Η μουσική στην αρχαία Ελλάδα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΓΕΝΙΚΑ
Μουσική! Γλώσσα μυστηριακή, γεμάτη μαγεία! Ιερή κληρονομιά του Απόλλωνα. Ήδη από τα Προϊστορικά χρόνια οι Έλληνες γνώριζαν την τέχνη των ήχων και την κατασκευή των μουσικών οργάνων. Αυτό μαρτυρούν τα αναρίθμητα αρχαιολογικά ευρήματα, καθώς και οι πολλές γραπτές μαρτυρίες που μας άφησαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι και συγγραφείς. Ο όρος μουσική στους αρχαίους Έλληνες σήμαινε την «Εγκύκλιον Παιδείαν», δηλαδή ένα σύνολο γνώσεων που περιλάμβανε -εκτός από την τέχνη των ήχων, η οποία ονομαζόταν αρμονική- τα μαθηματικά, την αστρονομία τη ρητορική, την ποίηση και τη φιλοσοφία. Προστάτιδες της μουσικής ήταν οι εννέα Μούσες, που σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν νύμφες των πηγών και θεές του ρυθμού και του τραγουδιού, θυγατέρες του Δία και της Μνημοσύνης και κατοικούσαν στον Ελικώνα και τον Παρνασσό...
Η Κλειώ προστάτευε την ιστορία και το έπος, η Καλλιόπη την ποίηση, η Μελπομένη την τραγωδία, η Θάλεια την κωμωδία, η Ουρανία τη διδακτική ποίηση και την αστρονομία, η Τερψιχόρη τον χορό, η Ερατώ το ερωτικό τραγούδι, η Ευτέρπη την μουσική και την αυλωδία και η Πολύμνια το τραγούδι και τους ύμνους. Παρά τις διαφορετικές τους όμως αρμοδιότητες, στη μουσική παραχώρησαν το προνόμιο να φέρει το όνομά τους. Έτσι, η Ελληνική λέξη «μουσική» χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει την τέχνη των ήχων τόσο στους αρχαίους Έλληνες, όσο και στους μετέπειτα πολιτισμούς και σε όλες τις Ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο όρος αυτός μέχρι και σήμερα αναφέρεται στην παγκόσμια πλέον τέχνη των ήχων και αποτελεί μια διεθνή ονομασία.
Οι γνώσεις μας για τη μουσική των προγόνων μας προέρχονται από διάφορες πηγές. Έχουν διασωθεί στο πέρασμα των αιώνων αρχαία κείμενα με αναφορές στην μουσική, απεικονίσεις με σκηνές μουσικής σε χιλιάδες παραστάσεις με απίθανες λεπτομέρειες μουσικών δρώμενων σε ειδώλια, ανάγλυφα, αμφορείς κ.ά. Υπάρχει επίσης σημαντικός αριθμός ευρημάτων μουσικών οργάνων που ανέδειξε η αρχαιολογική σκαπάνη καθώς επίσης και τα σωζόμενα κείμενα. Από τις μαρτυρίες αυτές αντιλαμβανόμαστε ότι η μουσική έπαιζε σπουδαίο ρόλο στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Όλες οι σημαντικές τελετές της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής συνοδεύονταν απαραίτητα από μουσική.
Οι θυσίες, οι γάμοι, οι κηδείες, τα συμπόσια, οι αγώνες και τα θεάματα τελούνταν πάντα με τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Στους γάμους η νύφη οδηγείτο στη νέα της κατοικία με τη συνοδεία αυλών. Στις κηδείες «θρήνοι έμμελοι» προέπεμπαν τους νεκρούς στην τελευταία τους κατοικία. Για κάθε περίσταση είχαν και διαφορετικό είδος μουσικής: επικήδεια μέλη, νανουρίσματα, παιάνες για τον πόλεμο, τραγούδια του γάμου, ύμνους για τους θεούς κ.ά. Εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής, που συναντάμε τις ίδιες μέχρι και σήμερα μέσα από τη δημοτική μας παράδοση και -παρόλο που πέρασαν αιώνες- ουσιαστικά παραμένουν οι ίδιες.
Η μουσική για τους αρχαίους Έλληνες ήταν πάντοτε συνδεδεμένη με την ποίηση και το χορό και είχε πρωτεύουσα θέση, όπως ήδη αναφέραμε, σε κάθε εκδήλωση (θρησκευτική ή κοινωνική), γιατί οι Έλληνες γνώριζαν από νωρίς τη δύναμη της μουσικής και τη μορφωτική και ηθοπλαστική της αξία. Από ιστορική άποψη η διδασκαλία της μουσικής φαίνεται πως άρχισε στην Ελλάδα παλαιότερα απ’ ό,τι η διδασκαλία των γραμμάτων. Σ’ όλες τις εποχές οι Έλληνες μάθαιναν μουσική και χορό και θεωρούσαν την εκμάθηση του τραγουδιού και των μουσικών οργάνων ως τη βάση της εκπαίδευσης των ελευθέρων πολιτών.
Ήδη από την Ομηρική εποχή οι τραγουδιστές -οι αοιδοί- που υμνούν τα παλιά κατορθώματα, περιβάλλονται με εκτίμηση και σεβασμό. Οι ίδιοι οι ήρωες της Οδύσσειας και της Ιλιάδας φέρονται να παίζουν κάποια στιγμή ένα μουσικό όργανο. Τον 4ο αιώνα π.X. η διαπαιδαγώγηση του νεαρού Έλληνα στηριζόταν σε δύο βάσεις: η πρώτη ήταν η σωματική άσκηση, που είχε στόχο την επίτευξη της άριστης φυσικής κατάστασης, και η δεύτερη ήταν η εκμάθηση της μουσικής, που είχε σκοπό την καλλιέργεια της ψυχής. «Έστι δε που η μεν επί σώματι γυμναστική, η δ’ επί ψυχή μουσική». Γενικά οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως η μουσική είχε χαρακτήρα ηθοπλαστικό.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Δύο σχετικά πρόσφατα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης μαρτυρούν ότι οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν την τέχνη των ήχων, καθώς και την κατασκευή των μουσικών οργάνων, ήδη από την 5η χιλιετία π.X. Δύο οστέινοι αυλοί, ο ένας από τον οικισμό της Μέσης Νεολιθικής Εποχής του Σέσκλου της Θεσσαλίας (5η χιλιετία π.X.) και ο δεύτερος από το Δισπηλιό της Δυτικής Μακεδονίας, οικισμό της 3⁄4στερης Νεολιθικής Εποχής (4η χιλιετία π.X.), είναι τα αρχαιότερα όργανα για την παραγωγή ήχου που βρέθηκαν στην Ελλάδα, αν και πολύ πριν από αυτά η φωνή, το τραγούδι, υπήρξε η πηγαία μουσική έκφραση του ανθρώπου.
Λίγο αργότερα, περί τα τέλη της 3ης χιλιετίας π.X., ο Κυκλαδικός πολιτισμός μας δίνει δύο υπέροχα ειδώλια, που απεικονίζουν έναν αρπιστή και έναν αυλητή, γνωστά ως «ο αρπιστής της Κέρου» και «ο αυλητής της Κέρου», από τον τόπο όπου βρέθηκαν το νησί Κέρο των Κυκλάδων. Τα ευρήματα αυτά μαρτυρούν την επίδραση της μουσικής της Μεσοποταμίας, της Φρυγίας και της Αιγύπτου στον πρώιμο Κυκλαδικό πολιτισμό. Το ίδιο συμβαίνει και με την απεικόνιση λυρών και διπλών αυλών σε ευρήματα του Μινωικού πολιτισμού στην Κρήτη (1.500 π.X.). Στην ηπειρωτική Ελλάδα επίσης, βρέθηκαν στους θολωτούς τάφους του Μυκηναϊκού πολιτισμού τμήματα μιας πολυτελούς λύρας από ελεφαντόδοντο (περί το 1.200 π.X.).
Κατά τη Γεωμετρική εποχή πληθαίνουν τα ευρήματα μουσικών απεικονίσεων. Αντικείμενα λατρευτικά, καθώς και καθημερινής χρήσης, πάνω στα οποία απεικονίζονται σκηνές μουσικής με απίθανες λεπτομέρειες για την τέλεσή της. Βρέθηκαν επίσης μουσικές και χορευτικές παραστάσεις σε νομίσματα, που μαρτυρούν τη μεγάλη βαρύτητα που έδιναν στη μουσική οι αρχαίοι μας πρόγονοι, σε ένα πολιτισμό όπου μεγάλος αριθμός θεοτήτων είχε σχέση με τη μουσική και το χορό. Είναι ακόμη η εποχή των θΘών και των μύθων. Στους μύθους λοιπόν αντικατοπτρίζεται η ουσία της ελληνικής μουσικής καλύτερα από ό,τι στα ευρήματα οργάνων ή στα μουσικοιστορικά στοιχεία.
Το συμπέρασμα που βγάζουμε μελετώντας τους μύθους και τα ευρήματα αυτά, είναι ότι η μουσική ήταν για τους αρχαίους Έλληνες Θεόπνευστη και ιερή τέχνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι πίστευαν πως τα κυριότερα όργανα ανακαλύφθηκαν από τους Θεούς. Η λύρα, όπως μας λέει ο Όμηρος, εφευρέθηκε από τον Ερμή, αφού πήρε ως βάση το όστρακο μιας χελώνας. Ο αυλός, σύμφωνα με τη μυθολογία εφευρέθηκε από τη θεά Αθηνά. Η Σύριγξ του Πανός -όπως μαρτυρεί και το όνομα του οργάνου- ανακαλύφθηκε από τον Πάνα, ο οποίος έδωσε στο όργανο το όνομα μιας Νύμφης, κόρης του ποταμού Λάδωνα της Αρκαδίας. Υπάρχουν πολλοί μύθοι που μαρτυρούν την ιερότητα της μουσικής για τους αρχαίους Έλληνες:
Ο Αμφίων, βασιλιάς των Θηβών και περίφημος μουσικός, κτίζει με τη λύρα του τα τείχη των Θηβών.
Ο Ορφέας με τη μουσική του κατεβαίνει στον Άδη για να φέρει πίσω την Ευρυδίκη.
Οι γιοι του Αυτόλυκου σταματούν, όπως μας λέει ο Όμηρος, το μαύρο αίμα που τρέχει από την πληγή του Οδυσσέα με «ωδή» (μαγικό τραγούδι).
Ο Πίνδαρος λέει, ότι ο Ασκληπιός χρησιμοποιούσε ως θεραπευτικό μέσο τα «γλυκά τραγούδια».
Η πρώτη μορφή έντεχνης ποίησης και μουσικής ήταν τα έπη της Ομηρικής εποχής. Τα επικά τραγούδια ιστορούσαν πολεμικές δόξες και ηρωικά κατορθώματα και συνοδεύονταν πάντα από τη λύρα ή την κιθάρα. Τα δύο αξεπέραστα έργα της περιόδου αυτής είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια που αποδίδονται στον Όμηρο. Καταγράφηκαν για πρώτη φορά όταν ο Τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος (605 - 527 π.X.) συνέστησε μια επιτροπή, η οποία κάλεσε τους ονομαστότερους ραψωδούς της εποχής και κατέγραψε τα κείμενα των δύο Ομηρικών Επών. Την ίδια εκείνη περίοδο -και παράλληλα με τα έπη- εμφανίστηκε ένα είδος τραγουδιών προς τιμήν του Απόλλωνα, που ονομάστηκαν Νόμοι.
Οι Νόμοι ήταν μελωδίες, οι οποίες διασώθηκαν από την προφορική παράδοση και, καθώς πίστευαν ότι είχαν Θεϊκή προέλευση, αποτέλεσαν το πρότυπο σύμφωνα με το οποίο θα έφτιαχναν τα τραγούδια τους οι νεότεροι μελωδοί. Υπήρχαν Νόμοι θρησκευτικοί που έφεραν το όνομα της Θεότητας προς την οποία ήταν αφιερωμένοι. Ακόμη υπήρχαν Νόμοι των ύμνων και τραγουδιών της καθημερινής ζωής του λαού, δηλαδή, όπως θα λέγαμε σήμερα, δημοτικά τραγούδια που τα διέσωζε η προφορική κυρίως παράδοση δια μέσου των γενεών. Υπήρχαν επίσης και Νόμοι οργανικής μουσικής, αυλητικοί και κιθαριστικοί, για τους δεξιοτέχνες των οργάνων. Ο πιο σημαντικός αυλητικός Νόμος ήταν αυτός που περιέγραφε τον αγώνα του Απόλλωνα με τον Δράκοντα Πύθωνα, όπου νίκησε ο Απόλλων. Επικρατεί λοιπόν το τραγούδι με τη συνοδεία νυκτού οργάνου (κιθαρωδία), που εκτελείται από τους ίδιους τους ομηρικούς ήρωες ή από επαγγελματίες τραγουδιστές -τους αοιδούς-, οι οποίοι τραγουδούσαν τους στίχους από επίλεκτα μέρη του έπους καθώς φαίνεται πάνω στο ίδιο μελωδικό σχήμα. Γύρω στο 750 π.X. εμφανίζεται η αυλωδία, δηλαδή το τραγούδι που παίζεται με αυλό. Ο αυλός μιμείται την ανθρώπινη φωνή, ιδίως την κραυγή του πόνου.
Τον 7ο π.X. αιώνα η παρουσίαση του έπους γίνεται από έναν αφηγητή, τον ραψωδό, ενώ το προοίμιο εξελίσσεται σε αυτόνομο μουσικό κομμάτι, τον Κιθαρωδικό νόμο, που εκτελείται -ανεξάρτητα από το έπος- από τον κιθαρωδό, ο οποίος παίζει σε μεγάλους μουσικούς αγώνες (π.χ. στην Ολυμπία). Τον 7ο αιώνα, επίσης, εμφανίζεται στη Λέσβο ένα νέο είδος ποίησης, η Λυρική ποίηση, δηλαδή τραγούδι με συνοδεία λύρας. Κύριοι εκπρόσωποι του είδους αυτού είναι η Σαπφώ και ο Αλκαίος από τη Λέσβο και ο Αρχίλοχος ο Πάριος. Εκτός από την κιθαρωδία και την αυλωδία, ένα άλλο είδος που υπήρχε ήταν το Χορικό άσμα με οργανική συνοδεία. Κυριότερες μορφές χορικού άσματος είναι:
Ο παιάνας, με συνοδεία κιθάρας, που ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα.
Ο διθύραμβος, με τη συνοδεία αυλών ή βαρβίτου, για τη λατρεία του Διόνυσου.
Ο ύμνος με κιθάρα, που ήταν εορταστικό άσμα προς τους θεούς.
Ο θρήνος, που παίζονταν με αυλούς και ήταν νεκρικό άσμα.
Το σκόλιον ή φαλλικό άσμα, που ήταν ένα εύθυμο και συχνά άσεμνο τραγούδι του κρασιού, που παιζόταν με αυλό ή βάρβιτο.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Οι αρχαίοι Έλληνες από νωρίς είχαν κατανοήσει το σπουδαίο ρόλο της μουσικής στη ζωή του ανθρώπου. Τη θεωρούσαν ίσης αξίας με τις υπόλοιπες καλές τέχνες, όπως τη γλυπτική, τη ζωγραφική, το θέατρο και άλλες, γι’ αυτό και γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Ο ρόλος της ήταν σημαντικός σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής τους στις θρησκευτικές εορτές, στην ψυχαγωγία, στους γάμους, στις κηδείες, στους αθλητικούς αγώνες, στον πόλεμο και στις καθημερινές ασχολίες. Αποτελούσε σημαντικό μάθημα στην εκπαίδευση των παιδιών, αφού θεωρούσαν ότι συνέβαλε στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα.
Στο έργο του Φαίδων υπογραμμίζει ότι η αρμονία είναι κάτι το αόρατο και άυλο, κάτι πανέμορφο και θείο στην καλά κουρδισμένη (εναρμονισμένη) λύρα, «η μεν αρμονία αόρατόν τι και ασώματον και πάγκαλόν τι και Θείον εστι εν τη ηρμοσμένη λύρα». Σε ένα άλλο έργο του, στους Νόμους αναπτύσσει περισσότερο τις απόψεις τους για τη μουσική τονίζοντας: «δεν επιτρέπεται σ' οποιονδήποτε καλλιτέχνη, ζωγράφο ή σ' οποιονδήποτε άλλον ασχολείται με σχήματα -εικόνες και άλλα παρόμοια ή με οτιδήποτε αφορά τη μουσική γενικά να καινοτομεί ή να παραβλέπει την παράδοση, δηλαδή τα πατροπαράδοτα».
Ο Πλάτωνας υπογραμμίζει ότι η μουσική έχει μεγάλη ηθική αξία και το αφιερώνει στην ανάπτυξη της συγκεκριμένης άποψής του ένα αρκετά μεγάλο απόσπασμα από το πόνημά του Πολιτεία. Η εκπαίδευση των παιδιών έπρεπε να μην έχει ετεροφωνία, ενώ εκθέτει με τρόπο σαφή και χωρίς ακρότητες τη σχέση φιλοσοφίας με τη μουσική. Στον Τίμαιο γράφει σχετικά: «Η αρμονία, έχοντας συγγενείς κινήσεις προς τις ψυχικές καταστάσεις, δεν θεωρείται από τον άνθρωπο που χρησιμοποιεί με σύνεση τα δώρα των Μουσών ότι έχει ως στόχο την άλογη ηδονή, όπως συμβαίνει σήμερα.
Στον Αριστοτέλη αποδίδονται τα Προβλήματα, η αυθεντικότητά τους όμως αμφισβητείται από πολλούς, που τα αποδίδουν σ' έναν «ψευδο-Αριστοτέλη». Οι περισσότεροι ωστόσο συμφωνούν ότι το υλικό των Προβλημάτων προέρχεται από τον Αριστοτέλη και τη Σχολή του. Τα Προβλήματα, που είναι σχετικά με τη μουσική -σε διαλογική μορφή-, πραγματεύονται θέματα ακουστικής, συμφωνιών, φιλοσοφίας, μουσικής αισθητικής κτλ., και διαιρούνται σε δύο μεγάλα τμήματα:
α) Όσα περί φωνής.
β) Όσα περί αρμονίαν.
Βασικό στοιχείο της μουσικής τέχνης, όπως και κάθε μορφής τέχνης, ήταν σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές αντιλήψεις η μίμηση. Η δύναμη της Μουσικής υμνείται και από τον Ησίοδο όχι μόνο ως θεραπευτικό μέσο στο να βελτιωθεί η ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ένα άτομο, αλλά και ως μέσο ανάπαυσης και ηρεμίας του ανθρώπου. Συγχρόνως η μουσική βοηθούσε στην ευεξία και στη δημιουργία και διατήρηση της καλής σωματικής και ψυχικής υγείας. Η επίδραση της μουσικής δεν περιοριζόταν μόνο στους θνητούς αλλά και στους Θεούς. Χαρακτηριστικά ο Ησίοδος λέει:
Η σύνδεση, λοιπόν, των αρχαίων Ελλήνων με τη μουσική είναι πολύ παλιά και χρονολογείται πολλούς αιώνες πριν από τη γέννηση του Χριστού, ακόμα και στην περίοδο της Προϊστορίας. Μέσα στα παλαιότερα ευρήματα των αρχαιολογικών ερευνών συμπεριλαμβάνεται ένας αυλός από τον νεολιθικό οικισμό του Δισπηλιού, στη λίμνη της Καστοριάς, ο οποίος χρονολογείται στο 5300 π.Χ. Τα μαρμάρινα ειδώλια αυλητών και αρπιστών ή «τριγωνιστών» από τις Κυκλάδες, που χρονολογούνται γύρω στο 2.700 π.Χ., μαρτυρούν τη σημασία της μουσικής για τις κοινωνίες της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού.
Τοιχογραφίες, πήλινα ειδώλια, παραστάσεις αγγείων, ψηφιδωτά και ανάγλυφα παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τους μουσικούς και τα όργανα μεταγενέστερων περιόδων μπορεί να δει κανείς σε παλάτια της εποχής εκείνης. Με τη χρήση της γραφής και το πέρασμα στην Ιστορική περίοδο υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες που σώθηκαν για τη μουσική. Στις γραπτές πηγές συμπεριλαμβάνονται τα λίγα αποσπασματικά μουσικά κείμενα, που σώζονται μέχρι σήμερα, καθώς επίσης και οι πολυάριθμες αναφορές στη μουσική και τα μουσικά όργανα που συναντούμε σε ιστορικά, φιλολογικά, φιλοσοφικά ή θεατρικά κείμενα.
Η μουσική, λοιπόν, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι σε πολλές εκδηλώσεις τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου βίου.
