Εκκλησιαστική Τέχνη
Σκεύη- Μικροτεχνία
(Βυζαντινή λειψανοθήκη του Τιμίου Σταυρού, η επονομαζόμενη Σταυροθήκη του Limburg)
Ως εκκλησιαστική τέχνη αναφέρεται η βυζαντινή τέχνη που αναπτύχθηκε για την χριστιανική λατρεία με κέντρο την Κωνσταντινούπολη, στην χρονική διάρκεια που έζησε το Βυζαντινό κράτος και στις περιοχές που αποτελούσαν την εδαφική περιοχή αυτού του κράτους. Σε αυτόν τον όρο περιλαμβάνονται τα έργα βυζαντινών καλλιτεχνών που εργάστηκαν στην περιοχή του Βυζαντίου, και είναι η ναοδομία, η ζωγραφική και τα ψηφιδωτά, οι φορητές εικόνες, τα σκεύη και η μικροτεχνία που τα διακοσμεί όπως η αργυροχρυσοχοΐα, η μεταλλοτεχνία κ.α. Η διαμόρφωση της εκκλησιαστικής τέχνης άρχισε πολύ πριν από την ίδρυση του Βυζαντινού κράτους, με βάση τις τεχνοτροπίες της ύστερης αρχαιότητας και κυρίως της ρωμαϊκής τέχνης, αλλά πήρε ξεχωριστή μορφή κατά τον 5ο και 6ο αιώνα. Η βυζαντινή τέχνη δεν τελειώνει με την οριστική πτώση του Κράτους, αλλά σε όλες τις ορθόδοξες χώρες, ως καλλιτεχνική παράδοση κρατάει τους τύπους της ιστορικά μέχρι την αρχή του 19ου αιώνα, και συνεχίζεται ως τις μέρες μας όπου και εμπλουτίζεται σε διάφορους τομείς με σύγχρονα στοιχεία.
Με τον όρο σκεύη αναφέρονται τα ιερά ή λειτουργικά σκεύη που χρειάζονται για να τελεσθούν τα διάφορα μυστήρια όπως η θεία λειτουργία, η βάπτιση κτλ. Είναι το θυμιατό, το μυροδοχείο, το δισκάριο, ο αστερίσκος, η λόγχη, η λαβίδα, οι δίσκοι του αντιδώρου, ο σταυρός της ευλογίας, το δισκοπότηρο, το ζέον, το αρτοφόριο, η κολυμβήθρα, το αντιμήνσιο, τα ιερά άμφια και άλλα. Η κατασκευή τους περιλαμβάνεται στην μικροτεχνία, που είναι η τέχνη κατασκευής καλλιτεχνημάτων και διαφόρων άλλων αντικειμένων μικρού μεγέθους. Για την φιλοτέχνηση και διακόσμηση τους χρησιμοποιούνται πολλές κατηγορίες τεχνών όπως η αργυροχρυσοχοΐα, η μεταλλοτεχνία, η υφαντουργική, η σμαλτοκολλητική, η κεραμική, η ελεφαντουργία, η λιθογλυπτική, η υφαντική διακοσμητική κ.λπ.
(Η βυζαντινή εικόνα της Παναγίας Νικοποιού, Βασιλική του Αγίου Μάρκου, Βενετία)
Λίγοι πολιτισμοί άφησαν δείγματα μικροτεχνίας τόσο υψηλής ποιότητας όσο ο βυζαντινός, παρά το γεγονός ότι λόγω της ταραγμένης ιστορίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν έγινε δυνατό να διασωθεί παρά μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό αυτής της παραγωγής. Ευτυχώς οι γραπτές πηγές συμπληρώνουν τις γνώσεις μας, περιγράφοντας μερικά από τα πλέον εντυπωσιακά έργα κάθε περιόδου. O πλούτος αυτός αφορούσε κατά κύριο λόγο πολύτιμα έργα μικροτεχνίας και χρυσοΰφαντα υφάσματα, τα οποία αργότερα διαρπάγησαν από ναούς, παλάτια και μονές, κατά την διάρκεια επιδρομών και καταλήψεων των μεγάλων αστικών κέντρων της αυτοκρατορίας και κυρίως της Βασιλεύουσας. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι μεγάλο μέρος από τα αντικείμενα αυτού του είδους, που σώζονται στις Μονές του Αγίου Όρους, προέρχεται από δωρεές αυτοκρατόρων ή της άρχουσας τάξεως του Βυζαντίου. Πρόκειται για ενδείξεις ευλαβείας που συχνά συνοδεύονται από αφιερωματικές επιγραφές.
