Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη
Βιογραφία
Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης. Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 13 Μαρτίου του 1900 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Στέλιου και της Δέσπως (το γένος Γ. Τενεκίδη) Σεφεριάδη. Πριν τη γέννησή του είχε γεννηθεί ένα άλλο κοριτσάκι, η Μαρία-Ιωάννα, στις 16 Ιανουαρίου 1899, αλλά πέθανε στις 7 Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Το 1902 γεννιέται η αδελφή του η Ιωάννα και το 1905 ο Άγγελος. Το 1906 αρχίζει η μαθητική του εκπαίδευση στο Λύκειο Χ. Αρώνη.
Το 1914, εποχή κατά την οποία άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους του, με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου κατά τη θερινή περίοδο του έτους, η οικογένεια μετανάστευσε στην Ελλάδα. Ο Γιώργος Σεφέρης ενεγράφη στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε τον Μάιο του 1917 με μέσο όρο 8,35/10. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στις 14 Ιουλίου του 1918, η μητέρα του μαζί με τους δύο γιους και την κόρη της Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο Κ. Τσάτσου) μετέβη στο Παρίσι, όπου ο πατέρας τους Στέλιος εργαζόταν ως δικηγόρος Ο Στέλιος Σεφεριάδης επιθυμούσε όλη η οικογένειά του να μεταφερθεί στο Παρίσι κι ο γιος του Γιώργος να σπουδάσει στη Γαλλική πρωτεύουσα. Ο Γιώργος Σεφέρης έμεινε εκεί μέχρι το καλοκαίρι του 1924, ασχολούμενος με τη λογοτεχνία: μεταφράσεις, αναγνώσεις γάλλων κλασικών και συγγραφή ποιημάτων, και αποκτώντας το πτυχίο της Νομικής, τον Οκτώβριο του 1921.
Στην συνέχεια μεταβαίνει-τέλη Αυγούστου 1924, στο Λονδίνο για την τελειοποίηση των αγγλικών του εν όψει των εξετάσεων στο Υπoυργείο Εξωτερικών. Αν και επιχείρησε τελικά εγκατέλειψε την προσπάθεια απόκτησης διδακτορικού διπλώματος. Τον Φεβρουάριο του 1925 επιστρέφει στην Αθήνα και το 1927 διορίζεται στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας. Στις 24 Αυγούστου 1926 πεθαίνει η μητέρα του από νεφρική ανεπάρκεια Τον Ιούλιο του 1928 δημοσιεύει στη Νέα Εστία, επώνυμα ως Γ. Σεφεριάδης, το "Μια βραδιά με τον Κύριο Τεστ", μετάφραση έργου του Βαλερί.
Το 1929 συνοδεύει τον Εδουάρδο Εριό σε ταξίδι του στην Ελλάδα. Τον Μάιο του 1931 εκδίδεται με το ψευδώνυμο Γ. Σεφέρης η «Στροφή» και τον ίδιο χρόνο διορίζεται υποπρόξενος και έπειτα διευθύνων του ελληνικού Γενικού Προξενείου του Λονδίνου, όπου θα παραμείνει μέχρι και το 1934. Τον Μάιο του 1932 δημοσιεύεται το έργο του Μια νύχτα στην ακρογιαλιά και τον Οκτώβριο η Στέρνα, αφιερωμένη στον Γιώργο Αποστολίδη. Το 1933 ο πατέρας του, Στέλιος, εκλέγεται Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και εγγράφεται ως μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1934 ο Γ. Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα και τον Ιανουάριο του 1935 αρχίζει η συνεργασία του με τις εκδόσεις Νέα Γράμματα, αναδημοσιεύοντας τη Στέρνα.
Τον Οκτώβριο του 1936 διορίζεται πρόξενος στη Κορυτσά, όπου θα παραμείνει μέχρι τον Οκτώβριο του 1937 οπότε και μετατίθεται στην Αθήνα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών: ο ίδιος αρνείται πως ενεπλάκη σε ζητήματα λογοκρισίας του εσωτερικού τύπου, αλλά είχε ως αρμοδιότητά του τις επαφές με τις ξένες διπλωματικές αποστολές και τους ξένους ανταποκριτές. Στις 13 Φεβρουαρίου του 1937 δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα επιστολή του περί της δημοτικής γλώσσας.
Η μετάβαση στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή
Στις 10 Απριλίου του 1941 ο Γιώργος Σεφέρης νυμφεύεται την Μαρία Ζάννου και στις 22 Απριλίου το ζεύγος ακολουθεί την ελληνική κυβέρνηση, σταθμεύουν στην Κρήτη, στα Χανιά, όπου εργάζεται ως γραμματέας του Νικολούδη και εποπτεύει την έκδοση του πρώτου Φύλλου της Κυβερνήσεως μετά την αποχώρηση της Ελληνικής Κυβέρνησης. στις 16 Μαΐου καταφθάνει στην Αίγυπτο-στο λιμάνι του Πορτ Σάιντ και παραμένει στην Αλεξάνδρεια. Τον Αύγουστο ο Γιώργος Σεφέρης συνοδεύει την Πριγκίπισσα Διαδόχου Φρειδερίκη και τα δύο της παιδιά, Σοφία και Κωνσταντίνο, στο Γιοχάνεσμπουργκ και από εκεί στην Πραιτόρια υπηρετώντας στην εκεί Ελληνική Πρεσβεία μέχρι το 1942. Τον Απρίλιο του 1942 επιστρέφουν στο Κάιρο, αλλά επειδή αποφασίζεται το κλείσιμο της εκεί Ελληνικής Πρεσβείας και του Ελληνικού Προξενείου στην Αλεξάνδρεια, αναχωρούν για την Ιερουσαλήμ.