Έτσι μουσική υπήρχε στους γάμους, στα νανουρίσματα, στις κηδείες, στις αγροτικές εργασίες, όπως ο τρύγος, ο θερισμός, στο μάζεμα των καρπών, στα συμπόσια, στις γιορτές, στα θεατρικά έργα, δηλαδή στις τραγωδίες και στις κωμωδίες. Στα Ομηρικά Έπη συναντάμε τη μουσική στο πρόσωπο των αοιδών. Οι αοιδοί ήταν επαγγελματίες ποιητές - συνθέτες - τραγουδιστές, που προσκαλούνταν ή προσλαμβάνονταν πολλές φορές σ' ένα παλάτι• εκεί τραγουδούσαν με συνοδεία φόρμιγγας επικά τραγούδια και τα κατορθώματα των ηρώων. Ο αοιδός ήταν πρόσωπο σεβαστό σε μεγάλο βαθμό απ' όλους και συχνά ονομαζόταν «Θείος»: «Μετά δε σφιν εμέλπετο θείος αοιδός φορμίζων» (και ανάμεσά τους ο Θείος αοιδός τραγουδούσε με συνοδεία φόρμιγγας).
Η Σπάρτη ήταν η μουσική πρωτεύουσα την Αρχαϊκή εποχή (8ος - 6ος αιώνας). Στη συγκεκριμένη πόλη-κράτος υπήρχαν δύο σχολές με τη μία να διδάσκει μονωδία και η άλλη λυρικό άσμα. Ο Τυρταίος και ο Ασμάν θεωρούνταν δύο από τους σπουδαιότερους λυρικούς ποιητές της πόλης. Στην καθημερινή εκπαίδευση των Σπαρτιατόπουλων, η μάθηση της μουσικής ήταν εξίσου σημαντική, όπως και η πολεμική εκπαίδευσή τους. Όταν η Σπάρτη ήταν σε κατάσταση αναταραχής τον 7ο π.Χ. αιώνα, είναι χαρακτηριστικός ο χρησμός που παραινούσε τους Σπαρτιάτες να καλέσουν το διάσημο λυρωδό Τέρπανδρο από τη Λέσβο, να επαναφέρει την τάξη στην πόλη με το τραγούδι του.
Ο λυρικός ποιητής και μουσικός Τέρπανδρος, νίκησε σε μουσικό αγώνα των Καρνείων στη Σπάρτη το 676 π.Χ. Επίσης σε μουσικό αγώνα των Καρνείων στη Σπάρτη νίκησε και ο μουσικός και ποιητής Αρίων από την Μήθυμνα της Λέσβου, όχι όμως ο σπουδαίος μουσικός του 5ου αιώνα π.Χ. Φρύνις.
Ο Λέσβιος δεξιοτέχνης της κιθάρας -είχε προσθέσει δύο χορδές στην επτάχορδη κιθάρα του Τέρπανδρου-, αφού ο Έφορος Εμπρεπής έκοψε με σκεπάρνι τις δύο των εννέα χορδών λέγοντας «μη κακούργει την Μουσικήν». Στην Αθήνα, το αντίπαλο δέος της Σπάρτης, οι γυμναστικές ασκήσεις συνοδεύονταν από μουσική. Απαραίτητη ήταν η μαθητεία κοντά στον κιθαρωδό, δηλαδή το δάσκαλο της μουσικής, που δίδασκε τραγούδι, λύρα και κιθάρα. Στα Συμπόσια, η μουσική έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο. Η λύρα περνούσε μπροστά από κάθε συνδαιτυμόνα για να παίξει τη δική του στροφή. Εάν κάποιος δεν ήξερε, τότε γινόταν περίγελος σε όλους τους συγκεντρωμένους αλλά και σε όλη την πόλη.
Στην Κρήτη, πάλι, τα αγόρια για να γίνουν καλοί και ατρόμητοι πολεμιστές έπρεπε να μάθουν να τραγουδούν παιάνες αλλά και να χορεύουν. Χαρακτηριστικός τέτοιος χορός ήταν η Πρύλις. Αυτή ήταν ένοπλος επικήδειος Κρητικός χορός. Δε γνωρίζουμε κάτι ιδιαίτερο για αυτόν. Κατά την Ομηρική εποχή υπήρχαν χοροί και λιτανείες ενόπλων κοντά σε τάφους ή νεκρικές πυρές. Θα μπορούσε, λοιπόν, η Πρύλις να υπήρχε στην Ομηρική εποχή ή να εμφανίστηκε κατά την Κρητομυκηναϊκή. Οι Μυκηναίοι Έλληνες φαίνεται ότι είχαν έναν παρόμοιο χορό. Οι μετέπειτα μύθοι θεωρούν σαν «εφευρέτη» αυτού του χορού τον Αχιλλέα ή το γιο του Πύρρο.
Η ιδέα των Ολυμπιακών και γενικότερα αθλητικών αγώνων στην Αρχαία Ελλάδα συνδυάζει την αξία της ζωής και του επίγειου βίου με την ιερότητα της θρησκείας και της τέχνης. Ιδιαίτερα η τέχνη, κυρίως η γλυπτική, η ποίηση και η μουσική αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των αρχαίων Ολυμπιακών αγώνων.
Τέχνη και αθλητισμός έπαιζαν ισότιμο ρόλο με απώτερο σκοπό την επιβεβαίωση και ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών. Απαραίτητη, όμως, θεωρούνταν η ύπαρξη της μουσικής στο αγώνισμα του άλματος. Η διεξαγωγή του άλματος γινόταν με μουσική συνοδεία αυλού, που βοηθούσε τους αθλητές να αποκτήσουν ρυθμό στο τρέξιμο. Άλλες θρησκευτικές εορτές εκτός τα Ολύμπια που ήταν αφιερωμένα στο Δία και στα οποία υπήρχαν αθλητικοί και μουσικοί αγώνες. Υπήρχαν άλλες τρεις μεγάλες Πανελλήνιες θρησκευτικές εορτές, Πύθια, Νέμεα, Ίσθμια. Τα Πύθια, που διοργανώνονταν προς τιμή του Θεού Απόλλωνα.
Ο θεσμός των Πυθίων ήταν σεβαστός Πανελληνίως, αφού από όλες τις πόλεις έφταναν αθλητές που εκπροσωπούσαν την πατρίδα τους, και θεατές που ήθελαν να θαυμάσουν τους αγώνες. Οι πρώτες εκδηλώσεις είχαν καθαρά μουσικό χαρακτήρα, και ήταν κυρίως αγώνες κιθαρωδίας, δηλαδή τραγούδι με συνοδεία κιθάρας. Το πρόγραμμα διευρύνθηκε αργότερα το αγώνισμα της αυλωδίας (τραγούδι με συνοδεία αυλού) και της αύλησης (σόλο αυλού). Σταδιακά διευρύνθηκε το πρόγραμμα και με αθλητικούς αγώνες, ιπποδρομίες και αρματοδρομίες. Οι μουσικοί αγώνες περιλάμβαναν:
α) Έναν ύμνο στον θεό Απόλλωνα.
β) Τραγούδι με συνοδεία αυλού ή κιθάρας.
γ) Θεατρικές παραστάσεις και όρχηση.
δ) Ζωγραφική.
Τα Νέμεα γίνονταν προς τιμήν του Νέμειου Διός και εις μνήμη των επτά στρατηγών που σκοτώθηκαν στη Θήβα. Στα Αρχαία χρόνια δεν υπήρχαν μουσικοί αγώνες στην εορτή αυτή. Μετά τους Ελληνιστικούς χρόνους, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Στο πρόγραμμα των αγώνων περιλαμβάνονταν και μουσικοί αγώνες, με άλλα λόγια, αγώνες των σαλπιγκτών και των κηρύκων. Τα Ίσθμια ήταν αγώνες προς τιμήν του Ποσειδώνα, που διεξάγονταν στο ιερό του στην Ισθμία κάθε δύο χρόνια, την άνοιξη, για τρεις μέρες. Στο πλαίσιο της άποψης ότι η ίδρυση των Πανελλήνιων αγώνων ανάγεται σε ταφικούς αγώνες, τα Ίσθμια έχουν συνδεθεί με το θάνατο του Μελικέρτη, που πνίγηκε στη θάλασσα μαζί με τη μητέρα του Ινώ, και απαντά και με το όνομα «Παλαίμων».
Τα Ίσθμια ξεκινούσαν μετά την προσφορά θυσίας στον Ποσειδώνα και γεύματος στους πιστούς. Οι αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν στο στίβο και οι μουσικοί στο θέατρο. Μουσικοί αγώνες τελούνταν και σε μικρότερης εμβέλειας εορτές, όπως π.χ. τα Παναθήναια, αφιερωμένα στη θεά Αθηνά. Γενικότερα, οι Έλληνες μέσω της μουσικής στράφηκαν προς το τραγούδι και το χορό για να προσελκύσουν τη Θεά της καλής τύχης. Στους πρώτους χρόνους της αρχαιότητας, το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας Ελληνικής μουσικής αποτελούνταν από το τραγούδι, είτε σόλο ή χορωδιακά. Οι τέχνες του τραγουδιού και του παιξίματος κάποιου μουσικού οργάνου συνδέονταν αναπόσπαστα με την ποίηση.
Από τα πνευστά, το πιο συνηθισμένο ήταν ο απλός ή διπλός αυλός, που συνόδευε μεταξύ άλλων τις λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμή του θεού Διονύσου. Άλλο πνευστό ήταν η σύριγξ του Πανός, ένα πολυκάλαμο όργανο που την αποτελούσαν άλλοτε ανισομήκη και άλλες φορές ισομήκη καλάμια. Υπήρχαν, επίσης, η σάλπιγγα και το κέρας. Το πιο γνωστό μουσικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας ήταν η κιθάρα, που αναφέρεται ήδη στα ομηρικά έπη. Η κιθάρα όπως η φόρμιγξ είχαν ξύλινα ηχεία και χρησιμοποιούνταν κατά κύριο λόγο από επαγγελματίες μουσικούς. Άλλα διαδεδομένα έγχορδα ήταν η λύρα, που σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν το μουσικό όργανο του Θεού Απόλλωνα, και μια μεγαλύτερη παραλλαγή της, η βάρβιτος.
Η λύρα και η βάρβιτος είχαν ηχείο από κέλυφος χελώνας και μπορούσαν να παιχθούν και από ερασιτέχνες μουσικούς. Τέλος, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν διαφόρων ειδών κρουστά, όπως κύμβαλα, κρόταλα, σείστρα και τύμπανα. Η σχέση αυτή ποίηση - μουσική θεωρούνταν από τους Έλληνες ως συμβιωτική. Άλλωστε σπάνια έκανε την εμφάνισή της η μία χωρίς την άλλη. Δυστυχώς, όμως, η μεγάλη αξία που δινόταν στη μουσική παιδεία κατά την αρχαιότητα αρχίζει να ατονεί από τα μέσα του 5ου αιώνα. Η μουσική στην Ελλάδα, προτρέχοντας όλων των άλλων τεχνών, αρχίζει μια αργή καθοδική πορεία και μάλιστα σε μια εποχή που οι εικαστικές τέχνες είναι στη μεγάλη ακμή τους.
Αυτή η προοδευτική κατάπτωση της μουσικής θα συνεχισθεί αδιάκοπα ως το τέλος της Ελληνιστικής εποχής. Όπως συνάγεται μέσα από τις διαμαρτυρίες του Πλάτωνα και πολλών άλλων κλασικών συγγραφέων, η παρακμή στη μουσική φαίνεται να έχει δύο συνιστώσες, αδιάσπαστα δεμένες μεταξύ τους: την κοινωνική και ηθική οπισθοδρόμηση και τους μουσικούς νεωτερισμούς κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους. Τέλος, με τον όρο Αρχαία Ελληνική Μουσική ονομάζουμε ολόκληρο τον μουσικό πολιτισμό που συνοδεύει την αρχαία Ελληνική ιστορία και μελετάται κυρίως από τον 8ο αιώνα π.Χ. και εξής καθώς πριν από την εποχή αυτή, τα στοιχεία που υπάρχουν είναι ελάχιστα και περιορίζονται περιληπτικά στα παρακάτω:
Κυκλαδικός πολιτισμός (τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ.): Βρέθηκαν μουσικές παραστάσεις που απεικονίζουν άρπα και δίαυλο του 2.800 π.Χ.
Μινωικός πολιτισμός (μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ.): Βρέθηκαν μουσικές παραστάσεις που απεικονίζουν μουσικούς με λύρα και δίαυλο.
Μυκηναϊκός πολιτισμός (μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ.): Βρέθηκαν μουσικές παραστάσεις που απεικονίζουν μουσικούς με λύρα και δίαυλο καθώς και άλλα όργανα από πολιτισμούς της Μεσοποταμίας και της Ασίας.
Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΕΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ - Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ
H μουσική είχε άμεση σχέση με τις Μούσες. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να δημιουργούν Θεούς για καθετί που τους άρεσε ή τους προκαλούσε φόβο. Έτσι για τη μουσική και τις τέχνες που σχετίζονταν με αυτήν έπλασαν τις Μούσες. H Αρχικά οι μούσες ήταν ανθρωπόμορφες Θεές των πηγών που βρίσκονταν στα βουνά. Γρήγορα, όμως, έγινα οι προστάτιδες των τεχνών και αποτελούσαν πηγή έμπνευσης για τους ποιητές, τους τραγουδιστές, τους λογογράφους. κ.ά. Ο Πλάτων υποστήριζε ότι ήταν οχτώ και τις συνδέει με τις οχτώ μυθικές σφαίρες. Αντίθετα ο Ησίοδος κάνει λόγο στη Θεογονία του για εννέα. Τις παρουσιάζει ως κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, οι οποίες κατοικούσαν στα Πιέρια όρη.
Τις παραλλήλιζε με το νερό που προερχόταν από τις πηγές του όρους Ολύμπου, της κατοικίας των Θεών. Η λέξη Μούσα χωρίζεται ετυμολογικά σε ''μάω ή μώομαι ή μώσις (επιθυμώ) ή ομού ούσαι''. Την ονομασία Μούσες έδωσε ο Πίερος, όπως αναφέρει ο Ησίοδος. Ήταν φύλακες της γνώσης στα Μουσεία (βιβλιοθήκες και διδακτήριο), που διαιώνιζαν τον Ελληνικό Λόγο. Ιστορικά οι Μούσες του Παρνασσού ήσαν μεγάλες δασκάλες και δίδαξαν την πανάρχαια Ελληνική ιστορία και την γενεαλογία των Θεών του Ολύμπου, μέσα από τα κείμενα του Ησιόδου:
«Ας αρχίσουμε το τραγούδι με τις Μούσες τις Ελικωνιάδες που κατέχουν τον Ελικώνα, το ιερό και μεγαλόπρεπο βουνό και χορεύουν με τ’ απαλά τους πόδια, γυρ’ από την κρήνη με τους μενεξέδες και τον βωμό του μεγαλοδύναμου γυιού του Κρόνου, και σαν λούσουν τα τρυφερά κορμιά τους στον Περμησσό ή στην Ιπποκρήνη ή στον σεβαστό Ολμειό, στην πιο ψηλή κορφή του Ελικώνα, στήνουν χορούς μαγευτικούς, βάζοντας δύναμη στα πόδια τους. Κι από κει ξεπηδούν μεσ’ τη νύχτα, τυλιγμένες σε πυκνή ομίχλη και πηγαίνουν υμνώντας με πανέμορφη φωνή τον Δία.
Στην πρώτη γενιά των Μουσών ανήκουν οι επτά θυγατέρες του Ουρανού και της Γης, όσα και τα φωνήεντα του Ελληνικού αλφάβητου. Στη δεύτερη γενιά οι εννέα θυγατέρες της Μνημοσύνης και του Δία. Οι εννέα Μούσες ήταν:
Η Κλειώ ανακάλυψε την Ιστορία (και την κιθάρα).
Η Ευτέρπη ανακάλυψε διάφορα μουσικά όργανα, τα μαθήματα, και τη διαλεκτική. Τα μαθήματα τέρπουν τους ανθρώπους.
Η Θάλεια ήταν Έφορος της Κωμωδίας.
Η Μελπομένη ήταν προστάτισσα της Τραγωδίας, επειδή αυτή την επινόησε.
Η Τερψιχόρη επινόησε το χορό, την άρπα και την παιδεία.
Η Ερατώ ήταν η ευρέτρια των ερωτικών ποιημάτων, του γάμου, (και της ποιήσεως, της μουσικής και της διαλεκτικής).
Η Πολυμνία (ή Πολυάμνια) ήταν προστάτισσα των θεϊκών ύμνων.
Η Ουρανία ήταν προστάτισσα των Ουρανίων Σωμάτων και γενικά της αστρονομίας που ανακάλυψε.
Η Καλλιόπη ήταν η ανώτερη και επισημότερη από τις άλλες αδελφές της Μούσες. Συνόδευε τους βασιλείς και τους ανώτατους άρχοντες για να επιβάλλει με τα λόγια της υποταγή και δικαιοσύνη. Η Καλλιόπη ήταν προστάτισσα των ηρωικών ποιημάτων και της ρητορικής.
Αρχηγός και προστάτης των Μουσών υπήρξε ο Απόλλωνας και όχι τυχαία. Ο Θεός αυτός αντιπροσώπευσε τον Ήλιο, το Φως, τη Μαντική και τη Μουσική. Ο Ήλιος και το Φως δημιουργούν στην ψυχή χαρούμενα συναισθήματα. Το ίδιο έκανε και η Μουσική. Ο ίδιος συνδέθηκε με τη μουσική από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Μετά τη γέννησή του μεγάλωσε πολύ γρήγορα, γιατί η Θέμιδα έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ και λίγη αμβροσία. Το αποτέλεσμα ήταν το βρέφος να μεγαλώσει απότομα και από μωρό να γίνει άνδρας. Αμέσως ο Απόλλωνας έτρεξε πάνω στον Όλυμπο για να πάρει την ευχή του πατέρα του, αλλά και για να γνωρίσει τους υπόλοιπους Θεούς.
Ο Δίας καλοδέχτηκε το γιο του και του πρόσφερε πάρα πολλά πλούσια και πανέμορφα δώρα. Ανάμεσά τους του χάρισε μια λύρα, που ο Απόλλωνας την αγαπούσε πολύ και κάθε φορά που έπαιζε, με τη μουσική του μάγευε Θεούς και ανθρώπους. Αμέσως μετά ο Δίας διέταξε τις Ώρες να στρώσουν τραπέζι με νέκταρ και αμβροσία για να καλωσορίσουν όλοι μαζί τον καινούριο θεό πάνω στον Όλυμπο. Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι μέχρι το πρωί. Ο Απόλλωνας έπαιζε με τη λύρα του και χόρευαν οι Χάριτες, η Αρμονία, η Ήβη, αλλά και όλοι οι Θεοί και οι Θεές. Από τότε συνήθιζε να διασκεδάζει συχνά με τη λύρα του τους Θεούς στον Όλυμπο:
«Ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα, δαίνυντ᾿, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης, οὐ μὲν φόρμιγγος περικαλλέος ἣν ἔχ᾿ Ἀπόλλων, Μουσάων θ᾿ αἳ ἄειδον ἀμειϐόμεναι ὀπὶ καλῇ».
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
ΓΕΝΙΚΑ:
Η αρχαία Ελληνική μουσική μας λείπει σχεδόν ολοκληρωτικά σαν ήχος, ρυθμός και μελωδία. Πληροφορίες παίρνουμε: Από παραστάσεις σε μνημεία. Οι παλαιότερες προέρχονται από τη λεγόμενη εποχή της Χαλκοκρατίας (2.800 - 1.100 π.Χ.). Από γραπτά κείμενα, τα οποία εμφανίζονται με τα Ομηρικά Έπη. Από την εθνομουσικολογική γνώση άλλων μουσικών πολιτισμών, ιδίως ανατολικών. Αμέσως φάνηκε πως η αρχαία Ελληνική μουσική είχε πολύ περισσότερα κοινά στοιχεία με τους ανατολικούς πολιτισμούς, παρά με τη Δύση. Η σύγκριση με ανατολικές μουσικές φώτισε μια ολόκληρη σειρά από δυσεπίλυτα ως τότε προβλήματα και πλούτισε τις γνώσεις μας.
