Κρητική διάλεκτος
Αροδαμός εφύτρωσε
Και χόρευαν οι πέτρες με τα σοκάκια
και αγκαλιάζονταν τα δέντρα με τα παιδιά
και φιλιούνταν οι εκκλησιές με τις καμπάνες
και όλα τραγουδούσαν: «Αροδαμός εφύτρωσε»
Αροδαμός εφύτρωσε σαν ασημένιο τάσι
το φως αρνεύει τσι ψυχές και έχουνε γιορτάσι.
Η πρώτη η αθιβολή με άγιο φως και χώμα
κι ο τόπος διοματάρικος και με λευκό το χρώμα.
Ακάτεχο το γαλανό στην ερωτιά του κόσμου
ετούτη η γη μοσχοβολάει το άρωμα του δυόσμου.
Ραέτι μοιάζει αστεριών και πεθυμιά του άγιου
αποκλασμός του αλμυρού και σκέψη του πελάγιου.
Κι ετά οι τρούλες στέκουνε με του αετού τα μάτια
κι από σταρένια δένουνε της γεννησιάς δεμάτια.
Ετά και εγεννήθηκεν κι αυτός ο Ψηλορείτης
η πρώτη ανάσα του Θεού, το χώμα αυτό της Κρήτης.
αροδαμός: βλαστός / αρνεύει: ηρεμεί / γιορτάσι: γιορτή / αθιβολή: σκέψη, κουβέντα, συζήτηση / διοματάρης: όμορφος / ερωτιά: ερωτική παράσταση / ραέτι: κέρασμα / πεθυμιά: επιθυμία / αποκλασμός: βλαστάρι / ετά: εκεί / τρούλες: κορυφές.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης – από την ποιητ. Συλλλογή Ίτε παίδες Ελλήνων)
Κρητική διάλεκτος
Κάθε ρούγα και Βεγγέρα
Όλου του κόσμου οι γειτονιές στων αστεριών τη στράτα
μισέψαν μιαν αργαντινή τσε σμίξανε δροσάτα,
σεφήδες, διαβατάρηδες ερέχτηκαν την θέα
σεϊρι κάμαν τ’ ουρανού τα κάλλη τα ωραία.
Με χρώματα κι αρώματα εσάσανε παζάρι
που εζήλεψε τσε ζύγωσε τ’ ολόγιομο φεγγάρι,
αγνά κοράσια τση νυκτός σιμώσανε στο φως του
ελούστηκαν την χάρη του και στάθηκαν ομπρός του.
Για κάθε ρούγα μιαν ευχή σ’ ονείρων την βεγγέρα
αδερφοχτοί παντίχνησαν ετούτη την εσπέρα,
σ’ ασπάλαθους και γιασεμιά αναντρανίζουν δρόμοι
αθοί φυτρώνουν τσι γωνιές βαστούν το σταυροδρόμι.
Και όσοι απομεινάρικοι στων άστρων το κορφάλι
οι αορίτες μέλισσες αρνεύουν τους τη ζάλη,
με μια γαλήνη στην ψυχή αγιάζουνε τον ήλιο
κι έτσι αποκαμαρώνουνε, το αγγίνιο τους βασίλειο.
Στράτα: δρόμος, οδός / μισέυω: φεύγω, αναχωρώ / αργαντινή: βραδιά/ σμίγω: συναντιέμαι / δροσάτα: με ζωντάνια, με χαρά / σεφής: γείτονας, κυρίως σε κτήματα/ διαβατάρης: περαστικός / ερέχτηκα: θαύμασα / σεϊρι: χάζι / εσάσανε: φτιάξανε / κοράσια: κορίτσια / σιμώσανε: πλησίασαν / ρούγα: γειτονιά / βεγγέρα: συνάντηση φίλων/ αδερφοχτοί: αδερφοποιτοί / παντίχνησαν: συναντήθηκαν / ασπάλαθοι: αγκαθωτό φυτό της Κρήτης / αναντρανίζουν: ζωηρεύουν / αθοί: ανθοί / απομεινάρικοι: αυτοί που έχουν απομείνει / κορφάλι: μικρή κορφή / αορίτες: βουνίσιος / αρνεύουν= ηρεμούν/ αγιάζουνε: καλημερίζουν / αποκαμαρώνουνε: καμαρώνουν / αγγίνιο: καινούργιο.
(Νατάσα Καλιακούδα – Ποιήτρια)
Κρητική Διάλεκτος
Ονειρεμένη αλήθεια
Αβάντζα εφιλάς τον κάτασπρο του ήλιου αθό
στου αγέρα τ’ ακρημιό το άστρι που είναι του ξανθό
βλυζά με χείλι τσε αμαθιά που γαλανή ελπίδα
οχθηά σαν έχει αθηρή τσε χάρην ηλιαχτίδα.
Κανακεμένη εσύ ντιρμπάζα τσ’ εύμορφη γητιά
γυμνή σου ψάλλε μας π’ ουράνια νάμι την ανθοβολιά
ως φέγγεις θάλασσας γλυκής, περάτης πλαγιασμένη
πελάγη ώ στ’ αμόλευτα τσε ώρια δροσεμένη.
Αγαπημένη λυγερή που αντάμα κλώθεις ήλιο
σ’ αργατινές απηλογιά που αντέτι γίνε τήλιο
τσε μπλάβος που Νοθιάς, ξυφαίνεις όντε την ελπίδα
ραέτι κάνε την θειαρμή τσε τ’ ἀλικο ασπίδα.
Τσε όντε κατσά-κατσά της θύμησης εβγούν τα κρίνα
το ζάλο ξύφαινε τρανό στην αψηλή μαρίνα
το φέγγος να ’βρει η ψυχή που ξεμιστεύει αγνύθια
τρανά σαν έχεις θάματα που ονειρεμένη αλήθεια.
αβάτζα: περίσσια / αθός: ανθός / ακρημιά: ακρινή / βλυζό: γλυφό, αρμυρό / αμαθιά: ματιά / οχθηά: όχθη / αθηρός: ανθηρός / κανακεμένη: χαϊδεμένη / ντιρμπάζα: ατίθαση / γητιά: ευχή, ξόρκι / νάμι: φήμη / περάτης: διαβάτης / αντάμα: μαζί / αργατινή: βραδιά / απηλογιά: απάντηση, απολογία / αντέτι: συνήθεια / μπλάβος: βαθύς μπλέ / νοθιάς: νοτίας / ξυφαίνω: υφαίνω / όντε: όταν / ραέτι: κέρασμα / θειαρμή: ματιά / κατσά κατσά: κρυφά / ζάλο: βήμα / ξεμιστεύω: λυτρώνω / αγνύθες: τα βάρη τα οποία δένονται επάνω στα στημόνια και τα τεντώνουν προς τα κάτω.
(Ευάγγελος Γουργουλιάνης – Ποιητής)
Κρητική διάλεκτος
Θεών Λευκό Λιοντάρι
Χαμαί τση γης εξάπλωσε Θεών λευκό λιοντάρι
κανακεμένο εφώλιασε απ’ αστεριών την χέρα
αποκλαμούς δεξιά εβάσταε με το 'να του ποδάρι
τσε στα ζερβά του εκράτεε ασπίδα τσε αιθέρα.
Τα θαλερά που κουβανεί σ’ ενα βουργιάλι βάνει
ξετρέχει τα με προθυμιά καθώς ακροπατάει
πάνω σε σώπατα παλιά ψυχές που εξυγιάνει
τσε εκείνα του για να σταθεί τούτον αποζητάει.
Εφανερώνει του φωνή που ανάφκει τσε δεν σβήνει
με λόγια που αγγελόστρατα τυλίγει όλην την πλάση
τσε οι χελιδόνες πρόθυμες βαστάαν δυοσμαρίνι
θαρεύγοντας του την λαλιά μες τ’ ουρανού τα δάση.
Πάνω σε τρούλα τση αυγής υφαίνει τα φτερά του
φτιαμένα που 'ναι όλοχρυσα απ’ τσι φωνές αστράδων
βαστούνε μέσα τους γητιές τσ’ όλα τα μυστικά του
καθώς εκάμουσιν αναλαμπήν τσι περασιές κορφάδων.
Θωριά του απλώνει μονομιάς με χτύπο αντρειωμένο
τσ’ οι ροδαμοί ξεχύθηκαν στα πέρατα του κόσμου
ο ήλιος μες το στήθος του παιδί αλαφρωμένο
που κρύβει του την ομορφιά, στ’ αρώματα του δυόσμου.
Χαμαϊ: κάτω στο έδαφος / Κανακεύω: καλομαθαίνω/ Αποκλαμός: βλαστάρι / Ζερβά: αριστερά / Θαλερά: με ζωντάνια / Βουργιάλι: υφαντό σακίδιο / Ξετρέχω: προωθώ / Σώπατο: ομαλό έδαφος / Εξυγιάνει: εξαγνίζει / Ανάφκει: ανάβει / Αγγελόστρατα : Απόκρυφα (που έρχονται από τα ουράνια) / Βαστάαν: βαστούσαν/ Θαρεύγοντας: εμπιστεύοντας / Τρούλα: η κορυφή / Αστράδες: πολλά άστρα μαζί / Γητιά: ευχή/ Εκάμω: κάνω / Αναλαμπίζω: φεγγοβολώ / Περασιά: το πέρασμα / Θωριά: όψη / Ροδαμοί: άνθη / Αλαφρωμένο: δίχως βάρος.
(Παναγιώτης Άγγελος – Ποιητής)
Κυπριακή διάλεκτος
Ελλάδα πεθυμώντα «Σονέτο»
Σιμάδιν έβαλεν ο Θιος τζ’ αγνώντα
την μεγαλόνησον τ’ άστρα τζαι χάσκουν
ζηλέυκουσιν τζαί απ’ αυτό να πάσκουν
τζ’ αχάπαρο το γαλανό βιγλώντα.
Χοχλά τζαί η αλμύρα κελαηδώντα
τζαί στην χαράν πεζούνια τζ’ αν μετάσχουν
απλοσιερκιάν τα κύματα διδάσκουν
τζ’ όλα μαζί Ελλάδα πεθυμώντα.
Μισεύκει τζαί απ’ τους αετούς το γαίμαν
θκιακλύζουσι φτεράν με λασμαρίνες
τζ’ ελευθερώντα στέκουνε στα όρη.
Σημάδιν έβαλεν τζαι δίχως ψέμαν
ζηλεύκουσιν του γαλανού οι μαρίνες
που έφτιαξεν ο Θιός, ωραίαν κόρη.
