Εκκλησιαστική Τέχνη
Ναοδομία
(Σχεδιαστική αναπαράσταση του ναού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως σε τομή)
Ως εκκλησιαστική τέχνη αναφέρεται η βυζαντινή τέχνη που αναπτύχθηκε για την χριστιανική λατρεία με κέντρο την Κωνσταντινούπολη, στην χρονική διάρκεια που έζησε το Βυζαντινό κράτος και στις περιοχές που αποτελούσαν την εδαφική περιοχή αυτού του κράτους. Σε αυτόν τον όρο περιλαμβάνονται τα έργα βυζαντινών καλλιτεχνών που εργάστηκαν στην περιοχή του Βυζαντίου, και είναι η ναοδομία, η ζωγραφική και τα ψηφιδωτά, οι φορητές εικόνες, τα σκεύη και η μικροτεχνία που τα διακοσμεί όπως η αργυροχρυσοχοΐα, η μεταλλοτεχνία κ.α. Η διαμόρφωση της εκκλησιαστικής τέχνης άρχισε πολύ πριν από την ίδρυση του Βυζαντινού κράτους, με βάση τις τεχνοτροπίες της ύστερης αρχαιότητας και κυρίως της ρωμαϊκής τέχνης, αλλά πήρε ξεχωριστή μορφή κατά τον 5ο και 6ο αιώνα. Η βυζαντινή τέχνη δεν τελειώνει με την οριστική πτώση του Κράτους, αλλά σε όλες τις ορθόδοξες χώρες, ως καλλιτεχνική παράδοση κρατάει τους τύπους της ιστορικά μέχρι την αρχή του 19ου αιώνα, και συνεχίζεται ως τις μέρες μας όπου και εμπλουτίζεται σε διάφορους τομείς με σύγχρονα στοιχεία.
Η βυζαντινή τέχνη χωρίζεται σε περιόδους: στην Παλαιοχριστιανική, στην Πρωτοβυζαντινή (630-843), στην Μεσοβυζαντινή (843-1204), στην Υστεροβυζαντινή (1204-1453), και στην Μεταβυζαντινή (1453-1800).
(Κατακόμβη στην Μήλο)
Ως ναοδομία αναφέρεται η αρχιτεκτονική των ναών. Στην Παλαιοχριστιανική περίοδο, στα χρόνια των διωγμών, δεν υπήρχαν ξεχωριστοί τόποι λατρείας. Εξαιτίας αυτών, οι χριστιανοί κατασκεύαζαν κατακόμβες για να προσευχηθούν και μάλιστα σκάλιζαν μικρούς ναούς στους τοίχους των διαδρόμων, αλλά ήταν κυρίως κοιμητήρια. Οι διάδρομοι ήταν φτιαγμένοι από πωρόλιθο και οι τοίχοι είχαν θήκες (=loculi) σε επάλληλες σειρές, όπου τοποθετούνταν τα σώματα των νεκρών. Οι θήκες έκλειναν από μπροστά με μια πλάκα ή με τοίχο. Ένα άλλο είδος ταφής ήταν το αρκοσόλιο, όπου ο τάφος ήταν κάθετος και λαξεύονταν κάτω από ημικυκλική κόγχη. Για τους μάρτυρες και τους αξιωματούχους της εκκλησίας ανοίγονταν ειδικά ορθογώνια θολωτά δωμάτια, τα cubicula. Αργότερα, για να καλύψουν τις λατρευτικές τους ανάγκες, χρησιμοποιούσαν τα σπίτια πλουσίων τα οποία ονομάζονταν ευκτήρια ή ιεροί οίκοι. Χρησιμοποιούσαν ακόμη και αρχαίους ναούς και άλλα κτίρια που τα μετέτρεψαν σε εκκλησίες.