Επιστρέφει τον Ιούνιο του 1942 στο Κάιρο και στις 22 Σεπτεμβρίου διορίζεται επισήμως Γενικός Διευθυντής Τύπου Μέσης Ανατολής. Στις 10 Μαρτίου του 1943 δίνει διάλεξη για τον Παλαμά και άλλες δύο με θέμα τον Μακρυγιάννη, στις 16 Μαΐου στον κινηματογράφο Ριάλτο της Αλεξάνδρειας και μετά στο Κάιρο. Τέλη Μαρτίου του 1944 εκδίδει στο Κάιρο τις Δοκιμές του. Την ίδια περίοδο διορίζεται Διευθυντής Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών, τα καθήκοντα της οποίας δεν τον ενθουσιάζουν. Με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γεώργιο Παπανδρέου (Απρίλιος 1944), ο Σεφέρης παύεται από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών: την απομάκρυνσή του την αποδίδει σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα που βρίσκονταν μεταξύ των ακροατών των διαλέξεών του για τον Μακρυγιάννη και δεν συμφωνούσαν με αυτά που είπε εκεί ο ίδιος. Παραμένει πάντως στην Υπηρεσία του υπουργείου ως ανώτατος δημόσιος λειτουργός. Με την υπουργοποίηση του Καρτάλη ως Υπουργού Τύπου και Πληροφοριών, τον Ιούνιο του 1944, τοποθετείται γραμματέας επί των ανατολικών θεμάτων, κατά τον χαρακτηρισμό του πολιτικού του προϊστάμενου.
Από την απελευθέρωση έως την τοποθέτησή του
στην Ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου
Ο Σεφέρης στο Λονδίνο το 1924.
Αρχές Σεπτέμβρη του 1944 συνοδεύει την Ελληνική κυβέρνηση στην Ιταλία (Νάπολη) και στις 22 Οκτωβρίου επιστρέφει στην Αθήνα. Τον Μάιο του 1945 ο Αντιβασιλέας Δαμασκηνός του προτείνει να γίνει διευθυντής του Πολιτικού του Γραφείου, ουσιαστικά ιδιαίτερος γραμματέας του. Τη θέση αυτή δεν την επεδίωκε αλλά προσδοκούσε μάλλον την αποστράτευσή του. Τον Σεπτέμβριο του 1945 συνοδεύει τον Δαμασκηνό σε επίσκεψή του στο Λονδίνο, και τον παρακινεί να θέσει ζήτημα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Η επιστροφή του συνδέεται με την παρακίνηση από τον Σεφέρη προς τον Δαμασκηνό για πρωθυπουργοποίησή του Το καλοκαίρι του 1946 παρεμποδίζεται η υπηρεσιακή του προαγωγή λόγω, όπως επισημαίνει ο Αλέξανδρος Ξύδης, της υπηρεσίας του στην Αντιβασιλεία, όπως και της υπηρεσίας του στη Μέση Ανατολή. Την ίδια περίοδο τοποθετείται στα διοικητικά συμβούλια του Εθνικού Θεάτρου και της Εθνικής Ραδιοφωνίας. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς αποχωρεί από την υπηρεσία της Αντιβασιλείας. Στις 26 Φεβρουαρίου 1947 βραβεύεται με το Βραβείο Παλαμά για την ποίησή του-το πρώτο τέτοιο που απονέμεται-και συνοδεύεται με το ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών. Το καλοκαίρι του 1947 εμποδίζεται η υπηρεσιακή του εξέλιξη μέχρι που ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα, ζητά να μεταβεί εκεί ο Σεφέρης ως Σύμβουλος: μετά από μια χειρουργική επέμβαση, τον Φεβρουάριο του 1948 αναχωρεί. Το καλοκαίρι του 1950 ο Ίκαρος εκδίδει τα ποιητικά του άπαντα. Τέλη Δεκεμβρίου του 1950 γυρίζει στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 1951 επιστρέφει στην Άγκυρα για να παραδόσει στο διάδοχό του, και στις 20 Απριλίου 1951 τοποθετείται Σύμβουλος στην Πρεσβεία του Λονδίνου. Τέλη Αυγούστου 1952 προάγεται Πληρεξούσιος Υπουργός Β' με άμεση μετάθεση για τη Βηρυτό, στην οποία φθάνει στα τέλη του Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς.
Τον Νοέμβριο του 1955 βρίσκεται στην Αθήνα για υπηρεσιακά ζητήματα και προσβάλλεται από έλκος στομάχου αρρώστια που του επανεμφανίζεται στο μέλλον. Ο Σεφέρης επιδιώκει να μετατεθεί στο Λονδίνο με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση, εκ μέρους του, της Κυπριακής υπόθεσης. Τελικά ο νέος Υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας τον τοποθετεί στην Διεύθυνση του υπουργείου με αρμοδιότητα την Κύπρο τον Ιούνιο του 1956. Από τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς συμμετέχει στη αντιπροσωπεία της Ελλάδος που προσπαθεί να προωθήσει την αυτοδιάθεση της Κύπρου μέσω του Ο.Η.Ε. Στις 15 Ιουνίου 1957 φτάνει στη Βρετανική πρωτεύουσα για να αναλάβει τα καθήκοντά του ως πρέσβης της Ελλάδος. Το Φόρεϊν Όφις σχολίασε την αλλαγή στο ελληνικό διπλωματικό πόστο του Λονδίνου: η αλλαγή [πρεσβευτού] δεν δύναται να μας είναι ευάρεστη, ενώ ο μόνιμος Υφυπουργός του Κράτους, σερ Φρέντερικ Χόγιερ-Μίλαρ σημείωνε, ο Κος Σεφεριάδης θα είναι μάλλον ενοχλητικός. Την άνοιξη του 1960 εξασφαλίζει τον επαναπατρισμό στην Ελλάδα των λειψάνων του Κάλβου. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους συναντά τον Μίκη Θεοδωράκη στο Λονδίνο, και σε σύντομο χρονικό διάστημα ακολουθεί η πρώτη δημόσια εκτέλεση τεσσάρων μελοποιημένων ποιημάτων του με τον γενικότερο τίτλο Επιφάνεια.