Φκιόρα: λουλούδια / τζιερκά: κεριά / πεζούνια: περιστέρια / φουντάνα: βρύση / Αγνώντας: παραλία / αχάπαρο: ανήδεο, ανήξερο / βιγλώντας: κοιτώντας / χοχλά: βράζει / τζαί: και / απλοσιερκιάν: απλοχεριά / μισεύκει: φεύγει / γαίμαν: αίμα / θκιακλύσουν: ξεπλένουν.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης – από την ποιητ. Συλλλογή Ίτε παίδες Ελλήνων)
Κυπριακή διάλεκτος
Η καρδιά μου πεθυμώντα «Σονέτο»
Βούλω μου κρυφά τζαί ψηλά εν άστρον
τζ’ έχω λευκόν πεζούνιν δια σημάδιν
με φκιόρα που να φέγγουν στον σκοτάδιν
τζαί πάσκω εκεί να κτίσω μου ένα κάστρον.
Τζαί τα φεγγάρια να θωρούν το άσπρον
τζαί οι φουντάνες μακριά απ’ τον Άδην
στέλνουν φιλούθκια να χοχλούν το βράδιν
να ‘ναι η αγάπη για τον Άδην σκιάχτρον.
Ψηλά θωρεί η καρδιά τζαί να πετάση
πιο πάνω απ’ τις κορφές στο τζυπαρίσσιν
ας είμαι δαχαμαί κι όμως θωρώντα.
Σαν το φεγγάριν τ’ όνειρο να μοιάσει
του γαλανού αγάπης να ‘ναι βρύσην
και άγια πηγή η καρδιά μου πεθυμώντα.
Βουλή: θέλω, επιθυμώ / πεζούνιν: περιστέρι / φκιόρα: λουλούδα / πάσκω: προσπαθώ / φουντάνες: βρύσες / φιλούθκια: φιλιά / χοχλά: βράζει / δαχαμαί: εδώ χάμω / πετάση: πετάξει / τζυπαρίσσιν: κυπαρίσι / βρύσην: βρύση / πεθυμώντα: πεθυμώντας.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης)
Κυπριακή διάλεκτος
Μιαν αλησμόνα εβαστώντα «Σονέτο»
Εμείς που φκιόρα νόμων εκρατούμε
του νήλιου δέρνει μας τον νουν η ομορκιάν
μα κόπους τάχατες τζι αν μας πούμε
ποτές δεν νιώσαμε πολλούς εις την καρκιάν.
Τα νείρα σ’αετούς, κοντά μας ζούμε
κορμοστασιάν βαστώντα τόσην μ’ερωθκιάν
αννοιώντα στράτες που κοντά θωρούμε
το γαίμαν που άχραντο σε θείαν αναπνιάν.
Τζαι κάθε κλώσμα μας που γέλιον μοιάζει
τζειμέσα κάμνειν η αμμαδκιάν ταξίδι
σγιαν πόνους τζαι καμούς ευθύς ξεχνούμε.
Καλό τζι αν είν γευόμαστε που αγιάζι
γυρεύκει ειναι μας που σγιαν ορμίδι
ετούτη η λησμονιάν, το φως που ζούμε.
φκιόρα: λουλούδια / νήλιος: ήλιος / τον νουν: τον νου / ομορκιάν: ομορφιά / τζαι: και / τάχατες: τάχα / τζι: κι / καρκιάν: καρδιά / νείρα: όνειρα / βαστώντα: βαστώντας / ερωθιά: ερωτική παράσταση / αννοιώντα: ανοίγωντας / στράτα: πορεία, δρόμος, διαδρομή / θωρώ: βλέπω / γαίμα: το αίμα / άχραντο: αμόλυντο, αγνό / αναπνιά: αναπνοή, ανάσα / κλώσμα: λύγισμα / τζειμέσα: εκεί μέσα / αμμαδκιά: ματιά / σγιάν: σαν / καμός: καημός / γυρεύκω: γυρεύω / ορμίδι: το λεπτό νήμα με το οποίο δένονται τα άγκιστρα και διάφορα άλλα αλιευτικά όργανα.
(Ευάγγελος Γουργουλιάνης – Ποιητής)
Ναυτικό γλωσσάρι
Ήτανε θέλημα Θεού
Αβέρτος είναι ο ουρανός κι ασένιο το φεγγάρι
ρίχνουν μαλάγρα στον αφρό και τρέμει η αλμύρα
ξεχύθηκε στο γαλανό το φως και θα σαλπάρει
ήτανε θέλημα Θεού, Ελλάδα να ‘ναι η μοίρα.
Και βγάλανε τα ριζωτά το χώμα απ’ τα φλέβες
και τ’ ακουμπήσαν στον αφρό σαν μάρμαρο και γνώση
οι αγέρηδες κάναν σιωπή και ξανεμιά στα μέρη
κι είχε ο Θεός απ’ την αρχή, ιδέα κι άλλη τόση.
Τα ρίφια από διαμαντωτό και ρουμπινένιο χρώμα
ρεμέντζο ήταν το λευκό κι ο ήλιος να προσέχει
γέννησε θέατρα πολλά εκείνο τ’ άγιο χώμα
και από τότε ως σήμερα σταματημό δεν έχει.
Κροσάροντας το γαλανό ημίθεους γεννήσαν
τα ύστερα χωματερά να έχουνε εξάντα
σαν ατραπό σε μυστικό δείπνο που λίγοι ζήσαν
τα πληγωμένα αλλοτινά θε να φωνάζουν γιάντα.
Μόνο σημάδι ο Θεός ελληνικό το χώμα
έκανε γάσα τ’ αλμυρό για να φυλάει τ’ άγιο
το χώμα το ελληνικό και το φυλάει ακόμα
κι αν όλα σβήσουν μια στιγμή, αυτό, όχι μα τον Άγιο
Χόβολη: στάχτη / ασένιο: έτοιμο / μαλάγρα: φαγητό, που ρίχνουν οι ψαράδες για να προσελκύουν τα ψάρια. / ξανεμιά: μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας / ρίφια: σκόπελοι / ρεμέντζο: σχοινιά και εξαρτήματα μόνιμου αγκυροβολίου / κροσάροντας: διασχίζοντας / εξάντας: όργανο που προσδιορίζει το στίγμα / ατραπός: μονοπάτι ή πέρασμα που δύσκολα το ακολουθεί κανείς / γάσα: κόμπος.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης – από την ποιητ. Συλλλογή Ίτε παίδες Ελλήνων)
Ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα
Φιόρο μου αθάνατο
Φιόρο μου συ αθάνατο μιρακολόζο τσιέλο
λουμπάρδα ανάβεις τσι ψυχές κι έτσι κινάει ο μπάλος
μια σερενάδα θα σου πω και όλα μου τα θέλω
που σ’ έφτιαξεν απ’ την αρχή ένας Θεός μεγάλος.
Μοιάζεις τερόζο γαλανού σπετάκολο του ήλιου
και σαν σκοπέρτο του λευκού κι ενός Θεού ρεγάλο
ντα ρεκαμόδο της αυγής και ζέσταμα του τίλιου
η του Λεβάντε οκαζιόνε κι άρμα μου μεγάλο.
Πρετσιόζο μοιάζεις του λευκού κι εγώ σ’ ακομπανιάρω
παρέα με τις περγουλιές και τα γλυκά καντούνια
κάθε που θα ‘ρθει ο Αυγερινός φιόρο μου σε κορτάρω
τα μπρατσολέτα του Μαγιού επάνω σου μιλιούνια.
Μια ρεβερέντζα έχω για σε, σε κάθε απερτούρα
η κάθε σου μέρα λευκή και οι βραδιές σεράτα
άλλη δεν φτιάχνει ο Θεός για θα ‘βρει σκονταδούρα
φιόρο μου συ αθάνατο, είσαι η κάθε στράτα.
ρεκαμόδα: κεντητά στολίδια / καντούνια: σοκάκια / τσιέλο: ουρανός / περγουλιές: κληματαριές / φιόρα: λουλούδια / καντηλιέρια: κηροπήγια / μιρακολόζο: θαυμάσιο / λουμπάρδα: φωτιά με χαμόκλαδα / σερενάδα: καντάδα / τερόζο: θησαυρός / σπετάκολο: θέαμα / σκοπέρτο: ανακάλυψη / ρεγάλο: δώρο / ντα: σαν / ρεκαμόδο: κεντητό στολίδι / οκαζιόνε: ευκαιρία / άρμα: οικόσημο / πρετσιόζο: πολύτιμο / ακομπανιάρω: συνοδεύω / περγουλιές: κληματαριές / καντούνια: στενά σοκάκια / κορτάρω: φλερτάρω / μπρατσολέτα: βραχιόλια / ρεβερέντζα: υπόκλιση / απερτούρα: ευκαιρία / σεράτα: γιορτή / σκονταδούρα: εμπόδιο.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης – από την ποιητ. Συλλλογή Ίτε παίδες Ελλήνων)
Πελλοπονησιακό γλωσσικό ιδίωμα
Μανόγαλο στις ρούγες
Αζάτος πάλι ο ουρανός για φτιάξη
κι ανασοά ολόϋρα στο γαλάζιο
βατσίνωσε τη γης τ’ άσπρο ν’ αλλάξει
να φτιάξει Ελλάδα κι ως τα σήμερα αχουγιάζω.
Καλοπεσάς κι ο ήλιος για τη στέψη
και φεγγαρένια βεντεμιά η το ρεγάλου
μοιάζει μανόγαλο το άσπρο για τη θρέψη
κι αντίδωρο ενός λαού μεγάλου.
Ροβολάν κατάχαμα τ’ ασκέρια
κι ανεβάσταγες οι ρούγες στ’ άγιο χώμα
στήσαν χορό οι ανθρώποι με τ’ αστέρια
και ως τα σήμερα, το θυμούνται ακόμα.
ρούγα: γειτονιά / κούμπα: βρύση / στρατόνι: πεζούλα / τσότρα: δοχείο κρασιού / περγουλιά: κληματαριά / γαλατσίδα: αγριόχορτο / αζάτος: ευκίνητος / ανασοά: ανακούφιση / ολόϋρα: ολόγυρα / βατσινώνω: εμβολιάζω / αχουγιάζω: φωνάζω δυνατά / καλοπεσάς: καλοπροαίρετος, συνεργάσιμος / βεντεμιά: επιθυμία / ρεγάλο: δώρο / μανόγαλο: το γάλα της μάνας / ροβολάω: κατηφορίζω / ασκέρι: πλήθος, όχλος, οικογένεια / ανεβάσταγο: ανυπόμονο.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης – από την ποιητ. Συλλλογή Ίτε παίδες Ελλήνων)
Τσακωνική διάλεκτος - Αρχαία Δωρική
Τζαί απ΄ταν ούρα έντανι, απ΄ετίνα ταν κορφά,
αβάρετε εμπαίτσε ο ήλιε άκειρε τσε έκι ατσεραίνου
τσαί γεννάτ΄η Λακωνία.