(Άγιος Δημήτριος, Θεσσαλονίκη και Εσωτερικό της Παναγίας Αχειροποιήτου, Θεσσαλονίκη)
Στην πορεία όμως άρχιζαν να χτίζονται οι πρώτοι ναοί και το αρχιτεκτονικό πρότυπο που είχαν ως βάση ήταν οι ρωμαϊκές βασιλικές, τα κτίρια δηλαδή που στέγαζαν αγορές ή δικαστήρια. Οι βασιλικές ήταν μεγάλες μακρόστενες αίθουσες, οι οποίες χωρίζονταν με κιονοστοιχία σε τρία μέρη. Στο βάθος υπήρχε χώρος για ημικυκλική εξέδρα, όπου καθόταν ο πρόεδρος της συνέλευσης ή ο δικαστής. Οι νέες βασιλικές διατήρησαν την δομή των παλαιών, όμως η διαφορετική χρήση τους σηματοδότησε την αλλαγή ρόλων στους επιμέρους χώρους τους. Διαιρούνταν εσωτερικά σε περισσότερα μέρη -τα κλίτη-τα οποία ήταν τρία, πέντε, επτά, μέχρι και εννέα. Το μεσαίο κλίτος ήταν το πιο ευρύχωρο και υψηλότερο. Στο ανατολικό μέρος του μεσαίου κλίτους βρισκόταν το ιερό Bήμα, το οποίο καταλάμβανε το ένα τρίτο του κυρίως ναού. Χωρίζονταν από αυτόν με κίονες και καλυπτήριες πλάκες. Στο κέντρο του ιερού βήματος βρισκόταν η αγία Τράπεζα και πάνω από αυτήν κείτονταν το κιβώριο, ένα θολωτό σκέπασμα, το οποίο στηρίζονταν σε τέσσερις κίονες. Πίσω από την αγία Τράπεζα βρισκόταν ο θρόνος του επισκόπου και εκατέρωθεν οι έδρες των πρεσβυτέρων (σύνθρονο). Από το ιερό βήμα υπήρχε πύλη, η οποία οδηγούσε προς την κρύπτη, όπου φυλάσσονταν τα λείψανα των μαρτύρων. Ο κυρίως ναός ήταν ο χώρος των πιστών. Στο μέσον βρισκόταν ο άμβωνας για το θείο κήρυγμα. Ο δυτικός χώρος πριν τον κυρίως ναό ονομαζόταν νάρθηκας που επικοινωνούσε με τον κυρίως ναό με πόρτες του μεσαίου κλίτους. Βόρεια του νάρθηκα υπήρχε το Βαπτιστήριο, όπου υπήρχε σταυρωτή δεξαμενή για το βάπτισμα των ενηλίκων, και νότια υπήρχε το Διακονικό. Τέλος στον εξωτερικό χώρο, πριν τον νάρθηκα, υπήρχε το αίθριο, στο οποίο γινόταν κάποιες υπαίθριες τελετές. Αυτός ο τύπος είχε κι άλλες παραλλαγές: την απλή δρομική και την σταυρική, που ήταν ξυλόστεγες, και την καμαροσκέπαστη ή θολωτή. Ο Άγιος Δημήτριος και ο ναός της Παναγίας Αχειροποιήτου στην Θεσσαλονίκη είναι μνημεία αυτής της περιόδου.
(Ροτόντα, Θεσσαλονίκη)
Ένας άλλος αρχιτεκτονικός τύπος αυτής της περιόδου είναι οι περίκεντροι ναοί. Τα πρότυπα τους προέρχονται από τους ρωμαϊκούς χρόνους, όπου ο τύπος του περίκεντρου οικοδομήματος χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή λουτρών, μαυσωλείων, αλλά και κτιρίων θρησκευτικής και κοσμικής χρήσης όπως π.χ. βαπτιστήρια και νεκρικά μαυσωλεία που συνδέονταν με μεγάλες βασιλικές. Στην κάτοψη τα κτίρια αυτά ήταν κυκλικά, ή και οκταγωνικά, καθώς ο αριθμός οκτώ αποτελεί συμβολική αναφορά στην ανάσταση του Κυρίου. Μπορούσαν όμως να είναι και πολυγωνικά, τετράκογχα ή τρίκογχα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του τύπου είναι η ροτόντα της Θεσσαλονίκης ή αλλιώς ναός του Αγίου Γεωργίου.
(Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη)
H εποχή του Iουστινιανού A' (527-565) υπήρξε το κορύφωμα της Πρωτοβυζαντινής τέχνης. Τώρα θα κάνει την εμφάνισή του ένας νέος αρχιτεκτονικός τύπος, η τρουλαία βασιλική. Αυτός ο τύπος εισήγαγε τον καινοτόμο συνδυασμό ορθογώνιου κτηρίου και τρούλου, που ως τότε είχε χρησιμοποιηθεί μόνο σε περίκεντρα κτήρια με κυκλική κάτοψη. Ο συνδυασμός έγινε εφικτός στην ιδιαίτερη παραλλαγή της σταυρικής βασιλικής, όπου ο τρούλος μπορούσε να στηριχθεί στο κεντρικό τετράπλευρο, εκεί που τέμνονταν τα κάθετα κλίτη. Έτσι χτίστηκε το πιο σημαντικό αρχιτεκτόνημα της εποχής, η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη από τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις και τον Ισίδωρο από την Μίλητο της Μ.Ασίας. Ειδήμονες της γεωμετρίας, της στατικής και της μηχανικής ένωσαν τους δύο προϋπάρχοντες αρχιτεκτονικούς τύπους, την βασιλική και το περίκεντρο κτήριο, δημιουργώντας έτσι την τρουλαία βασιλική. Επίσης για πρώτη φορά τονίστηκε ο κατακόρυφος δομικός άξονας προσδίδοντας μεγάλο ύψος στο κτίριο. Έτσι οι ναοί εμπλουτίστηκαν με νέα αρχιτεκτονικά στοιχεία, ώστε να έχουν ακόμα μεγαλύτερη αίγλη, αλλά κυρίως κατάφερε να περιοριστεί το μήκους του κτιρίου. Ακόμη, στην Αγία Σοφία αποτυπώνονται οι νέες αντιλήψεις της βυζαντινής αρχιτεκτονικής για τον χώρο. Κύριος φορέας νοήματος γίνεται τώρα το εσωτερικό του ναού, που φιλοξενεί τους πιστούς και τους υποβάλλει την ιδέα του άπειρου σύμπαντος στο οποίο κατοικεί ο Θεός. Την αίσθηση του απείρου ενισχύει ιδιαίτερα ο τρούλος, που ελκύει το βλέμμα προς τα πάνω και εξαίρει την κατακόρυφη διάσταση έναντι της οριζόντιας των δρομικών κτηρίων. Την αίσθηση του απείρου ενισχύει και ο διάκοσμος με τη ρυθμική του ομοιογένεια.
(Αγία Σοφία, Θεσσαλονίκη)
Στην Μεσοβυζαντινή περίοδο μετά την ύφεση που παρατηρήθηκε στα χρόνια της εικονομαχίας, έρχεται η μεγάλη ακμή της βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας. Σε αυτή την περίοδο αναπτύσσεται ιδιαίτερα η αρχιτεκτονική, ενώ επικρατεί ο εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο ναός, χωρίς να απουσιάζει ωστόσο και ο προγενέστερος τύπος της βασιλικής. Κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο αυτού του ρυθμού είναι ο σχηματισμός σταυρού εσωτερικά και εξωτερικά στο σχεδόν τετράγωνο κτίσμα, με τον έναν ή τους πέντε τρούλους. Η δημιουργία κογχών στη βόρεια και νότια πλευρά όχι μόνο αυξάνουν τον εσωτερικό χώρο, αλλά χαρίζουν παράλληλα ομορφιά και χάρη. Μνημείο αυτής της περιόδου είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Θεσσαλονίκη.