(Κάλυμμα Ευαγγελίου της Θεοφανούς Σκλήραινας)
Τα περισσότερα από τα έργα αυτά ήταν κατασκευασμένα για τις ανάγκες των ναών των μονών, όπως τα ιερά σκεύη ή οι αργυρεπίχρυσες επενδύσεις εικόνων, ιερών βιβλίων και σταυρών. Υπάρχουν όμως και αφιερώματα που είχαν αρχικό προορισμό τις ανάγκες της άρχουσας τάξεως και που αργότερα δωρίσθηκαν στις μονές, όπως μεγάλο μέρος εικονιδίων από ελεφαντόδοτο και στεατίτη ή εγκολπίων από ίασπη, σαρδόνυχα ή άλλα πολύτιμα μέταλλα. Τα έργα αυτά ήταν συχνά κατασκευασμένα, όπως και τα πολύτιμα μεταξωτά υφάσματα, κατ’ αποκλειστικότητα από τα αυτοκρατορικά εργαστήρια. H αξία τους έγκειται κυρίως στην ασυνήθιστη τεχνική τους τελειότητα, συνδυασμένη με υψηλό αισθητικό επίπεδο που ακολουθεί τα καλλιτεχνικά ρεύματα της σύγχρονής τους μεγάλης τέχνης. Τον χαρακτήρα του βαρύτιμου στα έργα βυζαντινής μικροτεχνίας δεν προσδίδουν τόσο τα πολύτιμα υλικά, όσο ο ξεκάθαρος και περίτεχνος τρόπος επεξεργασίας τους, που τα κάνει να ξεχωρίζουν από άλλα έργα χρυσοχοΐας ή ένθετης τεχνικής της εποχής και να γίνονται πρότυπα για τις γειτονικές στο Βυζάντιο χώρες του Βορρά και της Δύσης.
Τα έργα μικροτεχνίας από ελεφαντόδοντο θεωρούνται από τα πολυτιμότερα τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και κατά την βυζαντινή περίοδο. Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο σύμφωνα με τις πηγές, η παραγωγή τους ήταν πλούσια. Το ελεφαντόδοντο χρησιμοποιήθηκε για την επένδυση βιβλίων, επίπλων, θρόνων, θυρών, κιβωτιδίων, διπτύχων κ.ά. Τα κυριότερα εργαστήρια παραγωγής ελεφάντινων έργων εντοπίζονται στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρεια. H μεγάλη τους όμως παραγωγή διακόπτεται στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο κατά τον 7ο αιώνα, για να επαναληφθεί στο τέλος του 9ου και να παρουσιάσει μεγάλη ακμή τον 10ο αιώνα. Τον 11ο αιώνα τα ανθηρά εργαστήρια επεξεργασίας του ελεφαντοστού στην Κωνσταντινούπολη αρχίζουν να αναζητούν φθηνότερα υποκατάστατα της πρώτης ύλης τους, όπως το απλό κόκαλο ή τον στεατίτη.
Τον 10ο και 11ο αιώνα η Μεσοβυζαντινή μικροτεχνία σε ελεφαντόδοντο με θρησκευτικό χαρακτήρα εξυπηρετεί κυρίως τις ανάγκες κοσμικών αρχόντων. Η παραγωγή αυτή αφορά κυρίως την κατασκευή ιδιωτικών φορητών εικόνων με την μορφή δίπτυχου, τριπτύχου και εικονιδίου, ενώ παράλληλα κατασκευάζονται και διακοσμήσεις εκκλησιαστικών επίπλων. Πρόκειται για έργα με εμφανέστατα λειτουργικό περιεχόμενο που είχαν ως θέματα την Μεγάλη Δέηση, σκηνές του Δωδεκαόρτου, ή αποδόσεις της Θεοτόκου και του Χριστού, και συνόδευαν συχνά αυτοκρατορικούς πρέσβεις στην Δύση και τον Βορρά ως αυτοκρατορικά δώρα. Τα έργα αυτά του 10ου και 11ου αιώνα, της λεγόμενης Μακεδονικής Αναγέννησης, χαρακτηρίζονται από συνειδητή ανάκληση στοιχείων της κλασικής ελληνικής παράδοσης. O ουμανισμός της περιόδου των Μακεδόνων έχει επιτύχει πάντως ομοιογένεια τέτοια, ώστε να μπορούν να γίνουν επιτυχείς συγκρίσεις μεταξύ ελεφάντινων και ζωγραφικών έργων ή σμάλτων και μικρογραφιών.