τσαί γεννάταϊ Θέατρα,
τσαί γεννάταϊ σχολεία
ο τσερέ εδροσίε τσαί θυτρούκαϊ δεντζικά
οι νυγδαλίε εμπαλίκαϊ τα άνθη τσαί ο τόπο,
έκι γιομάτε από εάτου τσαί δεντζικά,
το φεγγάρι έκι γυαλίζουντα τσαί σα βασίλισσα,
έκι κασημένα το παναθούζι τσαί εκι τσεντούα
τσαί έκι σαν άνοιξη΄πε ά γη ανθίζα τσαί λουλουδίζα,
ο ήλιε έκι φουϊκίχου του κορφέ του σίνοι,
ο ουρανέ έκι ολόχζυσε,
φωνέ από ‘ωγί, φωνέ απ’ πά τσαί α χελιδόνα,
έκι κασιμένα τα φωλία σι
τσε εκι χσιονίχα τα πουλάντζα σι.
Έκι ονοιάζου ο τόπο μεταξωτέ ζούχο
τσε όα ήγκι τραγουδούντα,
οι γουναίτζε, οι σατέρε, οι τσέλλε,
τσαί με χαρά άγκαϊ του σίνοι
τσαί με τουρ Αναραϊδε τσάχουντε,
ο αετέ, αγροϊστέ τάνου τον ήλιε,
Και από την ώρα αυτή, από κείνη την κορυφή, ακούραστος βγήκε ο ήλιος άπειρος και μεγάλωνε και γεννήθηκε η Λακωνία, και γεννήθηκαν θέατρα, και γεννήθηκαν σχολεία, ο καιρός εδρόσισε και φύτρωσαν δέντρα, οι μυγδαλιές έβγαλαν τα άνθη και ο τόπος, ήταν γεμάτος από έλατα και κέδρα, το φεγγάρι γυάλιζε και σαν βασίλισσα, καθόταν στο παράθυρο και κεντούσε, κι ήταν σαν άνοιξη που η γη ανθίζει και λουλουδίζει, ο ήλιος φώτιζε τις κορυφές των βουνών, ο ουρανός ήταν ολόχρυσος, φωνές από δω, φωνές από κει κι η χελιδόνα, κάθεται στη φωλιά και ζεσταίνει τα πουλάκια της. Έμοιαζε ο τόπος μεταξένιο ρούχο, και όλα τραγουδούσαν, οι γυναίκες, οι θυγατέρες, τα σπίτια και με χαρά πήραν τα βουνά και με τις Νεράιδες τρέχουν, ο αετός καβάλα πάνω στον ήλιο..................
(συνέχεια)
χορέγγουντε τσαί τραγουδούντε,
ενέντζε κρασί καλέ τάνου του τζεράμου
τζαί οι τζέλλε,
ετάκχαϊ τσ’ εμποίκαϊ μετάνοιε τάν ιγή.
Έντενι ο τόπο ένι θεόρατε τσαί ουρανέ
αραμάτζε αποσαουτέ,
τσαί ο αυγερινέ τσαί γιούρε τα μιτσά άσα
τζαί το φεγγάρι, έκι τσάχουντα ένα γιούρε τάν αυλή
ξικάζουντα ένα γιούρε.
Σαν λίμνα έκι ήσυχο α θάσσα τσαί εφορέτζε
άβα είδητα τσαί εμπαήτζε τάτσου του χούρε,
εμπαήτζε τάνου τάν κορφά του δεντζικού
μ’ ένα κοτσινέ ταγάρι τζαί νία γουλία κρασί
τσαί για έτενι το τόπο,
εβαλήτζε το θεό (ε)γγιτή.
Τσαί ο τόπο έκι νιοάζου ασημένιε, γιαμαντένιε,
τσαί γεννάτε φως Ελληνικό, α λέξε, αμπάδα,
κάθε ογής λύχινε,
τζαί τραγουδούντε εμαζούταϊ προυτέσε τα κ(χ)άρα,
μιτσοί, ατσοί τζαί γέρουντε,
χορεύοντας και τραγουδώντας, έφερε κρασί καλό επάνω στα κεραμίδια και τα σπίτια, σηκώθηκαν κι έκαναν μετάνοιες στη γη. Αυτός ο τόπος είναι θεόρατος κι ο ουρανός έμεινε άφωνος, και ο Αυγερινός και γύρω τα μικρά άστρα, και το φεγγάρι, έτρεχε γύρω στην αυλή κοιτάζοντας γύρω. Σαν λίμνη ήταν ήσυχη η θάλασσα και φόρεσε άλλα ρούχα και βγήκε έξω στα χωράφια, ανέβηκε επάνω στην κορυφή του δέντρου, μ’ ένα κόκκινο ταγάρι και μια γουλιά κρασί, και για τούτον το τόπο έβαλε τον Θεό εγγυητή. Και ο τόπος έμοιαζε ασημένιος, διαμαντένιος, και γέννησε φως Ελληνικό, λέξεις, λαμπάδα, κάθε λογής λυχνάρι, και τραγουδώντας μαζεύτηκαν μπροστά στη φωτιά, μικροί, μεγάλοι και γέροντες.
(συνέχεια)
μαζούταϊ τα θυμάζια, οι κουμαρίε, οι ατσιμπντάνου
οι έατοι, τα κραματόφυα,
τζαί α κχάρα αμπρούτζε
τσαί πέτσε το φεγγάζι τον ήλιε,
έα να ντι θιλήου τσαί θήλιμοι τσε εκιού,
τσαί το φως, άντζε του χέρε σοι το θυνιατέ
για να θυνιακίση τον άντε ταρ α μέρα
τσαί ταν ίδε ούρα,
οι πέτζικε ήγκιαϊ δροσισκουμένοι σ’ ένα ρυάτζι
τσαί ‘πο τηνανί το (χ)σίνα , το Μαλεβό,
αμάραντε έκι τσάχουντα το φως σαν αντίδερε
τσαί το άτσι με το αφρέ από τα θάσσα
ήγκιαϊ νοιάζουντα μαζί σα τσίποι τσαι ανυφάντρα
τσαί το φάσιμο α βαφή από τον ουρανέ.
Οπά πέρε, οπά τάνου,
ούνι γεννατοί ποτέ προδότε, μονάχα Έλληνες.
τσαί όα ήγκιαϊ χορέγγουντε
τζαί όα ήγκιαϊ τραγουδούντε
τσαί όα ήγκιαϊ φωνιάντουτε,
α γρούσσα νάμου ένι του Θεού
α γρούσσα νάμου ένι Ελληνική
α γρούσσα νάμου ένι αιώνια
καούρ εκοκιάτε.
Τσακωνική διάλεκτος. Αρχαία Δωρική
μαζεύτηκαν τα θυμάρια, οι κουμαριές, τα σφεντάμια, τα έλατα, τα κληματόφυλλα, και η φωτιά εφούντωσε, και είπε το φεγγάρι τον ήλιο, έλα να σε φιλήσω και φίλησέ με κι εσύ, και το φως, πήρε στα χέρια του το θυμιατό για να θυμιατίσει τον άρτον τον επιούσιο και την ίδια ώρα, οι πέρδικες δροσίζονταν σ’ ένα ρυάκι και από κείνο το βουνό, τον Μαλεβό, αμάραντο έτρεχε το φως σαν αντίδωρο, και το αλάτι με τον αφρό από τη θάλασσα, έμοιαζαν μαζί σαν κήπος και υφάντρα και το υφάδι, το χρώμα απ’ τον ουρανό. Εκεί πέρα, εκεί πάνω, δεν γεννήθηκαν ποτέ προδότες, μονάχα Έλληνες. Και όλα χόρευαν, και όλα τραγουδούσαν και όλα φώναζαν, η γλώσσα μας είναι του Θεού, η γλώσσα μας είναι Ελληνική, η γλώσσα μας είναι αιώνια, καλώς κοπιάσατε.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης – από την ποιητ. Συλλλογή Ίτε παίδες Ελλήνων)
Αρχαία Αττική διάλεκτος
Πόθεν άρξομαι
Πόθεν άρξομαι…
Δόκησιν λέγω και θυμόν πετάννυμι,
έχω γεγωνείν γεγωνία τη φωνή
και όμνημι πάντας άρδην τους θεούς,
Ελλάδα γλώσσαν ήιμι ως ιερά δόσις.
Πόθεν άρξομαι...
άφθιτον πύρ το εξ εαυτού βλεπόμενον
και αρόσιμος γύα.
Κατά χθονός όμματα πήγνυμι εξ’ εσχάτων εις έσχατα
και άγαμαι τοις έργοις τινός άχρι της σήμερον ημέρας
καθάπερ προείρετο.
Πανταχή προσδέκομαι
και πανήγυρις εστί οφθαλμών…
Δήμος ονείρων
κλέος ευρύ
ο καρπός φρενών
ο επιών καρπός
η Ελλάς.
Πόθεν άρξομαι…
Ουδέν ειμί ένθεος προς αρετήν, ουδέν ενύπνιο ορώ
ουδέν επιγιγνώσκω ου μην αλλά,
εξάπτω τι εκ τινός
επιτήθιμι τινί κήτι φιλώ
η θέμις εστί.
Πεπρωμένον εστί…
Μία εστί νύν και αεί η γλώσσα θεού τε και αγγέλων.
Η Ελληνική.
Αρχαία Αττική διάλεκτος (μετάφραση)
Από που ν’ αρχίσω
Από πού ν’ αρχίσω.
Εκφράζω δοξασία και ανοίγω την καρδιά μου,
μπορώ να πω με δυνατή φωνή
και ορκίζομαι σε όλους μαζί τους θεούς,
μιλώ την Ελληνική γλώσσα σαν δώρο θεού.
Από πού ν’ αρχίσω.
Αθάνατη φωτιά το αυταπόδεικτο
και καρποφόρος μήτρα.
Καρφώνω τα μάτια στη γη απ’ άκρου εις άκρο
κι ευχαριστιέμαι με τα έργα κάποιου μέχρι σήμερα
όπως ακριβώς είχε προκαθοριστεί.
Βλέπω προς κάθε μέρος
και είναι απόλαυση των ματιών…
Η γη των ονείρων
η μεγάλη δόξα
η σοφία
το μέλλον
η Ελλάδα.
Από πού ν’ αρχίσω.
Δεν κατέχομαι απ’ το θείο, δεν ονειρεύομαι
δεν επινοώ τίποτε αλλά όμως,
δίνω κάτι απ’ το κάτι
θέτω τέλος σε κάτι με όλη μου την καρδιά
όπως είναι δίκαιο.
Είναι γραφτό…
Μία είναι και θα είναι η γλώσσα του θεού και των αγγέλων.
Η Ελληνική.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης – από την ποιητ. Συλλλογή Ίτε παίδες Ελλήνων)
Ηπειρώτικο γλωσσικό ιδίωμα
Της γεννησιάς το γάλα
Αρβάλα έχουν τα βουνά κι αρέντα έχουν οι κάμποι
απαντοχή τα ριζωτά και όνειρα μεγάλα
βαϊζουν τ’ άστρα για να ιδούν τον τόπο μας απ’ λάμπει
που λαγαρός ο τόπος μας απ’ τ’ς γεννησιάς το γάλα.