(Καθολικό Μονής Όσιου Λουκά, Βοιωτία)
Ένας ακόμα τύπος που εμφανίζεται είναι ο οκταγωνικός, του οποίου η ονομασία προέρχεται από την στήριξη του τρούλου που είναι οκταγωνική. Οι ναοί αυτοί διακρίνονται στον ηπειρωτικό και τον νησιωτικό οκταγωνικό τύπο, ονομασίες που προέρχονται από το γεγονός πως τα ανάλογα μνημεία που έχουν σωθεί βρίσκονται στην ηπειρωτική και την νησιωτική Ελλάδα αντίστοιχα. Τα υλικά που κυριαρχούν είναι οι πλίνθοι και οι ακατέργαστες ή λαξευμένες πέτρες, υλικά που εναλλάσσονται προσδίδοντας ένα χαρακτηριστικό αισθητικό αποτέλεσμα. Η γλυπτική τέχνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική και τα περισσότερα έργα που έχουν διασωθεί αποτελούν τμήμα αρχιτεκτονικών κτισμάτων. Τα θέματα των γλυπτών είναι κυρίως γεωμετρικά με έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται και ανθρώπινες μορφές. Μνημείο αυτής της περιόδου είναι το Καθολικό της Μονής Όσιου Λουκά στην Βοιωτία.
(Άγιοι Απόστολοι Θεσσαλονίκης και Άγιοι Θεόδωροι, Μιστράς)
Στην Υστεροβυζαντινή περίοδο οι αρχιτεκτονικοί τύποι δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τα παραδείγματα των προγενέστερων εποχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μεγαλύτερη ποικιλομορφία, η οποία εκδηλώνεται με τη δημιουργία συνδυαστικών τύπων. Τα είδη ναών που απαντούνται είναι η βασιλική, ο σταυροειδής εγγεγραμμένος τύπος με τρούλο, ο οκταγωνικός, ο μικτός τύπος και ο σταυρεπίστεγος. Επιπλέον, σε ορισμένα μνημεία, αναγνωρίζονται μορφολογικές επιδράσεις της γοτθικής αρχιτεκτονικής που οφείλονται κυρίως στην επιρροή των Φράγκων, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο τις οξυκόρυφες αψίδες. Η Θεσσαλονίκη και ο Μυστράς αποτελούν τα βασικά κέντρα, όπου αναγείρονται τα σπουδαιότερα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα όπως είναι οι Άγιοι Απόστολοι Θεσσαλονίκης και οι Άγιοι Θεόδωροι στο Μιστρά. Ο πρώτος είναι σταυροειδής με περίστωο, μια παραλλαγή του σταυροειδούς με τρούλο που συνηθίζεται τα χρόνια αυτά στη Θεσσαλονίκη. Η καινοτομία έγκειται στο ότι ο ναός περιβάλλεται από τα δυτικά, τα βόρεια και τα νότια με κλειστό περίστωο για να είναι πιο ευρύχωρος και να έχει καλύτερο φωτισμό. Οι Άγιοι Θεόδωροι ανήκουν στον οκταγωνικό τύπο και αποτελούν το μόνο παράδειγμα που σώζεται από αυτή την εποχή.
