Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο
Ο Γιάννης Ρίτσος (Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 - Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. Ανήκε στην Αριστερά —και συγκεκριμένα στο ΚΚΕ. Πολλά έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του.
Ο Ρίτσος που νόσησε από φυματίωση, ξεπέρασε την ασθένεια (πράγμα δύσκολο για την εποχή) και πέρασε από υλικές και ηθικές δοκιμασίες. Ο Ρίτσος στο σανατόριο του «Σωτηρία» όπου νοσηλευόταν, ήρθε κοντά με τον Μαρξισμό και την Αριστερά, πράγματα που επηρέασαν βαθύτατα την ποίησή του και τον τρόπο ζωής του. Αφού πέρασε από διάφορα σανατόρια, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη και ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις.
Η αγωνιστική του έφεση και η επαναστατική του φύση τον οδηγούν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο ΕΑΜ, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε., στο οποίο παρέμεινε πιστός έως τον θάνατό του. Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στην Λήμνο, στην Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσχώρησε στην ΕΔΑ. Το 1956 ταξίδεψε στην ΕΣΣΔ και στην Κούβα. Κατά τη διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών, εξορίστηκε και πάλι στη Γυάρο, αρχικά, και κατόπιν, στη Λέρο. Με το πέρας της δικτατορίας, στην μεταπολίτευση, ο Ρίτσος, έγινε ευρέως γνωστός τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησαν πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις.
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Επιτάφιος, η Ρωμιοσύνη είναι κάποια από τα μεγαλύτερα ποιήματα του ποιητή, ενώ έχει κάνει και πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάνδρου Μπλοκ, του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκη, κ.ά. Πολλά ποιήματα του Ρίτσου, έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, γνωστότερα εξ αυτών: Η Ρωμιοσύνη και ο Επιτάφιος αλλά κ.ά.
Νεανικά χρόνια
Η ζωή του Ρίτσου κατά την παιδική του ηλικία στη Μονεμβασία, ήταν ανέμελη και πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια κοντά στη φύση. Η μητέρα του που ήταν καλλιεργημένη, του έδειχνε πολλή αγάπη και τρυφερότητα. Η γιαγιά του η Άννα του έλεγε παραμύθια, όπως επίσης κι ένας Μωραΐτης, που φρόντιζε αυτόν και τη Λούλα, μετά τη δολοφονία του παππού τους το 1910. Ο Ρίτσος από την μικρή ηλικία φάνηκε να έχει κλίση στις τέχνες, καθώς γρήγορα άρχισε να ζωγραφίζει και να μαθαίνει πιάνο, ενώ, καθώς ο ίδιος μαρτυρεί, έγραφε στίχους από την ηλικία των 7 ετών. Η μητέρα του τού υποστηρίζει απόλυτα αυτή του την κλίση και θεωρεί πως κάποια μέρα θα διαδεχθεί τον Κωστή Παλαμά, αργότερα τον εγγράφει ως συνδρομητή στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων.
Η ανεμελιά των παιδικών χρόνων σταματά με την έναρξη του σχολείου. Ο Ρίτσος προτιμούσε να παίζει από τα να παρακολουθεί τα μαθήματα κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκεται πολλές φορές όρθιος στην γωνία τιμωρημένος. Τα τετράδιά του ήταν γεμάτα ζωγραφιές. Είχε πει κι ο ίδιος κάποτε:
Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες, σβήνοντας του αριθμούς.
Ενώ για τις τιμωρίες του έλεγε: Σαν να μ' άρεσε να είμαι τιμωρημένος. Δεν αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα. Θα πει όταν δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη κλίση. Κι ακόμη: Νομίζω πως ο άνθρωπος που δεν τιμωρήθηκε ποτέ στην ζωή του δεν ξέρει τι σημαίνει παραβίαση της απαγόρευσης. Κι επειδή η ζωή είναι γεμάτη απογοητεύσεις, έμαθα να δουλεύω την ποίηση, ξεπερνώντας τες.
Ο Ρίτσος ό,τι έχασε από το σχολείο το βρήκε στην βιβλιοθήκη της μητέρας του, όπου εκεί συνάντησε για πρώτη φορά την Αριστερά, πράγμα που ενοχλούσε τον Ελευθέριο.
Το 1917 η οικογένεια Ρίτσου δέχτηκε το πρώτο της οικονομικό πλήγμα: Με την αγροτική μεταρρύθμιση του Ελ. Βενιζέλου απαλλοτριώθηκαν τσιφλίκια ή δόθηκαν σε ακτήμονες· οι Ρίτσοι, που δεν ήξεραν άλλη δουλειά, παρά μόνον αυτή, τα έχασαν σχεδόν όλα.
Λίγο καιρό αργότερα, ο αδελφός του, που σπούδαζε, ασθένησε με τον προάγγελο της φυματίωσης, την υγρά πλευρίτιδα. Ο πατέρας ξόδεψε πολλά λεφτά για την θεραπεία του γιου του χωρίς όμως επιτυχία. Το 1921 ασθένησε από φυματίωση και η μητέρα του. Ο Δημήτρης δεν τα κατάφερε και πέθανε από φυματίωση στις 6 Αυγούστου 1921, ενώ λίγο αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, όταν η μητέρα έμαθε για τον θάνατο του Δημήτρη, δεν άντεξε και πέθανε κι αυτή στην Πορταριά Πηλίου. Στο ενδιάμεσο, η αδελφή του Νίνα, και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1921, είχε παντρευτεί τον χωροφύλακα του χωριού και είχε φύγει από το σπίτι, με αποτέλεσμα η Λούλα και ο Γιάννης να μείνουν μόνοι και να δεθούν πολύ.
Η Λούλα και ο Γιάννης ήρθαν πολύ κοντά μετά από αυτά τα τραγικά γεγονότα. Η μόνη παρηγοριά του ποιητή ήταν η αδελφή του και η ποίηση, ενώ τα μόνα έξοδα που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν η συνδρομή του περιοδικού, στο οποίο μάλιστα δημοσίευσε το 1924-1925 τις πρώτες του συνεργασίες με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα».
Η αρρώστια
Εξώστης αεροθεραπείας του Νοσοκομείου "Σωτηρία" δεκαετία του ΄30. (Φωτογραφία Αντ. Ρασιδάκη)
Τον Σεπτέμβριο του 1925 τα δύο αδέλφια πηγαίνουν στην Αθήνα. Εκεί έπιασαν ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Μπενάκη. Ο θείος Λεωνίδας, που ζούσε στο Λονδίνο και που τους είχε βοηθήσει και παλαιότερα, τους συνδράμει χρηματικά, ενώ η Λούλα έπιασε δουλειά, προετοιμάζοντας τις σπουδές της για τη Φιλοσοφική Σχολή. Ο Γιάννης από την άλλη δεν έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για όλα αυτά. Έπιασε αργότερα δουλειά ως δαχτυλογράφος σε ένα γραφείο ενός συμβολαιογράφου, στη βιβλιοθήκη του οποίου γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά κ.ά. Έως το 1926, τα πράγμα πήγαιναν καλά για τα δύο αδέλφια, ώσπου ένα πρωί η Λούλα είδε τον αδελφό της να κάνει αιμόπτυση στο λαβομάνο. Ο ιατρός της οικογένειας τον έστειλε στη Μονεμβασία, που όπως πίστευε, θα έβρισκε καλύτερη περιποίηση εκεί. Τελικά, μετά από τη δίμηνη παραμονή του στην Αθήνα, επέστρεψε στην πατρώα γη. Επιστρέφοντας ο Ρίτσος από την Μονεμβασία είχε έτοιμες δύο ποιητικές συλλογές: Στο Παλιό μας Σπίτι και το Δάκρυα και Χαμόγελα. Τον Ιανουάριο του 1927 η αιμόπτυση επανήλθε και ήταν βέβαιο πλέον ότι έπασχε κι αυτός από φυματίωση. Στις 22 Φεβρουαρίου 1927 εισήλθε στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου για τα επόμενα τρία χρόνια θα συζεί με πλήθος ασθενών. Στις αίθουσες του νοσοκομείου ο Ρίτσος, ήρθε σε επαφή με διάφορους αριστερούς και συνδικαλιστές. Ο «δάσκαλός» του είναι ο Βασίλης, ο οποίος θα εκτελεστεί αργότερα από τους Γερμανούς, στην Κατοχή.