Φεγγάρια θηαμένοντας ροβόλισαν μ’ αντράλα
και στα κρινιά του τόπου μας ήρθαν να μάσουν γύρη
την αρεσειά του ο θεός τη στέλνει με ψιχάλαο
τόπος μας κι αν είν’ μικρός, τρανό το πανηγύρι.
Φέρτε μπαζίνα και κρασί κι ανάψτε μια τζιαμάλα
ως του γεράνιου να φανεί για να χαρούν κι τ’ άστρα
και πυρομάδες φέρτε μας φαρίνες και τα μάλα
και να γιορτάσουμε μαζί, τ’ς γεννησιάς κουλιάστρα.
αρβάλα: μεγάλη φασαρία / αρέντα: τρεχάλα / απαντοχή: προσμονή / βαϊζουν: γέρνουν / λαγαρός: καθαρός / θηαμένομαι: θαυμάζω / ροβολάω: πάω προς τα κάτω / αντράλα: η ζάλη / κρινί: η κυψέλη για μελίσσια / αρεσειά: αυτό που μου αρέσει / μπαζίνα: φαγητό με πρώτη ύλη το καλαμποκάλευρο / τζιαμάλα: η μεγάλη φλόγα / γεράνιο: βαθύ μπλε χρώμα / πυρομάδες: φέτες ψωμιού πυρομένες στη φωτιά / φαρίνα: λευκό ψωμί μα ιδιαίτερη γεύση / τα μάλα: τα πολλά / κουλιάστρα: το πρωτόγαλα των πρώτων ωρών.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης – από την ποιητ. Συλλλογή Ίτε παίδες Ελλήνων)
Γλωσσικό Ιδίωμα των Ρομάνι
Ντα πουτάρ η πέντζεραβα ο ντέλ
ντα ταρ ο μπατσάβα,
σικαντινάιλο ε κχαμέσκο σσάφκι
λουλουγκιάιλο σα ο τχαν
ντα σσουκάιλο σαρ κεζαλουνό κοτόρ.
Η μουσικί, η γκιλί, ο κχελιπέ
σαχπαχτάν τζι η ρατ ντα ο τχαν
σι ασσουν ντό, σαρ τζε νετλίκο,
καβά σας λεσκό κϋσμέτι
νταάμπουτ καλέσταρ νασστί κεντρόλας.
Κερντιλό μπαρό ντα ναμλό,
ντα ο κχαμ μορμισαρέλας
ντα αβκίν τχάβνελ κατάρ λεσκό μούι
κε τσιρισσιναλέ ουσστά,
ντα λουλουγκιάιλε ε κοπάτσα ντα ο τχαν
σαρ μπιμπορσιμέ λουλουγκί
ρουπέσκο, μπιαρντό, γκουζέ-λαλάκο
σαρ πατισσάικα, κε μπερεκέτι
ντα μπαρό-νάμο ντα κιμπαρλούκο
λατσέ-μπαχτάκο ο τχαν
ντα επτέν-πφερντό κε τσερινά
μπουτ-ζενγίνι ντα μπαρικανό.
Σσύκυρ ε Ντεβλέσκε,
ο Ντελέλ μπαρσό σι, να τρασσάντα
ντα τζανέλ σο κερέλ.
Ντα έπνι νταρντνέ γκιλά
γεκ τσχιπ πφαλά ασταρέλ εμέν οπρά πφου, η Ντασικανί.
Ντα έμντα, αγκαντάλ κερντιλό.
Ιδίωμα της γλώσσας Ρομάνι. (Κιμμέρια Ξάνθης)
Κι άνοιξε το παράθυρο ο ουρανός κι από το περιβόλι, φανερώθηκε το φως του ήλιου, λουλούδισε όλος ο τόπος κι ομόρφυνε σαν μεταξωτό ύφασμα. Η μουσική, το τραγούδι, ο χορός, από το πρωί έως το βράδυ κι ο τόπος, είναι ξακουστός, σαν παράδεισος, αυτό ήταν το πεπρωμένο του, περισσότερο απ’ αυτό, δεν μπορούσε να γίνει. Έγινε μεγάλος και τρανός, κι ο ήλιος παραμιλούσε, και μέλι στάζει απ’ το στόμα του, με κερασένια χείλη, κι άνθισαν τα δέντρα κι ο τόπος, σαν αμάραντο λουλούδι, ασημένιος, άφθαρτος, γλυκόλαλος, σαν βασίλισσα με αφθονία, με αίγλη και αρχοντιά, καλότυχος ο τόπος και κατάμεστος με αστέρια, πάμπλουτος και υπερήφανος. Δόξα τω Θεώ, ο Θεός είναι μεγάλος και ξέρει τι κάνει. Και όλα τραγουδούσαν, μια γλώσσα αδέρφια μας κρατάει πάνω στη γη, η Ελληνική. Και αλήθεια, έτσι έγινε.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης – από την ποιητ. Συλλλογή Ίτε παίδες Ελλήνων)
Πομακικό γλωσσικό ιδίωμα
Γιε ντόρναλ πα μαχαλόνο να πανγκύρ
Ποντάλα σο γιο γιε σλόντσε ατζάτ ζα μπαρτσίνα
ι πιλτσκόβι γκνάζντου γκισβίου
αφ ντόλνε γραντίνκι, πότ ζελέν μποσίλεκ
να τσερβένο καλίνο ας αλτόνεν γιασινιάκ
πότ νι σερβένενε γιέρονε
ι αφ σερμπέ μουρένου ι γκνάζντου γκισβίου,
πότ βίτονο γιέλο ας ρούενο βέινο
πότ ζόλτυνε ντούλε,
να ντρούμ, να μερμέτ τασαλάρι
να μπάλα ράκα ας ντλέγκι πλίτκι
πότ να κάσιμτσκα σλάνα
να λέτνα ποσίστα, πότ να πανγκύρ.
Ι νίς βισόκινε πλανίνε κουκουβίτσκανα κούκναβα
Φαφ νάσονο ντόλτε γκράντιτο ι κουκουβίχνανα
κουκόνα να κονάκαν,ι πίγιε μπέλα ρακίγια
ι γιαλάν καράμφιλ, ι ζελέν τσεντράφελ
νιζ γιέλεν ι σάρνα
νιζ σλόντε ι ντέν.
Γιε ντόρναλ γιε γκουλιάμου χορό,
γιουβίτσκα-γιουβίτσκα, βρατά-βρατά
ι ράντβανιε-ράντβανια.
Φ’ νάσονο γραντίνο,
ζατό χερ τζούν, γιέστε νίγιε πέγεμε.
Πομακικό γλωσσικό ιδίωμα
Κι αρχίνησε στη γειτονιά το πανηγύρι, ξεπρόβαλε ψηλός ο ήλιος πίσω απ’ το βουνό κι έκαναν φωλιές τα πουλιά κάτω στους κήπους, κάτω απ’ τον πράσινο βασιλικό, στην κόκκινη ροδιά με χρυσαφένια σκουλαρίκια, κάτω απ’ τους κόκκινους γκρεμούς, και στη μέση στο πέλαγος, κι έκαναν φωλιές, κάτω απ’ το φουντωμένο σκλίθρο με άφθονο κρασί, κάτω απ΄την κίτρινη κυδωνιά, στο δρόμο, στις μαρμαρένιες πέτρες, στ’ άσπρο ποτάμι με μακριές πλεξούδες, κάτω στην Φθινοπωρινή πάχνη, στην καλοκαιρινή δροσούλα, κάτω στο πανηγύρι. Κι απ’ τα ψηλά βουνά, η κουκουβάγια κελαηδεί, στο δικό μας κάτω περιβόλι κι ο κούκος, λαλεί στ’ αρχοντικό, και πίνει άσπρο ρακί, και βυσσινί γαρύφαλλο, και πράσινη τριανταφυλλιά, σαν ελάφι και ζαρκάδι, σαν ήλιος και μέρα. Κι αρχίζει ο μεγάλος θερισμός χωράφι-χωράφι, σταγόνα-σταγόνα, σπίτι-σπίτι, κι αρχίζει ο μεγάλος χορός, φωλιά-φωλιά, πόρτα-πόρτα, κι αγκαλιά-αγκαλιά. Στην δικιά μας αυλή, γι’ αυτό κάθε μέρα, ακόμα τραγουδάμε.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης – από την ποιητ. Συλλλογή Ίτε παίδες Ελλήνων)
Θρακιώτικο – Βυζιώτικο γλωσσικό ιδίωμα
Καρσί απ’ του ιράνιου οι αγγέλ’
Πήγα στο Ντουγούν πε νωρίς
παντρεύουνταν του φιγγάρ’ κι η ήλιους
κι χόριβαν τ’ αστέρια μι του ιράνιου
κι μέτρισα τ’ς αγγέλ’ περίπου χίλιους.
Κι άστραφταν τα βλατιά απ’ το Ντουγούν
κι στουν χουρό αγορόπλα κι κορ’τσόπλα
οι κυράδις ζύμουναν σουμούν’
κι οι χουροί όμοιαζαν νο ξόμπλια.
Καρσί απ’ του ιράνιου οι αγγέλ’
κι στου Ντουγούν τρανό ήταν του χαβέσ’
απ’ τουν ανθό τ’ς Ελλάδας οι μέλ’σις βγάναν μέλ’
παντρεύουνταν η ήλιους, κι του φιγγάρ’ σαν χθες.
κονίσματα: εικόνες / λαγίνι: πήλινη στάμνα / σαμπτάνια: κηροπήγια / τσεσμές: βρύση / μπουρμάς: βραχιόλι / μπουνάρ: πηγή / Ντουγούν: γάμος / πε νωρίς: από νωρίς / ιράνιο: γαλανό / Βλατιά: ρούχα του γάμου / σουμούν: ψωμί / νο: σαν / ξόπλια: ζωγαφιές / Καρσί: απέναντι / χαβέσι: κέφι.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης – από την ποιητ. Συλλλογή Ίτε παίδες Ελλήνων)
Αρχαία Βυζαντινή και λόγιος γραμματεία
Εκ περισσεύματος καρδίας
Και ο Θεός,
εκ περισσεύματος καρδίας ποιητικώ το τρόπω
εκ του μηδενός και γεγωνυία τη φωνή έκραξε
αλήλυθεν η ώρα,
κι έπραξε τόπον, ρόδον το αμάραντον
τα μάλιστα και δη, ιδίας χερσί.
Ιδού δόξης στάδιον λαμπρόν
κατά ξηράν κι επί θύραις αλός
και ονόμασε αυτόν ομφαλόν της γης,
όπερ και εγένετο.
Δώρημα τέλειον εις γενεάς γενεών
ωσεί περιστερά
ωσεί άνθος του αγρού, χάρμα οφθαλμών
ωσαννά εν τοις υψίστοις
αι γενεαί πάσαι, θα δοξάζουσι την αληθείαν
περί το άφραστον θαύμα,
όπερ ουρανόθεν επέμφθη εν χορδές και οργάνω.