Στις 9 Ιουνίου αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Ο Σεφέρης βρισκόταν τότε ακόμη στην θέση του πρεσβευτή στο Λονδίνο. Τα Ημερολόγιά του με τίτλο "Μέρες", που άρχισαν να γράφονται το 1925, σταματούν την Τρίτη 27 Δεκεμβρίου του 1960 (Μέρες Ζ). Την ίδια χρονιά γράφει για τον Ανδρέα Κάλβο (Δοκιμές, δεύτερος τόμος) με αφορμή τη μετακομιδή των οστών του στην Αθήνα.
Στις 20 Αυγούστου 1962 εγκαταλείπει οριστικά την Ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο και τίθεται εις την διάθεσιν του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών.
Η βράβευση με Νόμπελ Λογοτεχνίας
Το 1963, ο Γιώργος Σεφέρης βραβεύεται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από την Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών: η ανακοίνωση της βράβευσής του έγινε την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου ενώ η επίσημη απονομή στις 10 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη.
Σύμφωνα με τα αρχεία της επιτροπής, ο Σεφέρης προτάθηκε επίσημα το 1963 από τον Johnson, ενώ είχε προταθεί άλλες δύο φορές, το 1955 και το 1961 από τον Τόμας Στερνς Έλιοτ. Η επιλογή του, μεταξύ 80 υποψηφίων από όλο τον κόσμο, είχε την υποστήριξη όλων των μελών της Επιτροπής, με εξαίρεση ενός μέλους ο οποίος θεωρούσε πως το έργο του Σάμουελ Μπέκετ (βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1969) είχε πιο θετική αποτίμηση από εκείνο του Σεφέρη.
Ο Σεφέρης επικράτησε στην τελική ψηφοφορία του Άγγλου ποιητή Ουίσταν Ώντεν και του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα (ο οποίος βραβεύτηκε, τελικά, με το ίδιο βραβείο το 1971). Ο γραμματέας της επιτροπής, Österlund, υποστήριξε πως η επιλογή Σεφέρη υπήρξε μια ευκαιρία να αποδώσουν έναν θαυμάσιο φόρο τιμής στη σύγχρονη Ελλάδα, μια γλωσσική περιοχή που περίμενε πάρα πολύ καιρό για μια βράβευση σε αυτό το επίπεδο.
Ο Γιώργος Σεφέρης με την πριγκίπισσα Sibylla της Σουηδίας τη βραδιά της βράβευσης του με το Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας.
"Την στιγμή όπου ο βασιλιάς σας, η Α.Μ. Γουσταύος ΣΤ' Αδόλφος, μου έδινε το δίπλωμα του βραβείου Νόμπελ, δεν μπόρεσα ο ίδιος να μη θυμηθώ με συγκίνηση τις μέρες όπου, ως διάδοχος, είχε επιμείνει να συμβάλει προσωπικά στις ανασκαφές της ακρόπολης της Ασίνης. Όταν πρωτοσυνάντησα τον Άξελ Πέρσον, τον μεγαλόκαρδο εκείνον άντρα που είχε και αυτός αφοσιωθεί σε τούτη την ανασκαφή, τον είχα ονομάσει ανάδοχό μου. Ναι, γιατί η Ασίνη μού είχε χαρίσει ένα ποίημα...". Ο Βασιλιάς της Ασίνης ήταν το ποίημα το οποίο ανέφερε σε εκείνη τη δοξαστική για την Ελλάδα τελετή, στις 10 Δεκεμβρίου του 1963, ο Γιώργος Σεφέρης.
Το θέμα που ανέπτυξε σε γαλλική γλώσσα, στη Σουηδική Ακαδημία, ήταν "λίγα λόγια για τη νεότερη ελληνική παράδοση". Ο νομπελίστας, πλέον, ποιητής μίλησε για τις "πολλές όψεις της Ελλάδος" επιλέγοντας ως "οδόσημα" τον Διονύσιο Σολωμό, τον Ανδρέα Κάλβο, τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Καβάφη και τον Ιωάννη Μακρυγιάννη.
"Σας μίλησα γι' αυτούς τους ανθρώπους, γιατί οι σκιές τους δεν έπαψαν να με συντροφεύουν από τότε που άρχισε το ταξίδι μου για τη Σουηδία και γιατί οι προσπάθειές τους αντιπροσωπεύουν, στο νου μου, τις κινήσεις ενός κορμιού αλυσοδεμένου επί αιώνες, όταν επιτέλους σπάσουν τα δεσμά του και ψηλαφεί, ξαναζωντανεύει κι αναζητάει τις φυσικές του κινήσεις...".