Από τα 40 σωζόμενα κατάλοιπα αρχαίας σημειογραφίας. Έτσι, ξέρουμε πως η μουσική στην αρχαία Ελλάδα είχε μια θέση απόλυτα συγκρίσιμη, αν όχι και ανώτερη, από αυτή των άλλων τεχνών. Ως τέχνη, μεσουράνησε σε μια εποχή Πρωϊμότερη από ό,τι οι άλλες τέχνες και γρήγορα άρχισε η παρακμή. Στο πλαίσιο της Ιστορίας της Μουσικής, κρίνεται απαραίτητο να γνωρίσουμε (όσο μπορούμε) από κοντά τη μουσική της αρχαίας Ελλάδας, ξεκινώντας από τη μελέτη των διαφόρων αγγείων και παραστάσεων της εποχής του χαλκού, δηλαδή μεταξύ 3.000 και 1.100 π.Χ. Την περίοδο αυτή, τρεις πολιτισμοί κάνουν την εμφάνισή τους στον Ελλαδικό χώρο και ξεχωρίζουν. Πιο συγκεκριμένα :
Ο Κυκλαδικός πολιτισμός / Ο Μινωικός πολιτισμός / Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός.
Αξίζει τέλος να αναφέρουμε πέντε ευρήματα της Νεολιθικής περιόδου:
Αυλός (πιθανώς) 8 εκ. με δύο οπές, βρέθηκε στον Αξό της Πέλλας, 6 000 π.Χ.
Οστέινος αυλός, βρέθηκε στο Δισπηλιό της Καστοριάς, με 5, ίσης διαμέτρου οπές (4 + 1 στο κάτω μέρος πίσω) 5.500 π.Χ.
Δύο οστέινοι αυλοί από την Αυγή Καστοριάς. Ο ένας έχει μήκος μόλις 4,5 εκ. με μία μόνο οπή, ενώ ο άλλος έχει μήκος 10 - 11 εκ. και φέρει 3 - 4 οπές, 5.500 - 5.300 π.Χ.
Οστέινος αυλός, από την Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας Ν. Κοζάνης, 16 εκ. με 5 οπές, όλες στην πρόσθια όψη και τμήματα τουλάχιστον δύο ακόμη αυλών, 5.300 π.Χ.
Αγαλματίδιο της εποχής του Λίθου, στο Διμήνι ή Διμηνιό της Μαγνησίας, που παριστάνει άνθρωπο να παίζει άρπα.
ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΩΔΙΑΣ
Το ήθος των μελωδιών μπορεί να έχει τους ακόλουθους χαρακτήρες:
- Διασταλτικό Ήθος
Εκφράζει μεγαλοπρέπεια, ανδροπρεπή διάθεση, παροτρύνει σε ηρωικές πράξεις και χρησιμοποιείται στην τραγωδία.
- Συσταλτικό Ήθος
Οδηγεί την ψυχή σε ταπεινοφροσύνη και έλλειψη ανδρικής διάθεσης και είναι κατάλληλο για ερωτικά, αισθηματικά τραγούδια και θρήνους.
- Ησυχαστικό Ήθος
Φέρνει γαλήνη και ηρεμία και είναι κατάλληλο για ύμνους και εγκώμια.
- Ήθος των Αρμονιών
Στην αρχαία Ελληνική ορολογία με τη λέξη "αρμονία", προσδιόριζαν ένα τρόπο διαδοχικής αντιπαράθεσης των φθόγγων κατά συνέπεια ένα τρόπο υποδιαίρεσης της οκτάβας και παραγωγής διάφορων τρόπων (σειρές από νότες, κλίμακες). Η εξέταση του ήθους των αρμονιών (τρόπων), σύμφωνα με τον Αριστόξενο, δίνει τους ακόλουθους χαρακτηρισμούς:
- Ήθος Μιξολυδικής (ή Υπερδωρικής) Αρμονίας
Παθητικό και παραπονιάρικο.
- Ήθος Λυδικής Αρμονίας
Απαλό και ευχάριστο κατάλληλο για παιδική μουσική.
- Ήθος Φρυγικής Αρμονίας
Μεγαλόπνοο, βίαιο, ερεθιστικό και συναισθηματικό. Ομοιάζει με τα σύγχρονα Ισπανικά ακούσματα.
- Ήθος Δωρικής Αρμονίας
Ανδροπρεπές, μεγαλοπρεπές, αξιοπρεπές.
- Ήθος Υπολυδικής (ή Αιολικής) Αρμονίας
Βακχικό, φιλήδονο και μεθυστικό.
- Ήθος Υποφρυγικής (ή Ιωνικής αργότερα) Αρμονίας
Σκληρό και αυστηρό ή για άλλους συγγραφείς κομψό και χαρούμενο.
- Ήθος Υποδωρικής (ή Κοινής ή Λοκρικής) Αρμονίας
Περήφανο, πομπώδες, σταθερό.
- Ήθος των Γενών
Η χρήση στη μουσική της Αρχαίας Ελλάδας των τριών γενών (διατονικού, χρωματικού και εναρμόνιου) έγινε κάτω από μια συνειδητή εκτίμηση του αισθητικού χαρακτήρα τους κι όχι μονάχα ως μια θεωρητική αναγκαιότητα. Έτσι λοιπόν προσδιορίστηκε το ήθος των γενών ως:
- Ήθος Διατονικού Γένους
Φυσικό, αρρενωπό, αυστηρό και σεμνό.
- Ήθος Χρωματικού Γένους
Γλυκό και παραπονιάρικο.
- Ήθος Εναρμόνιου Γένους
Διεγερτικό.
- Ήθος των Ρυθμών
Ο Αριστείδης Κοϊντιλιανός αναφέρει πως οι ρυθμοί που αρχίζουν από τη θέση είναι πιο ήσυχοι (ησυχάζουν τη διάνοια), ενώ αυτοί που αρχίζουν από την άρση είναι ταραγμένοι. Οι ρυθμοί που έχουν συμμετρικές αναλογίες είναι πιο ευχάριστοι, ενώ οι ημιολικοί είναι πιο ταραγμένοι. Η Ελληνική μουσική είναι ουσιαστικά φωνητική και εξελίσσεται παράλληλα με την ποίηση, καθότι η καλλιέργεια και η ανάπτυξή της βρίσκεται στα χέρια των ποιητών ή τραγωδών που μόνοι τους και ως μουσικοί διαμορφώνουν τη μουσική (μελωδική) απεικόνιση αποσπασμάτων των έργων τους.
Παρά το ότι λοιπόν ο χαρακτήρας της μουσικής της Αρχαίας Ελλάδας ήταν κυρίως φωνητικός, θα διατηρηθούν στους μεταγενέστερους Ευρωπαϊκούς πολιτισμούς τα όργανα της και η θεωρητική ορολογία της, που στη θεωρητική ανάλυσή της σύμφωνα με τη θεωρία των αρμονικών χρησιμοποίησε όρους που προέκυπταν από τις ιδιότητες των χορδών.
ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ (3.000 - 1.100 π.Χ.) - ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
3η χιλιετία π.Χ. στο Αιγαίο. Μέσα στους τάφους των πρωτοκυκλαδικών νεκροταφείων βρέθηκαν αντικείμενα που συνόδευαν τους νεκρούς. Εκτός από τα διάφορα αγγεία, σημαντικά ευρήματα είναι κάποια μαρμάρινα ειδώλια που εμφανίζονται ήδη από τη Νεολιθική εποχή. Στην κατηγορία των μαρμάρινων ειδωλίων ανήκουν οι πρώτες σωζόμενες μουσικές παραστάσεις από λευκό μάρμαρο της Πάρου (2.800 - 2.200 π.Χ.). Πρόκειται για τον καθιστό αρπιστή της Κέρου (μικρό νησί κοντά στη Θήρα) και για έναν όρθιο αυλητή που παίζει διπλό αυλό. Ο αρπιστής αποτελεί ίσως τον πιο διάσημο μουσικό της Προϊστορικής Ελλάδας.
Κάθεται σε περίτεχνο θρόνο και κρατά άρπα, η οποία έχει σχήμα τριγωνικό και δεν αποδίδονται οι χορδές της, παρά μόνο το πλαίσιό της, όπου μάλιστα η υποτείνουσά του καταλήγει στο επάνω μέρος της σε ράμφος πουλιού. Στην ίδια κατηγορία, ανήκει και το ειδώλιο του αρπιστή από τη Νάξο, με τη διαφορά ότι ο Ναξιώτης μουσικός κάθεται σε σκαμνί (και όχι σε θρόνο), ενώ η άρπα δεν σώζεται (2.800 - 2.200 π.Χ.). Τέλος, βρέθηκε κορμός αυλητή, ύψους 12,6 εκ. άγνωστης προέλευσης. Η θέση των χεριών σε συνδυασμό με τον ψηλό λαιμό υποδηλώνουν όρθιο ειδώλιο, ενδεχομένως αυλητή. Τα ειδώλια αυτά φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
ΜΙΝΩΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Στην πολύχρωμη λίθινη σαρκοφάγο που βρέθηκε σε τάφο στην Αγία Τριάδα της Κρήτης έχουν απεικονισθεί σκηνές προσφορών θυσίας και άλλων τελετών. Στη μία μεγάλη πλευρά της, Ιέρεια αδειάζει στο ιερό το αίμα της θυσίας του ταύρου, το οποίο μεταφέρει με κάδους μια άλλη ιέρεια, ενώ ένας μουσικός παίζει επτάχορδη κιθάρα. Τρεις άνδρες, φορώντας δέρματα ζώων, προσφέρουν μόσχους και ένα ομοίωμα πλοίου στο νεκρό που στέκεται δεξιά. Λεπτομέρεια από την άλλη μεγάλη πλευρά της σαρκοφάγου. Διακρίνεται η τράπεζα επάνω στην οποία έχει θυσιαστεί δεμένος ταύρος.
Το αίμα του συλλέγεται σε κάδο, ενώ ένας άλλος μουσικός παίζει έναν ιδιόρυθμο διπλό αυλό, με τον έναν αυλό ευθύγραμμο και τον άλλο σε σχήμα κέρατος στην άκρη του. Στο Παλαίκαστρο βρέθηκαν πήλινα ειδώλια τριών γυναικών που χορεύουν γύρω από μια τέταρτη που παίζει κιθάρα. Οι χορεύτριες φορούν τις χαρακτηριστικές Μινωικές φούστες, έχουν τα μαλλιά τους μαζεμένα ψηλά σε κότσο, ενώ η μουσικός φορά στο λαιμό της δύο περιδέραια. 1.420 - 1.380 π.Χ.
ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Βρίσκουμε απεικονίσεις και παραστάσεις με διαύλους, λύρες και κιθάρες. Το κύριο χαρακτηριστικό της Μυκηναϊκής μουσικής είναι ότι παιζόταν κατά κανόνα από έναν εκτελεστή και όχι από ομάδες μουσικών. Έτσι, υποθέτουμε πως μοναδική μουσική εκδήλωση στα μυκηναϊκά χρόνια αποτελούσε το τραγούδι ή η μουσική απαγγελία με απλή συνοδεία από ένα ή το πολύ δύο όργανα (αοιδοί με φόρμιγγα). Τοιχογραφία από την αίθουσα του θρόνου στα ανάκτορα της Πύλου ''ο Ορφέας παίζει πεντάχορδη κιθάρα σε σχήμα ανεστραμμένου πετάλου''. Οι καμπύλες της κιθάρας και το στενό της ηχείο απεικονίζονται συχνά και σε άλλα έργα της εποχής αυτής, ενώ στοιχεία αυτής της κιθάρας συναντώνται στη διακόσμηση της κιθάρας του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ.
ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (1.050 - 700 π.Χ.)
Οι λεγόμενοι σκοτεινοί αιώνες. Αρχή χρήσης σιδήρου. Εγκαταλείπεται σταδιακά η Γραμμική Β και από τον 9ο αιώνα εμφανίζεται ένα νέο σύστημα που διατηρείται ως σήμερα, η αλφαβητική γραφή που αποτυπώνει τα σύμφωνα και τα φωνήεντα. Την εποχή αυτή εμφανίζεται η αρχαιότερη μορφή μουσικής, το έπος. Τα επικά τραγούδια ήταν δημιουργήματα συλλογικά, εκφράζοντας τις αντιλήψεις και τα συναισθήματα όλης της κοινωνίας, όπως τα δημοτικά μας τραγούδια, και ήθελαν πάνω από όλα να τέρψουν. Ήταν μακροσκελή και περιέγραφαν σε εξυψωμένο επίπεδο περιπέτειες ηρώων, αλλά και ενέργειες θεών του μακρινού παρελθόντος. Οι Αοιδοί ήταν ποιητές, συνθέτες και τραγουδιστές επικών τραγουδιών. Ταξίδευαν από τον έναν τόπο στον άλλο και προσκαλούνταν ή προσλαμβάνονταν σε ένα παλάτι, όπου τραγουδούσαν επικά τραγούδια με τη συνοδεία της φόρμιγγας. Οι αοιδοί θα έπρεπε να διαθέτουν καλή μνήμη, προκειμένου να απομνημονεύουν τα μακροσκελή έπη, και να έχουν ταυτόχρονα την ικανότητα να τα ανασυνθέτουν και να αυτοσχεδιάζουν. Δεν εμφανίστηκαν πολλές καινοτομίες την εποχή αυτή. Άνθισε η επική ποίηση, δηλαδή ποίηση που αναφέρεται σε γενναίους ανθρώπους και ιστορίες με δράση και ηρωισμό, όπως τα έπη του Ομήρου.
ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (7ος – αρχές 5ου αιώνα π.Χ.)
Στα χρόνια που ακολούθησαν την Ομηρική εποχή, τον 7ο και 8ο π.Χ. αιώνα, αναπτύχθηκε η λυρική ποίηση και μουσική είδος που ασχολήθηκε με καθημερινά κοινωνικά θέματα με μονωδιακές φόρμες και ένα ιδιαίτερο ύφος της μουσικής, με αρκετά βαθύ χαρακτήρα σε αντίθεση με το διαπεραστικό αρχαϊκό ύφος. Στην εποχή των λυρικών ποιητών είχαν αναπτυχθεί και διάφορα είδη οργανωμένων χορών (όρχηση), που εκτελούνταν με ή χωρίς τραγούδι. Μορφές ασμάτων που συναντούμε αυτή την εποχή είναι:
- Ωδή
Έτσι χαρακτηρίζονταν συνήθως τα μικρά μελοποιημένα ποιήματα των λυρικών ποιητών, χωρίς να αποκλείονταν καμιά φορά από την κατηγορία αυτή και μεγαλύτερα έργα, όπως τα επινίκια του Πίνδαρου και που είχαν συνήθως τρία μέρη.
- Παιάνας
Ήταν ύμνοι που αποδίδονταν από χορούς ανδρών ή γυναικών για τον Απόλλωνα και την Άρτεμη σε κρίσιμες περιστάσεις και για τη λύτρωση από συμφορές. Οι παιάνες για τον Απόλλωνα αποδίδονταν από ανδρικό χορό, ενώ οι παιάνες για την Άρτεμη από γυναικείο. Τελικά ο παιάνας εξελίχθηκε σε φόρμα πολλών ειδών (πολεμικός, ευχαριστήριος, επιτραπέζιος), ενώ σταδιακά άρχισε να απευθύνεται και σε άλλους Θεούς.
- Ελεγεία
Ήταν μικρά ποιήματα της λυρικής ποίησης, δίστιχα, που αποτελούνταν από αλληλοδιάδοχους εξάμετρους και πεντάμετρους στίχους με τρυφερό ή μελαγχολικό χαρακτήρα. Η απαγγελία των ελεγείων που γινόταν συνήθως με συνοδεία αυλού, σκόπευε ή στην έκφραση διάφορων συναισθημάτων όπως πολεμικά αισθήματα, λύπη ή τρυφερότητα, στην έκφραση πολιτικών μηνυμάτων ή στη μετάδοση φιλοσοφικών ιδεών, και τέλος στη διατύπωση αποφθεγμάτων.
- Θρήνος
Οι θρήνοι, που ήταν πένθιμα τραγούδια για να τιμηθούν οι νεκροί, πρωτοσυναντιώνται στα Ομηρικά χρόνια. Έτσι π.χ. περιγράφεται ο θρήνος της Βρισηίδας και των δούλων γυναικών για το θάνατο του Πατρόκλου ή η έκφραση παράπονων της Θέτιδας για τον αναμενόμενο θάνατο του Αχιλλέα. Στη εποχή των λυρικών ποιητών πολλά από τα ελεγεία είχαν χαρακτήρα θρήνων που ήταν διάφοροι βέβαια από τα επικήδεια τραγούδια.
- Επινίκιο
Τα επινίκια ήταν θριαμβευτικά τραγούδια προορισμένα να υμνήσουν μια νίκη πολεμική, ποιητική, μουσική.
- Υπόρχημα
Ήταν τραγούδια που λέγονταν με όρχηση και ήταν αφιερωμένα στον Απόλλωνα. Το υπόρχημα αρχικά συνοδευόταν από φόρμιγγα, αργότερα από αυλό και κιθάρα ή λύρα και είχε τρεις φάσεις. Στην πρώτη όλα τα μέλη του χορού τραγουδούσαν και χόρευαν μαζί, στη δεύτερη τα μισά τραγουδούσαν και τα μισά χόρευαν και στην τρίτη τραγουδούσε ο κορυφαίος και χόρευαν όλοι οι άλλοι.
- Παρθένιο
Στην κατηγορία αυτή ανήκαν τραγούδια που τραγουδιόνταν από παρθένες, μερικές φορές σε συνδυασμό με χορό, στη διάρκεια διάφορων γιορτών, ιδιαίτερα του Απόλλωνα και της Άρτεμης.
Επίσης εμφανίζεται ο Διθύραμβος, που ήταν άσμα με συνοδεία χορού ως εξέλιξη της Διονυσιακής λατρείας. Στη λατρεία αυτή οι άνθρωποι στην αρχή χόρευαν άτακτα, όμως αργότερα ο χορός απόκτησε συγκεκριμένα βήματα και οι φωνές έγιναν τραγούδι που εξιστορούσε γεγονότα από τη ζωή του Διόνυσου. Ο Θέσπις εισάγει αργότερα έναν υποκριτή που παριστάνει τον Διόνυσο και απαντάει στα όσα τον ρωτάνε οι άνθρωποι που χορεύουν.
Λυρική Ποίηση
Περίοδος ακμής της μουσικής. Πλήθος από αναπαραστάσεις σε αγγεία, στην αρχή μελανόμορφα και από το 525 π.Χ., ερυθρόμορφα. Την ίδια εποχή, αναπτύσσεται ένα νέο είδος ποίησης και μουσικής, η λυρική ποίηση. Ονομάστηκε έτσι στα αλεξανδρινά χρόνια, γιατί οι ποιητές - συνθέτες τραγουδούσαν τα ποιήματά τους με τη συνοδεία λύρας, είτε μόνης, είτε σε συνδυασμό με τον αυλό. Σε αντίθεση με τα έπη, τα λυρικά ποιήματα είναι μικρά σε έκταση και μέσα από το τραγούδι τους, ο άνθρωπος εκφράζει τα προσωπικά του αισθήματα και σκέψεις (σχετικά με τη λατρεία των θεών, το γάμο, την εργασία, την αγάπη κ.ά.). Η λυρική ποίηση διακρίνεται σε δυο μεγάλες κατηγορίες :
1) Την μονωδία, δηλ. το τραγούδι ενός προσώπου.
2) Την χορική ποίηση˙ ποιήματα που τραγουδιούνται από ομάδες νέων, συνδεδεμένα με χορευτικές κινήσεις, ενώ τα όργανα που συνόδευαν ήταν η λύρα και ο αυλός.
Τον 6ο αιώνα π.Χ., προστίθενται στις Δελφικές γιορτές οι αυλητικοί αγώνες, δηλαδή διαγωνισμοί μουσικής μόνο με αυλό, χωρίς τραγούδι. Σύντομα, προστέθηκαν και οι κιθαριστικοί αγώνες, διαγωνισμοί μόνο με λύρα ή κιθάρα. Η λυρική ποίηση άνθισε ιδιαίτερα στη Λέσβο, με κύριους εκπροσώπους τον Τέρπανδρο, τον Αλκαίο και φυσικά τη Σαπφώ. Την ίδια εποχή στη Σπάρτη, ανθεί η χορική ποίηση και μουσική, ποιήματα δηλαδή που τραγουδιούνται από ομάδες νέων, αγοριών και κοριτσιών. Ο πρώτος χορικός ποιητής που γνωρίζουμε είναι ο Αλκμάν.
Άλλος σημαντικός χορικός ποιητής ήταν ο Σακάδας, ο οποίος ήταν διάσημος αυλητής και συνθέτης. Κέρδισε πολλά βραβεία σε αυλητικούς αγώνες. Με τους « νόμους » του έδωσε συγκεκριμένη μορφή και δομή στα μουσικά έργα. Αυτά τα χρόνια της ακμής της λυρικής ποίησης, η Ελληνική μουσική βρίσκεται στη μεγαλύτερή της ακμή που διατηρήθηκε από τον 7ο έως τον 5ο αιώνα π.Χ.