Και ο Θεός, από το περίσσευμα της καρδιάς του με ποιητικό τρόπο, από το μηδέν και με πολύ δυνατή φωνή φώναξε, έφτασε η κρίσιμη στιγμή, κι έφτιαξε τόπο αγνό, σε υπερθετικό βαθμό και μάλιστα, με τα ίδια του τα χέρια. Να τόπος πρόσφορος για δράση και άμμιλα, στην ξηρά και κοντά στη θάλασσα, και ονόμασε τον τόπο αυτό το κέντρο της γης, πράγμα που ακριβώς έγινε. Τέλειο δώρο για πάντα, σαν περιστέρι, σαν λουλούδι του κάμπου, απόλαυση των ματιών, δόξα στον ύψιστο θεό, όλες οι γενιές των ανθρώπων, θα δοξάζουν την αλήθεια για το ανείπωτο θαύμα, όπου στάλθηκε από τον ουρανό με μουσική και τραγούδι.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης – από την ποιητ. Συλλλογή Ίτε παίδες Ελλήνων)
Αρχαία Βυζαντινή και λόγιος γραμματεία
Ρόδον το αμάραντον
Ωσεί άνθος του αγρού κι ωσεί λευκή περιστερά
έπραξε τόπον ρόδον το αμάραντον
αι γενεαί πάσαι, δοξάζουσι την αληθείαν εις άνω
όπερ, ουρανόθεν επέμφθη εν χορδές και οργάνω.
Ελληνικός το τόπος, κι εκ περισσεύματος καρδίας
ποιητικώ το τρόπω κι εκ του μηδενός
με γεγωνυία τη φωνή έκραξε ο Θεός
αλήλυθεν η ώρα, αυτή της αληθείας.
Κι ονόμασε αυτόν, ομφαλόν της γης
κατά ξηράν κι επί θύραις αλός ως δώρημα τέλειον
τα μάλιστα και δη, ιδίας χερσί ως αρχιτέκτονας και κτίστης
κι αι γενεαί πάσαι περί το άφραστον θαύμα, ωσσανά εν τοις υψίστοις.
Σαν λουλούδι του κάμπου και σαν λευκό περιστέρι / έφτιαξε τόπο αγνό, σε υπερθετικό βαθμό / όλες οι γενιές, θα δοξάζουν την αλήθεια προς τα πάνω / όπου στάλθηκε από τον ουρανό με μουσική και τραγούδι. - Ελληνικός ο τόπος, κι απ’ το περίσσευμα της καρδιά του / με ποιητικό τρόπο κι από το μηδέν / με πολύ δυνατή φωνή φώναξε ο Θεός / έφτασε η κρίσιμη στιγμή, αυτή της αλήθειας. - Κι ονόμασε τον τόπο αυτό ως κέντρο της γης / στην ξηρά και κοντά στη θάλασσα σαν τέλειο δώρο για πάντα / και μάλιστα με τα ίδια του τα χέρια σαν αρχιτέκτονας και κτίστης / κι όλες οι γενιές για το ανείπωτο θαύμα, δόξα στον ύψιστο Θεό.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης)
Αρχαία Βυζαντινή και λόγιος γραμματεία
Οι καιροί ού μενετοί
Οι καιροί ού μενετοί·
αλήλυθεν η ώρα περί της αληθείας
περί της γλώσσης και πολιτισμού ημών
περί το άφραστον θαύμα ως άκρατος οίνος
περί το άξιον εστί, κι εις το διηνεκές
με γεγωνυία τη φωνή και αντί πάσης θυσίας
ας κράξωμεν ενώπιων ανθρώπων και θεών.
Εάλω η Πόλις, ο ομφαλός της γης
μικρόν κατά μικρόν, και λίθος επί λίθων·
φοβού του Δαναούς και δώρα φέροντας
και φύσιν πονηράν, ματαβαλείν ού ράδιον·
τοσούτο μάλλον, ω παίδες των Ελλήνων ίτε
εφ’ όσον κι οι λίθοι κράξονται παρά θίν αλός
στώμεν καλώς, κι ας κράξωμεν με στεντορία τη φωνή.
Άρατε πύλας, εξ’ υπαρχής και εις επήκοον
άνευ αιδούς κι εξ’ ολοκλήρου,
εν χορδές και οργάνω, έσσεται ήμαρ·
ώ παίδες των Ελλήνων ίτε.
Νύν υπέρ πάντων αγών.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης)
Πολίτικο γλωσσικό ιδίωμα
Τ’ αηδόνι της Ανατολής
Σε φαίνεται παράξενον ήλιε το φως ετούτο
κι από τη ζούλια σου πάλι ρωτάς ταις πέτρες
πώς τα μεϊντάνια μοιάζουνε καιρόν καντιφεδένια
τι είχε ο θεός στον νούν, και στις κρυφές φαρέτρες.
Γιατί σε κληματόφυλλα βάζουν τους μαχαλάδες
το μπερεκέτι είναι πολύν, κι ο τόπος με μπιμπίλια
κι έγινε αντέτι ο χορός κι εξαφνικά οι κυράδες
βάφουν με χρώμα γαλανόν, τα όμορφά των χείλια.
Τ’ αηδόνι της Ανατολής, βασιλικός της Δύσης
εύμορφη γη σαν άνοιξη του κόσμου περιβόλι
τόσο πολύ που εις την καρδιά, έρχεται η θλίψις
κι αυτό είναι από έρωτα, για την ωραίαν πόλη.
Ντερές: ρυάκι / σοκάκι: στενό δρομάκι / μεϊντάνι: πλατεία / καντιφεδένιο: βελούδο / φαρέτρα: θήκη τόξων / μαχαλάς: γειτονιά / μπερεκέτι: πλούτος, αφθονία / μπιμπίλια: δαντέλες / αντέτι: συνήθεια.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης)
Θεσσαλικό γενικά γλωσσικό ιδίωμα
Του πέταγμα απ’ τ’ς αητοί
Νταλάκιασαν απού νιρό οι αητοί απάν απ’ τ’ Βίγλις
κι δεν μπιρέρσαν τα φιγγάρια ντιπ πια να τ’ς θουρούν
τα σύννεφα μι του ιράνιου συμφώνσαν για τ’ βρουχή,
τηρούσαν οι τζαμπαναρέοι, νο ζαβλακουμέν’
κι ζαγκανούσαν τ’ς γκλείτσις τ’ς, για να γκριμίσν’ τ’ς αητοί.
Κανιάφρα, μπιζέρσαν απ’ του τίναγμα, κουράσκαν’
κι πήραν τουν κατήφουρου σιμά απου τ’ς γκουρτσιές
κι σιλουιένταν για τ’ς αητοί, μαζί κι τ’ς γκαλιαμάνις,
κι έβγαναν απ’ τα πθάρια τ’ς φτιρά απ’ τα προυψές
μάζιβαν απ’ τ’ αετόπουλα, ντα γίνουνταν πια μάνις.
Δεν ήταν ψουμουτύρ’ οι Βίγλις για τ’ς τζαμπαναρέοι
κι ας γκιζιρνούσαν όλη μέρα χαλεύουντας φτιρά
ζήλιβαν γλέπ’ς του πέταγμα απ’ δεν έφταναν αυτοί,
έφτιαχναν είνουρα απ’ είχαν, αητούς στα χειμαδιά
κι κόμα – κόμα, μουλουγάν του πέταγμα απ’ τ’ς αητοί.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης)
Γλωσσικό Ιδίωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας
Αγουνιούμασταν να τρανέψουμι
Αγουνούμασταν να τρανέψουμι, άτζιπα του θυμάσι;
κι γλήουρα μάλιστα να μη μας προυφτάσ’ ι χρόνους
κι τ’ς αβροί συνέχεια γιόμζαμι μι είνουρα
κι κάνας δε ζμπόριαξιν κανιάφρα του πώς είνι η πόνους.
Ίνγκαμι άστρα ια καμόσου κι πετάξαμι
ίνκαμι νταλκάδις κι θάλασσις τρανές,
καράβια ίνγκαμι κι τ’ ρότα μας σιαναουάξαμι
κι διαδρουμές χαράξαμι ιμείς άλλις.
Αγουνιούμασταν να φτάσουμι ντιπ τα ψηουά τα κάστρα
στου μαχαουά ’που τ’ αστέρια να κάμουμι πιχνίδια
’ς άνοιξης τα χρώματα να ντύσουμι στ’ άσπρα
αγάπ’, χρώμα κι χαρά, να ουμοιάζ’ν ούλα ίδια.
Ίνκαμι αϊέρας ια λίγου κι αουάξαμι
καμόσα τραούδια απ’ τα πιδιά αϊγαπούν
ίνγκαμι ήλιους κι ουμούτια σιαναουάξαμι
μι λίγα λόια, απ’ στου Θιό σι πάν.
Διάσ’ καμι κι ουχαλίζοντας έφτασαμι τσιακ ιδά
κι δεν πειράζ’ απ’ κάγκαένας δε μας μίλσιν
ένιουσαμι τόσις φουρές πως η ζουή μας φίλσιν
κι αυτό μας φτάν’ ια να πούμι φχαριστώ.
Βιαστήκαμε να μεγαλώσουμε – (απόδοση)
Βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε άραγε το θυμάσαι;
και γρήγορα μάλιστα μην μας προλάβει ο χρόνος
και τις αυλές συνέχεια γεμίζαμε με όνειρα
κανείς δεν μίλησε ποτέ, το πώς είναι ο πόνος.
Γίναμε άστρα για λίγο και πετάξαμε
γίναμε κύματα και θάλασσες μεγάλες
καράβια γίναμε τη ρότα μας αλλάξαμε
και διαδρομές, χαράξαμε εμείς άλλες.
Βιαζόμασταν να φτάσουμε τα πιο ψηλά τα κάστρα
στη γειτονιά των αστεριών να κάνουμε παιχνίδια
της άνοιξης τα χρώματα να ντύσουμε στα άσπρα
αγάπη χρώμα και χαρά, να μοιάζουν όλα ίδια.
Γίναμε αγέρας για λίγο και αλλάξαμε
κάποια τραγούδια που τα παιδιά αγαπάνε
γίναμε ήλιος κι ελπίδες ανταλλάξαμε
με λίγα λόγια, που στο Θεό σε πάνε.
Βιαστήκαμε κι αναστενάζοντας φτάσαμε ως εδώ
και δεν πειράζει κι αν κανένας δεν μας μίλησε
νιώσαμε τόσες φορές πως η ζωή μας φίλησε
κι αυτό μας φτάνει για να πούμε ευχαριστώ.
