις του χωρίζονται μεταξύ τους με οξεία γωνία. Οι ραβδώσεις, όπως και ολόκληρος ο κίονας, στενεύουν βαθμηδόν προς την κορυφή. Το κιονόκρανο είναι συνήθως λαξευμένο σε ενιαίο λίθο μαζί με το άνω μέρος του κίονα. Αποτελείται από ένα καμπύλο μέλος -τον εχίνο- ο οποίος εφάπτεται σε μία τετράγωνη πλίνθο, τον άβακα. Στην αρχή μία και αργότερα περισσότερες κοίλες γλυφές αποτελούν την σύνδεση του εχίνου με τον κορυφαίο σπόνδυλο. Το επιστύλιο αφήνεται κατά κανόνα ακόσμητο, εκτός από μία ταινία στην κορυφή του διακοσμημένη κατά σταθερά διαστήματα με κανόνα, από τον οποίο εκφύονται έξι μικρές αποφύσεις, οι σταγόνες.
Στους κίονες των πρώιμων Δωρικών ναών η διάμετρος της κορυφής είναι σχεδόν η μισή από την διάμετρο της βάσης του και ο εχίνος των κιονόκρανων παρουσιάζει έντονη καμπυλότητα. Το διάζωμα αποτελείται από στενά μέλη με κάθετες αυλακώσεις -τα τρίγλυφα- και από πλατύτερες επιφάνειες που φέρουν συχνά γλυπτές ή γραπτές παραστάσεις, τις μετώπες. Τρίγλυφα και μετώπες εναλλάσσονται κανονικά και υπάρχουν τρίγλυφα πάνω από τον κάθε κίονα, πάνω από το μέσο κάθε μετακιόνιου διαστήματος και στις γωνίες. Η τοποθέτησή τους αυτή σχετίζεται με το λεγόμενο πρόβλημα της γωνιακής μετώπης (η οποία εμφανιζόταν μεγαλύτερη) και οδήγησε σε ποικίλες λύσεις, όπως στην βαθμιαία αλλαγή του πλάτους των μετακιονίων. Πάνω από το διάζωμα υπάρχει ένα γείσο, με μία ελαφρά κλίση προς τα έξω για προστασία από τα όμβρια ύδατα, το οποίο αποτελείται από απλό κυμάτιο και στεφάνη. Στο κάτω μέρος του γείσου και ακριβώς πάνω από κάθε τρίγλυφο και κάθε μετώπη υπάρχει μία ορθογώνια πλάκα, ο πρόμοχθος, διακοσμημένη με σειρές σταγόνων. Επιπλέον, ο χώρος του αετώματος προστατεύεται από το λοξό γείσο, το καλούμενο καταιέτιο.
(Ναός της Άρτεμης στην Κέρκυρα)
Όσον αφορά τον σχεδιασμό των δωρικών ναών, η σημαντικότερη εξέλιξή τους σχετίζεται με την αναλογία του μήκους ως προς το πλάτος. Οι πρώιμοι Δωρικοί ναοί έχουν συχνά μήκος που ξεπερνάει τα 30 μέτρα (εκατόμπεδοι), ενώ το πλάτος τους είναι μικρότερο από 10 μέτρα. Σταδιακά η αναλογία αυτή γίνεται μικρότερη και τον 5ο αιώνα π.Χ. πλησιάζει το 2:1. Παρ' όλα αυτά το συνολικό μέγεθος αυξάνει, και οι μεγαλύτεροι δωρικοί ναοί της Αρχαϊκής περιόδου ξεπερνούν σε μήκος τα 50 μέτρα. Ο αριθμός των κιόνων ποικίλλει από 5 έως 9 στις στενές, και από 11 μέχρι 18 στις μακριές πλευρές του. Το συνηθέστερο όμως πλάνο Αρχαϊκού Δωρικού ναού είναι 6x13 ή 6x15 κίονες. Με την πάροδο του χρόνου μεγαλώνει επίσης το μετακιόνιο διάστημα, καθώς και το μέγεθος των κιόνων. Τέλος το προφίλ του εχίνου του κιονοκράνου, που αρχικά ήταν έντονα καμπυλόγραμμο, καταλήγει σταδιακά σε κωνικό. Ένα πρώιμο παράδειγμα δωρικού κτηρίου είναι ο δεύτερος ναός του Απόλλωνα στον Θέρμο της Αιτωλίας.