(Εγκόλπιο- Λειψανοθήκη με αμέθυστο, χρυσό και πολύτιμους λίθους και ημιανάγλυφη παράσταση της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, Σέρρες)
Στην βυζαντινή μικρογλυπτική εντάσσονται και τα αντικείμενα από ημιπολύτιμους λίθους που έχουν διακοσμηθεί με σκαλισμένα θέματα. Τα αντικείμενα αυτά είναι ως επί το πλείστον εγκόλπια και εικονίδια αλλά και ιερά σκεύη, όπως Παναγιάρια, και παρουσιάζουν τεχνοτροπική ομοιότητα στο σκάλισμα με τους στεατίτες, γιατί κατασκευάστηκαν πιθανότατα στα ίδια εργαστήρια. Στην ομοιότητα αυτή συμβάλλει και η προσπάθεια να ακολουθούνται στο σκάλισμα και την εικονογραφική απόδοση των θεμάτων οι καλλιτεχνικές τάσεις της εποχής στην οποία ανήκει το έργο, πάντα μέσα στα όρια που επιβάλλονται από την μικρή του κλίμακα. Τα έργα αυτά, με διακόσμηση κυρίως θρησκευτικού χαρακτήρα, προορίζονται για ιδιώτες που τα χρησιμοποιούν ως φυλακτά και συχνά τα προσφέρουν ως αφιερώματα. Επίσης διασώθηκαν Παναγιάρια από λίθο ή κόκκαλο με ενδέσεις μεταλλικές, που εμφανίζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της ποικιλίας της εικονογραφίας των.
(Λειψανοθήκη της Μαρίας Κομνηνής με Τίμιο Ξύλο)
Από την άλλη, η βυζαντινή χρυσοχοΐα είχε φθάσει σε αξιοθαύμαστο τεχνικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, όπως αναφέρουν οι πηγές. Δυστυχώς τα μεγάλα έργα από χρυσό όπως άμβωνες, τέμπλα ή Άγιες Τράπεζες σε ναούς, έχουν όλα χαθεί. Στην περίοδο των Μακεδόνων όμως γνωρίζει ιδιαίτερη άνθιση, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες εκφράσεις της μικροτεχνίας,. Αυτό αποδεικνύεται από τα πολυάριθμα έργα εκκλησιαστικής κυρίως χρήσεως που διασώθηκαν όπως ποτήρια, δισκάρια, λειψανοθήκες, ασημένια και χρυσά κοσμήματα, θυμιατήρια, σταυροί λιτανείας, λύχνοι και λιβανοθήκες. H λατρεία των λειψάνων που ενισχύεται, αυξάνει τον αριθμό των λειψανοθηκών και πλουτίζει την μορφή τους. Οι πολυτιμότερες χρησίμευαν για την φύλαξη κομματιών του Τιμίου Ξύλου. Ακόμη, οι πηγές περιγράφουν επενδύσεις τοίχων ναών από αργυρές πλάκες, αργυρά κιβώρια, εικονοστάσια με σμάλτα και εικόνες με χρυσές και σμάλτινες επενδύσεις.