(Κυριακος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης – από την ποιητ. συλλλογή Ουαλιά μι ουμούτ’)
Γλωσσικό Ιδίωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας
Απ’ ένα τίπουτα η άνοιξ’
Ισείς τ‘ς άνοιξης πλιά μητέρις χηλιδόνις
απ’ κάθε χρόνου έριστι μι τα φτιρά του Μάρτ’
δεν ουαριάζ’τι βρουχή, του κρύου απ’ τ‘ς χιμώνις
ξέρ’τι η ήλιους πως δα βγει, κι η άνοιξ’ απ’ θα ‘ρθ’.
Παίρν’τι απ’ του τίπουτα κι φκιάν’τι τα πάντα
κινούργιο βιός κι σπιτικό μι ιελαστά μουρά
τα τσάκνα κι τα ιασιμιά τα υφαίν’τι νο γιρλάντα
κι χρίζ’τι του μπόζιαβου μι χρώμα κι χαρά.
Πείτι κι μένα, κι δώστι μι κουράϊου να βαδίσου
απ’ μ’ έδιωξαν οι άκαρδις ημέρις του χιμώνα
του κατ’, απ’ του τίπουτα να πάρου κι να χτίσου
στουν κόσμου νια όμουρφιν φουλιά κι ‘γω νο χηλιδόνα.
Δείξτι μι πώς τ’ν βρίσκ’τι τ’ν στράτα ια τουν ήλιου
κι απού του μπόζιαβου στου φως γινναία να ξεπρουβάου
χόρτασα κρύου στ’ ν ψυχή μ’ απ’ ‘ς ζουής τ’ ανήλιου
δείξτι μι πώς στα μάτια μ’, τ’ ν άνοιξ’ να βάου.
Από ένα τίποτα η άνοιξη – (απόδοση)
Εσείς της άνοιξης πουλιά μητέρες χελιδόνες
που κάθε χρόνο έρχεστε με τα φτερά του Μάρτη
δεν λογαριάζετε βροχή το κρύο απ’ τους χειμώνες
ξέρετε ο ήλιος πως θα βγει κι η άνοιξη πως θα ‘ρθει.
Παίρνετε από το τίποτα και φτιάχνετε τα πάντα
καινούργιο βιός και σπιτικό με γελαστά μωρά
χαμόκλαδα και γιασεμιά τα υφαίνετε σαν γιρλάντα
και βάφετε το γκρίζο σας με χρώμα και χαρά
Πείτε και μένα και δώστε μου κουράγιο να βαδίσω
που μ’ έδιωξαν οι άκαρδες ημέρες του χειμώνα
το κάτι από το τίποτα να πάρω κ να χτίσω
στον κόσμο μια όμορφη φωλιά κι εγώ σαν χελιδόνα
Δείξτε μου πως τον βρίσκετε τον δρόμο για τον ήλιο
κι από το γκρίζο προς το φως γενναία να ξεπροβάλλω
χόρτασα κρύο στην ψυχή απ’ της ζωής τ’ ανήλιο
δείξτε μου πως στα μάτια μου την άνοιξη να βάλω
(Νατάσα Καλιακούδα – Ποιήτρια)
Γλωσσικό Ιδίωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας
Συλλουίζουντας
Είνι πουά που απόμ’ναν ια να συλλουϊστούμι…
Πότε του δάκρ΄ μας αϊγάπ’σι νια πέτρα
να τ’ν προυφτάσουμι προτού να ιέν΄ βία
και πότι χάρσαμι τα βέλ΄ κι την φαρέτρα
αφού αστόϊσαμι της έχθρας την αιτία.
Πότε τα ιέλια μας αγκάλιασαν τουν ήλιου
κι αυτός να τα σκουρπίσ’ νο δρουσουσταλίδις,
πότε άφκαμι τα ουμούτια μας κειμήλιου
να τ΄ άχν΄ τα ιγκόνια μας πιρίφανις λιαχτίδις.
Μα πότε χάρ’σαμι αϊγάπ΄ μι δίχους όρους
αφού αϊγάπ’σαμι πρώτα τ’ς εαυτούς μας,
κανιάφρα Θε μ΄ δεν κράτ΄σαμι του δώρου σ΄
΄φου πάντα βάναμι μπρουστά τ’ς ιγουισμούς μας.
Κι πότε θέλ’σαμι ν’ αουάξουμι τουν κόσμου
αουάζουντας του μέσα μας αληθινά ια πάντα,
σι ποιο ιούρτ φιτέψαμι, σι ποια ψυχή ‘μεις δυόσμου
κι πότι λιάσκαμι μι είνουρα, σ’ ανθρώπινη βιράντα.
Είνι κόμα, πουά που απόμ’ναν, ια να συλλουϊστούμι.
Συλλογίζοντας – (απόδοση)
Είναι πολλά που έμειναν για να συλλογιστούμε…
Πότε το δάκρυ μας αγάπησε μια πέτρα
να την προφτάσουμε προτού να γίνει βία,
πότε χαρίσαμε βέλη και την φαρέτρα
αφού ξεχάσαμε της έχθρας την αιτία.
Πότε τα γέλια μας αγκάλιασαν τον ήλιο
να τα σκορπίσει αυτός ωσάν δροσοσταλίδες,
πότε αφήσαμε τις ελπίδες μας κειμήλιο
να τις έχουν τα εγγόνια μας περήφανες ‘λιαχτίδες
Πότε χαρίσαμε αγάπη δίχως όρους
αφού αγαπήσαμε πρώτα τους εαυτούς μας,
καμιά φορά Θε μου δεν κρατήσαμε το δώρο σου
πάντα αφού βάζαμε μπροστά τους εγωισμούς μας
Και πότε θελήσαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
αλλάζοντας το μέσα μας αληθινά για πάντα,
σε ποιον κήπο φυτέψαμε, σε ποια ψυχή ‘μείς δυόσμο
πότε λιαστήκαμε με όνειρα, σ’ ανθρώπινη βεράντα.
Είναι ακόμα, πολλά που απέμειναν, για να συλλογιστούμε.
(Νατάσα Καλιακούδα – Ποιήτρια)
Γλωσσικό Ιδίωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας
Ια νια στάλα ουρταλίκ
Πως να καρτλαντίις, ούλα τ’ κόσμου τα στιρνά
ντα λ’θάρ’ του ιαίμα ιένιτι σ’ ανήλιου πιριβόλ’
δεν έχ’ ιδά του ιράνιου τραούδια κι ουαλιά,
ιδά ι πόνους ιένιτι, στα μάτια αγκυρουβόλ’.
Δεν εχ’ σπλάχνου ι μιράς, ιούς ια να καπλαντίις
δεν εχ’ σπλάχνου τ’ άδκου, απ’ ακγάθ’ αρματουμένου,
ια κείνου τ’ άσπουρου τσ’ μάνας του γιουρτάς’
απ’ μόνου μι ουαλιά μεριάζ’ αρματουμένου.
Ια νια στάλα ουρταλίκ’ μεριάζ’ ν’ οι αγγέλ’,
ια νια γεύσ’ απ’ του λιφκό, μι πράσινου βαθύ
κι είνι κουϊτή τ’ς η ντρασκλιά, όπους η μοίρα θελ’
ια στράτις απ’ ψηουές, κι αιώνια τ’ν αυγή.
Για μια στάλα ουρανό – (απόδοση)
Πως να ωριμάσεις όλα του κόσμου τα στερνά
όταν πέτρα το αίμα γίνεται σ’ανήλιο περιβόλι
δεν έχει όταν το γαλάζιο ταξίμια και λαλιά,
όταν ο πόνος γίνεται στα μάτια αγκυροβόλι.
Δεν έχει σπλάχνα ο κάμπος γιους για να σκεπάσει,
δεν έχει σπλάχνα τ’ άδικο που αγκάθι ματωμένο
για κείνο τ’ άσπορο της μάνας το γιορτάσι
που μόνο με φωνή μεριάζει αρματωμένο.
Για μια στάλα ουρανό μεριάζουν οι αγγέλοι,
για μια γεύση απ’ το λευκό με πράσινο βαθύ
κι είναι απάνεμο το βήμα, όπως η μοίρα θέλει
για δρόμους αψηλούς, κι αιώνια την αυγή.
(Ευάγγελος Γουργουλιάνης – Ποιητής)
Γλωσσικό Ιδίωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας
Καμόσου χρώμα στα είνουρά μας
Καμόσου χρώμα στα είνουρά μας να δώσ’τι, μην αστουχίστι
να τα σκιπάζ’τι μι ζιστασιά κι μι ιράνιου απ’ ουρταλίκ’,
να ιέν’ν΄στ’ άστρα κιρασιές κι ιασιμί στουν ήλιου
μαργαρίτις σ’ νταλκάδις κι λιμουνιές απ’ τουν αφρό.
Να ιέν’ν άνοιξ’ απάν΄ στ’ς ής τουν κόρφου
σημάδ’ σ’ καρδιές να ταξιδεύ’ ι νους,
γουγούτια να ιέν’ν΄ τα είνουρα κι να φέρν’ν΄ ιφκές
κι να ιέχν’ν΄τα κούτσκα, για ιούρτια τ’ς ρουδαμούς.
Καμόσου χρώμα στα είνουρά μας να δώστι, μην αστουχίστι
ια να μιτρούν΄οι ανέμ΄γλυκές τ’ς μυρουδιές,
να ιένουντι οι νύχτις μας κόμα - κόμα λιφκές
κι να ’χν΄ ίσκιου οι καρδιές, χαρά να ξιπουστασ’ν΄.
Καμόσου χρώμα στα είνουρά μας ια να ιέν’ν΄ιφκιτάρ΄
καμόσου χρώμα ια να έρθν’ οι αγγέλ’ κόμα κουντά μας,
να ‘νι ι κόσμους κόμα καουός, γλυκό του μαξιλάρ΄
να μην σαλτίζουντι οι ινιές, να μην σαλτίσ’ν΄ τα είνουρά μας.
Λίγο χρώμα στα όνειρά μας – (απόδοση)
Λίγο χρώμα στα όνειρά μας να δώσετε μην ξεχνάτε
να τα σκεπάζετε με ζεστασιά και με γαλάζιο ουρανού
να γίνουν στ’ άστρα κερασιές και γιασεμί στον ήλιο,
μαργαρίτες, στα κύματα λεμονιές του αφρού.
Να γίνουν άνοιξη πάνω στης γης τα στήθη
σημάδι στις καρδιές να ταξιδεύει ο νους
περιστέρια να γίνουν τα όνειρα να φέρνουνε ευχές
και να’χουν τα παιδιά, γι’αυλές τους ροδαμούς.
Λίγο χρώμα στα όνειρά μας να δώσετε μην ξεχνάτε
για να μετρούν οι άνεμοι γλυκές τις μυρωδιές
να γίνονται οι νύχτες μας ακόμη πιο λευκές
και να’χουν ίσκιο οι καρδιές, χαρά να ξαποστάσουν.