Διθύραμβος - Δράμα
Ένα ιδιαίτερο είδος χορικού άσματος με τεράστια σημασία για την εξέλιξη, τόσο της μουσικής, όσο και του αρχαίου δράματος, είναι ο διθύραμβος, αυτοσχέδιο τραγούδι με τη συνοδεία αυλού προς τιμήν του Θεού Διόνυσου. Ήταν επίσης ένα από τα επίθετα του θεού Διονύσου και υποδηλούσε τη γέννηση του θεού, που έγινε σε δύο στάδια. Όταν οι κεραυνοί του Διός κατέκαυσαν τη μητέρα του Διονύσου Σεμέλη, ο Ζευς έλαβε τον κυοφορούμενο Διόνυσο από τη μήτρα της νεκρής Σεμέλης και τον τοποθέτησε μέσα στο μηρό του, όπου το έμβρυο συμπλήρωσε τον απαιτούμενο χρόνο κυήσεως.
Έτσι, ο Διόνυσος γεννήθηκε και από τη μητέρα του και από το μηρό του πατέρα του, γεννήθηκε δηλ. από δύο θύρες. Το δράμα, κορυφαία καλλιτεχνική έκφραση του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος, συνδύαζε λόγο, κίνηση και μουσική. Διακρίνεται σε τρία είδη :
Την τραγωδία.
Το σατυρικό δράμα.
Την κωμωδία.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Αρίων, γύρω στο 600 π.Χ., ήταν ο πρώτος που συνέβαλε στο να αποκτήσει ο διθύραμβος τεχνική μορφή. Στα μέσα του ίδιου αιώνα, ο Θέσπις, ο δημιουργός του δράματος, εισήγαγε τον υποκριτή που διαλέγεται με το χορό του διθυράμβου. Τον Θέσπι ακολούθησαν πολλοί άλλοι ποιητές - μουσικοί, που έδωσαν στο δράμα την αλματώδη εξέλιξή του (κορυφαίοι εκφραστές του, οι τρεις τραγικοί : Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, όπως επίσης και ο κύριος εκπρόσωπος της Αττικής κωμωδίας, ο Αριστοφάνης).
Το δράμα (τραγωδία και κωμωδία) δεν είναι μια απλή απεικόνιση της καθημερινής ζωής, γεγονότων, μύθων ή θρύλων. Στοχεύει στην κάθαρση των θεατών με τη συναισθηματική τους συμμετοχή στα παθήματα των ηρώων, διευρύνοντας τις εμπειρίες τους με βιώματα, που ίσως δεν θα γνωρίσουν ποτέ στο περιβάλλον που ζουν.
Μουσική και Παιδεία
Στα χρόνια της ακμής της λυρικής ποίησης, η Ελληνική μουσική είχε φτάσει σε πλήρη ακμή. Επικρατεί λοιπόν η αντίληψη για το σπουδαιότατο ρόλο της μουσικής στη μόρφωση και την καλλιέργεια των νέων. Δεν είναι τυχαίο, πως ο καλλιεργημένος άνθρωπος αποκαλείται την εποχή αυτή μουσικός ανήρ. Η μουσική παιδεία περιλάμβανε :
1) Την εκμάθηση μουσικού οργάνου (αυλού, λύρας κ.ά.), που γίνονταν με τρόπο εμπειρικό κοντά σε κάποιο δάσκαλο, χωρίς να χρησιμοποιείται καθόλου η γραφή. Η μάθηση γινόταν με το αυτί και με τη μνήμη. Άλλωστε, οι Μούσες ήταν οι κόρες της Μνημοσύνης.
2) Το τραγούδι.
3) Τον χορό.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (480 - 323 π.Χ.)
τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. συντελείται μια επανάσταση στη μουσική. Αρχίζει να εγκαταλείπεται η αυστηρότητα των αρχαίων νόμων και εισάγονται δεξιοτεχνικά στοιχεία. Είναι η εποχή της μεγάλης πτώσης στη μουσική στην Ελλάδα, η οποία και θα συνεχιστεί ως το τέλος της Ελληνιστικής περιόδου, ενώ οι εικαστικές τέχνες βρίσκονταν σε μεγάλη ακμή. Αίτια αυτής της παρακμής (όπως μαρτυρεί ο Πλάτων και άλλοι συγγραφείς) ήταν:
1) Η κοινωνική και ηθική οπισθοδρόμηση, η οποία γίνεται αισθητή στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.
Τώρα, η μουσική μετατρέπεται σε δραστηριότητα λίγων διάσημων δεξιοτεχνών, ενώ ταυτόχρονα, οι ποιητές, θέλοντας να κολακέψουν το γούστο του κοινού τους, έβαζαν στα διαλείμματα των δραμάτων τους, χορούς και τραγούδια, άσχετα με το έργο, αδιαφορώντας για το ηθικό και δραματικό περιεχόμενο. Παραδείγματα του νέου ύφους στη μουσική : υπερβολικές τονές στα μακρά, επαναλήψεις συλλαβών, προβολή της χασμωδίας, υπερβολική χρήση κομπισμών και μελισμών. Αυτά τα χαρακτηριστικά ο Αριστοφάνης τα αποκαλούσε γλωσσοκτόνα.
2) Οι μουσικοί νεωτερισμοί.
Κάθε νεωτερισμός και καινοτομία προκαλεί την ανατροπή της παλαιάς τάξης και βρίσκει βέβαια τη σφοδρή αντίδραση των συντηρητικών της εποχής. Οι παλαιοί νόμοι ήταν συνάμα και θεϊκοί (λόγω της θεϊκής προέλευσης της μουσικής) και αντανακλούσαν την αρμονία του σύμπαντος. Έτσι, κάθε μουσική καινοτομία αποτελούσε έμμεση προσβολή του θείου και της ηθικής τάξης. Κορυφαίος εκπρόσωπος του νέου ύφους αναδεικνύεται ο Ευριπίδης. Κύριος επικριτής του ύφους αυτού υπήρξε ο Αριστοφάνης, που δεν δίσταζε να κάνει ειρωνικούς υπαινιγμούς από σκηνής στηλιτεύοντας το νέο ύφος της μουσικής σε πολλά έργα του :
Στην Ειρήνη, χαρακτηρίζει τη μουσική του Σοφοκλή «μέλη» σε αντίθεση προς τα «επύλλια» (τραγουδάκια) του Ευριπίδη. Στους Βατράχους, κάνει τη σύγκριση μεταξύ του παλαιού και του νέου ύφους, αντιπαραβάλλοντας τον Αισχύλο με τον Ευριπίδη. Στην υπόθεση του έργου, παρουσιάζεται ο θεός Διόνυσος να πηγαίνει στον Άδη για να ζητήσει να επανέλθει στη ζωή ο Ευριπίδης. Ακόμη δηλ. και ο θεός του θεάτρου έχει διαφθαρεί κατά τον Αριστοφάνη, από το νέο ύφος. Στο τέλος όμως, ο δραματικός αγώνας που γίνεται στον Κάτω Κόσμο μεταξύ του Αισχύλου και του Ευριπίδη, νικητής αναδεικνύεται ο Αισχύλος, δηλαδή νικά το παλαιό ύφος και ήθος.
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (323 π.Χ. - 30 π.Χ.) & ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (30 π.Χ. - 324 μ.Χ.)
Η περίοδος αυτή ξεκινά με το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου και τελειώνει με την μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή από το Μ. Κωνσταντίνο και την ίδρυση της νέας Ρώμης ή αλλιώς Κωνσταντινούπολης. Η μουσική της Ρώμης διαμορφώθηκε από τη συγχώνευση πολιτιστικών στοιχείων από τους Ετρούσκους, τους Έλληνες και άλλους αρχαίους πολιτισμούς της Ανατολής. Παρά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, η νικημένη Ελλάδα νίκησε με την τέχνη και τον πολιτισμό της τον κατακτητή της. Ο θαυμασμός των Ρωμαίων για την Ελληνική τέχνη, τους έκαναν να τη μιμηθούν, τόσο στις πλαστικές τέχνες, στην ποίηση, όσο φυσικά και στη μουσική.
Αυτό που χαρακτηρίζει τους Ρωμαίους είναι η τάση για επίδειξη και φανταχτερά θεάματα. Ο χαρακτήρας της Ρωμαϊκής μουσικής ήταν εξωστρεφής και πομπώδης, με μόνη επιδίωξη τη διασκέδαση. Έτσι, πλήθος ξένων μουσικών (εκτελεστών κατά κύριο λόγο και όχι συνθετών) συνέρρεαν στη Ρώμη. Τιμώνταν ιδιαιτέρως οι δεξιοτέχνες, στους οποίους προσφέρονταν πολλά χρήματα ή στήνονταν προς τιμήν τους αγάλματα. Έτσι, ενώ γνωρίζουμε ονόματα δεκάδων επευφημούμενων από το κοινό ποιητών, τραγουδιστών, ηθοποιών και αυλητών, οι μόνοι συνθέτες που μπορούμε να κατονομάσουμε είναι:
ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ
O Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Πυθαγόρας και αρκετοί μεταγενέστεροι φιλόσοφοι θεωρούσαν ότι η μουσική συμβάλλει στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου. Για το λόγο αυτόν, η μουσική παιδεία έπρεπε να αποτελεί απαραίτητο στοιχείο στην εκπαίδευση των παιδιών αλλά και αναπόστατο μέρος στη ζωή των ανθρώπων. Ο Στην αρχαιοελληνική πραγματικότητα, οι έννοιες Παιδεία και Μουσική ήταν σχεδόν ταυτόσημες ή αλλιώς η Μουσική ήταν το όχημα της Παιδείας καθώς κάθε πνευματική και ψυχική καλλιέργεια θεωρούνταν ότι είχε θεϊκή προέλευση και ονομαζόταν Μουσική. Ο Πλάτωνας αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Τις ουν η παιδεία; η χαλεπόν ευρείν βελτίω της από του πολλού χρόνου ηυρημένης; έστιν δε που η μεν επί σώματι γυμναστική, η δ' επί ψυχή μουσική». Ο Πλάτων συνδέει άμεσα το νόμο της Πολιτείας με το νόμο της μουσικής. Η ολοκλήρωση και των δύο νόμων απαγορεύει τη μεταξύ τους μίξη. Η αλλαγή των νόμων της μουσικής έχει σαν αποτέλεσμα την αλλαγή των νόμων της Πολιτείας. Το τελευταίο φυσικά θα ήταν καταστροφικό. Στο σημείο αυτό ο Πλάτων εκφράζει την άποψη του Δάμωνα, την οποία από τα συμφραζόμενα φαίνεται να συμμερίζεται. Η μουσική πρέπει να μένει πιστή στην παράδοση, γιατί οποιαδήποτε πρόοδός της αλλά και οποιαδήποτε αλλαγή της τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος της καταστροφής στην πόλη.
ΜΟΥΣΙΚΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
H λέξη μουσικοθεραπεία είναι σύνθετη και αποτελείται από την λέξη μουσική, η οποία περιλαμβάνει όλα τα ηχητικά ερεθίσματα τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν δημιουργικά και από την λέξη θεραπεία. Στην αρχαία Ελλάδα η θεραπευτική δύναμη της μουσικής, αναφέρεται από τον Όμηρο, τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Αθήναιο όπως και από αρκετούς άλλους συγγραφείς. Γενικότερα, η προσφορά των αρχαίων Ελλήνων στο χώρο της μουσικοθεραπείας θεωρείται μοναδική και αναγνωρίζονται ως οι πραγματικοί πρόδρομοι της σύγχρονης μουσικοθεραπείας.
Γιατί μόνο αυτοί, από όλους τους αρχαίους λαούς, τη μελέτησαν και τη χρησιμοποίησαν εκτεταμένα για τη θεραπεία ψυχικών και σωματικών παθήσεων, βασισμένοι αποκλειστικά και μόνο στην κλινική παρατήρηση και σε ορθολογιστικούς συλλογισμούς, απελευθερωμένοι από κάθε είδους δοξασίες, μαγικές ή θρησκευτικές. H αρχαία Ελληνική Μουσική έφτασε σε πλήρη ακμή, που διατηρήθηκε για 200 - 250 χρόνια, τον 7ο έως τον 5ο π.X. αιώνα. Στο διάστημα αυτό αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε η θεραπευτική ιδιότητα της μουσικής. Έτσι υπάρχει μια πλειάδα αρχαίων Ελλήνων μουσικών, οι οποίοι μελετώντας την επιστήμη τους προήγαγαν ακόμη περισσότερο τη θεραπευτική μουσική.
Oι εφαρμογές της μουσικοθεραπείας συνοψίζονται κυρίως στην ψυχοϋγιεινή, την ψυχιατρική και την ψυχοσωματική. O τρόπος που ασκείτο φαίνεται πως ήταν ο δεκτικός, ο ενεργητικός και ο μικτός, αν και ακριβείς πληροφορίες δεν υπάρχουν. Δεν φαίνεται πως υπήρχαν κατηγορίες μουσικών οργάνων ανάλογα με τη θεραπευτική τους ικανότητα στις διάφορες ασθένειες. Είναι πολύ πιθανό τη θεραπευτική ιδιότητα της μουσικής να τη χρησιμοποιούσαν για την αντιμετώπιση των διαφόρων παθήσεων και στην παιδική ηλικία.
Μουσική και Ψυχοσωματική Αγωγή στην Αρχαία Ελλάδα
Ερευνώντας τις αρχαιοελληνικές αντιλήψεις για τη μουσική και τον χορό, όπως αποκρυσταλλώθηκαν στη φιλοσοφική σκέψη του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ., διαπιστώνει κανείς ότι τις περισσότερες φορές οι ρίζες των θεμελιωδών αυτών μορφών ανθρώπινης έκφρασης και επικοινωνίας ανάγονται στους δύο σημαντικότερους, από άποψη μουσικής τελετουργίας, θεούς του αρχαιοελληνικού πανθέου, τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οι Θεοί, οικτίροντας το ανθρώπινο γένος για τους πόνους του, του πρόσφεραν ως ανάπαυλα τις εορτές και του έδωσαν ως συνεορταστές (και συγχορευτές) τις Μούσες, τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό ανανεώνουν τη φθίνουσα με τον χρόνο παιδεία των ανθρώπων.
Στις μυθολογικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις αλλά και στις τελετουργίες που συνδέονται με τους δύο αυτούς Θεούς θα αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες κατανοούσαν τη δύναμιν, όπως την ονόμαζαν, της μουσικής. Τουλάχιστον ως τον 4ο αιώνα π.Χ., η μουσική δήλωνε την τέχνη των Μουσών και αποτελούσε ένα αδιάσπαστο σύνολο λόγου (έμμετρου στην προκειμένη περίπτωση), ήχου (δηλαδή μουσικής με την έννοια που έχουμε εμείς σήμερα) και κίνησης, δηλαδή χορού, ή για την ακρίβεια όρχησης.
Η όρχηση μπορούσε να δηλώνει οποιασδήποτε μορφής ρυθμικά επαναλαμβανόμενη κίνηση - των ποδιών, των χεριών, του κεφαλιού, των ματιών ή και ολόκληρου του σώματος. Βασικό στοιχείο της μουσικής τέχνης, όπως και κάθε μορφής τέχνης, ήταν σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές αντιλήψεις η μίμηση. Στα αρχαία κείμενα, και ειδικά στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη όπου προσεγγίζεται θεωρητικά το θέμα της ψυχοσωματικής επίδρασης της μουσικής, αναφέρεται συχνά «ή της μουσικής δύναμις». Κατά τον Δάμωνα, μεγάλο θεωρητικό της μουσικής και δάσκαλο του Σωκράτη και του Περικλή, η δύναμη αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η μουσική αντιπροσωπεύει κινήσεις της ψυχής.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΩΣ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ
Μουσική και Ήθος
Η ταξινομική δύναμη της μουσικής, που την καθιστά το καταλληλότερο μέσο διαπαιδαγώγησης των νέων μιας πόλης, συνδέεται με την Πλατωνική αντίληψη ότι τα ουράνια σώματα περιελίσσονται γύρω από ένα κοινό κέντρο, εκτελώντας έναν κοσμικό χορό. Η θεωρία για τη σχέση της μουσικής και των διαστημάτων της με την κίνηση και την απόσταση των ουρανίων σωμάτων αναπτύσσεται κυρίως από τους Πυθαγόρειους. Εκφραστής της κοσμολογικής και ταξινομικής δύναμης της μουσικής είναι ο Απόλλων που προεδρεύει στην αρμονία των σφαιρών και οδηγεί τον χορό των Μουσών όπως ο ήλιος τον χορό των πλανητών.
Υπάρχει μια μαγική διάσταση στη μουσική, μια σχέση μεταξύ άυλου και υλικού που διαφαίνεται, μεταξύ άλλων, και στους μύθους που σχετίζονται με κτίση πόλεων ή τειχών. Ο μυθικός κιθαρωδός Αμφίωνας έχτισε την επτάπυλη Θήβα με τη δύναμη της μουσικής. Στα Μέγαρα ο Απόλλωνας Βοήθησε τον Αλκάθου στο κτίσιμο της πόλης και μάλιστα, κατά τον Παυσανία, οι ντόπιοι έδειχναν την ηχούσα σαν κιθάρα πέτρα, πάνω στην οποία ο θεός είχε αφήσει την κιθάρα του όταν Βοήθησε στο χτίσιμο των τειχών. Με ανάλογο τρόπο κτίστηκε και το Βυζάντιο, όπου ο Βύζας κατασκεύασε το τείχος της πόλης με τη Βοήθεια του πατέρα του Ποσειδώνα και του Απόλλωνα.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΩΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ
Μουσική και Πάθος
Αν ο Απόλλωνας και οι Μούσες, σύμφωνα με τις Πλατωνικές αντιλήψεις, παρέχουν στους θνητούς δια της μουσικής τα αγαθά της παιδείας, στον Διόνυσο οφείλονται σε μεγάλο Βαθμό τα αγαθά της μανίας, της δύναμης εκείνης που σπάει τα δεσμά και μέσα από τις κατάλληλες διαδικασίες μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν κάθαρση, με την ψυχολογική έννοια της λέξης, και στην οποία η μουσική και ο χορός είχαν επίσης πρωταρχική σημασία.
«Τα πιο μεγάλα αγαθά μας έρχονται δια της μανίας», αναφέρει ο Σωκράτης στον πλατωνικό Φαιδρό, και αμέσως βέβαια σπεύδει να διευκρινίσει, «θεία μέντοι δόσει διδομένης», δηλαδή όταν μας δίνεται ως Θεία δωρεά. Κατά τον Πλάτωνα υπάρχουν δύο είδη μανίας: το ένα οφείλεται σε ανθρώπινα νοσήματα, το άλλο σε Θεϊκούς παράγοντες «που μας βγάζουν από τα συνήθη πλαίσια». Αυτή τη δεύτερη κατηγορία, τη διαχωρίζει σε τέσσερα είδη μανίας:
Την μαντική που οφείλεται στον Απόλλωνα
Την ποιητική που οφείλεται στις Μούσες
Την ερωτική που οφείλεται στον Έρωτα και την Αφροδίτη κατοχής
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι τα υποκείμενα της μανίας (ποιητής - μάντης -ερωτευμένος - κατεχόμενος), βρίσκονται εκτός εαυτού, είναι έκφρονες και ταυτόχρονα ένθεοι, δηλαδή κατεχόμενοι από τον Θεό. Κατά τον Πλάτωνα, η τελεστική μανία, που θα μας απασχολήσει εδώ, παρότι έχει θεϊκή προέλευση, παραμένει νόσος και οι τελετές που τη συνοδεύουν, στις οποίες η μουσική και ο χορός παίζουν πρωταρχικό ρόλο, ουσιαστικά στοχεύουν στη θεραπεία της.
Η Έννοια της Κάθαρσης
Οι Πυθαγόρειοι μοιράζονταν με τους Ορφικούς την άποψη ότι η ζωή είναι βάσανο και τιμωρία για παλιά αμαρτήματα. Μόνο μια ζωή αγνότητας, στέρησης και διαρκούς άσκησης μπορεί να σώσει την ψυχή από το μίασμα της σάρκας και να της εξασφαλίσει καλύτερη τύχη μετά θάνατον. Η μουσική είναι μια τεχνική που, σε συνδυασμό με ορισμένους πολύ αυστηρούς κανόνες διαβίωσης, βοηθά στην κάθαρση της ψυχής. Η κάθαρση βέβαια στην προκειμένη περίπτωση δεν συνδέεται όπως παλαιότερα με συλλογικές λατρευτικές πρακτικές, αλλά επιτυγχάνεται μέσω μιας κατ' ουσίαν προσωπικής διαδικασίας.