Η απονομή του βραβείου Νομπέλ αποτέλεσε μείζον γεγονός για την Ελλάδα. "Η Σουηδική Ακαδημία ηθέλησε να εκδηλώση την αλληγγεύην της προς την σημερινή και ζωντανή Ελλάδα του πνεύματος", δήλωσε ο Σεφέρης. "Επελέγη δια το υπέροχον λυρικόν ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από εν βαθύ αίσθημα δια το ελληνικόν πολιτιστικόν ιδεώδες", ανακοίνωσε η Σουηδική Ακαδημία. Ο διεθνής Τύπος συγκατανεύει θεωρώντας "αρίστη και εξαιρετική την εκλογή".
Η ομιλία του Σεφέρη, κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ Νόμπελ Λογοτεχνίας
στην Στοκχόλμη (11 Δεκεμβρίου 1963)
Τούτη τὴν ὥρα αἰσθάνομαι πὼς εἶμαι ὁ ἴδιος μία ἀντίφαση. Ἀλήθεια, ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία, ἔκρινε πὼς ἡ προσπάθειά μου σὲ μία γλώσσα περιλάλητη ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ στὴν παροῦσα μορφή της περιορισμένη, ἄξιζε αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ διάκριση. Θέλησε νὰ τιμήσει τὴ γλώσσα μου, καὶ νὰ - ἐκφράζω τώρα τὶς εὐχαριστίες μου σὲ ξένη γλώσσα. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσετε τὴ συγνώμη ποὺ ζητῶ πρῶτα -πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου.
Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρὸς ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγμα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μας παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωμένη μὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ μέτρο, πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.
Ὅσο γιὰ μένα συγκινοῦμαι παρατηρώντας πῶς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους μου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰώνα, γράφει: «... θὰ χαθοῦμε γιατί ἀδικήσαμε ...». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράμματος. Εἶχε μάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡμερῶν μας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει μακριὰ στὰ περασμένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση. Εἶναι γιὰ μένα σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιμήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα λαὸ περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσμος ὅπου ζοῦμε, ὁ τυραννισμένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα - καὶ τί θὰ γινόμασταν ἂν ἡ πνοή μας λιγόστευε; Εἶναι μία πράξη ἐμπιστοσύνης - κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά μας δὲν τὰ χρωστᾶμε στὴ στέρηση ἐμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τὸν περασμένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ στὴ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πὼς ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράμα καὶ ἕνα σημερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ μοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν᾿ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνομάζουμε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγμὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει ποὺ νἄ ῾βρει καταφύγιο, ἀπαρνημένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους.
Γι᾿ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα καὶ μικρὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν᾿ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιομηχανία. Χρωστῶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδημία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλμὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανὸς νὰ κρίνει μὲ ἀλήθεια ἐπίσημη τὴν ἄδικη μοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυμηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐμπνευστή, καθὼς μᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νομπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία μὲ τὴ μεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους. Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.
Ὅταν στὸ δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουμε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουμε. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.
Μετά το Νόμπελ
Στις 16 Απριλίου 1964 αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και τον Ιούνιο του 1965 επίτιμος διδάκτωρ του Πρίνστον. Το 1967 η δικτατορία των Συνταγματαρχών κατέλυσε το Σύνταγμα στην Ελλάδα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες. Τον Σεπτέμβριο του 1965 αρνείται πρόταση του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις να μεταβεί εκεί το επόμενο έτος για να διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής. Τον Ιούλιο του 1967 προλογίζει την έκδοση των ποιημάτων του αδελφού του Άγγελου. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους προσκαλείται από το Ινστιτούτο Ανωτάτων Σπουδών στο Πρίνστον και αποδέχεται, ενώ καλείται να διδάξει και στην Έδρα Τσαρλς Έλιοτ Νόρτον για την Ποίηση του Χάρβαρντ για το ακαδημαίκό έτος 1969-1970 αλλά απορρίπτει.με επίσημη επιστολή του προς τον πρύτανη του ιδρύματος, κάτι που συνιστά την πρώτη ανοιχτή δήλωσή του κατά του καθεστώτος. Το 1968 τον προσεγγίζουν Αριστεροί με σκοπό να τους συνδράμει: ο Μίκης Θεοδωράκης του ζητά να συμβάλει στην δημόσια εκτέλεση μελοποιημένης ποίησής του από τον ίδιο, αλλά το θεωρεί μάταιο, ενώ του ζητείται να μεσολαβήσει για να χειρουργηθεί ο Γιάννης Ρίτσος.
Το φθινόπωρο του 1968 μεταβαίνει στις Η.Π.Α και διαβάζει ποιήματά του στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ, Πρίνστον, Ράτγκερς, Πίστμπουργκ, Ουάσιγκτον, στην Χ.Α.Ν της Νέας Υόρκης. Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Χούντας: μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του B.B.C., το ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την Ντόιτσε Βέλε. Γι' αυτό το λόγο του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου: στην τρισέλιδη επιστολή του Πιπινέλη προς τον Σεφέρη, αυτό δικαιολογείτο επειδή η Δήλωσή του είχε μεταδοθεί από τη σοβιετική ραδιοφωνία και άρα ήταν αντεθνική προπαγάνδα. Τον Ιούλιο του 1970 εκδίδονται τα Δεκαοχτώ κείμενα μεταξύ των οποίων, πρώτο, το Σεφερικό ποίημα Οι γάτες τ' Αϊ-Νικόλα. Στις 22 Ιουλίου 1971 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με συμπτώματα έλκους, το οποίο τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Πέθανε την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Δύο μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η κηδεία του, η οποία εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά της δικτατορίας. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκε το προσωπικό του ημερολόγιο με τίτλο «Μέρες…» καθώς και το «Πολιτικό» του ημερολόγιο. Η γλώσσα του Σεφέρη πυκνή και καίρια, συμπυκνώνει στην ποίησή του αυτό που ο ίδιος ονόμασε επιγραμματικά "καημό της ρωμιοσύνης". Η ζωντανή, γηγενής παράδοση συμπορεύεται με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παιδεία. Στο πρόσωπό του, στην ποιητική, δοκιμιακή και μεταφραστική του εργασία, η νεοελληνική γραμματεία αναγνωρίζει έναν από τους κλασικούς του 20ου αιώνα.