Στο σανατόριο του «Σωτηρία» θα γνωριστεί με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Αντάλλασσαν ποιήματα ο ένας στον άλλον και λόγω της αγάπης τους για την ποίηση θα βρουν παρηγοριά. Ο ίδιος ο ποιητής αφηγείται στον Κ. Σταματίου:
Υπήρχε μια μεγάλη "αίθουσα υποδοχής" με το μοναδικό πιάνο με ουρά στην «Σωτηρία». Τ' απόγευμα, πήγαινα εκεί και έπαιζα αναζητώντας κάποια παρηγοριά στην μουσική. Ακούγοντας το πιάνο η Πολυδούρη κατέβαινε από το δωμάτιό της και έτσι γνωριστήκαμε.
Εκεί μέσα ανέπτυξαν θερμούς δεσμούς φιλίας οι δύο ποιητές. Μάλιστα ο ένας έχει αφιερώσει στον άλλον και ποιήματα.
Ο ποιητής, μετά το πέρας του τρίτου έτους της παραμονής του στο νοσοκομείο, δεν είχε πια λεφτά για την παραμονή του. Κατόπιν, τον μετέφεραν σε στρατιωτικό νοσοκομείο, για να καταλήξει στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας, ένα ερειπωμένο και άθλιο κατάλυμα. Οι συνθήκες εκεί ήταν απαράδεκτες. Έτσι, ο Ρίτσος στέλνει ένα γράμμα στην εφημερίδα Εφεδρικός Αγών και τονίζει τα προβλήματα που βιώνουν καθημερινά οι ασθενείς εκεί πέρα. Ο Ρίτσος θα πει αργότερα για εκείνη την εμπειρία του: Στην Καψαλώνα ένιωσα πρώτη φορά τον εαυτό μου σαν εντολοδόχο, τον υπεύθυνο ενός κόσμου. Στην Καψαλώνα ο Ρίτσος, μαζί με άλλα ποιήματά του, από το προηγούμενο σανατόριο, συνθέτει τις πρώτες του ποιητές συλλογές: Τρακτέρ και Πυραμίδες.
Δεκαετία 1930-1940
Τον Απρίλιο του 1931, η αδελφή του Λούλα παντρεύεται έναν μετανάστη από την Αμερική, τον Δημήτρη Σταυρόπουλο, ο οποίος θα συνδράμει οικονομικά και τον αδελφό της, τον Γιάννη. Έτσι, ο Ρίτσος θα βρει περισσότερο χρόνο για τη συγγραφή ποιήσεως. Στα 1932, την οικογένεια την ξαναβρήκε συμφορά: Ο πατέρας του Ρίτσου, που ζούσε μόνος στη Μονεμβασία, δεν είχε τα προς το ζην και σε συνδυασμό με την άρνησή του για βοήθεια από τους συγχωριανούς του έχασε τα λογικά του και τρελάθηκε. Τον μετέφεραν εν τέλει το 1934 στο δημόσιο ψυχιατρείο του Δαφνίου.
Η αδελφή του που είχε πάει στην Αμερική, επέστρεψε για να τον φροντίσει και εν τω μεταξύ είχε κλονιστεί πολύ κι αυτή με όλα αυτά που συνέβαιναν στην οικογένειά τους. Την περίοδο αυτή ο Ρίτσος προσπαθεί να ακολουθήσει το επάγγελμα του χορευτή και του ηθοποιού σε ένα θέατρο στην Κυψέλη, με την διάσημη Ζωζώ Νταλμάς, αφού ο γάμος της αδελφής του δεν κράτησε πολύ και αναγκάστηκε να εργαστεί.
Ο Επιτάφιος
Η ιστορική φωτογραφία που ενέπνευσε τον Επιτάφιο του Ρίτσου.
9 Μαΐου 1936: Η μητέρα του Τάσου Τούση θρηνεί τον γιο της, τον πρώτο νεκρό της αιματηρής καταστολής της διαδήλωσης των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης.
Το 1934 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι τον θάνατό του. Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη την στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Τον Μάιο του 1936, οι εργατικές κινητοποιήσεις είχαν κορυφωθεί στην Θεσσαλονίκη. Στις 9 Μαΐου η μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών πνίγεται στο αίμα από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά δώδεκα νεκρούς, ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Ο Ριζοσπάστης, την επόμενη ημέρα, δημοσιεύει φωτογραφία, στην οποία αποτυπώνεται η μητέρα του Τάσου Τούση να σπαράζει πάνω από τη σορό του, μόνη στο μέσο της διασταύρωσης των οδών Βενιζέλου και Εγνατία. Η φωτογραφία συγκλόνισε τον ποιητή και ταυτόχρονα τον ενέπνευσε: Ο Ρίτσος κλείστηκε στη σοφίτα του και έγραψε τα τρία πρώτα μέρη του Επιταφίου. Ο Ριζοσπάστης στις 12 Μάη του 1936 τα δημοσίευσε υπό τον τίτλο Μοιρολόι. Χαρακτηριστικοί στίχοι του ποιήματος:
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Ο Ρίτσος ολοκληρώνει τα πρώτα 14 ποιήματά του, τα οποία εκδίδονται από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» σε 10.000 αντίτυπα (αριθμός ρεκόρ). Από αυτά πουλήθηκαν σχεδόν όλα, εκτός από 250, τα οποία κάηκαν μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας από τον Ι. Μεταξά στις 4 Αυγούστου 1936. Το ποίημα αυτό έγινε ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, καθώς και το ποίημα που τον έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό.
Στις 15 Οκτωβρίου 1936, ο Ρίτσος έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Οι παραστάσεις που έδινε ως χορευτής και ως ηθοποιός (και οι οποίες δεν τον έκαναν ιδιαίτερα υπερήφανο) τον ταλαιπώρησαν τόσο, που τον οδήγησαν στο να υποτροπιάσει η υγεία του. Αυτήν την φορά, από τον Οκτώβριο του 1937 έως τον Απρίλιο του 1938, έζησε στο σανατόριο της Πάρνηθας, στο οποίο συγγράφει Μια πυγολαμπίδα φωτίζει την νύχτα και την Εαρινή Συμφωνία, χάριν του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Οι συμφορές τόσο για την οικογένεια, όσο και για τον ίδιο συνεχίστηκαν, όταν η αδελφή του η Λούλα επισκέφτηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1937 την αδελφή τους και της είπε ότι είδε τον Θεό. Ακολούθως, θα κατευθυνθεί κι εκείνη στο Δαφνί, όπου βρίσκεται εκεί ήδη ο πατέρας της και μάλιστα στις 5 Νοεμβρίου 1938 θα δει να βγάζουν τη σορό του πατέρα της από τον απέναντι θάλαμο. Ο Ρίτσος εμπνεύστηκε από τα παθήματα της αδελφής του και θα γράψει το ποίημα Τραγούδι της Αδελφής μου, για το οποίο ο Κωστής Παλαμάς θα γράψει στο τελείωμα του τετράστιχου:
«Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις.».
(Με τον Μάνο Κατράκη στην Μακρόνησο)
Στις 30 Νοεμβρίου 1937, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τον δέχτηκε ως μέλος της με 22 ψήφους μεταξύ 27. Φεύγοντας από το σανατόριο, προσλήφθηκε από το Βασιλικό Θέατρο. Εκεί γνώρισε τον Μάνο Κατράκη· η φιλία τους θα καταλήξει ισόβια. Εκεί συνάντησε και τον Τάκη Φιλιακό, που είχαν ήδη γνωριστεί και αργότερα θα μεταπηδήσουν στην Εθνική Λυρική Σκηνή, που εμφανίζεται με το ψευδώνυμο Ι. ή Γ. Βάμβας. Το 1940, πριν τον Πόλεμο, θα εκδοθεί το Εμβατήριο του Ωκαιανού, αλλά τα γεγονότα τον πρόλαβαν και εγκαταστάθηκε κατάκοιτος στο σπίτι του Τάκη Φιλιακού. Κατόπιν εντάχθηκε και στο Μορφωτικό Τμήμα του ΕΑΜ.