Δύο από τα κυριότερα εξαγνιστικά άσματα, που χρησιμοποιούσαν Ορφικοί και Πυθαγόρειοι ως θεραπευτικό και καθαρτήριο μέσο, ήταν οι επωδές και οι παιάνες. Οι επωδές είναι τα μαγικά τραγούδια, τα ξόρκια, που ανιχνεύονται σε παγκόσμια κλίμακα ακόμη και σε πολύ πρώιμες μορφές πολιτισμού. Χρήση επωδών μαρτυρείται για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία στην Οδύσσεια, όταν οι γιοί του Αυτόλυκου θεραπεύουν μια πληγή του Οδυσσέα με επίδεση και με επωδή. Οι επωδές έχουν ποικίλες χρήσεις: εκτός από ιατρική θεραπεία, γιατρεύουν ερωτικές απογοητεύσεις, κατευνάζουν τα στοιχεία της φύσης, όπως τους ανέμους και τις θαλασσοταραχές, και γενικά διώχνουν κάθε δαιμονικό στοιχείο.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
H Μουσική στην Αρχαία Ελλάδα ήταν αρχικά ως επί το πλείστον φωνητική. Γύρω στον 6ο αιώνα π.Χ. κάνει την εμφάνισή της η οργανική μουσική. Ο «Πυθικός Νόμος» επιβεβαιώνει την στροφή αυτή που οδήγησε σταθερά στην επικράτηση κατά τη διάρκεια των Κλασσικών χρόνων της σολιστικής ερμηνείας, τόσο στις εκδηλώσεις της ιδιωτικής όσο και της δημόσιας ζωής. Συγκεκριμένα ο Πυθικός Νόμος είναι το έργο με το οποίο ο Σακάδας, ο σπουδαιότερος αυλητής - συνθέτης της εποχής του. Όταν η αυλητική περιλήφθηκε για πρώτη φορά, το 586 π.Χ., στο πρόγραμμα των Πυθίων, ο Σακάδας διαγωνίστηκε και κέρδισε το πρώτο βραβείο με τον Πυθικό του νόμο.
Ο Πυθικός νόμος υπήρξε το πρώτο γνωστό είδος προγραμματικής μουσικής και σκοπό είχε την περιγραφή του αγώνα του Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Αποτελούνταν από πέντε μέρη, τα οποία, κατά τον Πολυδεύκη, ήταν τα ακόλουθα:
Πείρα (εισαγωγή), κατά την οποία ο Θεός εξετάζει αν το έδαφος είναι κατάλληλο για τον αγώνα, «διορά τον τόπον ει άξιος εστίν του αγώνος».
Κατακελευσμός (πρόκληση), ο Θεός προκαλεί το δράκοντα «προκαλείται τον δράκοντα». σαλπισμάτων και του τριξίματος των δοντιών του δράκοντα» (οδοντισμός).
Σπονδείον, στο οποίο ανακοινώνεται η νίκη του Θεού «δηλοΐ την νίκην του Θεού».
Καταχόρευσις (νικηφόρος χορός), ο Θεός γιορτάζει τη νίκη του με χορό «ο Θεός τα επινίκια χορεύει».
Τον αυλητικό Πυθικό νόμο απομιμήθηκαν κιθαριστές, που εισήγαγαν έναν κιθαριστικό νόμο πάνω στις ίδιες γραμμές. Ο Στράβων μιλεί για έναν τέτοιο καθαριστήριο Πυθικό νόμο, διαιρεμένο στα ακόλουθα πέντε μέρη:
Ανάκρουσις ή άγκρουσις, δηλαδή εισαγωγή, προοίμιο.
Άμπειρα - έναρξη, δηλαδή του αγώνα.
Κατακελευσμός, δηλαδή περιγραφή του αγώνα.
Ίαμβοι και δάκτυλοι, δηλαδή θριαμβευτικός ύμνος για τη νίκη του Θεού.
Σύριγγες, δηλαδή περιγραφή των συριγμάτων του δράκοντα που ξεψυχάει.
Η δυνατότητα επίδρασης της μουσικής θεμελιώνεται, όπως προαναφέρθηκε, στο γεγονός ότι αυτή αποτελεί ένα είδος κίνησης και ότι έχει τη δυνατότητα να αντιγράψει ή να απομιμηθεί κινήσεις της ψυχής. Στο άκουσμα αυτών των απομιμήσεων δημιουργούνται πάλι στις ψυχές οι αντίστοιχες ανάλογες κινήσεις - συναισθηματικές καταστάσεις - πάθη - κινήσεις, οι οποίες δύνανται να επιδρούν καθησυχαστικά ή παροτρυντικά. Η μουσική αρχικά βοηθά στην κάθαρση της ψυχής από την ενέργεια που έχει συσσωρευτεί. Όλα αυτά στηρίζονται στην χρήση (ορισμένων μουσικών στοιχείων ή του συνδυασμού τους εις μελοποιίαν. Έτσι εδώ προκύπτουν τρία διαφορετικά είδη «ήθους» :
α) «Διασταλτικόν ήθος», αυτό που οδηγεί στο ανδρικό φρόνημα, μεγαλοπρεπές.
β) «Συσταλτικόν», αυτό που οδηγεί σε χαμηλά φρόνημα (θρήνοι, ερωτικά τραγούδια, μοιρολόγια).
γ) «Ησυχαστικόν», αυτό πού καθησυχάζει, γαληνεύει. Σημαντικά για τη δημιουργίαν του ήθους είναι ο ρυθμός. Ο φυσικός χαρακτήρας του οργάνου, η σειρά και το ύψος των τόνων («τρόποι»):
Ρυθμός. Όσον πιο αργός είναι, τόσον περισσότερο ηρεμεί και καθησυχάζει, γαληνεύει. Όσο πιο γρήγορος, τόσον περισσότερον κινεί και ερεθίζει.
Φυσικός χαρακτήρ οργάνων. Κάθε όργανο είναι κατασκευασμένο από ορισμένα φυσικά υλικά (ξύλο, δέρμα ζώων, κάλαμον, μέταλλον, έντερα κ.λπ.). Η συναρμολόγηση των φυσικών υλικών δημιουργεί ένα χαρακτήρα του κάθε οργάνου. Για παράδειγμα, ο ήχος ενός εγχόρδου επιδρά διαφορετικά στην ψυχήν απ᾽ ό,τι ο αυλός. Ο Πλάτων, μάλιστα, αποκλείει τον αυλό από την «Πολιτείαν» του, διότι θεωρεί τον ήχον του ερεθιστικόν, κατάλληλον μόνον σε οργιαστικάς λατρείας και δημοσίας παραστάσεις. Δέχεται τη λύρα, την κιθάρα και τη σύριγγα ως ευγενή όργανα και απορρίπτει όλα τα «πολυτονικά» ως μη λιτά. Οι σάλπιγγες θεωρούνται ως κατάλληλες σε αγώνες ή πολέμους. Τα κρουστά για οργιώδη μανία (εορτές Διονύσου κ.λπ.).
Σειρά και ύψος τόνων.
1. Τρόποι (Αρμονίες):
α) «Δώριος» (ΜΙ - ΦΑ - ΣΟΛ - ΛΑ - ΣΙ - ΝΤΟ - ΡΕ - ΜΙ): Αυτός είναι μεγαλοπρεπής, ανδροπρεπής, κατά τον Πλάτωνα και είναι κατάλληλος για γενναίους άνδρες. Είναι ταιριαστός στους θρήνους και τραγωδίες, για μαθήματα στους νέους και σπανίως συνδυάζεται σε ερωτικά τραγούδια.
β) «Φρύγιος» (ΡΕ - ΜΙ - ΦΑ - ΣΟΛ - ΛΑ - ΣΙ - ΝΤΟ - ΡΕ): Είναι οργιαστικός και ταιριάζει στη λατρεία του Διονύσου και στη χρήση των διθυράμβων.
γ) «Λυδικός» (ΝΤΟ - ΡΕ - ΜΙ - ΦΑ - ΣΟΛ - ΛΑ - ΣΙ - ΝΤΟ): Ταιριάζει στα πένθη και τους θρήνους αλλά έχει και μορφωτικό χαρακτήρα.
δ) «Μιξολυδικός» (ΣΙ - ΝΤΟ - ΡΕ - ΜΙ - ΦΑ - ΣΟΛ - ΛΑ - ΣΙ): Είναι θρηνώδης και παθητικός.
ε) «Αιολικός, υποδώριος» (ΛΑ - ΣΙ - ΝΤΟ - ΡΕ - ΜΙ - Φ Α - ΣΟΛ - ΛΑ): Είναι αλαζονικός, ανώτερος, κατάλληλος για άνετη ζωή και υπερήφανος.
στ) «Ιωνικός, υποφρυγικός» (ΣΟΛ - ΛΑ - ΣΙ - ΝΤΟ - ΡΕ - ΜΙ - Φ Α - ΣΟΛ): Είναι χαλαρός και μαλθακός, κατάλληλος για τα συμπόσια και ταιριάζει στην τραγωδία.
ζ) «Υπολυδικός» (ΦΑ - ΣΟΛ - ΛΑ - ΣΙ - ΝΤΟ - ΡΕ - ΜΙ - ΦΑ): Είναι φιλήδονος, εριστικός, μεθυστικός, κατάλληλος για τα βακχικα όργια.
2. Γένη (Διατονικόν, Χρωματικόν, Εναρμόνιον)
α) «Διατονικόν»: θεωρούνταν φυσικό και κατάλληλο για τους αρχαρίους: (ΛΑ ΣΟΛ ΦΑ# ΜΙ ή ΛΑ ΣΟΛ# ΦΑ# ΜΙ ή ΛΑ ΣΟΛ Φ Α ΜΙ).
β) «Χρωματικόν»: Χρησιμοποιούνταν συχνά από μουσικούς, κατάλληλο για το παίξιμο και τη διδασκαλία της κιθάρας: (ΛΑ - ΦΑ# - ΦΑ - ΜΙ).
γ) «Εναρμόνιον»: Ήταν πολύ δύσκολο στην πράξιν, ταίριαζε σε επαγγελματίες μουσικούς, και περιείχε τέταρτα τόνου. (ΛΑ - ΦΑ - ΦΑ/ΜΙ - ΜΙ) Κατά τον Αριστόξενο ο χωρισμός του τετραχόρδου γίνεται στις εξής υποδιαιρέσεις:
Εναρμόνιον - τόνοι: 2, ¼’ ¼
Χρώμα μαλακόν - τόνοι: 1 5 /6, 1/3’ 1/3
Χρώμα ημιόλιον - τόνοι: 1 3 /4, 3 /8, 3 /8
Χρώμα τονιαίον - τόνοι: l ½’ ½
Διάτονον μαλακόν - τόνοι: 1 ½’ ½’ ½
Διάτονον σύντον- τόνοι: 1, 1, ½∙1
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΙΔEΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Στην Αρχαία Ελλάδα η μουσική μεσουράνησε νωρίτερα από τις άλλες καλές τέχνες, στην αποκαλούμενη Αρχαϊκή εποχή τον 6ο π.Χ αιώνα. Τότε η μουσική έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο στην εκπαίδευση των νέων. Η μουσική παιδεία εξακολούθησε μέχρι και τη Ρωμαϊκή εποχή να θεωρείται ότι παρέχει μοναδικά εφόδια απαραίτητα για τη ζωή του ανθρώπου, μολονότι ακολούθησαν εποχές παρακμής της. Ο Πρωταγόρας, στον ομώνυμο Πλατωνικό διάλογο, διατυπώνει με σαφήνεια την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για την παιδαγωγική σπουδαιότητα και σημασία της διδασκαλίας της μουσικής.
Συγκεκριμένα κατά τον Πρωταγόρα «Οι μουσικοδιδάσκαλοι αναγκάζουν τις ψυχές των παιδιών να εξοικειώνονται με τους ρυθμούς και τις αρμονίες της μουσικής έτσι ώστε να γίνουν ήρεμοι άνθρωποι, και αφού ενστερνιστούν τον καλό ρυθμό να γίνουν και χρήσιμοι λόγω και πράξει, διότι ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου έχει ανάγκη από τον καλό ρυθμό και την αρμονία
Η μουσική για τους αρχαίους Έλληνες εθεωρείτο ως το ουσιαστικότερο μέρος της καλλιέργειας και της μόρφωσης τους. Ο πραγματικά μορφωμένος άνθρωπος ήταν «ο μουσικός ανήρ». Ο Θεμιστοκλής παραδεχόταν ότι η μόρφωση του ήταν ελλιπής, διότι δεν είχε μάθει καλά μουσική, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος.
ΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Φυσικά έκτος των άνω τρόπων οι αρχαίοι είχαν ακόμη προχωρήσει και χρησιμοποιούσαν και άλλους συνδυασμούς και μίξεις των τρόπων. Τα μουσικά όργανα της Αρχαίας Ελλάδας φαίνεται πως έλκουν την καταγωγή τους από τις φυλές και τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν πριν ή και συγχρόνως με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό (Σουμέριοι, Ασσύριοι, Πέρσες, Αιγύπτιοι Φοίνικες κ.ά.). Ανάμεσα στους κατοίκους των παραλιακών περιοχών της Μεσογείου, η επικοινωνία ήταν συχνή και εύκολη. Ένα νέο μουσικό όργανο αντιπροσώπευε μια ελκυστικά αξιοπερίεργη πραμάτεια, που με χαρά τη μετέφεραν και την πουλούσαν οι διάφοροι πραματευτάδες.
Έτσι, λοιπόν, συμβαίνει η μουσική -και ιδίως τα μουσικά όργανα- να συναντώνται σε διάφορες παραλλαγές στους γειτονικούς λαούς. Συνηθιζόταν, άλλωστε, στις κατακτήσεις οι μουσικοί των ξένων να προστατεύονται, όπως και η μουσική η οποία θεωρείτο πολύτιμο αγαθό. Τα κυριότερα μουσικά όργανα των αρχαίων Ελλήνων χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
Τα έγχορδα ή νυκτά
Τα πνευστά
Τα κρουστά
Τα όργανα αυτά συνδέθηκαν με εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής αλλά κυρίως με θρησκευτικές τελετές. Φυσικά πολλά από τα όργανα αυτά είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη μουσικοθεραπεία. Συγκεκριμένα:
Έγχορδα ή Νυκτά
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα όργανα που έχουν χορδές, οι οποίες πάλλονταν είτε με τα δάκτυλα είτε με κάποιο πλήκτρο.
α) Η λύρα ήταν εύρημα και κατασκευή του Ερμή ο οποίος, κατά τη μυθολογία, αφού έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα, του έδωσε τη λύρα για να τον εξευμενίσει και ο Απόλλωνας έκτοτε δεν την αποχωρίστηκε. Η λύρα ή χέλυς ήταν το κατ’ εξοχήν εθνικό μουσικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας και ήταν ένα ευρύτερα γνωστό έγχορδο όργανο. Ήταν στενά συνδεδεμένο με τη λατρεία του Απόλλωνα, καθώς θεωρείτο επίσης το αγαπημένο του μουσικό όργανο. Σύμφωνα με τον Όμηρο την κατασκεύασε ο Θεός Ερμής παίρνοντας ένα όστρακο χελώνας ως βάση. Σ’ αυτό επάνω στερέωσε δύο κέρατα βοδιού, τα οποία έδεσε από την άλλη πλευρά με ένα ξύλινο ζυγό και πάνω σ’ αυτόν έβαλε τέσσερις χορδές.
Παρά τη μυθολογικά απλοϊκή κατασκευή της, η λύρα ήταν ένα όργανο άριστα μελετημένο. Οι κατασκευαστές αυτού του οργάνου είχαν ήδη ανακαλύψει ένα ορισμένο αριθμό από τεχνικές λεπτομέρειες, που έδιναν λύσεις στα βασικά προβλήματα της οργανοποιίας, όπως το πρόβλημα του ηχείου, το υλικό των χορδών και τον τρόπο στερεώματός τους στον κορμό του οργάνου. Η λύρα αποτελείται από ένα ηχείο που έχει μορφή όστρεου χελώνας, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένο δέρμα βοδιού το οποίο παλλόταν και λειτουργούσε ως αντηχείο. Σε κάθε πλευρά στερεώνονται δύο ελαφροί καμπύλοι βραχίονες που ονομάζονται πήχεις και ενώνονται στο πάνω μέρος τους με ένα κυλινδρικό τόξο, τον ζυγό.
Οι χορδές ήταν φτιαγμένες από έντερα, είχαν όλες το ίδιο μήκος αλλά διαφορετικό πάχος και έτσι η κάθε μια έδινε άλλον ήχο. Οι χορδές παίζονταν με το δεξί χέρι, άλλοτε με τα δάκτυλα και άλλοτε με πλήκτρο. Το αριστερό χέρι το χρησιμοποιούσαν για να σταματούν τη δόνηση των χορδών. Η λύρα χρησιμοποιείτο κυρίως από ερασιτέχνες και ήταν το κύριο όργανο για τη μουσική εκπαίδευση των νέων. Γενικά δεν ήταν ιδιαίτερα ηχηρό όργανο και γι’ αυτό την χρησιμοποιούσαν σε κοινωνικές εκδηλώσεις που γίνονταν σε κλειστούς χώρους. Ο μουσικός κρατούσε τη λύρα συνήθως λοξά, ελαφρά γερμένη προς τα εμπρός και τη συγκρατούσε με ένα δερμάτινο ιμάντα, τον τελαμώνα.
β) Η φόρμιγξ αναφέρεται στον Όμηρο και είναι το απλούστερο σε μορφή από αυτήν την ομάδα οργάνων. Στις παραστάσεις γεωμετρικών αγγείων της ομηρικής εποχής, ο αοιδός συνοδεύει τα έπη με τη φόρμιγγα (πρόδρομο της καθαρά ελληνικής κιθάρας) και ανοίγει το χορό. Έχει τα χαρακτηριστικά της αρχαίας κιθάρας, δηλαδή σχετικά μεγάλο ηχείο με χοντρούς βραχίονες (πήχεις) οι οποίοι είναι είτε προσαρμοσμένοι στο ηχείο είτε σχηματίζουν μ' αυτό ένα ενιαίο σώμα. Έχει συνήθως 4, αλλά επίσης 2, 3, 5 ή και 6 χορδές.
Η φόρμιγξ ήταν το αρχαιότερο Ελληνικό μουσικό όργανο. Ανήκε στην οικογένεια των λυρών, είχε ημικυκλικό ηχείο, δύο εγκάρσιους βραχίονες για το ζυγό με τις τέσσερις, πέντε και αργότερα επτά χορδές. Αναφέρεται ως το κατεξοχήν συνοδευτικό όργανο των ραψωδιών στα Ομηρικά Έπη.
γ) Η κιθαρίς συγγενές όργανο με την αρχαία φόρμιγγα χρησιμοποιούνταν σε γιορτές όπως τα Παναθήναια και τα Διονύσια. Σημαντική θέση κατείχε κατά τη διεξαγωγή των δραματικών αγώνων. Σε πολλά αγγεία απεικονίζονται κιθαρωδοί, οι οποίοι ήταν πάντα άνδρες και ποτέ γυναίκες να παίρνουν μέρος σε διάφορες θρησκευτικές τελετές και θυσίες προς τους Θεούς. Στον ιδιωτικό βίο η μουσική της κιθάρας πλαισίωνε τα συμπόσια, τις γαμήλιες τελετές και τα επινίκια. Η κιθάρα και η λύρα αλλά και ο αυλός θεωρούνταν προσόν στην εκπαίδευση των παιδιών της άρχουσας τάξης κυρίως τον 5ο αιώνα.
δ) Η βάρβιτος είναι η λύρα από το καβούκι της χελώνας φτιαγμένη. Η βάρβιτος αποτελούσε όργανο των οπαδών (σατύρους και Μαινάδες) του Διονύσου και συνόδευε τις Διονυσιακές τελετές. Η βάρβιτος χρησιμοποιούνταν στην εκπαίδευση αλλά και για την έξαψη του ερωτικού πάθους, ενώ χρησιμοποιούνταν πολλές φορές για την ολοκλήρωση των συμποσίων και στις γαμήλιες τελετές. Η βάρβιτος, ήταν Αρχαϊκός τύπος λύρας με μακρύτερους βραχίονες και επομένως μακρύτερες χορδές. Συναντάμε τη βάρβιτο στις Διονυσιακές πομπές αλλά και στα χέρια των ποιητών της Αρχαϊκής περιόδου.
Προέρχεται από τη Φρυγία, με τη διαφορά ότι έχει μακρύτερους βραχίονες και είναι πιο λεπτή από τη λύρα. Από την κατασκευή της συμπεραίνουμε ότι πρέπει να είχε πιο βαθείς ήχους από τη λύρα. Αρχικά χρησιμοποιείται ως συνοδεία στο τραγούδι του κρασιού στις διονυσιακές λατρείες και αργότερα στην κοινωνική λυρική ποίηση της Σαπφούς και του Αλκαίου. Η βάρβιτος, όπως και η κιθάρα, απαιτούσε δεξιοτεχνία στο παίξιμο και σταδιακά εξαφανίστηκε από την αρχαία Ελληνική μουσική, ενώ ταυτόχρονα καθιερώθηκε η χρησιμοποίησή της στη Ρώμη.