Ιωνικός Ρυθμός
Ο Ιωνικός ρυθμός εμφανίζει περισσότερες παραλλαγές και τοπικές ιδιομορφίες από τον Δωρικό. Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, οι Ίωνες δημιούργησαν τον Ιωνικό ρυθμό όταν αποφάσισαν να χτίσουν έναν ναό για την Άρτεμη, στους κίονες του οποίου θέλησαν να δώσουν τις αναλογίες του γυναικείου σώματος. Έτσι ο ιωνικός κίονας είναι πιο λεπτός από τον δωρικό, ο οποίος απηχεί τις αναλογίες του ανδρικού σώματος. Η διαφορά του από τον Δωρικό ρυθμό έγκειται κυρίως στην μορφή του κίονα και στην διάταξη του θριγκού. Υπάρχει και σε αυτόν ένα κρηπίδωμα τριών συνήθως βαθμίδων, οι οποίες φέρουν μία ελαφρά εσοχή στο κατώτερο τμήμα τους. O κίονας όμως δεν εδράζεται απ' ευθείας στον στυλοβάτη, αλλά σε μία κυκλική βάση που ονομάζεται σπείρα.
Η βάση αυτή διακρίνεται σε δύο μέρη, το κοίλο, που λέγεται τροχίλος ή σκοτία, και το κυρτό, που λέγεται τόρος ή κυμάτιο. Μερικές φορές (κυρίως στην Μικρά Ασία) η βάση αυτή τοποθετείται πάνω σε μία τετράγωνη πλάκα, την πλίνθο. Ο Ιωνικός κίονας είναι λεπτότερος από το Δωρικό, αλλά έχει περισσότερες αριθμητικά και βαθύτερες αύλακες, των οποίων μάλιστα οι ακμές δεν είναι οξείες αλλά επίπεδες. Σε ορισμένους ναούς της Ιωνίας (Έφεσος, Δίδυμα) ανάγλυφες παραστάσεις κοσμούν τον κατώτερο σπόνδυλο του κάθε κίονα. Ο κίονας επιστέφεται από ένα κιονόκρανο αποτελούμενο από ένα κυρτό τμήμα -τον εχίνο- δύο έλικες και μία τετραγωνική πλάκα, που ονομάζεται άβαξ. Οι έλικες στην Αρχαϊκή περίοδο είναι ισοπαχείς σε όλο τους το μήκος, ενώ αργότερα στενεύουν στο μέσον της εξωτερικής πλευράς τους. Οι σπείρες των ελίκων κάποτε αντικαθίστανται από ρόδακες και ο εχίνος διακοσμείται με Ιωνικό ή Λέσβιο κύμα. Ενώ το Δωρικό κιονόκρανο είναι καθαρά ελληνικό δημιούργημα, το Ιωνικό φαίνεται πως προσέλαβε στοιχεία ξενικά και τα μετέπλασε. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούν και τα παλαιότερα από τα Ιωνικά κιονόκρανα, που έχουν βρεθεί στην Λέσβο και την Τρωάδα, και γι' αυτό αποκαλούνται Αιολικά. Τα Αιολικά κιονόκρανα φέρουν δύο έλικες, μεταξύ των οποίων αναπτύσσεται ένα ανθέμιο, και στην βάση τους υπάρχει συνήθως φυλλωτό κόσμημα. Οι διαφορές μεταξύ Ιωνικού και Δωρικού ρυθμού είναι φανερές και στο επιστύλιο, το οποίο δεν είναι ενιαίο, αλλά χωρίζεται σε τρεις επάλληλες και προεξέχουσες ταινίες. Στην Ιωνία, πάνω από το επιστύλιο συναντάμε μία διακοσμητική ζώνη με Λέσβιο κύμα και στηρίγματα του γείσου, που καλούνται οδόντες ή γεισίποδες. Στα νησιά και στην Αττική επικράτησε η χρήση ζωφόρου με ανάγλυφες και κάποτε με ζωγραφιστές παραστάσεις.