Ο Σεφέρης και η γενιά του ΄30
Η περίφημη φωτογραφία της επονομαζόμενης Γενιάς του 30. Περίπου στα 1963. Όρθιοι από αριστερά: Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Ηλίας Βενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιώργος Σεφέρης στο κέντρο, Αντώνης Καραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Θεοτοκάς. Καθισμένοι από αριστερά: Άγγελος Τερζάκης, Κ.Θ. Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης (στο κέντρο), Κοσμάς. Πολίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος.
Η Γενιά του Τριάντα των ελλήνων λογοτεχνών δημιουργήθηκε μέσα σε ένα πνευματικό κλίμα που το χαρακτηρίζει από την μια η ανανέωση της ποίησης και από την άλλη, οι αναζητήσεις στον χώρο της πεζογραφίας. Τα ρεύματα του υπερρεαλισμού και του μοντερνισμού επηρεάζουν τους λογοτέχνες της περιόδου, ενώ κάποιοι πεζογράφοι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον ρεαλισμό. Οι ποιητές υιοθετούν τον ελεύθερο στίχο και οι πεζογράφοι εγκαταλείπουν το διήγημα και καλλιεργούν το μυθιστόρημα. Μεγάλοι ποιητές της περιόδου αναδείχτηκαν ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Καββαδίας κ.α. ενώ σπουδαίοι πεζογράφοι ο Στρατής Μυριβήλης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Στρατής Δούκας,ο Φώτης Κόντογλου ο Ηλίας Βενέζης ο Μ. Καραγάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης. Ο όρος «Γενιά του Τριάντα» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την ομάδα των νεωτεριστών ποιητών και μυθιστοριογράφων που συνεργάστηκαν στην έκδοση του περιοδικού Τα Νέα Γράμματα (1935-1944).
Η ποίηση της Γενιάς του '30
Η ποιητική γενιά του ’30 συνδέεται με την πλήρη αποδέσμευση από τον παραδοσιακό στίχο. Δείγματα ελεύθερου στίχου πρωτοεμφανίστηκαν μέσα στην δεκαετία του ’20, με τα ποιήματα του Τ.Κ. Παπατσώνη, ενώ γύρω στα τέλη της δεκαετίας και στις αρχές της δεκαετίας του ’30 πύκνωσαν οι εκδόσεις ποιημάτων με ελεύθερο στίχο: το 1929 εκδόθηκαν ποιήματα του Αναστάσιου Δρίβα, το 1930 η συλλογή Στου γλυτωμού του χάζι του Θεόδορου Ντόρρου, το 1933 τα ποιήματα του Νικήτα Ράντου και το 1933 του Γιώργου Σαραντάρη. Αντίθετα ποιητές που πρωταγωνίστησαν αργότερα στην «γενιά του ’30» με ποιήματα σε ελεύθερο στίχο ξεκίνησαν με παραδοσιακό, όπως ο Γιώργος Σεφέρης στις δύο πρώτες συλλογές του, Στροφή (1931) και Στέρνα (1932) και ο Γιάννης Ρίτσος στην συλλογή Τρακτέρ (1934) και τον Επιτάφιο (1936).
Ο πιο σημαντικός σταθμός στην ποίηση της «γενιάς του ’30» είναι το έτος 1935. Εκείνη την χρονιά, που κατά σύμπτωση δημοσιεύεται και η τελευταία συλλογή του Παλαμά, ιδρύεται το περιοδικό Νέα Γράμματα, με το οποίο συνεργάζονται οι κυριότεροι εκπρόσωποι της γενιάς, εκδίδεται το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη και εισάγεται στην Ελλάδα ο υπερρεαλισμός με την Υψικάμινο του Εμπειρίκου. Βέβαια οι ποιητές εξακολουθούν να υπηρετούν το συμβολισμό, που κυριάρχησε κυρίως κατά την προηγούμενη ποιητική γενιά. Μέσα στην ίδια δεκαετία δημοσίευσαν τα πρώτα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο ο Ρίτσος και ο Βρεττάκος και πρωτοεμφανίστηκε και ο δεύτερος σημαντικός εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού, ο Νίκος Εγγονόπουλος.
Τα χαρακτηριστικά της:
. Η εκφραστική λιτότητα
. Η χρήση του ελεύθερου στίχου. Στίχος λιτός και πυκνός, χωρίς στολίδια ποιητικά, ( καθημερινές λέξεις)
. Η γόνιμη σύνδεση με τις ευρωπαϊκές αισθητικές αναζητήσεις (μοντερνισμός-υπερρεαλισμός)
. Ακανόνιστη στίξη
. Υποδήλωση ή απόκρυψη του θεματικού κέντρου
. Η έμφαση στο νέο, στην αλλαγή, στην ρήξη με το παρελθόν.
Ἔγκωμη
Ἦταν πλατὺς ὁ κάμπος καὶ στρωτός·
ἀπὸ μακριὰ φαινόνταν
τὸ γύρισμα χεριῶν ποὺ σκάβαν.