(Ναός της μονής Αρκαδίου, Ρέθυμνο)
Για την Μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική, η περίοδος από την Άλωση μέχρι περίπου το 1700, αποτελεί για τις περιοχές υπό οθωμανική κυριαρχία, συνέχεια της Υστεροβυζαντινής περιόδου. Η αρχιτεκτονική της κάθε περιοχής παρουσιάζει πλούτο και ορισμένα ιδιαίτερα γνωρίσματα, όχι μόνο στην τυπολογία, αλλά και σε σχέση με την όψη των κτιρίων. Εκτός από τα κοινά τους στοιχεία μπορούν να διακριθούν και οι ξένες επιδράσεις ανά περιοχή. Δυτικές επιδράσεις στα βενετοκρατούμενα μέρη, ανατολικές στα τουρκοκρατούμενα ή και ο συνδυασμός αυτών. Τα κτίσματα τους πρώτους αιώνες της περιόδου είναι κυρίως καθολικά μονών, ενώ αργότερα όπου επιτρεπόταν αρχίζουν και χτίζονται περισσότεροι ναοί, αλλά σε πιο απλές και λιτές μορφές από αυτές του παρελθόντος. Οι ναοί αυτοί είναι μικρής κλίμακας και φτωχοί σε διάκοσμο για να μην ανταγωνίζονται τα αντίστοιχα ισλαμικά, ακόμα και σε περιοχές με αμιγή ελληνικό πληθυσμό. Στην ηπειρωτική Ελλάδα επικράτησε κυρίως ο τύπος της τρίκλιτης ή μονόκλιτης βασιλικής και σπανιότερα με τρούλο. Στην νησιωτική Ελλάδα προτιμήθηκε η μονόκλιτη βασιλική με κτιστό θόλο. Σε αυτήν μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν βαριές λιθοδομές με πολύ μικρά ανοίγματα, ενώ οι εξωτερικές επιφάνειές τους είναι πάντα επιχρισμένες. Έτσι το εσωτερικό τους είναι σκοτεινό και τα υλικά τους ευτελή. Μάλιστα κάποιοιες φορές χρησιμοποιούσαν και στοιχεία από την κοσμική αρχιτεκτονική όπως ανοίγματα σαν πολεμίστρες, σαχνισιά κ.α. Παρόλες τις δυσκολίες όμως και τις αντίξοες συνθήκες οι μάστορες της εποχής κατέβαλαν κάθε προσπάθεια για την διατήρηση και εξέλιξη της βυζαντινής παράδοσης αφήνοντας μας αξιόλογα δείγματα ναοδομίας που είναι θαυμαστά μέχρι σήμερα.
(Ναός Αγίου Χαραλάμπους, Πρέβεζα)
Τέλος, ένα ακόμη βασικό συμπληρωματικό στοιχείο του μεταβυζαντινού ναού είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο, που, κατά κανόνα, θα διαδεχθεί το μαρμάρινο βυζαντινό εικονοστάσι. Τα κρητικά εργαστήρια ξυλογλυπτικής, ήδη από τον 16ο αιώνα, κατασκευάζουν τέμπλα με έξεργο ανάγλυφο, υιοθετώντας μορφολογικά στοιχεία ενετικής προέλευσης. Η τάση προς το έξεργο ανάγλυφο αρχίζει σταδιακά να παρατηρείται από τον 17ο αιώνα και εξής στην ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά τον 18ο αιώνα τα τέμπλα γίνονται πιο ψηλά και πιο σύνθετα, το ανάγλυφο όλο και πιο έξεργο, πλησιάζοντας το ολόγλυφο, τα μοτίβα πληθαίνουν και το χρύσωμα θα καλύψει όλη την επιφάνεια. Μέσα στο γενικότερο καλλιτεχνικό πνεύμα της εποχής, η αισθητική μπαρόκ θα εισχωρήσει και στο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Παράδοση ξυλογλυπτικής δημιουργείται, εκτός από την Κρήτη, στην Χίο, στην Ήπειρο, στην Μακεδονία κ.α.
Πηγές:
http://www.artmag.gr/art-history/art-history/item/1282-2010-03-15-13-42-57
http://www.artmag.gr/art-history/art-history/item/1403-byzantine-art-part-2
https://el.wikipedia.org/wiki/Βυζαντινή_τέχνη
https://commons.wikimedia.org/wiki/File:1827_Τέμπλο_Αγ._Χαραλάμπους.JPG