ε) Η πανδούρα ή πανδούρις, είναι το όργανο που σπάνια απεικονίζεται. Κατάγεται από την Ασία αλλά δεν φαίνεται να κατείχε σημαντική θέση στην επίσημη αρχαία Ελληνική μουσική, για το λόγο αυτό δεν έχουμε και πολλές πληροφορίες. Είναι ο πρόδρομος των σημερινών λαουτοειδών και γνωρίζουμε ότι το χρησιμοποιούσαν οι Μούσες. Κατά τον Πυθαγόρα «η πανδούρα κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας από λευκή δάφνη που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα». Ο Νικόμαχος γράφει στο Εγχειρίδιό του, ότι το μονόχορδο ονομαζόταν φάνδουρος.
στ) Η άρπα διαδίδεται από τα μέσα του 5ου π.X. αιώνα και ύστερα, ιδίως στην Κάτω Ιταλία. Ήταν γωνιώδης, δηλαδή είχε δύο βραχίονες σε σχήμα Γ ή μπορούσε να έχει και μια υποστηρικτική μπροστινή ράβδο ως τρίγωνο. Παιζόταν κυρίως από γυναίκες και η μετεξέλιξή της είναι η σημερινή άρπα.
ζ) Το τρίγωνο ήταν έγχορδο μουσικό όργανο με τριγωνικό σχήμα όπως δηλώνει και το όνομά του. Παιζόταν με τα δάκτυλα χωρίς τη βοήθεια πλήκτρου. Ο ακριβής αριθμός των χορδών του μας είναι άγνωστος. Στην πραγματικότητα το τρίγωνο ήταν μία άρπα με χορδές διαφορετικού μήκους.
η) Η μάγαδις ήταν όργανο ευρέως γνωστό στην αρχαία Ελλάδα. Είχε και αυτή σχήμα τριγωνικό με είκοσι χορδές, που παιζόταν με τα δύο χέρια χωρίς πλήκτρο. Ανήκε και αυτή όπως και το τρίγωνο στα λεγόμενα ψαλτικά όργανα τα οποία κυρίως συνόδευαν τη φωνή. Η μάγαδις ήταν ήδη σε μεγάλη χρήση στη Λέσβο τον 7ο π.X. αιώνα.
Πνευστά
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα όργανα που παράγουν τον ήχο με φύσημα του εκτελεστή είτε απευθείας στο όργανο, είτε με τη βοήθεια μικρών επιστομίων ή γλωσσιδίων. Τα πνευστά όργανα της Αρχαίας Ελλάδος, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στους αυλούς που είναι πνευστά όργανα με επιστόμιο και στις σύριγγες που είναι πνευστά όργανα χωρίς επιστόμιο, στα οποία ο ήχος παράγεται κατευθείαν με το φύσημα. Ο αυλός είναι το πιο διαδεδομένο πνευστό στην Αρχαία Ελλάδα και το αρχαιότατο στον χώρο του Αιγαίου. Ο αυλός μπορούσε να παίζεται μονός ή συνηθέστερα σε ζευγάρι (δίαυλος).
Στην ομάδα των πνευστών ανήκει η ύδραυλις, όπου ο ήχος παραγόταν με υδραυλική πίεση του αέρα που διοχετευόταν στους αυλούς. Μπορούμε να πούμε ότι η ύδραυλις, είναι ο πρόδρομος του σημερινού εκκλησιαστικού οργάνου (αρμόνιο) που πέρασε μέσω του Βυζαντίου στη Δύση. Όσοι έπαιζαν τους αυλούς φαίνεται ότι γνώριζαν την τεχνική της συνεχόμενης αναπνοής που Βοηθάει στο να παράγεται ο ήχος χωρίς διακοπές, γι' αυτό συχνά στις απεικονίσεις ο αυλητής έχει τα μάγουλα φουσκωμένα. Κατά την Ελληνιστική εποχή, κάποιοι μουσικοί αντικατέστησαν τη στοματική κοιλότητα με δέρμα ζώου, δημιουργώντας έτσι το λεγόμενο άσκαυλο πρόγονο της ασκομαντούρας και της γκάιντας.
Η πολυκάλαμη σύριγγα ήταν ποιμενικό όργανο, κατασκευασμένο από μία σειρά επτά σωλήνων από καλάμι που συνδέονταν μεταξύ τους με λινάρι και κερί ή με δύο εγκάρσιους μοχλούς. Το ύψος των σωλήνων μειωνόταν σταδιακά για να αποδοθούν τα διαφορετικά ύψη των φθόγγων. Στην περίπτωση που οι σωλήνες ήταν ισομήκεις, ένα τμήμα γέμιζε με κερί διαφορετικού πάχους. Απλά πνευστά. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα όργανα τύπου σάλπιγγας, που στην ουσία δίνουν έναν μόνο ήχο, που παράγεται από τα χείλη του εκτελεστή. Τη χρησιμοποιούσαν για πολεμικά παραγγέλματα αλλά και για την αναγγελία αγώνων. Σπανιότερα δε τη χρησιμοποιούσαν στις θυσίες.
α) Ο αυλός και ο δίαυλος. Ο αυλός είναι το πιο διαδεδομένο πνευστό στην Αρχαία Ελλάδα και το αρχαιότατο στον χώρο του Αιγαίου. Ο αυλός μπορούσε να παίζεται μονός ή συνηθέστερα σε ζευγάρι (δίαυλος). Σύμφωνα με την παράδοση τον εφηύρε η Αθηνά ή οποία όμως όταν είδε στην αντανάκλαση των νερών πως παραμορφώνεται κατά το παίξιμο το πρόσωπό της, τον πέταξε μακριά στη Φρυγία. Εκεί τον βρήκε ο Μαρσύας ο οποίος έγινε πολύ καλός εκτελεστής καλώντας τον Απόλλωνα σε αγώνα. Ο Απόλλωνας νίκησε και για να τιμωρήσει το Μαρσύα τον κρέμασε και τον έγδαρε.
Ο αυλός ή βόμβυξ ή κάλαμος ήταν σημαντικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, σε συνδυασμό με την κιθάρα όχι μόνο στη μουσική και την εξέλιξή της, αλλά και στην κοινωνική ζωή, όπως ήταν οι τελετές, οι αγώνες, οι πομπές, τα συμπόσια και οι χοροί. Επίσης, με τον αυλό έδιναν το ρυθμό στους κωπηλάτες και τους στρατιώτες. Κατασκευαζόταν από ξύλο, ελεφαντόδοντο ή μέταλλο και είχε διπλή γλωσσίδα όπως ο σημερινός ζουρνάς. Συνήθως παίζονταν δύο αυλοί ταυτόχρονα, οι οποίοι συγκρατούνταν με ένα ιμάντα, τη φορβεία. Ο αυλός ανήκε στη λατρεία του Διόνυσου και είχε ήχο γλυκό και εκφραστικό.
Η εκτενής χρήση του αυλού ξεκινά μετά τον 8ο αιώνα όπου σταδιακά καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στην Ελληνική μουσική και ιδιαίτερα στη λατρεία του Διονύσου. Ο αυλός είναι ένας σωλήνας από καλάμι, ξύλο, κόκαλο ή μέταλλο με τρύπες (τρήμματα) της οποίες ανοιγοκλείνουν τα δάκτυλα και επιστόμιο με καλαμένια γλωσσίδα μονή ή διπλή (όπως στο σύγχρονο ζουρνά). Ο αυλητής έπαιζε σχεδόν πάντα δύο αυλούς ταυτόχρονα και τους έδενε για ευκολία με μια δερμάτινη λουρίδα στο πρόσωπό του, την φορβειά. Κατά τον Αριστοτέλη, ο αυλός, όπως και ορισμένα ιερά άσματα εξάπτουν το συναίσθημα και εγείρουν ψυχικά πάθη, όπως ο έλεος, ο φόβος και ο ενθουσιασμός.
β) Η σύριγξ, με τον όρο αυτό οι αρχαίοι εννοούσαν την πολυκάλαμο σύριγγα ή σύριγγα του Πανός. Πρόκειται για μία συστοιχία 3 - 18 καλαμιών κλειστών από τη μία πλευρά δεμένων μεταξύ τους με κερί και λινάρι με κάθετα υποστηρίγματα. Παίζεται φυσώντας κάθε καλάμι σε γωνία. Ήταν όργανο των βοσκών και γι’ αυτό αποδιδόταν και στον Πάνα. Στην Πολιτεία, ο Πλάτωνας παροτρύνει τους πολίτες να παίζουν μόνο λύρες κιθάρες και βουκολικές σύριγγες απορρίπτοντας τους πολυαρμόνιους αυλούς και πολύχορδα, που τα θεωρούσε χυδαία.
γ) Η σάλπιγξ, ήταν γνωστή από τη Μεσοποταμία και τους Ετρούσκους. Έδινε σήματα στον πόλεμο, τις αρματοδρομίες ή τις λαοσυνάξεις. Είναι όργανο της ύστερης αρχαιότητας. Εκτός από τη χάλκινη σάλπιγγα για σήματα χρησιμοποιούνταν και κογχύλια με ένα μικρό άνοιγμα στη βάση ή κέρατα. Η σάλπιγγα αναφέρεται στην Ιλιάδα με σκοπό να ενισχύσει το φρόνημα των πολεμιστών στον πόλεμο. Σημαντική θέση είχε η σάλπιγγα στις θυσίες και στην έναρξη των αθλητικών αγώνων.
Η σάλπιγξ ήταν μία μεταλλική σωλήνα με κεράτινο επιστόμιο και χρησίμευε ως όργανο σήμανσης. Ήταν κατασκευασμένη από χαλκό και τη χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες για πολεμικά σαλπίσματα ή οι κήρυκες. Άλλοτε τη χρησιμοποιούσαν για τελετουργικούς σκοπούς και τότε την αποκαλούσαν «ιερά σάλπιγγα». Μία μορφή κυρτής σάλπιγγας που χρησιμοποιείτο σε στρατιωτικές τελετές ή το κυνήγι ήταν η βυκάνη, που ήταν φτιαγμένη από χαλκό ή κέρατο.
δ) Η ύδραυλις. Στα πνευστά όργανα επίσης κατατάσσεται και μία εφεύρεση του Έλληνα μηχανικού Κτησίβιου από την Αλεξάνδρεια, ο οποίος τον 3ο π.X. αιώνα κατασκεύασε ένα όργανο που λειτουργούσε με πεπιεσμένο αέρα, ο οποίος περνούσε από ένα δοχείο νερού όπου εξισορροπούσε η πίεση. Ο ήχος έβγαινε από μία σειρά σωλήνων με διαφορετικό ύψος. Η ύδραυλις είχε δυνατό ήχο και χρησιμοποιείτο πολύ στο αμφιθέατρο. Κατά το Μεσαίωνα η ύδραυλις εξελίχθηκε στο εκκλησιαστικό όργανο της Δυτικής Εκκλησίας. Ήταν λοιπόν το πρώτο πληκτροφόρο όργανο στην ιστορία της μουσικής και μακρινός πρόγονος του σημερινού πιάνου.
Κρουστά
Στην μουσική των αρχαίων Ελλήνων υπήρχαν και διάφορα κρουστά μουσικά όργανα, τα οποία κυρίως συνόδευαν τα έγχορδα και τα πνευστά. Ως κρουστά όργανα χαρακτηρίζονταν γενικά τα όργανα που η παραγωγή του ήχου τους ήταν αποτέλεσμα κρούσης. Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν τα κρουστά. Τα κρουστά όργανα στην Αρχαία Ελλάδα ήταν το τύμπανο, που χρησιμοποιείτο σε τελετές λατρείας της Κυβέλης και του Διονύσου. Ήταν κυλινδρικού σχήματος, με δύο τεντωμένες δερμάτινες μεμβράνες και στις δύο κυκλικές πλευρές. Παιζόταν με το χέρι κυρίως από γυναίκες. Το σείστρο που ήταν μικρό πήλινο όργανο σε σχήμα πετάλου ή σπιρουνιού αλόγου, προσαρμοσμένο σε λαβή.
α) Το τύμπανο ήταν όργανο κατεξοχήν «γυναικείο», και ήταν ντροπή για έναν άντρα να το παίξει. Χρησιμοποιούνταν περισσότερο στις οργιαστικές λατρείες όπως οι Βακχικές. Όπως και όλα εξάλλου τα κρουστά, δεν χρησιμοποιούνταν για καθαρά μουσικούς σκοπούς, αλλά κυρίως σε τελετές και λατρευτικού χαρακτήρα θρησκευτικές εκδηλώσεις. Το τύμπανο ήταν ένας κύλινδρος με τεντωμένες δερμάτινες μεμβράνες και στις δύο πλευρές του, που ομοιάζει με το σημερινό ντέφι. Χρησιμοποιείτο στη λατρεία της Κυβέλης και του Διόνυσου και παιζόταν κυρίως από γυναίκες.
β) Τα κρόταλα ή κρέμβαλα ήταν ξύλινα κρουστά παρομοιάζονται με τις σημερινές καστανιέτες. Αποτελούνταν από δύο κοίλα μέρη από όστρακο, ξύλο ή μέταλλο. Τα χρησιμοποιούσαν για να κρατούν το ρυθμό των χορευτών στη λατρεία του Διόνυσου και παίζονταν κι αυτά κυρίως από γυναίκες.
γ) Τα κύμβαλα ήταν κατασκευασμένα από μέταλλο και συνδέονταν κατεξοχήν με την Διονυσιακή λατρεία και τελετές αλλά και στη λατρεία της Κυβέλης. Είχαν Ασιατική προέλευση και μολονότι χρησιμοποιούντο δεν θεωρούντο όργανα με ουσιαστική αξία. Τα κύμβαλα, που αποτελούνταν από ένα ζεύγος μεταλλικών δίσκων και η χρήση τους περιοριζόταν στη λατρεία του Διόνυσου.
δ) Το σείστρο ήταν κρουστό Αφρικανικής και κυρίως Αιγυπτιακής προέλευσης που με τον οξύ του ήχο αποτελούσε ένα είδος ρυθμικής συνοδείας. Χρησιμοποιούνταν ως κουδουνίστρες των παιδιών. Ο ήχος του τα ηρεμούσε και τα κοίμιζε. Ήταν όργανο σε σχήμα πετάλου προσαρμοσμένο σε λαβή. Είχε μέχρι επτά εγκάρσιες μικρές ράβδους ή κουδουνάκια.
η) Η Ψιθύρα. Πρόκειται για ένα κρουστό όργανο, στενά συνδεδεμένο με την Αφροδίτη και τον Έρωτα. Έμοιαζε με μια μικρή σκάλα. Αποτελούνταν από ένα ξύλινο ορθογώνιο πλαίσιο που έφερε μια σειρά από κάθετα πτερύγια διαφορετικής επιφάνειας (σαν το ξυλόφωνο). Η εκτελέστρια το κρατούσε με το αριστερό της χέρι από τη μία γωνία όρθιο σε κατακόρυφη στάση και "χάιδευε" τα πτερύγια με τις άκρες των δάχτυλων του δεξιού χεριού της, παράγοντας αισθησιακά θροΐσματα.
Θ) Το χαλκέφωνον. Πρόκειται για ένα καταπληκτικό μελωδικό κρουστό που κατασκεύασε ο Ίππασος ο Μεταποντίνος για να καταδείξει τα σύμφωνα μουσικά διαστήματα. Αποτελούνταν από τέσσερεις χάλκινους δίσκους που κρούονταν με μια ράβδο. Οι δίσκοι είχαν την ίδια διάμετρο αλλά διαφορετικά πάχη, αντίστοιχα των λόγων 1, 2/3, 3/4 και 2. Ο Γλαύκος ο Ρηγίνος και ο Διοκλής ήταν δεξιοτέχνες στην εκτέλεση μουσικών έργων με την κρούση χορδισμένων δίσκων.
ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΟΥΣΙΚΟΙ
Αγάθων. (5ος αι. π.Χ) Αθηναίος τραγικός ποιητής. Το έργο του έχει χαθεί εκτός από ελάχιστα αποσπάσματα. Πληροφορίες για τον ίδιο και το έργο του έχουμε από τον Αριστοφάνη (στις θεσμοφοριάζουσες) και τον Πλάτωνα (στον Πρωταγόρα και το Συμπόσιο). Σ' αποδίδονται η εισαγωγή του «χρωματικού γένους» στη μουσική της τραγωδίας, ένα είδος αύλησης γνωστό ως «αγαθώνειος αύλησης» καθώς και «εμβόλιμα». Πήρε το πρώτο βραβείο στα Λήναια το 416/7, πρώτη φορά που έπαιρνε μέρος σε δραματικούς αγώνες.
Αθηναίος. (3ος-2ος αι. π.Χ) Αρχαίος σοφιστής και γραμματικός, γεννημένος στην Αίγυπτο. Το μόνο έργο του που σώζεται είναι οι «Δειπνοσοφισταί». Αποτελούνταν αρχικά από 15 βιβλία, από τα οποία όσα σώζονται δίνουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την αρχαία ελληνική μουσική (όργανα, χοροί, γένη, αρμονίες).
Αισχύλος. (Ελευσίνα 525 π.Χ - Γέλα Σικελίας 456 π.Χ) Ο πρώτος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς της κλασσικής Αθήνας. Πολύ σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην αναγωγή της τραγωδίας από χορική, και μάλιστα στατική, μουσική απαγγελία σε πλήρως ανεπτυγμένο δράμα, σε δράση, δηλαδή, που αναπαρίσταται. Η μουσική του, απλή , αυστηρή και μεγαλόπρεπη, συγκεντρωνόταν στα χορικά μέρη των δραμάτων του. Απέφευγε το χρωματικό γένος μένοντας σταθερός στο διατονικό. Οι μελωδίες του διακρίνονταν για την καθαρότητα και τον λυρικό παλμό τους. Από τα 90 έργα του, σώζονται μόνο 7 τραγωδίες : Πέρσες, Επτά επί Θήβας, Ικέτιδες, Προμηθέας Δεσμώτης, και η τριλογία Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες). Δυστυχώς όμως, δεν μπορούμε παρά μόνο υποθετικά να προσδιορίσουμε το χαρακτήρα του μέλους του, βασισμένοι στην μεγαλόπνοη ρυθμοποιία του.
Αλκαίος . (τέλος 7ου - αρχές 6ου αι. π.Χ) Λυρικός ποιητής από την Λέσβο, γνωστός σε όλη την αρχαία Ελλάδα. Έγραψε επαναστατικά, πολιτικά έργα - για τις ιδέες που εξέφραζε σ΄ αυτά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εξόριστος από τους τυράννους της πατρίδας του - πολεμικά και ερωτικά τραγούδια, ύμνους και σκόλια. Ελάχιστα αποσπάσματα σώζονται από το έργο του αρκετά όμως για να μας δώσουν μια χαρακτηριστική εικόνα της τέχνης του.
Αλκμαν. (7ος αι. π.Χ) Λυρικός ποιητής. Δεν είναι βέβαιο αν γεννήθηκε στις Σάρδεις ή στη Σπάρτη όπου έζησε και δημιούργησε. Ο Αλκμαν θεωρείται ο πατέρας της Σπαρτιατικής κλασσικής χορικής μουσικής. Ο ίδιος έγραφε τα κείμενα και την μουσική των έργων του ύμνων, υμεναίων, παρθενίων, υπορχημάτων, παιάνων και σκολίων. Αντιλαμβανόταν το ποιητικό κείμενο, τη μουσική και το χορό ως μία άρρηκτη ενότητα. Στους αυλωδικούς νόμους του χρησιμοποιούσε τρεις αυλητές. Ο Αλκμαν έγραφε στην λακωνική διάλεκτο της εποχής του, χρησιμοποιώντας και επικούς τύπους (κυρίως αιολικά και όχι ιωνικά στοιχεία). Αρκετοί στίχοι των ποιητικών του κειμένων έχουν σωθεί.
Αλύπιος. (4ος ή 3ος αι. π.Χ) Έλληνας θεωρητικός της μουσικής, ο οποίος έγινε γνωστός από το μόνο σωζόμενο έργο του, την «Εισαγωγή μουσικής», κείμενο που θεωρείται η πιο έγκυρη περιγραφή της αρχαίας ελληνικής μουσικής σημειογραφίας.
Αμφίων. Μυθικός κιθαρωδός της αρχαιότητας, γιος του Δία και της Αντιόπης, που κατά την παράδοση διδάχθηκε την μουσική από τον Ερμή. Στον Αμφίωνα αποδίδεται η επινόηση της κιθαρωδίας. Σύμφωνα με έναν, ο Αμφίων, με τη δύναμη της μουσικής του, βοήθησε να χτιστούν τα τείχη της Θήβας, συναρμόζοντας τους ογκώδεις λίθους με τους ήχους της λύρας.