Στὸν οὐρανὸ τὰ σύννεφα πολλὲς καμπύλες, κάπου-κάπου
μιὰ σάλπιγγα χρυσὴ καὶ ρόδινη· τὸ δείλι........
Κι ἐγὼ προχώρεσα πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δουλεύαν,
γυναῖκες κι ἄντρες μὲ τ᾿ ἀξίνια σὲ χαντάκια.
Ἦταν μία πολιτεία παλιά· τειχιὰ δρόμοι καὶ σπίτια ξεχώριζαν σὰν πετρωμένοι μυῶνες κυκλώπων,ἡ ἀνατομία μιᾶς ξοδεμένης δύναμης κάτω ἀπ᾿ τὸ μάτι
τοῦ ἀρχαιολόγου τοῦ ναρκοδότη ἢ τοῦ χειρούργου.
φαντάσματα καὶ ὑφάσματα, χλιδὴ καὶ χείλια, χωνεμένα
καὶ τὰ παραπετάσματα τοῦ πόνου διάπλατα ἀνοιχτά
ἀφήνοντας νὰ φαίνεται γυμνὸς κι ἀδιάφορος ὁ τάφος...........
Ἄξαφνα περπατοῦσα καὶ δὲν περπατοῦσα
κοίταζα τὰ πετούμενα πουλιά, κι εἴταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τὸν αἰθέρα τ᾿ οὐρανοῦ, κι εἴτανε θαμπωμένος
κοίταζα τὰ κορμιὰ ποὺ πολεμοῦσαν, κι εἶχαν μείνει
κι᾿ ἀνάμεσό τους ἕνα πρόσωπο τὸ φῶς ν᾿ ἀνηφορίζει...........
Κι ἐγὼ χαμήλωσα τὰ μάτια μου τριγύρω: κορίτσια ζύμωναν,
καὶ ζύμη δὲν ἀγγίζαν
γυναῖκες γνέθανε, τ᾿ ἀδράχτια δὲ γυρίζαν
ἀρνιὰ ποτίζουνταν, κι ἡ γλώσσα τους στεκόταν
πάνω ἀπὸ πράσινα νερὰ ποὺ ἔμοιαζαν κοιμισμένα
κι ὁ ζευγᾶς ἔμενε μ᾿ ἀνάερη τὴ βουκέντρα.........................
Ὁ κόσμος, ξαναγινόταν ὅπως ἦταν, ὁ δικός μας
μὲ τὸν καιρὸ καὶ μὲ τὸ χῶμα. Ἀρώματα ἀπὸ σκίνο
πῆραν νὰ ξεκινήσουν στὶς παλιὲς πλαγιὲς τῆς μνήμης
κόρφοι μέσα στὰ φύλλα, χείλια ὑγρά·
κι᾿ ὅλα στεγνῶσαν μονομιᾶς στὴν πλατωσιὰ τοῦ κάμπου
στῆς πέτρας τὴν ἀπόγνωση στὴ δύναμη τὴ φαγωμένη
στὸν ἄδειο τόπο μὲ τὸ λιγοστὸ χορτάρι καὶ τ᾿ ἀγκάθια
ὅπου γλιστροῦσε ξέγνοιαστο ἕνα φίδι,
ὅπου ξοδεύουνε πολὺ καιρὸ γιὰ νὰ πεθάνουν.
Ἑλένη
ΤΕΥΚΡΟΣ : ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
ΕΛΕΝΗ : Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τί φῆς;
Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.»
Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμὸ τῶν φύλλων, σὺ ποὺ δωρίζεις
τὴ μουσικὴ δροσιὰ τοῦ δάσους
στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς
αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν.
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».
Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;
Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων ἢ τῶν θεῶν.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια; - Ἤμουν κι ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης.
τὸ ριζικό μου ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε.
Ἀηδόνι ποιητάρη, σὰν καὶ μία τέτοια νύχτα στ᾿ ἀκροθαλλάσι τοῦ Πρωτέα
σ᾿ ἄκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο,
κι ἀνάμεσό τους - ποιὸς θὰ τὄ᾿ λέγε; - ἡ Ἑλένη!
Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη
ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα, ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν, τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν.
ἂν εἶναι ἀλήθεια - πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,
ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη
ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος ποὺ ὡστόσο
εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,
δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει, μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε
πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ
πῆγαν στὴν ἄβυσσο
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ, γιὰ μίαν Ἑλένη.
Στροφή
Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι
ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει
μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση
σὰ μαῦρο περιστέρι.
Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου,
ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου
στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου...
Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου,
ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη
τὴν τραγικὴ κλεψύδρα
βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα
στὸ οὐράνιο περιβόλι.
Ἄρνηση
Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό.
Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ
γράψαμε τ᾿ ὄνομά της
ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης
καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.
Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,
τί πόθους καὶ τί πάθος
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι ἀλλάξαμε ζωή.
(από την συλλογή Μυθιστόρημα)
Α´
Τὸν ἄγγελο
τὸν περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολὺ κοντὰ
τὰ πεῦκα τὸ γιαλὸ καὶ τ᾿ ἄστρα.
Σμίγοντας τὴν κόψη τ᾿ ἀλετριο
ἢ τοῦ καραβιοῦ τὴν καρένα
ψάχναμε νὰ βροῦμε πάλι τὸ πρῶτο σπέρμα
γιὰ νὰ ξαναρχίσει τὸ πανάρχαιο δράμα.