Λίγο χρώμα στα όνειρά μας για να γίνουν ευχητάρι
λίγο χρώμα για να ‘ρθούνε οι αγγέλοι πιο κοντά μας
να’ναι ο κόσμος πιο καλός, γλυκό το μαξιλάρι
να μην φύγουν οι γενιές, να μην φύγουν τα όνειρά μας.
(Ευάγγελος Γουργουλιάνης – Ποιητής)
Γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας
Κόσιαξε ‘κείνα τα είνουρα
Κόσιαξε ‘κείνα τα είνουρα απ’ σι σκιάζ’ν’
κι πιε τουν μύρου απ’ τ’ς μέρας τουν ανθό,
άφκι τα περγιάλια μέσα σ’ ν’ αυγάζ’ν’
στήσι καρτέρ’ σ’ν ιουρτή, ια ν’ άχ’ς πιγιμό.
Ντα η ήλιους, δα πλέξ’ μι φως πάλι τ’ν καρδιά σ’
θηριά δα φουβ’θούν’ ‘μπρός στου αιώνιου φέξ’μου,
του ιράνιου απ’ τ’ ουρταλίκ’ δα να ‘χ’ τ’ν μυρουδιά σ’
κι σ’ν στράτα τ’ς ζουής, δ’ ανθίσ’ του θ’κός του πλέξ’μου.
Η λέξ΄ άβυσσους σ’ν ής δε δα υπάρχ’
κι ι αϊγάπ’ πιχνίδια απ’ τι σένα δα χαλεύει,
πάρι τ΄ν άνοιξ’ στα χέρια σ’, πάνου σ’ν ράχ’
κόσιαξε ‘κείνα τα είνουρα, η αϊγάπ’ σ’ ουρμινεύει.
Διώξε εκείνα τα όνειρα που σε τρομάζουν – (απόδοση)
Διώξε εκείνα τα όνειρα που σε τρομάζουν
και πιες το μύρο απ’ της μέρας τον ανθό,
άφησε τα περιγιάλια στα μέσα σου ν αυγάζουν
στήσε καρτέρι στην γιορτή για να ‘χεις πηγαιμό.
Όταν ο ήλιος θα πλέξει με φως πάλι την καρδιά σου
θεριά θα φοβηθούν εμπρός στ’ αιώνιο φως,
το γαλάζιο τ’ ουρανού θα ‘χει την μυρωδιά σου
και στον δρόμο της ζωής, θ’ ανθίσει το δικό σου πλέξιμο.
Η λέξη άβυσσος στην γη δεν θα υπάρχει
κι η αγάπη παιχνίδια από σένα θα γυρεύει,
πάρε την άνοιξη στα χέρια σου, πάνω στον ώμο
διώξε εκείνα τα όνειρα, η αγάπη σε συμβουλεύει.
(Παναγιώτης Άγγελος – Ποιητής)
Γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας
Των κούτσ’κων του σαλαβάτ’
Χαλέυν’ τα είνουρα στα λιόδιντρα μπρουστά
τάμα να ιέν’ η ουαλιά απάν’ στου ιράνιου,
να πάρ’ ν’ χρώμα τ’ άστρα, τ’ς άνοιξης πουρνά
κι ιλεύτιρ’ οι ανθρώπ’ να βρουν απάγκιου.
Χουράτιβαν οι ανέμ’ όϋρα απ’ τ’ ακρουγιάλ’
χάλιψαν απ’ τα κύματα να πλάσ’ ν’ αργαλειό,
γνέμα να πάρ’ η θάουασσα να ντύσ’ κι του φιγγάρ’
φέξ’μου να ‘χν’ οι καρδιές κι ουρταλίκ’ ια υρισμό.
Τάϊσιν η ήλιους τ’ς ανθούς μέσα σι μεϊντάν’
κι ίιδιν τα καρτάλια μι ιασίμ’ απ’ του θιού του μάτ’ ,
απάν’ σ’ ολόλιφκα μπαϊρια κι έχ’ η ματιά αγνάντ’
άϊου τ’ ουμούτ’, απ’ των κούτσ’κων του σαλαβάτ’.
Των μικρών η προσευχή – (απόδοση)
Γυρεύουν τ’ όνειρα στα λιόδεντρα μπροστά
ευχή να γίνει η φωνή επάνω στο γαλάζιο
να πάρουν χρώμα τ’ άστρα, της άνοιξης τα πρωινά
και λεύτεροι οι άνθρωποι να βρουν απάγκιο.
Μιλούσαν οι ανέμοι γύρω απ’ τ’ ακρογιάλι
ζητούσαν απ’ τα κύματα να πλάσουν αργαλειό
νήμα να πάρει η θάλασσα να ντύσει και το φεγγάρι
φως να έχουν οι καρδιές και ουρανό για γυρισμό.
Έθρεψε ο ήλιος τους ανθούς μέσα στο περιβόλι
κι είδε τους αητούς με γιασεμί απ’ του θεού το μάτι
πάνω σ’ ολόλευκά βουνά κι έχει η ματιά αγνάντι
άγια η ελπίδα, απ’ των μικρών παιδιών την προσευχή.
(Παναγιώτης Άγγελος – Ποιητής)
Ποντιακή διάλεκτος
Μάνα που ν’ αραέψω
Ένα μασάλιν πέει μάνα μου να έν αληθινόν
να εν α σην αγρομέρετα, α σην τόπο τ’ εσόν
εκέκα τα ψηλά ραχά έχουν νερόπα κρύαν
κι ωράζ’ ο αητέντς α σην μακρά της γης την εμορφίαν.
Πέμε εκέκα αν τραγωδούν τον πόνον πως τον λεν
πέμε την πίστην, τα όνειρα και την χαράν πως κλαίν
η αγριέσα γης, ο ουρανόν τ’ αηδόν΄ πως καλατσεύουν
και με τον ήλο αγίασμαν την ψην πως ημερεύουν.
Και σην σιωπήν ποια προσευχήν, σ’ αερόπον ποίον κλάμα
όρκον ποίον έδεκες κρυφά και εις άστρον ποίον τάμα
κι ετράνινες και ένουμνες γενναίεσα σ’ ένα βράδον
ωσάν εντάμαν μ’ άψιμον, μάνα είδες και τον Χάρον.
Πού να βρω μάνα μου πιπίλ να σπείρω γενεάν
άθια και τριαντάφυλλα σ’ έναν κεπίν γιοσμάν
να λάσκεσαι τ’ απουρπουνού σεβντά να σκουντουλίζει
κι ήνταν θυσίασες για εμέ πάντα να μου θυμίζει.
Μάνα τώρα ετράνινα και εγροικώ κι ελέπω
ερχήνεψα να ψαλαφώ το γένος να ωράζω
άκσον την αγωνία μου και πέμε που αραεύω
δείξισε απόθεν έρχουμαι πού αχπάσκουμαι να έβρω.
Μάνα που να γυρέψω – (απόδοση)
Ένα παραμύθι πες μάνα μου μα να ‘ναι αληθινό
να είναι από μέρη άγρια, απ’ το δικό σου μέρος
εκεί όπου τα ψηλά βουνά έχουν νερά τα κρύα
κι από μακριά φυλάει ο αετός της γης την ομορφιά.
Πες μου εκεί αν τραγουδούν, τον πόνο πως τον λένε
πες μου την πίστη, τα όνειρα και την χαρά πως κλαίνε
η άγρια γης, ο ουρανός, τ ’αηδόνι πως μιλούνε
και πως μερεύουν την ψυχή με αγίασμα τον ήλιο.
Και στην σιωπή ποια προσευχή, στον άνεμο ποιο κλάμα
ποιον όρκο έδωσες κρυφά και σ’ άστρο όποιο τάμα
μεγάλωσες και έγινες γενναία σ’ ένα βράδυ
όταν μαζί με την φωτιά , μάνα είδες και τον Χάρο.
Πες μου που νά βρω μάνα μου σπόρο να σπείρω γένος
άνθη και τριαντάφυλλα στον πιο όμορφο κήπο
να τριγυρνάς τα πρωινά αγάπη να μυρίζει
κι ο ,τι θυσίασες για εμέ πάντα να μου θυμίζει.
Μάνα τώρα μεγάλωσα, βλέπω, καταλαβαίνω
άρχισα πια ν’ αναζητώ το γένος να φυλάγω
άκου την αγωνία μου και πες μου που γυρεύω
δείξε μου, έρχομαι από πού, για νά βρω που πηγαίνω.
(Νατάσα Καλιακούδα – Ποιήτρια)
Ποντιακή διάλεκτος
Τ’ σ’ αρωθυμιάς το γνέμα
Αδά σην γην σ’ ελέπισα κι ομύρισά σε δέξμια
μερ’ δώρημαν Θεού κι ομούτ’, σ’ αυγής χρυσήν βεντάλια
ομάτιαμαν γλυκόν, λευκά σε ήλου πάνω ανθέμια
κορτσόπον κι έμορφον, ποτή, κρυφήν σε μιαν εγκάλια.
Αδά σ’ ελέπισα στ’ εγνώριμα, ξαν μα και σα ξένα
λουλούδε παρχαρί σε χάλκενον και μικρό αλώνιν
και πάλεμαν πικρόν ρασί, μα κι άστρωνε μια γέννα
που ο νους υλάζει, λέγνει του, με δόξα κι εξαμώνει.
Μα κι όσο αν τ’ ορώματα τ’ ημέρας και τη νύχτας
σο νου μου κρούν και τραγωδούν και σ’ άσπρο γης το χώμα
τρανόν φωνήν η θάλασσα θα σέρνει που ’ν αλύχτας
ματιάς γυρνά μερ’ άψιμον σου σύμπαντο το δώμα.
Πουλί ομάζεις κι αν τ’ γαλάζιου απ τ’ ουρανού το γνέμα
με ψή και στόμαν έναν φωτεινόν η γλώσσα λέγειν
πως εν πια θαμαστήν του κόσμου η λαλιάν ντο κλαίγειν
τα ’σ’ αρωθυμιάς και θλίφκεται, βαθέο τ’ αγιον αίμα.
Της αποθυμίας το νήμα – (απόδοση)
Εδώ στη γη σ’ αντίκρισα και μύρισα σε δυόσμο
που δώρημα Θεού κι ελπίδα σ’ αυγής χρυσή βεντάλια
μάτιασμα γλυκό, κι ήλιο λευκά σ’ ανθέμια
όμορφο και κοριτσόπουλο, πιοτό, κρυφή σε μιαν αγκάλη.
Εδώ σ’ αντίκρισα στα γνώριμα, ξανά μα και στα ξένα
λούλουδο περίχαρο σε χάλκινο και μικρό αλώνι
και πάλεμα πικρό βουνό, μα κι άστρων μία γέννα
που ο νους φωνάζει, λέγει του, την δόξα και σιμώνει.