Ο ηθοποιός Στέλιος Βόκοβιτς, βλέποντάς τον να πεινά, να είναι άρρωστος και δυστυχής, απευθύνθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» και ο Αλέκος Λιδωρίκης του έγραψε ένα άρθρο για τη σωτηρία του ποιητή και πρότεινε δημόσιο έρανο. Οι προσφορές έφτασαν, αλλά ο Ρίτσος τις αποποιήθηκε.
Κατοχή, αντίσταση, διώξεις
Το Κοντοπούλι της Λήμνου,
όπου εξορίστηκε ο ποιητής το 1948.
Σχεδόν σε όλη την Κατοχή ο Ρίτσος ήταν καθηλωμένος από την ασθένειά του. Αρχικά συγκατοικούσε με την Έλλη Αλεξίου στην Καλλιθέα και αργότερα με το ζεύγος Τάκη Φιλιακό και Μιράντας Βούλγαρη. Εκείνη την περίοδο γράφει το μυθιστόρημα Στους πρόποδες της σιωπής, το οποίο φτάνει σχεδόν τις 1000 σελίδες και συνήθιζε να το διαβάζει σε όσους τον επισκέπτονταν.
Με τα γεγονότα του Δεκέμβρη, πολλές σημειώσεις και ποιήματα του Ρίτσου καίγονται, από το πρόσωπο στο οποίο τα είχε εμπιστευτεί να τα φυλάει, λόγω φόβου. Ωστόσο, ο Ρίτσος είχε διαφύγει από την Αθήνα με πολλούς οπαδούς του ΕΑΜ, που κατευθύνονταν προς τη βόρεια Ελλάδα. Σε αυτή του τη σκληρή δοκιμασία γράφει το μονόπρακτο Η Αθήνα στ' άρματα. Μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) επιστρέφει στην Αθήνα και γράφει στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα». ενώ μέσω αυτού δημοσίευε και ποιήματα υπό το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλιώτης. Την περίοδο εκείνη γνωρίστηκε με σπουδαίους ποιητές, όπως τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Τάσο Λειβαδίτη κ.ά., όπως επίσης και την μελλοντική του γυναίκα (1947).
Αξιοσημείωτα έργα εκείνη την εποχή ήταν το «Ο σύντροφος μας Νίκος Ζαχαριάδης» και το Υστερόγραφο της δόξας, που αναφέρονταν στον Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος είχε αποκηρυχθεί από το ΚΚΕ.
Μεταξύ του 1945 και 1947 συγγράφει την Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών. Το 1948 εξορίζεται στην Λήμνο και συγκεκριμένα στο Κοντοπούλι.
Εκεί θα αρχίσει να ζωγραφίζει ακουαρέλες και να κάνει σκίτσα συγκρατουμένων, ενώ παράλληλα θα ξεκινήσει και αλληλογραφία με την Καίτη Δρόσου, που στη συνέχεια θα γίνουν δελτάρια, με λίγες λέξεις. Κατόπιν, θα αρχίσει αλληλογραφία και με την αδελφή του Λούλα. Στην Λήμνο ο ποιητής τον Φεβρουάριο του 1949 γράφει το Καπνισμένο Τσουκάλι.
Τον Μάιο του 1949 μεταφέρθηκε στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Ο Ρίτσος προτιμούσε να μην μιλά για αυτό το μέρος, παρά μόνο μέσω των ποιημάτων του. Τα χειρόγραφα της Μακρονήσου διασώθηκαν από τον Μάνο Κατράκη σε μπουκάλια που θάφτηκαν στην γη. Τα πήρε μαζί του έπειτα, στον Αϊ Στράτη. Από το «Αναμορφωτήριο της Μακρονήσου» απολύθηκε τον Ιούλιο του 1950. Παρόλα αυτά φυλακίστηκε ξανά, ενώ ήταν βαριά άρρωστος. Η παραμονή του ήταν βραχύχρονη στο νησί και μεταφέρθηκε στον Αϊ Στράτη. Στο ενδιάμεσο υπήρξε εκστρατεία στο εξωτερικό για την απελευθέρωση του ποιητή. Εξέχοντες προσωπικότητες που βρέθηκαν στο πλευρό του μεταξύ άλλων ήταν ο Πάμπλο Πικάσο, ο Πάμπλο Νερούδα και ο Λουί Αραγκόν.


Ρίτσος και Λουίς Αραγκόν. Νίκος Μπελογιάννης.
Στις 30 Μαρτίου του 1952 εκτελούνται ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του. Στην Αθήνα διαμένει με τους Φιλιακούς. Ο Ρίτσος επηρεασμένος από το γεγονός γράφει το ποίημα Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο, το ποίημα κυκλοφόρησε με σκίτσο του Μπελογιάννη, φιλοτεχνημένο από τον Πάμπλο Πικάσο.
Τον Αύγουστο του 1952 ο Ρίτσος απολύεται πλέον οριστικά. Στην Αθήνα διαμένει ξανά με τους Φιλιακούς. Το 1953 κυκλοφορούν μεταφράσεις του ποιητή ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ, ενώ το 1954 εκδίδεται η Αγρυπνία, που περιελάμβανε την Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η Αγρυπνία, γράφτηκε στα χρόνια της εξορίας και την μετέφερε, μαζί με έργα του ζωγραφικής, στον διπλό πάτο της βαλίτσας του, φεύγοντας από τον Αϊ Στράτη. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1954 παντρεύεται με τη Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου ή Φαλίτσα, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί ο ίδιος, και τον Αύγουστο του 1955 γεννιέται η μονάκριβη κόρη τους, η Ελευθερία (Έρη) Ρίτσου.
1956 - 1966: περίοδος υψηλών συλλήψεων
Την περίοδο αυτή έρχεται η Τέταρτη διάσταση, και μαζί της οι υψηλές συλλήψεις και η ευρηματικότητα ποιητικών μορφών, η οποία εγκαινιάζεται με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956, ΄Α Κρατικό Βραβείο Ποίησης).Το έργο αυτό σηματοδοτεί μια νέα ποιητική, που ελλοχεύει από νωρίτερα, αλλά οι ώριμες αντικειμενικές συνθήκες το συνεπικουρούν, ώστε να βρει γόνιμο έδαφος και να λειτουργήσει.
Κατά κάποιον τρόπο αυτό το έργο αίρει, μέχρις ενός σημείου, προκαταλήψεις που δέσμευαν του αριστερούς διανοούμενους, απελευθερώνοντας μια πολύτιμη ύλη στο έργο του Ρίτσου, που θα το οδηγήσει στην αιχμή της σύγχρονης ποίησης. Ο Λούις Αραγκόν, προλογίζοντας το έργο, στο περιοδικό Les Lettres Françaises, θα γράψει ότι του έδωσε το τράνταγμα της μεγαλοφυΐας. Στις 2 Μαρτίου 1957 ο αγωνιστής της ΕΟΚΑ Γρηγόρης Αυξεντίου πυρπολείται στο καταφύγιό του, ύστερα από δώδεκα ώρες μάχης με τις βρετανικές δυνάμεις. Ο Ρίτσος, εξ αιτίας του περιστατικού αυτού, γράφει τον Αποχαιρετισμό. Το ποίημα προβάλει την ανθρώπινη διάσταση του ηρωισμού, δηλαδή το δίλημμα του αγωνιστή: να παραδοθεί ή να πεθάνει;
«για μια ζωή / που πια δε θα απαιτεί καμιά θυσία»
Το ποίημα είναι η πρώτη επίσημη κατάθεση του ποιητή για το κυπριακό δράμα.