Γυρίσαμε στὰ σπίτια μας τσακισμένοι
μ᾿ ἀνήμπορα μέλη, μὲ τὸ στόμα ρημαγμένο
ἀπὸ τὴ γέψη τῆς σκουριᾶς καὶ τῆς ἁρμύρας.
Ὅταν ξυπνήσαμε
ταξιδέψαμε κατὰ τὸ βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σὲ καταχνιὲς ἀπὸ τ᾿ ἄσπιλα φτερὰ
τῶν κύκνων ποὺ μᾶς πληγώναν.
Τὶς χειμωνιάτικες νύχτες μᾶς τρέλαινε ὁ δυνατὸς ἀγέρας τῆς ἀνατολῆς
τὰ καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στὴν ἀγωνία τῆς μέρας
ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ξεψυχήσει.
Φέραμε πίσω
αὐτὰ τ᾿ ἀνάγλυφα μιᾶς τέχνης ταπεινῆς.
Λίγο ἀκόμα
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν.
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν,
νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο
κι ἡ θάλασσα νὰ κυματίζει.
Λίγο ἀκόμα, νὰ σηκωθοῦμε
λίγο ψηλότερα.
«Νότες» για ένα ποίημα»
Ελικοβλέφαρη χαμογελούσα βαθύζωνη μέσα στην τραγική γαλήνη.
Κι αν τραγουδώ ανάμεσα στα σκέλεθρα και στις ψυχές που σώσανε το λάδι μόνος στον έρημον αυλόγυρο ενός μοναστηριού των χρόνων της τουρκοκρατίας κοιτάζοντας ακίνητες καμπάνες που ωριμάζουν.
Με το κοντύλι μου έγραψα το μυστικό κρεβάτι κι ήταν τριγύρω τ’ αναμμένα βάτα που έγλειφαν τα μέλη ίσκιοι φιδιών τυλίγανε τα μελαψά λαγόνια και στης κοιλιάς τη λίμνη κολυμπούσε κόκκινο ένα χέλι.
Σύντροφοι που χορεύετε μασκαρεμένοι σε μια κορφή που πάτησε τόσες φορές ο χαλασμός παίζοντας με χρωματιστές κορδέλες χορεύοντας, κοιτάχτε, το γαϊτανάκι. Κι ο γήλιος τρυπώντας τις φυλλωσιές πετάει στο χώμα χρυσά τσεκίνια απόκριση στην προσφορά του καθενός μας. Όπως τα ζαρωμένα πρόσωπα γερόντων πέφτουν σαν προσωπίδες σ’ ανοιγμένους λάκκους.
Η αγάπη το γαληνεμένο σπίτι του ανθρώπου.
Ο σταυραϊτός εδάγκωσε μια ρώγα κι άλλη ρώγα και κάρφωσε τα νύχια του στην άγονη κοιλιά κι είδα μέσ’ απ’ τα σύννεφα να χύνεται μια φλόγα που έσβησε με το ματωμένο κύμα στην ακρογιαλιά.
Αντάρης: το βυσσινί σκυλόδοντο της Αφροδίτης.
Άδεια πελάγη, άδεια καράβια, κεφάλια αδύναμα, ψυχές πιασμένες στο δίχτυ της μεγάλης αράχνης.
Και την άκουσες την αυγή να ουρλιάζει· «Θυμήσου τα λουτρά που σε θανάτωσαν, πατέρα», όχι μονάχα στην κυψέλη των θησαυρισμένων τάφων αλλά κι εδώ στις γειτονιές με τους ακοίμητους κινηματογράφους, στο περιβόλι της πολιτείας που το κατάπιε η νύχτα, στο Σύνταγμα μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη: Πόσα λεπτά σιωπής κοστίζει μια ζωή; «Θυμήσου τα λουτρά που σε θανάτωσαν, πατέρα»· μονάχα το αίμα θα ποτίζει τη ζωή και τ’ αηδόνι, έτσι όπως τραγουδά τον πόθο του πίσω απ’ τις κλειδωμένες γρίλιες (αφηρημένος, σκυμμένο το κεφάλι περνάει στο δρόμο ένας καταδικασμένος σε θάνατο από όλους) για τα παιδάκια που αύριο θα ’ρθουν να παίξουν με καινούριες κουδουνίστρες.
Ή χρώματα σε φορεσιές θεατρίνων που μόλις θυμόμαστε κάποτε λάμπουν.
Περνώ μπροστά σε εικόνες που χαλνώ· το μεγάλο εικονοστάσι.
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα.
Κράτησα τη ζωή μου ( Επιφάνια 37 )
Κράτησα τη ζωή μου
ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα,
κάτω απ’ το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες
με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά
στην κορυφή τους βραδιάζει.
Τ’ ανθισμένο πέλαγο
και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα
κοντά στις αγριοσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά’ τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν.
Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου˙ στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ· ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση, της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν εκείνους
πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
πού στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου,
ό δρόμος δεν έχει αλλαγή˙ κράτησα τη ζωή μου.
Το χιόνι και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.
Μελοποιημένη ποίηση του Σεφέρη
1 Αγία Νάπα β.
2 Αγία Νάπα β.