Ανακρέων. (περ. 570 - 485 π.Χ) Λυρικός ποιητής που γεννήθηκε στην ιωνική πόλη Τέω. Μετανάστευσε, κατά χρονική σειρά, στην Θράκη, Σάμο, Αθήνα, Θεσσαλία, όπου έπαιζε και τραγουδούσε στις αυλές των αρχόντων. Στα ποιήματά του διακρίνεται μια ολοφάνερη χαρά για τις απολαύσεις της ζωής, το κρασί, τον έρωτα. Ο Ανακρέοντας χρησιμοποιεί την ιωνική γλώσσα και τα ιωνικά μέτρα σε ανακλαστικό σχήμα. Την επίδρασή του στους μεταγενέστερους αποδεικνύει ο όρος «Ανακρεόντεια», που δόθηκε στα διαμορφωμένα με πρότυπο την ποίηση του ποιήματα.
Αντιγενίδας. (τέλη 5ου - αρχές 4ου αι. π.Χ) Ονομαστός Θηβαίος αυλητής και συνθέτης. Θεωρήθηκε αρχηγός της αυλητικής σχολής των Θηβών. Εκπροσωπούσε, σε αντίθεση με το Δωρίονα, τις νέες τάσεις της μουσικής.
Αριστείδης Κοιντιλιανός. (1ος/3ος μ.Χ. αι.) θεωρητικός της μουσικής. Συνέγραψε το σύγγραμμα «Περί μουσικής» το οποίο αποτελεί την πιο σπουδαία πηγή για τη γνώση της αρχαίας διδασκαλίας της μουσικής.
Αριστόξενος. (375 - 360 π.Χ) Ο σημαντικότερος θεωρητικός της μουσικής της αρχαίας Ελλάδας. Μαθητής του Αριστοτέλη, διαφοροποιήθηκε απ΄ αυτόν λόγω του συγκεκριμένου χαρακτήρα και της συστηματικότητας της μουσικής διδασκαλίας του. Από τον τεράστιο αριθμό των έργων που αναφέρονται στη Σούδα ως δικά του και τα οποία, όπως φαίνεται, διαπραγματεύονταν ποικίλα θέματα (φιλοσοφία, ιστορία κλπ) σώζονται σε μας μόνο κάποια «μουσικολογικά» κείμενα : «Περί αρμονικής» (ή «Αρμονικά στοιχεία» 'η «Αρμονικών στοιχείων βιβλία τρία») και «Ρυθμικά στοιχεία». Οι τίτλοι 12 μουσικών έργων του έχουν διασωθεί σε δικά του ή άλλων συγγραφέων σωζόμενα κείμενα
Αριστοτέλης. (384 - 322 π.Χ) Ο μεγάλος Σταγειρίτης είχε πολλές - θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις και στον τομέα της μουσικής, πράγμα που φαίνεται στις τόσο συχνές αναφορές του στο θέμα αυτό στα περισσότερα έργα του. Είναι ίσως παράξενο το ότι δεν συνέγραψε ειδικό έργο πάνω στη μουσική. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει την ηθική και παιδευτική αξία της μουσικής. Σύμφωνα μ΄ αυτόν, η μουσική πρέπει να διδάσκεται στους νέους γιατί παρέχει ψυχαγωγία και ξεκούραση, γιατί είναι ιδιαίτερα ευεργετική στη διαμόρφωση του χαρακτήρα καθώς και γιατί συμβάλλει στη διανοητική και αισθητική απόλαυση και καλλιέργεια. Τα «Προβλήματα» - έργο σχετικό με τη μουσική αποδόθηκαν αρχικά στον Αριστοτέλη. Η αυθεντικότητά τους όμως είναι αμφίβολη. Πραγματεύονται θέματα ακουστικής, συμφωνιών, φιλοσοφίας, αισθητικής κλπ.
Αριστοφάνης. (450 - 385 π.Χ) Για τη μουσική του σημαντικότερου από τους εκπροσώπους της αρχαίας αττικής κωμωδίας δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Πάντως, αυτό που συμπεραίνουμε από τη ρυθμοποιία και τη γλώσσα του είναι ότι επεξεργάστηκε τις φόρμες της παραδοσιακής μουσικής. Αυτό πιστοποιείται κι από το γεγονός ότι σατιρίζει τις καινοτομίες του Ευριπίδη και γενικά τους μουσικούς που επιχειρούσαν να ανανεώσουν τη μουσική παράδοση. Η κωμωδία του «Βάκχες» είναι η πιο μουσική.
Αρίων. (7ος - 6ος αι. π.Χ) Λυρικός ποιητής από τη Λέσβο. Έζησε τον πιο πολύ καιρό στην Κόρινθο, επί τυραννίας του Περίανδρου, όπου ονόμασε και δίδαξε το διθύραμβο. Θεωρούνταν ο καλύτερος κιθαρωδός της εποχής του. Ως ποιητής και συνθέτης, έγραψε άσματα και «προοίμια». Δεν μας σώθηκε όμως ούτε ένας στίχος. Θεωρείται επίσης ο ευρετής της χρήσης του τραγικού τρόπου. Στην Κόρινθο, παρουσίασε, με σατυρικούς χορούς, τραγικούς διθυράμβους αφετηρία για τη μελλοντική εξέλιξη της τραγωδίας. Με τον Αρίωνα συνδέεται ο γνωστός μύθος, σύμφωνα με τον οποίο, όταν ο ποιητής, επιστρέφοντας από την Σικελία, ληστεύθηκε και ρίχτηκε στη θάλασσα, τον έσωσε ένα δελφίνι που τον έβγαλε στο Ταίναρο.
Αρχίλοχος (8ος - 7ος αι. π.Χ.) Γεννήθηκε στην Πάρο και ακολούθησε τη ζωή του μισθοφόρου. Σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Ναξίων. Κορυφαίος εκπρόσωπος της ιαμβικής ποίησης και καυστικότατος σατυρικός για τα δεδομένα της εποχής. Εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στο μέτρο χρησιμοποιώντας εναλλακτικά ανόμοια μέτρα. Εφεύρε τις επωδούς και θεωρείται ως ο επινοητής της λυρικής απαγγελίας και της ελεύθερης συνοδείας των τραγουδιών από κιθάρα. Έγραψε και ελεγείες.
Αρχύτας (τέλος 5ου - αρχές 4ου αι. π.Χ.) Μαθηματικός, πυθαγόρειος φιλόσοφος, πολιτικός και στρατηγός. Κυβέρνησε την πόλη του Τάραντα για αρκετά χρόνια. Σύγχρονος του Πλάτωνα συνδέθηκε στενά μαζί του. Ασχολήθηκε και με ζητήματα ακουστικής και ανακάλυψε ότι το ύψος του τόνου του ήχου εξαρτάται από την ταχύτητα των δονήσεων του αέρα και καθόρισε αριθμητικά τις σχέσεις των τόνων και στα τρία τονικά γένη.
Βάκχειος ο Γέρων. (3ος - 4ος αι. μ.Χ) Θεωρητικός της μουσικής γνωστός για το βιβλίο του «Εισαγωγή Τέχνης Μουσικής», για τη ζωή του οποίου τίποτα δεν παραδίδεται.
Βακχυλίδης. (6ος - 5ος αι. π.Χ) Ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της χορικής λυρικής ποίησης, λίγο νεότερος από τον Πίνδαρο και ανεψιός του Σιμωνίδη, γεννήθηκε στην Κέα. Έζησε για αρκετό καιρό στην αυλή του Ιέρωνα, τυράννου των Συρακουσών. Έχει συνθέσει παιάνες, ύμνους, παρθένια, διθυράμβους αλλά και επινίκια και ερωτικά τραγούδια.
Γαυδέντιος (2ος - 3ος αι. π.Χ) Θεωρητικός της μουσικής. Έγινε γνωστός για το βιβλίο του «Αρμονική Εισαγωγή», στο οποίο ασχολείται με τα διαστήματα, τα γένη κλπ.
Δάμων (5ος αι. π.Χ) Φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής από τον αττικό δήμο της Όας. Μαθητής του Πρόδικου και, στη μουσική, του Αγαθοκλή και του Λαμπροκλή και δάσκαλος μουσικής του Περικλή, του οποίου υπήρξε και πολιτικός σύμβουλος. Έχοντας συλλάβει σε βάθος το πρόβλημα της επίδρασης της μουσικής στον ανθρώπινο χαρακτήρα, πίστευε τόσο θερμά στην παιδευτική αξία της μουσικής, ώστε υποστήριζε ότι μεταβολές στον τομέα αυτόν θα κλόνιζαν ολόκληρη την πολιτειακή συγκρότηση ενός κράτους. Υποστηρικτής της λύρας κατά τον παλιό ανταγωνισμό των οργάνων, απέρριπτε τον αυλό. Η επίδρασή του είναι ολοφάνερη στον Πλάτωνα ο οποίος τον αναφέρει με ξεχωριστή εκτίμηση.
Δράκων (τέλη 5ου - αρχές 4ου αι. π.Χ) Μουσικός, μαθητής του Δάμωνα. Έζησε στην Αθήνα και ήταν δάσκαλος μουσικής του Πλάτωνα.
Ερατοκλής (5ος αι. π.Χ) Θεωρητικός της μουσικής. Από τον Αριστόξενο, ο οποίος αποκρούει τις απόψεις του Ερατοκλή και της σχολής του, μαθαίνουμε ότι ήταν ένας από τους αρμονικούς και μεγάλος δάσκαλος της μουσικής.
Εύμολπος. Μυθικός επικός ποιητής και μουσικός, ιδρυτής ή αναμορφωτής των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Σύμφωνα με τη Σούδα, καταγόταν από την Ελευσίνα, ήταν μαθητής του Ορφέα και είχε κερδίσει με τη λύρα του ένα βραβείο στα Πύθια. Έγραψε τελετουργικά τραγούδια για τη Δήμητρα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, υπήρξε ο πρώτος Ιεροφάντης των Ελευσίνιων μυστηρίων.
Εύνομος Κιθαρωδός από τους Επιξεφύριους Λοκρούς της Ιταλίας. Έγινε γνωστός από έναν μύθο, σύμφωνα με τον οποίο ένας τζίτζικας τραγούδησε τη νότα που έλειπε, όταν έσπασε μια χορδή της κιθάρας του τη στιγμή που διαγωνιζόταν στους Δελφούς με τον Αριστίωνα.
Ευριπίδης (Σαλαμίνα περ. 480 - Μακεδονία 406 π.Χ) Ο νεότερος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς, πατέρας του νεότερου δράματος. Από την μουσική του Ευριπίδη σώζονται μόνο δύο μικρά αποσπάσματα : ένα μέρος από την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και ένα απόσπασμα από το πρώτο στάσιμο του «Ορέστη». Τα χορικά του δεν μπορούν να χαρακτηριστούν στολίδια, άσχετα με την δράση (οι «Βάκχες» δείχνουν αυτή τη στενή σχέση του χορού με τα γεγονότα της σκηνής). Υπάρχει όμως στο έργο του και μια ολόκληρη σειρά τραγουδιών αυτόνομων, σαν λυρικές παραλογές. Ο Αριστοφάνης παρέδωσε το είδος. Ξέρουμε ότι η μουσική του νεοαττικού διθυράμβου, παραφορτωμένη και ανήσυχη, ήταν εκείνη που επηρέαζε εδώ τον Ευριπίδη. Παρά τις χλευαστικές κριτικές του Αριστοφάνη, η μουσική του Ευριπίδη ήταν δημοφιλής. Έγραψε 92 δράματα, από τα οποία διασώθηκαν πλήρη μόνο τα 19. τα πιο πολυπαιγμένα είναι : «Μήδεια», «Ιππόλυτος», «Εκάβη», «Ικέτιδες», «Ανδρομάχη», «Ηλέκτρα», «Τρωάδες», «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και «Βάκχαι».
Ηρακλείδης ο Ποντικός (4ος αι. π.Χ) Έλληνας φιλόσοφος και πολυγραφότατος συγγραφέας από την Ηράκλεια του Πόντου. Σε νεαρή ηλικία ήρθε στην Αθήνα. Ήταν οπαδός του Πλάτωνα κι αργότερα του Αριστοτέλη. Τα έργα του δεν αναφέρονται μόνο σε φιλοσοφικά ζητήματα, αλλά και στη λογοτεχνία και τη μουσική. Απ΄ αυτά, τα μουσικά είναι : «Περί των παρ΄ Ευριπίδη και Σοφοκλή», «Περί μουσικής» και»Περί ποιητικής και ποιητών».
Ησύχιος ο Αλεξανδεύς. (5ος αι. π.Χ) Έλληνας γραμματικός και λεξικογράφος. Έγραψε το «Λεξικόν Ησυχίου», από τα πιο πλούσια και σπουδαία, σημαντική καταγραφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, αλλά και πολύτιμη πηγή για την εξήγηση αρχαίων μουσικών όρων και οργάνων.
Θαλήτας (7ος αι.π.Χ) Αοιδός και μελοποιός από τη Γόρτυνα της Κρήτης, σύγχρονος του Λυκούργου. Μελοποίησε σε κρητικούς ρυθμούς παιάνες και επιχώριες ωδές. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες μορφές της 2ης μουσικής σχολής της Σπάρτης και εισηγητής, μαζί με τους Ξενόκριτο, Ξενόδαμο, Πολύμηνστο και Σακάδα, των γυμνοπαιδιών στην πόλη αυτή. Σύμφωνα μ΄ ένα μύθο, κλήθηκε στη Λακεδαίμονα ύστερα από χρησμό του Μαντείου των Δελφών και έσωσε με την μουσική του την πόλη από λοιμό. Τότε πιθανώς εισήγαγε εκεί τους παιάνες προς τιμή του Απόλλωνα και τις ένοπλες πυρρίχιες ορχήσεις.
Θέογνις ( 6ος αι. π.Χ) Ελεγειακός ποιητής από τα Μέγαρα της Αττικής. Επειδή ανήκε στην αριστοκρατική τάξη, αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του. Τα ποιήματά του όχι μόνο τραγουδιόνταν για πολλά χρόνια στα συμπόσια, αλλά και αποτελούσαν μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος των δημοκρατικών Αθηναίων, εξαιτίας του συμβουλευτικού και του παιδαγωγικού χαρακτήρα.
Ίβυκος (6ος αι. π.Χ) Έλληνας λυρικός ποιητής, που γεννήθηκε στο Ρήγιο της κάτω Ιταλίας. Κατά τη διαμονή του στην αυλή του Πολυκράτη της Σάμου, στράφηκε προς μία ερωτικά χρωματισμένη χορική ποίηση, που αντικατέστησε τις μυθικές διηηγήσεις της πρώτης δημιουργικής του περιόδου. Στον Ίβυκο αποδίδεται η εφεύρεση της σαμβύκης. Από τα τραγούδια του σπουδαιότερα είναι τα ερωτικά, που διακρίνονται για το θερμό αίσθημά τους.
Ιέραξ (7ος αι. π.Χ) Μουσικός και αυλητής από το Άργος, μαθητής του Όλυμπου του νεώτερου. Ο πιθανός εφευρέτης του ιεράκειου νόμου και του ιεράκειου μέλους.
Κτήσιβος. Σημαντικότατος αρχαίος μηχανικός του 3ου αι. π.Χ, από την Αλεξάνδρεια, στον οποίο αποδίδεται η εφεύρεση της υδραύλεως.
Κινησίας (5ος αι. π.Χ)Συνθέτης διθυράμβων, γιος του κιθαρωδού Μέλη. Έζησε στην Αθήνα, όπου και θεωρούνταν από τους πιο ασεβείς και κακούς ποιητές της εποχής του. Εισήγαγε νέα χορευτικά σχήματα και μάλιστα κατήργησε το χορό στην κωμωδία.
Κλωνάς (7ος αι. π.Χ) Αυλητής και ποιητής από την Τεγέα ή τη Θήβα που έγραψε ελεγείες και τραγούδια. Αναφέρεται και σαν ο επινοητής του αυλωδικού νόμου.
Κορρίνα. Λυρική ποιήτρια από τη Βοιωτία που φέρεται να ήταν δασκάλα του Πίνδαρου τον οποίο νίκησε πέντε φορές σε λυρικούς αγώνες. Έγραφε σε κοινή ελληνική γλώσσα με σαφείς επιδράσεις της βοιωτικής διαλέκτου. Η μετρική της ήταν απλή και τα ποιήματά της ασχολούνταν κυρίως με βοιωτικούς θρύλους.
Λαμπροκλής (αρχές 5ου αι. π.Χ) Μουσικός και συνθέτης διθυράμβων, που έζησε στην Αθήνα κι έγινε γνωστός από μια ωδή στην Αθηνά, της οποίας σώθηκε η αρχή. Υπήρξε μαθητής του Αγαθοκλή και ίσως δάσκαλος του Δάμωνα. Μερικοί τον ταυτίζουν με τον Λάμπρο.
Λάμπρος μουσικός και ποιητής. Αναφέρεται ως δάσκαλος του Σοφοκλή, έτσι τοποθετείται στο τέλος του 6ου - αρχές 5ου αι. π.Χ. Κατά τον Αριστόξενο, ανήκει στους φημισμένους ποιητές, μαζί με τον Πίνδαρο και τον Πρατίνα.
Λάσος ο Ερμιονεύς (δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ) Λυρικός ποιητής και σοφιστής, που έδρασε στην Αθήνα, στην αυλή του τυράννου Ίππαρχου. Μετά από πρόταση του θεσπίστηκε διαγωνισμός διθυράμβων, υπήρξε δάσκαλος του Πινδάρου. Ο Λάσος θεωρείται ο μεγαλύτερος μεταρρυθμιστής του διθυράμβου μετά τον Αρίωνα, γιατί με σημαντικές καινοτομίες προχώρησε το διονυσιακό χορικό τραγούδι. Ευαίσθητος σε προβλήματα ακουστικής (απέφευγε το γράμμα Σ, επειδή πίστευε ότι προκαλούσε τραχύ ήχο) αντιμετώπισε επίσης θεωρητικά διάφορα μουσικά προβλήματα και είτε υπήρξε ο πρώτος που συνέγραψε θεωρητικό βιβλίο για τη μουσική είτε όχι, αναγνωρίζεται σαν ιδρυτής της μουσικής επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα.
Λίνος. Μυθικός αοιδός και ποιητής, γιος του Απόλλωνα και της Καλλιόπης (ή της Τερψιχόρης ή της Ευτέρπης). Σύμφωνα μ΄ ένα μύθο ήταν ο πρώτος που τραγούδησε στους ανθρώπους χάρισμα που του έδωσαν οι θεοί. Υπήρξε συνθέτης θρηνητικών τραγουδιών και θεωρείται ο πιθανός επινοητής της τρίχορδης λύρας. Μυθολογείται ότι σκοτώθηκε από τον Απόλλωνα, γιατί καυχήθηκε ότι στην τέχνη της μουσικής ήταν ίσος μ΄ αυτόν, και ότι για τον θάνατό του οι Μούσες θρηνούσαν καθημερινά.
Λύσανδρος ο Σικυώνιος. (6ος αι. π.Χ) Μουσικός και κιθαριστής. Σ΄ αυτόν αποδίδονται η καθιέρωση της ψιλοκιθαριστικής (σόλο κιθάρα) και της «έναυλης κιθάρισης» (κιθάρα με συνοδεία αυλού) Μαρσύας. Μυθικός αοιδός και μουσικός. Στους αρχαιότερους μύθους αναφέρεται ως Σειληνός, ενώ στους μεταγενέστερους ως Σάτυρος. Θεωρείται ο επινοητής της αυλητικής τέχνης. Κατά τον μύθο, τον αυλό εφεύρε η Αθηνά, η οποία όμως, βλέποντας, καθώς έπαιζε, την εικόνα της παραμορφωμένη στα νερά του ποταμού Μαιάνδρου, τον πέταξε μακριά για να τον βρει ο Μαρσύας.
Μελανιππίδης (5ος αι. π.Χ) Κιθαρωδός και συνθέτης διθυράμβων από τη Μήλο. Του αποδίδεται η αύξηση του αριθμού των χορδών της λύρας σε 12. Εξάλλου, εισήγαγε πολλές καινοτομίες στη μουσική του διθυράμβου, πιο σημαντική ήταν αυτή της αναβολής, που κατήργησε τις στροφές και αντιστροφές. Από τα έργα του σώθηκαν λίγοι μόνο στίχοι.