(Εγκόλπιο με επιζωγραφισμένο σμάλτο)
Επικρατεί επίσης και η χρήση του περίκλειστου σμάλτου με παράλληλη χρήση και άλλων τεχνικών, που συχνά συνδυάζονται. Μετά τον 12ο αιώνα και κατά την περίοδο των Παλαιολόγων κυρίως, παρατηρείται μια τάση μείωσης της οικονομικής αξίας των έργων χρυσοχοΐας, χωρίς όμως να μεταβληθεί η εξωτερική τους εμφάνιση. Έτσι ο χρυσός γίνεται τις περισσότερες φορές άργυρος ή επιχρυσωμένος άργυρος, οι πολύτιμοι λίθοι υποκαθίστανται από ημιπολύτιμους και από συνθέσεις υαλόμαζας, το μέγεθος των μαργαριταριών μικραίνει, και τα σμάλτα τα υποκαθιστά η μικρογραφία ή η υαλογραφία. Ακόμη, κάλυπταν σταυρούς λιτανείας, σταχώσεις ιερών βιβλίων και κυρίως ιερές εικόνες με έκτυπης ή συρματερής τεχνικής επενδύσεις από άργυρο που συχνά τα συμπλήρωνε σμάλτος. Στα έργα αυτά, κυριαρχούν τα ζωηρά χρώματα και οι πολύπλοκες μορφές διακοσμήσεως, που ξεφεύγουν από την αυστηρή γραμμή των αρχαίων προτύπων, τα οποία δεν απορρίπτονται, αλλά πλάθονται με νέο πιο ελεύθερο τρόπο.
Αξιοθαύμαστης τεχνικής, αν και λιγότερο πολύτιμα, είναι τα έργα από χαλκό και ορείχαλκο. H τέχνη του χυτού χαλκού, που ακμάζει στην αρχαία Ρώμη, κληρονομήθηκε στο Βυζάντιο, όπου επίσης ακμάζει, με παραγωγικά κέντρα την Κωνσταντινούπολη και πιθανότατα την Θεσσαλονίκη. Τα προϊόντα των εργαστηρίων τους παρουσιάζουν ποικιλία ειδών θρησκευτικής χρήσης, όπως οι χυτοί σταυροί, μεγάλοι για τους ναούς και μικροί για ατομική χρήση, οι βάσεις καντηλιών, τα μανουάλια, οι λύχνοι, τα κατζία, τα θυμιατήρια, τα πολυκάντηλα κ.ά. Μια άλλη κατηγορία χυτών έργων με τεχνική ρωμαϊκής προέλευσης, είναι οι θύρες μνημειακού χαρακτήρα, που διατηρούν και κατά την βυζαντινή περίοδο στοιχεία προχριστιανικά. Με μια ένθετη τεχνική διακοσμούνται με χάλκινη επένδυση ή με ελάσματα από χρυσό ή άργυρο ή νιέλλο. Πρόκειται για την "εμπαιστική" της αρχαίας Ελλάδας, που ονομάστηκε "δαμασκηνουργία" στα νεότερα χρόνια.
(Εικόνα σε υαλογραφία, Μονή Αγίου Παύλου, Άγιο Όρος)
Στην περίοδο των Παλαιολόγων (1363-1453), απ’ όπου προέρχονται και τα περισσότερα από τα διασωθέντα έργα στις Μονές του Αγίου Όρους, διατηρούνται στην μικροτεχνία τα στοιχεία της κλασικής κληρονομιάς, αλλά έχουν παρεισφρήσει και στοιχεία ή τεχνικές από την τέχνη των χωρών που περιβάλλουν το Βυζάντιο ανατολικά και κυρίως δυτικά, σε μια προσπάθεια ανανέωσης. Έτσι, αποδίδονται καθιερωμένα θέματα στην ορθόδοξη εικονογραφία με τεχνικές σμάλτου συνηθισμένες στην Ιταλία (translucide) ή ακόμη προστίθενται γοτθικής εμπνεύσεως κοσμήματα σε έργα που το σχήμα και η λοιπή τους διακόσμηση είναι καθαρά κλασικού χαρακτήρα. Ακόμη, χρησιμοποιούνται θέματα ανατολικής προελεύσεως -όπως ζώα σε εραλδική σύνθεση- σαν εξωτικού χαρακτήρα κοσμήματα.
Στην Μεταβυζαντινή περίοδο σε αρκετά μοναστικά κέντρα ανθεί η μικρογλυπτική σε ξύλο και άλλα υλικά, για κατασκευή σταυρών ευλογίας, εγκολπίων κ.ά. αλλά είναι τεράστιος και ο όγκος των μεταβυζαντινών αργυρών εκκλησιαστικών αντικειμένων όπως ποτήρια, δίσκοι, θυμιατήρια, καλύμματα Ευαγγελίων, λειψανοθήκες, ριπίδια κ.ά.
Πηγές:
http://www.matia.gr/7/78/7806/7806_2_09.html
http://www.elpenor.org/athos/gr/g218ci01.asp