Ο Ρίτσος το 1956 θα γνωριστεί με τον Νίκο και τη Νανά Καλλιανέση, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει έναν νέο εκδοτικό οίκο, τον «Κέδρο». Ο «Κέδρος» θα γίνει το συγγραφικό «σπίτι» του Γιάννη Ρίτσου. Η Νανά με τον Ρίτσο δέθηκαν με στενούς δεσμούς φιλίας έκτοτε. Η Νανά συμπαραστάθηκε στον Ρίτσο, αλλά και στο έργο του από την πρώτη στιγμή μέχρι και τις κατοπινές του δυσκολίες. Ο Ρίτσος με την Σονάτα του Σεληνόφωτος θα παραλάβει το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης κι από εκεί κι έπειτα ξεκίνησε και η διεθνής αναγνώριση για τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Το 1956 τον προσκάλεσαν στην Σοβιετική Ένωση μαζί με άλλους διανοούμενους της εποχής. Επιστρέφοντας από το πολυπόθητο ταξίδι κάθε αριστερού της εποχής, γράφει και δημοσιεύει στην εφημερίδα «Αυγή» 36 κείμενα με τίτλο «Η Σοβιετική Ένωση σήμερα». Κατόπιν ακολούθησαν άλλα δύο ταξίδια: στην Ρουμανία, όπου ταξίδεψε με τους Στρατή Μυριβήλη, Άγγελο Τερζάκη και τον Μενέλαο Λουντέμη.
Στην συνέχεια ταξίδεψε στην Τσεχοσλοβακία. Γύρω στο 1960 είχε ολοκληρώσει την «Ανθολογία Ρουμανικής Ποίησης» και με την επιστροφή του από την Τσεχοσλοβακία εργαζόταν στην «Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων Ποιητών». Εκείνη την περίοδο ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί 6 ποιήματα του Ρίτσου από τον «Επιτάφιο», αναδεικνύοντας και τον μεγάλο Έλληνα τραγουδιστή Γρηγόρη Μπιθικώτση. Στην δεκαετία του 60 ο Ρίτσος γράφει ποιήματα για τους Γρηγόρη Λαμπράκη και Σωτήρη Πέτρουλα. Προς το τέλος της δεκαετίας θα μελοποιηθεί ξανά από τον Μίκη Θεοδωράκη και η «Ρωμιοσύνη», ενώ τέλος η εξορία θα τον ξαναβρεί το 1967, με την «Χούντα των Συνταγματαρχών».
Τέταρτη διάσταση
Στα πολύστιχα έργα της Τέταρτης διάστασης ο ποιητής θα μιλήσει για την μοναξιά, για την ερωτική στέρηση, για το γήρας (π.χ.: Σονάτα του Σεληνόφωτος) και μέσα από το έργο του θα αναδείξει την αξία της απλής ζωής, όπου συντελείται το θαύμα (Ισμήνη), θα ανατάμει τις συνειδησιακές συγκρούσεις, της κοινωνικής πράξης του ατόμου (Ορέστης).
Στο έργο αυτό περιλαμβάνονται δεκαεπτά θέσεις: 3 με την μορφή σύγχρονων μονολόγων και 12 αρχαιόθεμων.
Έχει ειπωθεί πως ο Ρίτσος εφαρμόζει τεχνικές του Καβάφη και του Έλιοτ, χρησιμοποιώντας την αρχαιότητα. Η πρωτοτυπία του έργου, ωστόσο, είναι φανερή, καθώς ο Ρίτσος κάνει διάφορους αναχρονισμούς, που αναφέρονται στο σύγχρονο κόσμο.
Αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία κατασκευάζουν μιαν ιδιότυπη σύνθεση. Από εκεί κι έπειτα μετά τον νεο-συμβολιστή και νεο-ρομαντικό Ρίτσο, αλλά και τον πρώτης ωριμότητας, τα εκφραστικά του μέσα απελευθερώνονται από τον Πόλεμο, από την Αντίσταση και την Εξορία και καθιζάνουν στην αστική δημοτική της καθημερινής ομιλίας.
Ωστόσο, το λακωνικό ποίημα, συνεχίζει να το ασκεί συστηματικά, το οποία φαίνεται ως παύση, στις μεγαλόπνοες συνθέσεις του ποιητή.
Κατά το τέλος της περιόδου αυτής, ο Ρίτσος θα ταξιδέψει στο εξωτερικό και θα αρχίσει, γυρίζοντας, τις μεταφράσεις ξένων ποιητών. Θα συγκροτήσει και θα μεταφράσει δύο μεγάλα ανθολόγια: της ρουμανικής ποίησης και της τσέχικης και σλοβακικής ποίησης.
Αργότερα, το 1966, θα ταξιδέψει και στην Κούβα. Εκεί θα γνωρίσει τον Νικόλα Γκιγιέν και θα μεταφράσει το βιβλίο του Ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος.
Αβάνα 1966. Ο Ρίτσος με τον Νικολά Γκιγιέν.
1967-1973: η Δικτατορία
Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου το ζεύγος Φιλιάκου και ο Ρίτσος όδευαν προς στο σπίτι, όπου συγκατοικούσαν. Στο Σταθμό Λαρίσης αντικρίζουν τανκς. Ο Τάσος Φιλιάκος λέει πως θα γυρίζουν πολεμική ταινία, ο Ρίτσος αμέσως κατάλαβε: «Τι ταινία! Πραξικόπημα είναι». Φτάνοντας στην οδό Παπαναστασίου, όπου έμεναν, ο Ρίτσος ετοίμασε τις βαλίτσες του, περιμένοντας να έρθουν τον πάρουν. Οι φίλοι του τού είπαν να κρυφτεί. Εκείνος αρνήθηκε. Στις 6 το πρωί τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στον Ιππόδρομο (Παλαιό Φάληρο), όπου ήταν ήδη συγκεντρωμένοι διάφοροι δημοκράτες και αριστεροί. Μετά από λίγες μέρες οδηγείται ξανά στην εξορία, με προορισμό την Γυάρο («το νησί του διαβόλου», όπως το έλεγαν από τα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου). Ωστόσο, συνέλαβαν και τη γυναίκα του Φαλίτσα, την οποία την κράτησαν στο Βαθύ της Σάμου σε συνθήκες απομόνωσης. Αυτό κράτησε λίγο, καθώς μετά από δύο εβδομάδες την άφησαν ελεύθερη.
Ο Ρίτσος εξορία στον Αη Στράτη
Στην Ευρώπη ιδιαίτερα, η διεθνής κοινότητα, αρχίζει και εναντιώνεται στην Χούντα των Συνταγματαρχών. Διαδηλώσεις και εκκλήσεις για την απελευθέρωση των κρατουμένων, καθώς και καταγγελίες αναγκάζουν τους δικτάτορες να βελτιώσουν το φαίνεσθαι, έτσι κλείνουν το στρατόπεδο στην Γυάρο και το μεταφέρουν σε δύο χωρία της Λέρου, στο Λακκί και στο Παρθένι. Την 1η Ιουλίου μετέφεραν και τον Ρίτσο. Άλλο ένα δημιούργημα θα περιληφθεί στην Τέταρτη Διάσταση, ο μονόλογος Αίας, που τον ξεκίνησε, αμέσως μετά την άφιξή του στη Λέρο τον Αύγουστο. Ήδη από την παραμονή του στην Γυάρο (αλλά και πιο πριν) θα ανακαλύψει άλλο ένα καλλιτεχνικό ιδίωμα, την ζωγραφική, το οποίο θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του.
1968
Την χρονιά αυτή οι πολιτικές εξελίξεις έρχονται να ταράξουν τον ποιητή. Αρχικά, έρχεται η διάσπαση του ΚΚΕ, σε ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού τον Φεβρουάριο. Και τον Αύγουστο, τα τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία. Η απογοήτευσή του έκτοτε θα αποτυπωθεί αλληγορικά σε διάφορα ποιήματά του.