(Ναός της Άρτεμης στην Έφεσο)
Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των Ιωνικών ναών δε διαφέρει σημαντικά από εκείνο των Δωρικών. Οι Ιωνικοί ναοί όμως είναι κατά κανόνα πολύ μεγαλύτεροι σε μέγεθος. Η πρόσοψή τους έχει συνήθως 8 κίονες, το ύψος των οποίων μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 19 μέτρα. Στην Ιωνία προκρίνεται ο τύπος του μεγαλοπρεπούς δίπτερου, ενώ στα νησιά, την Αττική και τους Δελφούς του δίστυλου εν παραστάσει και του τετράστυλου, που είναι καταλληλότεροι για μικρότερους ναούς και για θησαυρούς. Δύο από τους σημαντικότερους και μεγαλύτερους Αρχαϊκούς ναούς ήταν ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο και ο ναός της Ήρας στην Σάμο.
Τοιχοδομία
Πριν από τον 7ο αιώνα π.Χ. τα περισσότερα οικοδομήματα κατασκευάζονταν από άψητες πλίνθους και ξύλο και για την στέγασή τους χρησιμοποιούνταν ξύλα και καλάμια. Η εισαγωγή όμως στις αρχές του 7ου αιώνα της πήλινης κεράμωσης, η οποία είχε σημαντικό βάρος, επέβαλε την χρήση ανθεκτικότερων -και άρα βαρύτερων- δοκαριών στην ξυλοδομή της στέγης. Οι άψητες πλίνθοι αντικαταστάθηκαν από λίθινους δόμους και οι ξύλινοι κίονες από λίθινους ή μαρμάρινους. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην τοιχοδομία, σε αντικατάσταση των πλίνθων, ήταν κυρίως ντόπιος ασβεστόλιθος ή πόρος και αργότερα διάφορες ποικιλίες μαρμάρου. Τα καλύτερα δείγματά της προέρχονται από τα κοσμικά κτίσματα -συχνά τα οχυρωματικά- καθώς στους ναούς ο γλυπτός διάκοσμος και ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός τους είχαν μεγαλύτερη σπουδαιότητα από την ίδια την τοιχοδομία. Οι λίθινοι δόμοι συγκρατούνταν μεταξύ τους μόνο με το βάρος τους, χωρίς την χρήση δηλαδή συνδετικού υλικού. Οι λιθοξόοι, ωστόσο, πετύχαιναν τέλεια εφαρμογή των ακμών των δόμων. Για να μειωθεί η απαιτούμενη εργασία, και συνάμα βέβαια ο χρόνος και το κόστος κατασκευής, στο στάδιο της επεξεργασίας των λίθινων δόμων οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την τεχνική της αναθύρωσης. Κατά την αναθύρωση λειαίνονταν μόνο τα τμήματα της επιφάνειας κοντά στις ακμές, ώστε να εφάπτονται, ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια υφίστατο μία ελαφρά μόνο κοίλανση και χοντρική επεξεργασία. Ωστόσο, για να αποφευχθούν οι οριζόντιες μετακινήσεις των δόμων, καθώς η σεισμική δραστηριότητα ήταν πάντοτε έντονη στον ελληνικό χώρο, χρησιμοποιούνταν μεταλλικοί σύνδεσμοι διαφόρων σχημάτων. Ήταν φτιαγμένοι συνήθως από σίδηρο και σπανιότερα από ορείχαλκο, τοποθετούνταν σε ειδικές εγκοπές στον λίθο, στερεώνονταν με μόλυβδο και εξασφάλιζαν έτσι την συνοχή των δόμων.