Μα κι όσο αν τ’ αρώματα της μέρας και της νύχτας
στο νου μου κρούουν και τραγουδούν και σ’ άσπρο γης το χώμα
τρανή φωνή η θάλασσα θα σέρνει που είναι φωνακλούς
ματιάς γυρνά που φλόγα, στου σύμπαντος το δώμα.
Πουλί κι αν μοιάζεις του γαλάζιου απ’ τ’ ουρανού το γνέμα
με ψυχή και στόμα έναν φωτεινό η γλώσσα λέει
πως είν πια θαυμαστή του κόσμου η λαλιά που κλάιγει
της αποθυμιάς και θλίβεται, βαθύ το άγιο αίμα.
(Ευάγγελος Γουργουλιάνης – Ποιητής)
Ποντιακή διάλεκτος
Μαρμαρωμένες θύρες
Άμον ποτέν μυροσταθείς μαρμαρομένων των θυρών
σην νύφε ομπροστά καλοτραγούδεσεν έβδομον ντο ψαλμόν
μακρέαν επέταν δώρημαν μάραντα τ’ άγρα δεσμωτών
και μνέσκουσεν όπου ‘ναι ανθρωπόπουλλον κει ‘ναι το θεριόν.
Σε λίβα θρακωτάν τριάχτιδην ευχήν σ’ κάμεν
πινιτζής απάνου στ’ άλογο έχσ’ να μην ντον γυρισμόν
καικά σταθ’ς απέσου των βουνών ελαιόκλαδον σ’ βάλλεν
πλέξεν στεφάνι στα μαλλία, γεννεπλασέ σ’ ντων ουρανόν.
Έσο αλωνοτόπιν υφαίνειν εξίαστρον ντο χάδιν
κι απές σο εγκλεσίες απού δεν μυρωδιάζουν αγιασμόν
αφτέτσε τ’ αφτρίν που ‘χει σε χώμα αφίκην ντο ασπράδιν
φτιάχνεν αψηλά χρυσό κλωστάριν και φαίνεν σου σκοπόν.
Έγκιζε χαλκόν που ‘χει στ’ αμπέλιαν απ’ την ζώντα σκέψην
κι εννάσκεσε τα λούλουδαν να μην ποτέν σου εμαραθούν
επότησεν ήλεν το νερόν, παράδεισον με θρέψιν
ματιές κάμεν τα όνειραν, αννόματοι το φως να εξαναδούν.
Μαρμαρωμένες πόρτες – (απόδοση)
Αν στα ποτέ σου και σταθείς στις μαρμαρωμένες πόρτες
μπροστά στην νύμφη ψάλε σου τον έβδομο ψαλμό
πέτα μακριά τους αγριανθούς που σου χαρίζανε δεσμώτες
και να θυμάσαι όπου είν’ ο άνθρωπος είναι το θεριό.
Σε πυρωμένα σύννεφα ευχή τριάχτιδη σου κάνε
καβαλάρης πάνω στ’ άλογο να μην έχεις γυρισμό
κι όταν κοντοσταθείς μες στα βουνά ελιόκλαδο σου βάνε
στεφάνι πλέξτο στα μαλλιά και πλάσε σου τον ουρανό.
Στ' αλώνια που υφαίνει ο αυγερινός το πρώτο χάδι
και μες τις εκκλησιές που δεν μυρίσανε τον αγιασμό
άναφκε το κερί που ‘χει στο χώμα αφήσει το ασπράδι
φτιάχνε ψηλά χρυσή κλωστή και ύφαινε την σου σκοπό.
Άγγιξε τον χαλκό που ‘χει στ αμπέλια της ζωής την σκέψη
και φρόντιζε τα λούλουδα να μην ποτέ σου μαραθούν
πότισε ήλιο το νερό και τον παράδεισο με θρέψη
τα μάτια κάμε όνειρα τυφλοί το φως να ξαναδούν.
(Παναγιώτης Άγγελος – Ποιητής)
Ποντιακή διάλεκτος
Έρθεν κι επέμνεν
Ίδενατενε ό φέγγον
κ' ετσαραμπoύλτσανε σ' oμάτετ’ κες
έμοιαζε ‘ς σό φεγγοφώς τα’ η νύχτας
άμον καντήλαν χρυσωμένον
απάν΄ς σα βουνά, άμον αδράχτιν και σποντύλι
άμον του Ήλ’ το κάστρον, άμον πόρτα έτον μάλαμα.
Αγιασματένια χώματα σο χάλκενον τ’ αλώνι
και άψιμον το γλέντι ψηλά σον ουρανόν
κι αφκά,
άμον όραμαν χόρευαν τ’ άθια και τα μάραντα
χόρευαν τα ορμάνε και τ’ αζπάρια κι η Ελλάδα
έρθεν κι επέμνεν.
Την είδε το φεγγάρι, και θάμπωσαν τα μάτια του, έμοιαζε στο φεγγοφώς της νύχτας σαν καντήλι χρυσωμένο, επάνω στα βουνά σαν αδράχτι και σφοδύλι, σαν το κάστρο του ήλιου, σαν πόρτα χρυσοστόλιστη, αγιασμένα χώματα στο χάλκινο αλώνι, και πήρε φωτιά το γλέντι ψηλά στον ουρανό, και κάτω, σαν όνειρο χόρευαν τ’ άνθη και τα λουλούδια, χόρευαν τα δάση, κι οι αυλόπορτες, κι η Ελλάδα, ήρθε κι απόμεινε.
(Κυριάκος Κυτούδης. Καθηγητή Ποίησης)
Ρεμπέτικο γλωσσικό Ιδίωμα
Το μπερεκέτι δεν πήγε στράφι
Λάου-λάου κι ο Θεός κατέβηκε απ’ τ’ ουρανού τ’ απόσκια
γκεζί σαν είχαν στήσει χαμηλά οι βλάμοι στο σεργιάνι,
ανθίστηκαν τη φτιάξη του ερχομού και κάτω απ’ τα κιόσκια
ζούλα στη ζούλα γύρναγαν το σέρτικο ντουμάνι.
Ξερεμιζάρισε ο Θεός κι αγάντα στο δεξί εκράταγε ριμάδι
με χάντρες σέρτικο και φίνο κομπολόι αστέρι
σαν βαλαν¬¬τούσε η καρδιά μην πάει η βόλτα στράφι
και γκιζερνάει άδικα και χάσει νταραβέρι.
Σακουλεύτηκαν οι βλάμοι πως ήτανε καράρι
μιας κι ήρθε ο Θεός, κρασί να δώσουν του σε ασημί καρτούσο
κι αβέρτα βγάλανε το πράμα, να πάθει η μύτη του ζαράρι
μιας και αυτός τους έπλασε από γιορτνάνι λούσο.
Δεν άργησε η μάζωξις χαβά να στήσει και ν΄ αράξει
αγάλι πλάι στου λιμανιού κοζάρωντας τ’ αστέρια
σαν έπεσε ο ήλιος ντίρλα, κι η μέρα να χαράξει
που κι ο Θεός ζαλίστηκε απ’ τα πολλά σεκλέτια.
Τσακιρισμένα παίζανε τ’ αλάνια τα μπουζούκια
και τσίφτης ο θεός εφώναξε στης γης τα λούκια
πως μια ζωή που έκανε, αυτή πάντα θα κάνει,
χαρμάνης εγεννήθηκε, μαστούρης θα πεθάνει
μπερεκέτι: αφθονία αγαθών, πλούτος / στράφι: πηγαίνει κατι χαμένο / λάου λάου: σιγά σιγά / απόσκια: μέρη υπο σκιά / γκεζί: παρέα, συνάντηση / βλάμοι: φίλοι, σύντροφοι, γενναίοι λεβέντες σεργιάνι: περίπατος, βόλτα / ανθίζομαι: αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κάτι κρυφό, πάιρνω είδηση φτιάξη: / ζούλα: στα κρυφά, κρυψώνα / σέρτικο: βαρύ, σκληρό / ντουμάνι: καπνός / ξερεμιζάρησε: ξεπάρκαρε / αγάντα: κρατήσου γερά, μείνε κοντά, κάνε κουράγιο / ριμάδι: ερείπιο / φίνο: ραφινάτο, άψογο / βαλαντώνω: στεναχωριέμαι υπερβολικά, μαραζώνω, εξαντλούμαι / στράφι: πηγαίνει κάτι χαμένο / γκιζερίζω: τριγυρνώ, περπατώ παρακολουθώντας / σακουλεύομαι: αντιλαμβάνομαι, υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάτι που προσπαθούν να μου κρύψουν καράρι: το ταιριαστό, το πρέπον, το κανονικό / καρτούσο: δοχείο κρασιού που χωράει ποσότητα ίση με το ¼ του κιλού / αβέρτα:φανερά, άφοβα, χωρίς προφύλαξη, απροκάλυπτα / ζαράρι: ζημιά, χασούρα / γιορτνάνι: περιδέραιο από φλουριά / λούσο: πολύτελές / μάζωξης: μαζεμός, συγκέντρωση ατόμων κάπου / χαβάς: σκοπός, μελωδία τραγουδιού, πεισματώδης επανάληψη των ίδιων λόγων, πράξεων αράζω:κάθομαι / αγάλι: σιγά, ήρεμα / κοζάρω: βλέπω, μπανίζω / ντίρλα: μεθυσμένος, υπο την επήρεια κρασιού ή οινοπνεύματος / σεκλέτι: στεναχώρια, καημός, συνήθως ερωτικός / τσακιρισμένα: σε κατάσταση έντονης ευφορίας, μεθυσμένος / αλάνι: παιδί του δρόμου, που γυρνάει / τσίφτης: άνθρωπος πανέξυπνος, μάγκας, άψογος / λούκι: σωλήνας / χαρμάνης: ο εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες που για καιρό δεν έχει κάνει χρήση τους / μαστούρης: αυτός που είναι υπο την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.
(Ευάγγελος Γουργουλιάνης – Ποιητής)
Ρεμπέτικο γλωσσικό Ιδίωμα
Κοζάροντας το γαλανό
Κοζάροντας, του γαλανού το πέρα
είδα πως πιάσαν λακριντί τ’ αστεροπούλια,
το μπερεκέτι στα ψηλά, πιότερο κάθε μέρα
και βγάλανε τη μπέμπελη, ο Αυγερινός κι η Πούλια.
Μεγάλη νίλα, στου γαλανού τ’ απόσκια
τρανός νταλκάς έπιασε τα φεγγάρια,
ρεμιζάρισαν κρυφά, στου ηλιακού τα κιόσκια
να σβήσουν στ’ αστερόπουλα, τις ρούγες και τα χνάρια.
Είχε σεκλέτι η μάζωξις, και ο χαβάς στο δράμα
και την ανθίστηκα τη φτιάξη σαν είδα παραγάδι
γαλάζιο και φεγγαρωτά, σαν φάνηκαν αντάμα
να βάλουν τ’ αστερόπουλα, μες το πλεχτό του Άδη.
(Κυριάκος Κυτούδης. Καθηγητής Ποίησης)
****************