Την ίδια χρονιά η Φαλίτσα, η γυναίκα του, ανησυχούσε για την υγεία του Γιάννη. Έτσι ταξιδεύει στη Λέρο, όπου αρχικά δεν της επέτρεψαν να τον δει. Όμως το επάγγελμά της την βοήθησε να τα καταφέρει, καθότι ιατρός. Με συνοδεία ενός συναδέλφου της και του στρατοπεδάρχη την οδήγησαν σε αυτόν, χωρίς όμως να τους επιτραπεί να ανταλλάξουν την παραμικρή κουβέντα την ώρα που τον εξέταζαν.
Στις 16 Ιουνίου, ο ποιητής ξύπνησε με αιματουρία και ίλιγγο, καθώς και πόνους στα νεφρά. Ο στρατιωτικός ιατρός μιλά για νεοπλασία στην ουροδόχο κύστη. Κατόπιν τον μετέφεραν στον Άγιο Σάββα, όπου επιβεβαιώθηκε πως έχει καρκίνο. Στο νοσοκομείο χειρουργείται και τέλος στις 12 Σεπτέμβρη επέστρεψε ξανά στην Λέρο. Η εξορία του στην Λέρο τελειώνει, όταν στις 19 Οκτωβρίου του ανακοινώθηκε η απόλυσή του. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Σάμο, όπου είχε κατ' οίκον περιορισμό. Κρυφά, πήρε μαζί του ποιήματα και ακουαρέλες, τα οποία τα είχε κρύψει στον διπλό πάτο της βαλίτσας του.
Στην Σάμο
Ο Μίκης Θεοδωράκης, το 1971. Ο συνθέτης που μελοποίησε πολλά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου (Επιτάφιος, Ρωμιοσύνη κ.ά), καθώς και άλλων ποιητών. Ο Θεοδωράκης, αναφέρεται και ως ο άνθρωπος που έκανε ευρύτερα γνωστή την ελληνική ποίηση, καθώς μεταξύ άλλων, έχει μελοποιήσει και Οδυσσέα Ελύτη, Κώστα Βάρναλη, κ.ά.
Στη Σάμο, ο ποιητής, θα συνεχίσει να δημιουργεί. Εκεί γράφει τη συλλογή Κιγκλίδωμα, το οποίο αναφέρεται στο τρομοκρατικό κλίμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Παράλληλα, παρακολουθεί ελληνόφωνους σταθμούς του εξωτερικού. Στην Σάμο ο ποιητής, θα ζήσει την απόλυτη μοναξιά, λόγω του περιορισμού του, θα νιώσει την κατάλυση της δημοκρατίας, μιας και όχι απλώς δεν του επέτρεπαν να κυκλοφορεί, αλλά ούτε και να αλληλογραφεί. Η κάθε του κίνηση παρακολουθούνταν είτε από την αστυνομία είτε από τους χαφιέδες. Του είχε στοιχίσει που δεν μπορούσε να επικοινωνεί με τους ανθρώπους, παρά μόνο με την οικογένειά του, μάλιστα, πολλοί φοβόντουσαν να του πουν και καλημέρα. Αν και αποκομμένος, οι τρεις συλλογές του Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, γραμμένες σε τσιγαρόχαρτο θα βγουν κρυφά από την Ελλάδα, το 1969, με την βοήθεια της Χρύσας Προκοπάκη, με κατεύθυνση την Γαλλία. Το 1971 θα εκδοθούν στην Γαλλία, σε μια δίγλωσση έκδοση, που προλόγιζε ο Αραγκόν. Εκεί, έλαβε και ο Μίκης Θεοδωράκης, τα «Λιανοτράγουδα» και τα μελοποίησε το 1970.
1970-1973
Το 1970 ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα ήρθε για να βρει τον ποιητή: Πεθαίνει η αδελφή του, η Νίνα. Αυτό θα γίνει η αφορμή, για να γράψει το ποίημα Η Ελένη. Την χρονιά εκείνη ο Ρίτσος εμφανίστηκε ξαφνικά στην Αθήνα. Προσκλήθηκε, ως τιμώμενο πρόσωπο, στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Λονδίνου, μαζί με τον Πάμπλο Νερούδα. Οι δικτάτορες δεν μπορούσαν να του απαγορέψουν να πάει.
Έτσι, ο Στυλιανός Παττακός, τον κάλεσε στο γραφείο του, ώστε να τον αποτρέψει να αναφερθεί αρνητικά για το καθεστώς· ο Ρίτσος αρνήθηκε, παίρνοντας πάλι την άγουσα για την Σάμο και το Καρλόβασι. Παρόλα αυτά, δεν κάθισε έκτοτε πολύ στην Σάμο, καθώς η υγεία του χειροτέρεψε. Τον Δεκέμβριο του 1970 χειρουργήθηκε στην Γενική Κλινική Αθηνών. Από εκεί κι έπειτα παρέμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι του, στο διαμέρισμα της οδού Μιχαήλ Κόρακα, ενώ προηγουμένως, τον Οκτώβριο, αίρεται και ο κατ' οίκον περιορισμός.
Το 1972 ο Ρίτσος γράφει το Κωδωνοστάσιο και την Γκραγκάντα, τα οποία θα περιέλθουν στη συλλογή Γίγνεσθαι. Και τα δύο ποιήματα, κυρίως το δεύτερο, είναι μια προσπάθεια από τον ποιητή να ξεφύγει από τα χαλεπά γεγονότα που ζούσε εκείνη την εποχή. Στην Γκραγκάντα ο Ρίτσος συνοψίζει θεματικά και μορφικά όλη του την ποιητική εμπειρία, σπάζοντας και ξεπερνώντας την κοινωνική πραγματικότητα.
Το 1973, τον Μάρτιο, κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος ενός αντιδικτατορικού περιοδικού, η Συνέχεια. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, σε αυτό το τεύχος, θα αναφερθεί στον Ρίτσο, στο οποίο συμμετέχει και ο ίδιος ο ποιητής, με δύο αυτοσχόλια. Κατόπιν, τον Απρίλιο, ο Μαρωνίτης συνελήφθη και βασανίστηκε (το περιοδικό είχε σύντομη ύπαρξη, καθώς και μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου η Χούντα το απαγόρευσε).
Εξέγερση Πολυτεχνείου/Πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών
Στις 17 Νοεμβρίου 1973, ο ποιητής θα ζήσει από κοντά τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Την επόμενη μέρα θα αναχωρήσει με προορισμό τον Κάλαμο, όπου θα συνθέσει το Ημερολόγιο μιας Εβδομάδας, όπου αναλύει, με τρόπο ποιητικό το χρονικό εκείνης της εξέγερσης. Η εξέγερση εκείνη, ήταν η αρχή του τέλους, όμως για την δικτατορία. Ακολούθως, έπονται τα γεγονότα στην Κύπρο, με το πραξικόπημα του Σαμψών. Μια νέα τραγωδία ακολουθεί, καθώς χιλιάδες άνθρωποι ξεριζώνονται από τα σπίτια τους, αγνοούνται, και πεθαίνουν. Ο Ρίτσος παρακολουθεί με ταραχή τα γεγονότα αυτά από την Σάμο. Αμέσως, όπως κάθε φορά, αρχίζει και αποτυπώνει τις σκέψεις του στο χαρτί: επιστρέφει στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο και συνθέτει το ποίημα Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο. Η συμφορά αυτή στην Κύπρο, ήταν το εφαλτήριο για την πτώση και της δικτατορίας. Το καλοκαίρι του 1974, η δικτατορία ήταν παρελθόν και ξεκινούσε η μεταπολίτευση.
Μεταπολίτευση
Ο Ρίτσος έπειτα από είκοσι χρόνια επισκέπτεται ξανά την Μονεμβασία, την γενέθλια γη. Αρχίζει πάλι να εμπνέεται και συνθέτει κι άλλα ποιήματα, που αφορούν την αγάπη και την μνήμη. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1974 πεθαίνει ο συγγραφέας Κωστής Βάρναλης, ο Ρίτσος, θα απαγγείλει ένα ποιήματα στην κηδεία, το Χαιρετισμός στον Ποιητή.