Μίμνερμος (τέλη 7ου αι. π.Χ) Ελεγειακός ποιητής από την Κολοφώνα ή τη Σμύρνη, γνωστός και ως έξοχος αυλητής. Θεωρείται ο πατέρας της ερωτικής ελεγείας και έγινε διάσημος για το γλυκό, ερωτικό και μελαγχολικό χαρακτήρα των τραγουδιών του. Το σύνολο του έργου του είχε αργότερα συγκεντρωθεί σε δύο βιβλία (το πρώτο με τίτλο «Ναννώ», όνομα μιας αγαπημένης του αυλήτριας).
Μουσαίος. Επικός ποιητής, αοιδός και αστρονόμος, που έζησε στην Αθήνα, καταγόταν από την Ελευσίνα ή τη Θράκη. Διάφορα ορφικά χωρία μαρτυρούν τη στενή του σχέση με τον Ορφέα. Σύμφωνα με μια μυθική παράδοση, οι μούσες παρέδωσαν τη λύρα του Ορφέα στο Μουσαίο ως κληρονόμο του μεγάλου ποιητή. Κατ΄ άλλη παράδοση, δίδαξε τη μύηση που γινόταν στο ναό της Δήμητρας, στα Ελευσίνια Μυστήρια. Του αποδίδονται μια «Θεογονία», ύμνοι, ποιήματα και χρησμοί
Μούσες. Θεότητες, προστάτιδες της πνευματικής γενικά δημιουργίας στην αρχαία Ελλάδα, αλλά κυρίως της μουσικής και της ποίησης. Ήταν εννέα και καθεμιά είχε υπό την προστασία της μία εκδήλωση της πνευματικής δημιουργίας. Η Κλειώ την ιστορία, η Ευτέρπη την αυλητική τέχνη, η Θάλεια την κωμωδία και την βουκολική ποίηση, η Μελπομένη τη μουσική και την τραγωδία, η Τερψιχόρη τη λυρική ποίηση, η Πολυμνία τη μιμητική τέχνη και τους ύμνους προς τους θεούς, η Ουρανία την αστρονομία και η Καλλιόπη την επική ποίηση και τη ρητορική.
Μυρτίς (6ος αι. π.Χ) Ποιήτρια. Κατά τη Σούδα, υπήρξε δασκάλα του Πινδάρου και της Κόριννας. Ο Πλούταρχος την ονομάζει ποιήτρια μελών, χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να σημαίνει ποιήτρια μονωδικών ποιημάτων.
Νικόμαχος ο Γερασηνός. (2ος αι. π.Χ) Νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής. Έγραψε κι ένα «εγχειρίδιο αρμονικής» (σε δύο βιβλία), στο οποίο εκθέτει με σαφήνεια τις πυθαγόρειες αρχές για τη μουσική.
Ξενόκριτος (7ος αι. π.Χ) Μουσικός από τους Λοκρούς της Ιταλίας, που έζησε στη Σπάρτη. Θεωρείται, μαζί με άλλους σημαντικούς μουσικούς, εισηγητής των γυμνοπαιδιών στη Σπάρτη. Συνέθεσε χορικά άσματα με θέματα επικά και ίσως ήταν πρόδρομος του Στησιχόρου
Όλυμπος ο αρχαίος. Προομηρικός μυθικός αυλητής, ραψωδός και ποιητής από τη Φρυγία. Σ΄ αυτόν αποδίδεται η επινόηση και η διάδοση της αυλητικής.
Όλυμπος ο νεότερος. (7ος αι. π.Χ). Εισήγαγε την οργανική μουσική στην Ελλάδα. Σ΄ αυτόν αποδίδονται η τελειοποίηση της αυλητικής τέχνης και μια σειρά από επινοήσεις, όπως ο πολυκέφαλος νόμος, το εναρμόνιο γένος κ.α. θεωρείται από τις σημαντικότερες μορφές στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής μουσικής.
Ορφεύς. Φημισμένος εξαίρετος μουσικός της αρχαιότητας που συγκινούσε με τη λύρα και τη φωνή του όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα. Ήδη από το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. ήταν γνωστός ο θρύλος ότι οι αργοναύτες τον πήραν μαζί τους, γιατί η μουσική του ασκούσε μαγική επίδραση ακόμα και στις πέτρες και στα δέντρα. Λεγόταν ότι μητέρα του ήταν η Μούσα Καλλιόπη και πατέρας του ο άρχοντας της Θράκης Οίαγρος (ή ο Θράξ Πιέρος ή ο Απόλλων). Ο θάνατός του κατά μια εκδοχή οφείλεται σε εξέγερση των γυναικών της Θράκης, οι οποίες τον κατακρεούργησαν γιατί δεν τις είχε δεχθεί στην θρησκεία του. Οι Μούσες, ωστόσο, μάζεψαν τα μέλη του και τα έθαψαν. Οι μύθοι για τον Ορφέα πλουτίστηκαν πολύ από την εποχή που η θρησκευτική αίρεση των Ορφικών τον τίμησε ως αρχηγό και του απέδωσε τη μουσική διδασκαλία για την διπλή φύση του ανθρώπου (θεϊκή και τιτανική), η οποία ήρθε σε αντίθεση με τις δοξασίες του Διόνυσου. Επειδή ο Ορφέας με την κάθοδό του στον Άδη εισήγαγε Μυστήρια που υπόσχονταν ευδαίμονα μεταθανάτια ζωή, λεγόταν ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε εκδίκηση του Δία.
Πίνδαρος. (522-446 π.Χ) Ο κορυφαίος της χορικής ποίησης και ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές κοντά στη Θήβα και πήρε τα πρώτα μαθήματα ποιητικής και αυλητικής από το θείο του, Σκοπελίνο. Έγραψε ύμνους, παιάνες, διθυράμβους, εγκώμια. Ως προς το χαρακτήρα του έργου του, έμεινε πιστός στην παράδοση και με το απλό, σεμνό και μεγαλόπρεπο ύφος του κέρδισε το σεβασμό των Ελλήνων. Σ΄ αυτόν αποδίδεται, αν και πολλοί το αμφισβητούν, ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα δείγματα ελληνικής μουσικής. Πρόκειται για ένα αντίγραφο χαμένου χειρογράφου που περιέχει την αρχή του πρώτου Πυθιόνικου.
Πλούταρχος. (46-120 μ.Χ) Ο πολυγραφότατος συγγραφέας, βιογράφος και φιλόσοφος από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την αρχαία ελληνική μουσική στα έργα του «Βίοι παράλληλοι» και «Ηθικά», αλλά προπάντων στις ειδικές πραγματείες του «Περί της εν Τιμαίω ψυχογονίας» και «Περί μουσικής».
Πολυδεύκης Ιούλιος (2ος αι. μ.Χ) Λεξικογράφος, από τη Ναυκράτη της Αιγύπτου. Οφείλει τη φήμη του στο έργο «Ονομαστικόν», ένα λεξικό αποτελούμενο απ΄ο10 βιβλία. Το τέταρτο από αυτά αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για την αρχαία ελληνική μουσική και το θέατρο.
Πολύμνηστος (τέλος 7ου - αρχές 6ου αι. π.Χ) Κολοφώνιος ποιητής και μουσικός, γιος του Μέλη. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλωνά και έγραψε «άσεμνα» τραγούδια με συνοδεία αυλού. Αναφέρεται ως μέλος της 2ης μουσικής σχολής στη Σπάρτη.
Πρατίνας ο Φλειάσιος. (τέλος 6ου - αρχές 5ου αι. π.Χ) Δραματικός ποιητής από τη Φλειούντα της Αργολίδας, που έζησε στην Αθήνα. Έγραψε τραγωδίες, αλλά περισσότερο ασχολήθηκε με το σατυρικό δράμα. Εκτός από δραματικά έργα, έγραψε λυρικά ποιήματα και υποχορχήματα, από τα οποία σώθηκαν σημαντικά αποσπάσματα.
Προνόμος (5ος αι. π.Χ). Θηβαίος αυλητής. Ήταν ο πρώτος που έπαιξε όλες τις αρμονίες πάνω στον ίδιο αυλό και απόκτησε μεγάλη φήμη για την εκφραστικότητα που χαρακτήριζε τις εκτελέσεις του.
Πυθαγόρας. (570 - 496 π.Χ) Ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος και μαθηματικός ήταν ο πρώτος που θεμελίωσε επιστημονικά τη θεωρία της μουσικής. Η μαθηματική του σκέψη αποτελεί μια νέα κατεύθυνση στην ελληνική φιλοσοφία. Κατευθυντήριος άξονας για την ερμηνεία του κόσμου ήταν για τους Πυθαγόρειους η πίστη ότι τα πάντα είναι ουσιαστικά αριθμοί. Έτσι και τα ακουστικά φαινόμενα, οι σχέσεις των τόνων και των αρμονιών, προσεγγίζονται με βάση την πίστη αυτή. Στη μουσική ανακάλυψε τους αριθμητικούς λόγους των συμφωνιών : α) της 5ης (3/2 για πέντε), β) της 4ης (4/3 δια τεσσάρων), γ) της 8ης (2/1 δια πασών) και ακόμα ταξινόμησε τις επτά αρμονίες. Στη σχολή του οφείλεται η πιο σημαντική ερμηνεία για τη θεωρία της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα.
Πυθοκλείδης (535 - 472 π.χ) Αυλητής από την Κέω, που εισήγαγε τη μιξολυδική αρμονία στην τραγωδία. Υπήρξε δάσκαλος του Περικλή και αναφέρεται από τον Πλάτωνα ως σοφιστής.
Σακάδας (τέλη 7ου - αρχές 6ου αι. π.Χ) Αυλητής από το Άργος, ο οποίος έγινε διάσημος γιατί επινόησε τον «πυθικό νόμο», τον πιο σημαντικό αυλητικό νόμο, που περιέγραφε τον αγώνα του Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Νίκησε τρεις φορές σε αγώνες αυλητικής στα Πύθια. Ήταν μέλος της δεύτερης μουσικής σχολής της Σπάρτης. Του αποδίδεται (μαζί με τους Θαλήτα, Πολύμνηστο, Ξενόδαμο και Ξενόκριτο) η εισαγωγή των γυμνοπαιδιών στη Σπάρτη, σε μια φιλελεύθερη για την πόλη εποχή.
Σαπφώ. (περ. 630-570 π.Χ) Η αρχαία ελληνίδα ποιήτρια με τη μεγαλύτερη φήμη και τα πλουσιότερα ποιητική χαρίσματα. Έζησε στη Μυτιλήνη, όπου είχε ιδρύσει σχολή λυρικής ποίησης, στην οποία φοιτούσαν νέες κοπέλες. Το όνομά της εμφανίζεται στα λείψανα των αρχαίων κειμένων με τον τύπο Ψάπφα (αιολική διάλεκτος). Από το πλούσιο έργο της έχει σωθεί μικρό μέρος, αρκετό όμως για να δικαιολογήσει το χαρακτηρισμό της ως δέκατης Μούσας. Έγραψε ύμνους, επιθαλάμια, επιγράμματα, τραγούδια ερωτικά κ.α. Σ΄ αυτήν αποδίδεται η επινόηση της μιξολυδικής αρμονίας. Η τέχνη της ξεχωρίζει χάρη στην αμεσότητά της.
Σείκιλος. Έλληνας ποιητής των ρωμαϊκών χρόνων. Επιτύμβια πλάκα που βρέθηκε το 1982 στις Τράλλεις της Μ. Ασίας διασώζει ποίημά του - είδος σκόλιου - πάνω από το οποίο σημειώνεται με φθογγόσημα η μουσική του.
Σιμωνίδης ο Κείος (556 - 468 π.Χ.) Επιφανής λυρικός ποιητής της αρχαιότητας. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στις αυλές τυράννων και βασιλιάδων, διαφόρων ελληνικών πόλεων, συνθέτοντας λυρικά ποιήματα έναντι αμοιβής. Έγραψε ύμνους, εγκώμια, θρήνους, επινίκια, τις περίφημες ελεγείες του, επιγράμματα κ.λ.π. Σε αυτόν αποδίδεται η προσθήκη της 8ης χορδής στη λύρα. Ασχολήθηκε πολύ με τη χορική ποίηση. Ο Πλάτωνας τον κατατάσσει ανάμεσα στους επτά σοφούς της αρχαιότητας.
Σοφοκλής (496-406 π.Χ) Μεγάλος τραγικός ποιητής. Πήρε σπουδαία μόρφωση. Διδάχθηκε μουσική και όρχηση πιθανότατα από το διάσημο μουσικό Λάμπρο. Έγραψε 123 δράματα από τα οποία 18 σατυρικά και νίκησε 24 φορές σε δραματικούς αγώνες. Απ΄ αυτά διασώθηκαν 7 ακέραια («Αντιγόνη», «Ηλέκτρα», «Τραχίνιαι», Οιδίπους επί Κολωνό», «Οιδίπους Τύραννος», «Αίας», «Φιλοκτήτης»). Από την μουσική του τίποτα δεν έχει διασωθεί. Τα χορικά του πάντως είναι υψηλά δείγματα λυρισμού κι ενός στοχασμού ήρεμου, μεστά από μεγαλοπρέπεια και χάρη. Έγραψε επίσης ελεγείες και παιάνες.
Στησίχορος. (632-556 π.Χ) Χορικολυρικός ποιητής και κιθαρωδός, που άκμασε στην Ιμέρα της Σικελίας. Η ποίησή του είναι κοντά στο έπος. Κατά τη Σούδα αντικατέστησε τη νομοστροφική ωδή με τη φόρμα : στροφή - αντιστροφή - επωδός.
Τελέσιλλα. (3ος αι. π.Χ) Λυρική ποιήτρια από το Άργος που διακρίθηκε για τα παρθένια και τα άσματά της σε ιωνικά δίμετρα.
Τελέστης. (420-345 π.Χ) Λυρικός ποιητής από τη Σελινούντα της Σικελίας. Πασίγνωστος διθυραμβοποιός, νικητής σε σχετικούς αγώνες στην Αθήνα και φορέας αλλαγών στη σύνθεση, για τις οποίες επικρίθηκε από τους συντηρητικούς. Σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα από τα έργα του «Αργώ», «Ασκληπιός» και «Διθυραμβικός Υμέναιος»
Τέρπανδος (8ος αι. π.Χ) Λέσβιος ποιητής και μουσικός. Νίκησε δύο φορές στους αγώνες των Κάρνειων στη Σπάρτη και ακόμα πολλές φορές στα Πύθια. Ταξίδεψε πολύ και έζησε στη Σπάρτη, όπου συνετέλεσε τόσο στην πολιτική σταθερότητα, όσο και στη μουσική ανάπτυξη της πόλης. Απαράμιλλος κιθαριστής, θεωρείται ο θεμελιωτής της ελληνικής λυρικής ποίησης, με την εφεύρεση του βαρβίτου, την προσθήκη 8ης χορδής στην επτάχορδη λύρα και άλλες σημαντικές καινοτομίες. Ακόμα σ΄ αυτόν αποδίδεται η παγίωση των κιθαρωδικών νόμων και ο Τερπάνδρειος νόμος.
Τιμόθεος ο Μιλήσιος. (450-360 π.Χ) Διθυραμβοποιός από τη Μίλητο. Η προσθήκη της 11ης χορδής στη λύρα και η ανάπτυξη της μονωδίας είναι μέρος από την προσφορά του. Οι καινοτομίες αυτές προκάλεσαν ζωηρές αντιδράσεις. Παρά τη μεγάλη φήμη του, έχουν σωθεί αποσπάσματα μόνο από τα έργα του : «Κύκλωπας», «Νιόβη», «Πέρσαι», «Σκύλλα», «Ελπήνωρ».
Τυρταίος (7ος αι. π.Χ) Ελεγειακός ποιητής και μουσικός από τη Σπάρτη. Κατ΄ άλλους καταγόταν από την Αθήνα. Οι ελεγείες του και τα πολεμικά του άσματα ενέπνευσαν σε τέτοιο βαθμό τους Σπαρτιάτες στον πόλεμο με τους Μεσσήνιους, ώστε του έδωσαν το δικαίωμα του πολίτη της Σπάρτης και όρισαν να τραγουδιούνται αυτά πριν από τις εκστρατείες τους. Χαρακτηριστικά του ύφους του, που είναι επικό με πολλά δωρικά στοιχεία, είναι τα σωζόμενα έργα του «Ευνομία», «Πολιτεία», «Ελεγεία» κ.α.
Υάγνις. Αρχαιότατος μυθικός μουσικός από τις Κελαινές της Φρυγίας, μαθητής του Μαριανδυνού (εφευρέτη της θρηνητικής αυλωδίας ). Θεωρούνταν εφευρέτης του μονού και του διπλού αυλού, του διατονικού γένους και του τρίχορδου.
Φρύνις (5ος αι. π.Χ) Μουσικός καταγόμενος από τη Μυτιλήνη. Κέρδισε το πρώτο βραβείο κιθαρωδίας στα Παναθήναια το 446 π.Χ. Ανάμεσα σε πολλές καινοτομίες του, για τις οποίες σατιρίστηκε από τους κωμικούς της εποχής, ήταν και η χρήση εννεάχορδης κιθάρας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η μουσική ως τέχνη και στοιχείο πολιτισμού κατείχε κορυφαία θέση στην κοινωνία της Αρχαίας Ελλάδας. Η μουσική δεν ήταν απλά μια μορφή τέχνης και αυτοέκφρασης αλλά ένα δομικό στοιχείο της εκπαίδευσης άρρηκτα συνυφασμένο με την αρετή και τη φιλοσοφία. Αυτό εξηγεί γιατί καλός μουσικός στην Αρχαία Ελλάδα δεν θεωρούνταν αυτός που ήταν δεξιοτέχνης σε ένα μουσικό όργανο ούτε αυτός που τραγουδούσε όμορφα, αλλά αυτός που μπορούσε δια της μουσικής τέχνης να μεταδώσει ηθικές αξίες, κάλλος και αρετή.
Απόδειξη της ύψιστης σημασίας της μουσικής στην αρχαιότητα είναι ότι αυτή υπήρχε σε όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες, στις γιορτές, στο δράμα, στα γυμναστήρια, στις λατρευτικές εκδηλώσεις, στις σπονδές. Στον ιερό χώρο των Δελφών υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος στον θεό Απόλλωνα, το Θεό της μουσικής, όπου γίνονταν Πανελλήνιοι μουσικοί αγώνες. Αοιδοί, ραψωδοί με λύρες και άλλα μουσικά όργανα, υμνούσαν μέσω της μουσικής τους τα κατορθώματα των ηρώων και τη δύναμη των θεών, και παρήγαγαν άσματα για όλες τις ανθρώπινες καταστάσεις και εμπειρίες.
H μουσική υπήρξε στενός συνοδοιπόρος της ζωής του ανθρώπου από τα Προϊστορικά χρόνια. Μέσα από τη μουσική ο άνθρωπος διασκέδαζε, μορφωνόταν, γιατρευόταν, εξέφραζε τις χαρές και τις λύπες τους. Η μουσική, λοιπόν, είναι από τις τέχνες που μπήκε στην ζωή του ανθρώπου από ένα πρώιμο στάδιο της ιστορίας του. Από τις πιο απλές έως και τις πιο πολύπλοκες μουσικές δομές, η τέχνη αυτή φαίνεται να επηρέασε τον άνθρωπο καθώς παρατηρούμε ότι είναι συζευγμένη με την θρησκεία των λαών αλλά και με άπειρες εκφάνσεις της καθημερινής ζωής.
Ο Έλληνας φιλόσοφος Πυθαγόρας, που έζησε γύρω στο 500 π.Χ., λέγεται ότι είχε ανακαλύψει πως οι νότες οι οποίες ηχούν αρμονικά μαζί, έχουν απλούς λόγους συχνοτήτων μεταξύ τους: για παράδειγμα, μια νότα που είναι μια οκτάβα υψηλότερη από μιαν άλλη έχει διπλάσια συχνότητα. Η «διατονική» κλίμακα του Πυθαγόρα, που αποτελεί ακόμα τη βάση της δυτικής μουσικής, αποτελείται από επτά νότες. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης να μελετούν τον τρόπο που επηρεάζει η μουσική τον ανθρώπινο ψυχισμό καθώς επίσης και τον τρόπο που αλληλεπιδρά με την υγεία του. Όσον αφορά το θέμα της υγείας του ατόμου, η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στην ίαση ασθενειών τόσο σωματικών όσο και ψυχικών.
Πηγές:
http://greekworldhistory.blogspot.gr
https://commons.wikimedia.org
http://luthieros.com
http://www.archaiologia.gr/
http://www.dionisos12.com
http://afterschoolbar.blogspot.gr
http://www.greek-language.gr
http://www.discovergreekculture.com
https://peripluscd.wordpress.com
https://kakoblogger.wordpress.com
http://www.lyravlos.gr
http://www.ysma.gr
http://www.facemusic.gr
http://kotsanas.com