(Παράδειγμα πολυγωνικού συστήματος ναοδομίας)
Οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν και χρησιμοποίησαν ποικίλα συστήματα τοιχοδομίας και ανά εποχή ή τύπο κτίσματος έδειξαν την ιδιαίτερη προτίμησή τους σε κάποιο από αυτά. Στα Αρχαϊκά χρόνια ήταν εξαιρετικά διαδεδομένο το πολυγωνικό σύστημα τοιχοδομίας και περισσότερο μία συγκεκριμένη εκδοχή του, που ονομάστηκε Λεσβιακή, εξαιτίας των καλύτερα σωζόμενων δειγμάτων της από την ακρόπολη της Λέσβου. Στην πραγματικότητα η Λεσβιακή τοιχοδομία ήταν σε χρήση στα Μικρασιατικά παράλια και σε μέρος της νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας, καθ' όλον τον 7ο και για μεγάλο μέρος του 6ου αιώνα π.Χ. Και σε αυτήν οι δόμοι είναι πολύγωνοι, αλλά μερικές από τις ακμές τους είναι καμπυλόγραμμες. Στην Αττική η πολυγωνική τοιχοδομία έφτασε στο απόγειό της στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και οδήγησε στην επινόηση ενός άλλου συστήματος, του ισοδομικού, το οποίο άρχισε να επικρατεί στο τέλος της Αρχαϊκής εποχής και εξελίχτηκε σε ποικίλες μορφές.
Άλλα Κτίρια
(Αναπαράσταση του Θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς)
Συγγενικά προς τους ναούς κτίσματα ήταν οι Θησαυροί ή Οίκοι, οι οποίοι αναγείρονταν κοντά στα ιερά και συνήθως στέγαζαν δημόσια (και σπανιότερα ιδιωτικά) αναθήματα. Τους έχτιζαν συνήθως οι πόλεις που έστελναν τα αφιερώματα, δείγμα του σεβασμού τους προς τον θεό, αλλά και του πλούτου τους. Ενίοτε χρησίμευαν και ως χώροι συνεστιάσεων. Από σχεδιαστικής άποψης είναι συχνά μικρού μεγέθους πρόστυλα εν παραστάσει κτήρια. Εμφανίζονται είτε σε Δωρικό είτε σε Ιωνικό ρυθμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι Ιωνικοί κίονες αντικαθίσταντο με Καρυάτιδες, όπως στους Θησαυρούς των Κνιδίων και των Σιφνίων στους Δελφούς. Ο τελευταίος χρονολογείται γύρω στο 525 π.Χ. και ήταν διακοσμημένος με ανάγλυφη ζωφόρο και με γλυπτές μορφές στο αέτωμα.
Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ιδιωτικών κατοικιών αυτής της περιόδου είναι η αυλή ή το αίθριο και η διάταξη των δωματίων γινόταν με κέντρο και κύρια πηγή φωτισμού και αερισμού αυτός ο υπαίθριος ή ημιυπαίθριος χώρος. Ορισμένα σπίτια ωστόσο φαίνεται ότι διέθεταν και κάποιο μικρό κήπο. Ένα άλλος τύπος που επικρατεί είναι πολλά ορθογώνια δωμάτια που βρίσκονται στην ίδια ευθεία συνδέονται με έναν εγκάρσιο διάδρομο (παστάς), ο οποίος με την σειρά του καταλήγει σε αυλή που περιβάλλεται από άλλα παρακείμενα δωμάτια. Στην Αττική η εξέλιξη φαίνεται να παρουσιάζει κάποια παραλλαγή: το ορθογώνιο δωμάτιο καταλήγει κατευθείαν σε μια αυλή, η οποία στα πλάγια πλαισιώνεται από δύο ορθογώνιες πτέρυγες δωματίων. Κάθε χώρος είχε συγκεκριμένη λειτουργία. Πολλά σπίτια μάλιστα διέθεταν γυναικωνίτη, έναν ειδικό χώρο των γυναικών, που είχε περισσότερα δωμάτια από τον ανδρωνίτη, ο οποίος περιοριζόταν σε ένα μόνο δωμάτιο με προθάλαμο ή προστάδα. Όπως μαθαίνουμε από τα γραπτά μνημεία αυτή η τάση ενδοστρέφειας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην τότε δομή της ελληνικής οικογένειας.
Πηγές:
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/art/page_025.html
http://greekworldhistory.blogspot.nl/2015/08/blog-post.html
http://www.ideografhmata.gr/forum/viewtopic.php?f=106&t=10632
http://akrokerama.blogspot.co.ke/2013/01/blog-post_13.html
https://en.wikipedia.org/wiki/Classical_architecture
http://anazitiseispsixis.blogspot.co.ke/2015_10_01_archive.html