1975-1979
Το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη. Το 1983 έγινε μέλος της Επιτροπής Απονομής του βραβείου “Λένιν” και το 1984 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου “Καρλ Μαρξ” της Λειψία.Το 1989 του απονεμήθηκε ο μεγάλος Αστέρας της “Φιλίας των Λαών” στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία.
Τα πρώτα χρόνια τη μεταπολίτευσης θα γίνουν τα χρόνια της αναγνώρισης για τον ποιητή. Αρχίζουν οι βραβεύσεις και οι διακρίσεις. Αρχίζει και γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό, ακόμα και σε αυτούς που δε γνωρίζουν από ποίηση ή δεν ασχολούνται. Τα μέσα δημοσιεύουν άρθρα και φωτογραφίες του. Μετά από εξορίες, διώξεις και απομόνωση, η αγάπη του κόσμου εκφράζεται με πρωτόγνωρες εκδηλώσεις. Εκείνος αρχίζει και ταξιδεύει στο εξωτερικό, για να παραλάβει βραβεία, που του δόθηκαν. Το 1975, παραλαμβάνει από την Βουλγαρία, το Διεθνές Βραβείο Γκεόργκι Δημητρώφ· έπειτα από την Ιταλία, το 1976 το Αίτνα-Ταορμίνα κ.ά. Ενώ και η ελληνική επιβράβευση είχε έρθει από το 1975.
Ο Γιάννης Ρίτσος (αριστερά), η Καίτη Δρόσου,η σοβιετική ηθοποιός Αλα Λαριόνοβνα και ο Δημήτρης Φωτιάδης στην σοβιετική πρεσβεία της Αθήνας την εποχή της προβολής της ταινίας «Πέτρινο λουλούδι», όπου πρωταγωνιστούσε η Λαριόνοβνα.
Το 1977, θα κερδίσει την ύψιστη διάκριση των σοσιαλιστικών χωρών: Το Βραβείο Λένιν, για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών. Ο Ρίτσος θα το δεχτεί με πολύ μεγάλη συγκίνηση. Την χρονιά αυτή γράφει Το τερατώδες αριστούργημα, κλείνοντάς το με το ποίημα Γίνγεσθαι. Ο υπότιτλος του έργου αυτού είναι «Απομνημονεύματα ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα».
Τα ταξίδια και οι διακρίσεις θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια. Παρόλα αυτά, ο Ρίτσος, που είχε προταθεί πάνω από δύο φορές για το Βραβείο Νόμπελ, λέγεται ότι ποτέ δεν το πήρε για πολιτικούς λόγους, καθώς, ως αναφέρεται, η Σουηδική Ακαδημία, πολλές φορές εκπληρώνει πολιτικούς σκοπούς.
1980-1990/Τελευταία χρόνια
Το 1984 πεθαίνει ο Μάνος Κατράκης. Επιστήθιος φίλος και συνεξόριστος του Ρίτσου. Το γεγονός τον βυθίζει στο πένθος. Κατόπιν, έπονται κι άλλοι θάνατοι φίλων του, όπως της Νανάς Καλλιανέση, του Τάσου Λειβαδίτη, του Τάσσου και του Γιάννη Τσαρούχη, οι εξελίξεις αυτές θα του δημιουργήσουν ένα συναίσθημα μεγάλης ερήμωσης.
Μάνος Κατράκης, Μίκης Θεοράκης, Γιάννης Ρίτσος, Οδυσσέας Ελύτης.
Οι Διακρίσεις θα συνεχιστούν κι αυτήν την δεκαετία. Το 1987 ο δήμαρχος της Αθήνας του δίνει το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής της Πόλης. Αργότερα ταξιδεύει στην Κύπρο, όπου θα του δοθεί ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αρχιεπισκόπου Μακάριου Γ΄. Εκείνο το ταξίδι έμελλε να είναι και το τελευταίο του εκτός συνόρων. Στις 3 Σεπτέμβρη του 1990 ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την Σάμο. Θα την αποχαιρετήσει με το ποίημα του, το Τελευταίο Καλοκαίρι (τρόπον τινά, προφητικό).
Ο Θάνατος
Η προτομή του Ρίτσου μπροστά στο σπίτι του στην Μονεμβασιά.
Ο Γιάννης Ρίτσος, πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990. Η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, την Μονεμβασιά. Άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.
I
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.
ΙΧ
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μού τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μού δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μού δειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια
Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.
Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου.
Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου.
Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου,
ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος.......
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα,
κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί,
πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου.....
δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις
οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου,
δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι
ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα,
μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη
ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου
ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ,
ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι
κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια,
τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο......
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ.
Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία
μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της
τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας,
τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,
ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ,
μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Ρωμιοσύνη
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο....
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει
μες απ' τ' άγρια γε-νεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες καιμε ταμπούρλα....
Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή
το λάδι του ματιού μας
δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας
που σηκώνουμε πάντα στη ράχη μας
σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ' το γόνα του μεσημεριού
οι άνθρωποι παν μπροστά απ' τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια
μπρος απ' τα σκιαθίτικα καΐκια
ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του στο λιόγερμα
και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ' άστρα
όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα....
Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να ταΐσεις τα όνειρα;
Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;
με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα....
Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Kάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί - περμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,
περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας - δε μπορεί κανείς να μας το πάρει....
Θ' αφήσω την λευκή χιονισμένη κορυφή
που ζέσταινε μ’ ένα γυμνό χαμόγελο
την απέραντη μόνωσή μου.
Θα τινάξω απ’ τους ώμους μου την χρυσή τέφρα των άστρων
καθώς τα σπουργίτιατινάζουν το χιόνι απ’ τα φτερά τους.
Έτσι σεμνός άνθρωπος ακέριος
έτσι πασίχαρος κι αθώος
θα περάσω κάτω απ' τις ανθισμένες ακακίες των χαδιών σου
και θα ραμφίσω το πάμφωτο τζάμι του έαρος.
Θα 'μαι το γλυκό παιδί που χαμογελάει
στα πράγματα και στον εαυτό του, χωρίς δισταγμό και προφύλαξη.
Σαν να μην γνώρισα τα χλωμά μέτωπα των χειμωνιάτικων δειλινών
τις λάμπες των άδειων σπιτιών και τους μοναχικούς διαβάτες
κάτω απ’ τη σελήνη του Αυγούστου. Ένα παιδί...........
Κοίταξε αγαπημένη – πώς σε κοιτάζουν - τα λυπημένα χέρια μου.
Σα δυο παιδιά ορφανά - που κλαίγαν μες στο βράδυ
χωρίς ψωμί - και κοιμηθήκαν τρέμοντας
πάνω στο χιόνι. - Κρύωναν μα δεν επαιτούσαν.
Αγαπημένη - τι προετοιμάζεται για μας
μέσα στο βλέμμα των θεών - πίσω απ' αυτή τη φωταψία;..........
Αγαπημένη - δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής - τη ζωή και το φτερούγισμα.
Δε βλέπεις - πάνω στο δέρμα μου - το πρωτάνοιχτο θάμβος;
Πόσο είμαι νέος. - Πόσο είμαι νέος - κάτω απ’ τα βλέφαρά σου.
Βυθίζονται τ' άστρα - στους βυθούς των ματιών σου
κι ανθίζουμε εμείς - έμπιστοι κι ωραίοι - καθώς τα πλάσματα
την πρώτη μέρα του Θεού - που δεν είχαν ρωτήσει κι' απορήσει.
Τις νύχτες του έαρος - που η γύρη των άστρων - και των λουλουδιών
αγρυπνούσε στο δέρμα μου - μια λυπημένη ανταύγεια - σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου -
γιατί αργούσες να 'ρθεις, Αγάπη.
Γι' αυτό κ' οι πιο λαμπροί μου στίχοι - είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους
ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα - γιατί έλειπες απ' την καρδιά μου, Αγάπη.