3 Αλληλεγγύη
4 Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές
5 Άνθη της πέτρας
6 Αργοναύτες
7 Άρνηση ( Στο περιγιάλι το κρυφό )
8 Αφήγηση Γιώργος Σεφέρης
9 Γ. Σ. αποσπάσματα από την αλληλογραφία στην αγαπημένη
10 Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη
11 Γυναίκα της ψυχής μου 12 Δημοτικό τραγούδι
13 Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας
14 Είναι παλιό το λιμάνι
15 Ελένη
16 Εμείς που ξεκινήσαμε
17 Επί σκηνής Γιώργος
18 Ἐπικαλέω τοι τὴν Θεόν
19 Επιτύμβιο
20 Επιφάνια Αβέρωφ
21 Ερωτικός λόγος
22 Ερωτικός λόγος
23 Ερωτικός λόγος (απόσπασμα) 24 Ερωτικός λόγος Ε
25 Η θάλασσα
26 Η λυπημένη
27 Η λυπημένη
28 Η στέρνα
29 Ήλιε παίζεις μαζί μου
30 Θεατρίνοι
31 Θεατρίνοι
32 Θεατρίνοι Μ.Α
33 Θρήνος για τον Άδωνι
34 Κι αν ο αγέρας φυσά
35 Κι αν ο αγέρας φυσά
36 Κράτησα τη ζωή μου (Επιφάνια 37)
37 Λίγο ακόμα
38 Λίγο ακόμα
39 Λυπούμαι
40 Με τον τρόπο του Γ.Σ.
41 Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
42 Μιλούσες για πράγματα
43 Μπαλλάδα
44 Μποτίλια στο πέλαγο
45 Μυκήνες
46 Ο γυρισμός του ξενιτεμένου
47 Ο κ. Στρατής Θαλασσινό περιγράφει έναν άνθρωπο
48 Ο Στράτης ο θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους
49 Ο τόπος μας είναι κλειστός
50 Ο ύπνος σε τύλιξε
51 Όνειρο
52 Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα
53 Πες της το μ΄ ένα γιουκαλίλι
54 Ποιος άκουσε καταμεσήμερα
55 Πότε θα ξαναμιλήσεις
56 Πρωί Γιώργος
57 Σάββατο, 31 Οκτώβη - Γιώργος Σεφέρης Μάσκες
58 Σαντορίνη
59 Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι
60 Στροφή 61 Τα χέρια
62 Το αίμα σου πάγωνε
63 Το σπίτι κοντά στη θάλασσα
64 Το σώμα
65 Το φύλλο της λεύκας
66 Τρία κόκκινα περιστέρια
67 Τριζόνια
68 Τώρα που θα φύγεις
69 Υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανείς ( Θερινό Ηλιοστάσιο )
70 Υστερόγραφο
71 Φυγή
Το συνολικό έργο του Σεφέρη
Ποιητικές συλλογές
. Στροφή, Εστία, Αθήνα 1931
. Πάνω σ' έναν ξένο στίχο, Εστία, Αθήνα 1931
. Η Στέρνα, Εστία, Αθήνα 1932
. Σχέδια στο περιθώριο, ανάτυπο από Τα Νέα Γράμματα, Αθήνα 1935
. Μυθιστόρημα, Κασταλία, Αθήνα 1935
. Γυμνοπαιδία, ανάτυπο από Τα Νέα Γράμματα, Αθήνα 1936
. Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937), τυπ. Ταρουσοπούλου, Αθήνα 1940
. Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄, τυπ. Ταρουσοπούλου, Αθήνα 1940
. Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄, ιδιωτική έκδοση, Αλεξάνδρεια 1944
. Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1945
. Τελευταίος σταθμός, ανάτυπο από Το Τετράδιο, 1947
. Κίχλη, Ίκαρος, Αθήνα 1947
. Ημερολόγιο καταστρώματος Γ
. Τρία κρυφά ποιήματα, τυπ. Γαλλικού Ινστιτούτου, Αθήνα 1966
. Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄, Ίκαρος, 1976 (μεταθανάτια έκδοση)
. Επί Ασπαλάθων..., "Le Μonde", Αθήνα 1971 (μεταθανάτια έκδοση)
Μυθιστορήματα
. Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, Ερμής, Αθήνα 1974 (μεταθανάτια έκδοση)
. Βαρνάβας Καλοστέφανος, Μ. Ι. Ε. Τ., Αθήνα 2007 (μεταθανάτια έκδοση, ημιτελές)
Δοκίμια
. Δοκιμές, τυπ. Γιούλη, Κάιρο 1944
. Δοκιμές, Φέξης, Αθήνα 1962
. Εκλογή από τις Δοκιμές, Γαλαξίας, Αθήνα 1966
. Δοκιμές, Ίκαρος, Αθήνα 1992 (μεταθανάτια έκδοση)
Ἡμερολόγια
Χειρόγραφο Σεπτ. 41 (1972)
Μέρες τοῦ 1945-51 (1973)
Μέρες Α (16-2-1925 ὡς 17-8-1931) (1975)
Μέρες Β (24-8-1931 ὡς 12-2-1934) (1975)
Μέρες Γ (16-4-1934 ὡς 14-12-1940) (1977)
Μέρες Δ (1977)
Μέρες Ε (1977)
Μέρες ΣΤ (1986)
Μέρες Ζ (1990)
Πολιτικὸ Ἡμερολόγιο Α (1973)
Πολιτικὸ Ἡμερολόγιο Β (1973)
Μεταφράσεις
. Θ. Σ. Έλιοτ, Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1949
. Θ. Σ. Έλιοτ, Φονικό στην Εκκλησιά, Ίκαρος, Αθήνα 1963
. Αντιγραφές, Ίκαρος, Αθήνα 1965
. Άσμα Ασμάτων, χ.ε., Αθήνα 1965
. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Ίκαρος, Αθήνα 1966
Πηγές:
https://el.wikipedia.org
http://e-logotexnia.gr
http://eapilektoi.blogspot.gr
http://www.greek-language.gr