Ένα μικρό παράθυρο - βλέπει τον κόσμο. - Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό. - Σώπα.
Στην κόγχη των χειλιών μας - εδρεύει το απόλυτο.
Σωπαίνουμε κι ακούμε - μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα της θάλασσας - καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει - την ευτυχία του.
Ένα άστρο έπεσε. - Είδες; - Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.
Γυμνὸ σῶμα
Εἶπε: - ψηφίζω τὸ γαλάζιο. - Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.
Τὸ σῶμα σου ὡραῖο - Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.
Διαστολὴ τῆς νύχτας. - Διαστολὴ τοῦ σώματος.
Συστολὴ τῆς ψυχῆς.
Ὅσο ἀπομακρύνεσαι - Σὲ πλησιάζω.
Ἕνα ἄστρο - ἔκαψε τὸ σπίτι μου.
Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν - στὴν ἀπουσία σου.
Σὲ ἀναπνέω. - Ὅπου βρίσκεσαι - ὑπάρχω.
Μέσα σε λίγες νύχτες - - πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει - ὅλος ὁ κόσμος;
Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει - βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα. - Ἑνώνεται.
Τώρα μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ - ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου - κι ὁ σφυγμός μου.
Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε. - Ἕνας αἰῶνας - κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.
Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα - ἀφοῦ λείπεις;
Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος - εἶμαι. - Εἶμαι γιὰ σένα.
Σάρκινος λόγος
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη
ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.
Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.
Μελοποιημένη ποίηση του Ρίτσου
1 Aγάπη
2 Αγαπημένη
3 Άιντε και ντε
4 Ακούστε με
5 Άλλαξαν οι καιροί
6 Αμφίβολη προφύλαξη
7 Αν η μισή μου καρδιά
8 Αν με τη μεσολάβηση
9 Αν νιώθεις τα κότσια σου
10 Αν όλα τα παιδιά της γης
11 Αναβάφτιση
12 Ανοιξιάτικο βραδάκι 13 Απερίγραπτη λένε
14 Αυγή Γιάννης Ρίτσος
15 Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν
16 Αυτά τα δέντρα
17 Αυτά τα κόκκινα σημάδια
18 Αυτοί που περιμένουν
19 Αυτός ο άνεμος
20 Άφησε με να'ρθω μαζί σου
21 Αχ συννεφάκι
22 Αχ, ζει η καλή μου
23 Βαθύ βαθύ το πέσιμο
24 Βασανισμένες γυναικούλες 25 Βασίλεψες αστέρι μου
26 Βράδυ θαμπό
27 Γεια και χαρά σου λευτεριά
28 Γεια σου σύντροφε
29 Για τη ζωή Γιάννης Ρίτσος
30 Γλυκέ μου συ δε χάθηκες
31 Δε φτάνει Γιάννης Ρίτσος
32 Δεν κλαίω γι΄ αυτά που μου `χεις πάρει
33 Δέντρο το δέντρο
34 Εαρινή συμφωνία
35 Εαρινή Συμφωνία Χvi
36 Εδώ είναι ένα φως αδερφικό37 Εδώ το φως
38 Ειρήνη
39 Ένα κρεβάτι εκστρατείας
40 Επιτύμβιο
41 Εργάτη γειτονόπουλο
42 Ερχόταν η άνοιξη
43 Έτσι μικρό ήταν τ΄όνειρό μας
44 Έφυγες
45 Έχεις ακόμα να κλάψεις πολύ
46 Η αγιότητα πριν απ΄ την αμαρτία
47 Η δροσιά τ΄ ουρανού
48 Η κυρά των αμπελιών 49 Η πιο όμορφη θάλασσα
50 Ήθελα κάτι να σου πω
51 Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός
52 Ήταν όμορφες εκείνες οι μέρες
53 Ήταν πικρές οι μέρες μας
54 Θα σημάνουν οι καμπάνες
55 Θεέ μου, τι μέρα
56 Και να αδερφέ μου
57 Καλίνκα
58 Καρτέρεμα
59 Κατά τις λάμψεις πέρα
60 Κι έρχομαι μοναχά να σ΄ αγκαλιάσω 61 Κι όχι να πείτε
62 Κίτρινο φθινόπωρο
63 Κοιμήσου
64 Κόκκινη κλωστή
65 Κοράλλι - φεγγάρι
66 Κοράλλια και μαργαριτάρια
67 Κουβέντα με ένα λουλούδι
68 Κουδούνια Γιάννης Ρίτσος
69 Λαός
70 Λίγα γαρούφαλα
71 Λιγνά κορίτσια
72 Λιόγερμα 73 Λοιπόν παιδιά μου
74 Μ΄ όλη μου τη φωνή
75 Μαγιακόφσκι
76 Μακρινός
77 Μας σκοτώνουν κάθε μέρα
78 Μαύρη και γαλάζια νύχτα
79 Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
80 Μετά την ήττα
81 Μήδ΄ ο στερνός και ο πρώτος
82 Μηλίτσα
83 Μιλιά μιλιά
84 Μνημόσυνο 85 Μολυβένια σύννεφα
86 Μονάκριβή μου
87 Μπήκαμε στο τραγούδι
88 Μπήκαν στα σίδερα
89 Να 'χα τ’ αθάνατο νερό
90 Νάτη η αυγή
91 Νάτη η νύχτα που σιμώνει
92 Νάτη η νύχτα που σιμώνει
93 Νυχτοπεντοζάλης
94 Ξελασπώστε το μέλλον
95 Ξέρουμε
96 Ξεχασμένοι ξεχαστήκαμε 97 Ο αγωγιάτης
98 Ο Αλέξης
99 Ο άνεμος κυλάει
100 Ο λαός
101 Ο Ντικ
102 Ο όρκος
103 Ο παγωτατζής
104 Ο πραματευτής
105 Ο στρατώνας
106 Ο ταμένος
107 Ο τρύγος
108 Ο χαμός του λεβέντη 109 Οι γερανοί
110 Οι γερόντοι
111 Οι γερόντοι
112 Οι σιδερόφραχτοι
113 Όλοι διψάνε
114 Όμορφο που ’ναι να σε συλλογιέμαι
115 Όπως ο Κερέμ
116 Όστριας και Τραμουντάνας
117 Όταν σφίγγουν το χέρι
118 Όταν φτάνουμε στην άκρη της σιωπής
119 Πάει η κόρη για νερό
120 Πεινάνε τα μάτια 121 Περπάτα
122 Πικραμένη μου γενιά
123 Πικρὸ πρωινό
124 Πλάθοντας άνθη
125 Ποια μοναξιά με τρομάζει
126 Ποιος να το πει
127 Πού πέταξε τ΄ αγόρι μου
128 Πουκάμισο Γιάννης Ρίτσος
129 Πράσινη μέρα
130 Πρέπει να μάθεις
131 Προανάκρουσμα
132 Προσευχή
133 Πρωινό άστρο
134 Πρωινό άστρο
135 Σ΄ ένα μαξιλάρι φεγγαράκι
136 Σάββατο και Κυριακή
137 Σκαλιά από ύπνο κι από αστέρια
138 Σκέψου η ζωή
139 Στηθάγχη
140 Στο παραθύρι στέκοσουν
141 Συλλείτουργο
142 Σχόλες και μεροκάματα
143 Τ΄ άσπρο ξωκλήσι
144 Τα παραθύρια του ντουνιά
145 Ταξιδεύοντας
146 Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
147 Την έρμη τη φτωχολογιά 148 Τι σκέφτεσαι, καλέ φαντάρε;
149 Το γαϊτανάκι
150 Το δίχτυ
151 Το δίχτυ
152 Το εξοχικό κεντράκι
153 Το κυκλάμινο
154 Το μαύρο κοράκι
155 Το νερό Γιάννης Ρίτσος
156 Το ποίημα του Οχτώβρη
157 Το τραγούδι του πατέρα (Το γεράκι της σιωπής)
158 Το τραγούδι του Σορς
159 Το φεγγάρι βάσανο 160 Το χτίσιμο Γιάννης Ρίτσος
161 Τόσα χρόνια
162 Τούτες τις μέρες
163 Τούτο δεν είναι πόλεμος
164 Τούτο το καλοκαίρι
165 Τραβήξανε ψηλά Γιάννης Ρίτσος
166 Τραγούδι για τον ένα
167 Τραγούδι στα νταμάρια
168 Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος
169 Τ’ όνειρο του Στεπάν Ράζιν
170 Ύμνος στη ζωή
171 Φεγγάρι
172 Φοιτηταριό Γιάννης Ρίτσος
173 Φτάνει να με λες σύντροφο
174 Φτωχόπαιδο
175 Χείλι μου μοσκομύριστο
176 Χειμωνιάτικη βραδιά
177 Χλιαροί και παλλόμενοι
178 Χρέος
179 Χρόνια σε περίμενα
180 Χρόνος
181 Χρυσοπράσινη Ίβουσκα
182 Χωρισμός Γιάννης Ρίτσος
Το συνολικό έργο του Ρϊτσου
Ποιήματα
«Τρακτέρ », (1934)
«Πυραμίδες», (1935)
«Επιτάφιος», (1936)
«Το τραγούδι της αδελφής μου», (1937)
«Εαρινή συμφωνία», (1938)
«Το εμβατήριο του ωκεανού», (1940)
«Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής», (1943)
«Δοκιμασία», (1943)
«Ο σύντροφός μας», (1945)
«Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», (1952)
«Αγρύπνια», (1954)
«Πρωινό άστρο», (1955)
«Η σονάτα του σεληνόφωτος», (1956)
«Χρονικό», (1957)
«Αποχαιρετισμός», (1957)
«Χειμερινή διαύγεια», (1957)
«Πέτρινος χρόνος», (1957)
«Οι γειτονιές του κόσμου», (1957)
«Οταν έρχεται ο ξένος», (1958)
«Ανυπόταχτη πολιτεία», (1958)
«Η αρχιτεκτονική των δέντρων», (1958)
«Οι γερόντισσες κ' η θάλασσα», (1959)
«Υδρία », (1957)«Το παράθυρο», (1960)
«Η γέφυρα», (1960)
«Ο Μαύρος Αγιος», (1961)
«Το νεκρό σπίτι», (1962)
«Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού», (1962)
«Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες», (1963)
«12 ποιήματα για τον Καβάφη», (1963)
«Μαρτυρίες Α», (1963)
«Παιχνίδια τ'ουρανού και του νερού», (1964)
«Φιλοκτήτης», (1965)
«Ρωμιοσύνη», (1966)
«Μαρτυρίες Β», (1966)
«Ορέστης», (1966)
«Όστραβα», (1967)
«Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα», (1972)
«Η Ελένη», (1972)
«Χειρονομίες», (1972)
«Τέταρτη διάσταση», (1972)
«Η επιστροφή της Ιφιγένειας», (1972)
«Χρυσόθεμις», (1972)
«Ισμήνη», (1972)
«Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», (1973)«Διάδρομος και σκάλα», (1973)
«Γκραγκάντα», (1973)
«Σεπτήρια και Δαφνηφόρια», (1973)
«Ο αφανισμός της Μήλος», (1974)
«Υμνος και θρήνος για την Κύπρο», (1974)
«Καπνισμένο τσουκάλι», (1974)
«Κωδωνοστάσιο», (1974)
«Χάρτινα », (1974)
«Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη», (1974)
«Η Κυρά των Αμπελιών», (1975)
«Η τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία», (1975)
«Τα επικαιρικά», (1975)
«Ημερολόγιο εξορίας», (1975)
«Μαντατοφόρες», (1975)
«Θυρωρείο», (1976)
«Το μακρινό», (1977)
«Γιγνεσθαι», (1977)
«Βολιδοσκόπος», (1978)
«Τοιχοκολλητής», (1978)
«Τροχονόμος», (1978)
«Η Πύλη», (1978)
«Το σώμα και το αίμα», (1978)
«Μονεβασιώτισσες», (1978)
«Το τερατώδες αριστούργημα», (1978)
«Φαίδρα», (1978)
«Λοιπόν;», (1978)
«ο ρόπτρο»,(1978)
«Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα», (1978)
«Γραφή Τυφλού», (1979)
«Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού», (1980)
«Διαφάνεια», (1980)
«Πάροδος», (1980)
«Μονόχορδα», (1980)
«Τα ερωτικά»,(1981)
«Συντροφικά τραγούδια», (1981)
«Υπόκωφα», (1982)
«Μονοβασιά», (1982)
«Το χορικό των σφουγγαράδων», (1983)
«Τειρεσίας», (1983)
«Με το σκούντημα του αγκώνα», (1984)
«Ταναγραίες», (1984)
«Ανταποκρίσεις», (1987)
«3Χ111 Τρίστιχα», (1987)
«Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα», (1991)
Συλλογές
Ποιήματα - Α τόμος, (1961)
Ποιήματα - Β τόμος, (1961)
12 ποιήματα για τον Καβάφη, (1963)
Μαρτυρίες - Σειρά 1η, (1963)
Ποιήματα - Γ τόμος, (1964)
Μαρτυρίες - Σειρά 2η, (1966)
Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, (1973)
Ποιήματα - Δ τόμος, (1975)
Θεατρικά
Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα, (1942)
Πέρα απ'τον ίσκιο των κυπαρισσιών, (1947)
Τα ραβδιά των τυφλών, (1959)
Ο λόφος με το συντριβάνι
Μεταφράσεις
Α.Μπλόκ: Οι δώδεκα, (1957)
Ανθολογία Ρουμανικής ποίησης, (1961)
Αττίλα Γιόζεφ: Ποιήματα, (1963)
Μαγιακόφσκι: Ποιήματα, (1964)
Ντόρας Γκαμπέ: Εγώ, η μητέρα μου και ο κόσμος, (1965)
Ιλία 'Ερεμπουργκ: Το δέντρο, (1966)
Ναζίμ Χικμέτ: Ποιήματα, (1966)
Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών, (1966)
Νικόλας Γκιλλιέν: Ο μεγάλος ζωολογικός κήπος, (1966)
Α.Τολστόη : Η γκρινιάρα κατσίκα, (1976)
Φ.Φαριάντ: Ονειρα με χαρταετούς και περιστέρια, (1988)
Χο τσι Μινχ: Ημερολόγιο της φυλακής
Ταξιδιωτικά
Εντυπώσεις από τη Σοβιετική Ενωση, (1956)
Ιταλικό τρίπτυχο, (1982)
Μεταφράσεις του έργου του
Εκτεταμένη ποιητική απόδοση των έργων του Ρίτσου έχει εκδοθεί (δίγλωσση) στην περσική γλώσσα από τον Πέρση ποιητή Φερεϊντούν Φαριάντ, φίλο του Ρίτσου, που πήρε για την εργασία του αυτή το Ελληνικό Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης το 2006.
Βραβεύσεις
Πρώτο Κρατικό Βραβείο ποίησης "Η Σονάτα του σεληνόφωτος" (1956)
Μέγα διεθνές βραβείο ποίησης (Βέλγιο, 1972)
Διεθνές βραβείο "Γκεόργκι Δημητρώφ" (Βουλγαρία, 1975)
Mέγα βραβείο ποίησης "Αλφρέ ντε Βινύ" (Γαλλία, 1975)
Διεθνές βραβείο "Αίτνα-Ταορμίνα" (Ιταλία, 1976)
"Βραβείο Ειρήνης του Λένιν" (ΕΣΣΔ, 1977)
Διεθνές βραβείο "Μποντέλο" (1978)
Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιλογικό
Νὰ μὲ θυμόσαστε - εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια,
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.
Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.
Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:
Θἄθελα
ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω
ἕνα ὥριμο στάχυ. Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω,
καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω,
θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα. Αὐτὸ
δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά. Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.
Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.
Πηγές:
https://el.wikipedia.org
http://www.lifo.gr/team/selides/46806
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=249148
http://www.kozan.gr/post/176157