Ο πόλεμος κατά του λογικού
Χ. Θεοδωρίδης
“Οι ξυπνητοί έχουν ένα και τον ίδιο κόσμο, οι κοιμισμένοι ο καθένας τον δικό του”. Ηράκλειτος
Ο άνθρωπος είναι ζώο λογικό. Πάει να γίνει δηλαδή λογικό. Σε παλαιότερες κοινωνίες ήταν λιγότερο λογικός και πλατιές μάζες ακόμα και στις πιο προχωρημένες χώρες δεν φαίνονται να πολυχρειάζονται λογικό. Η ψυχοφυσική σύσταση του ανθρώπου, οι συνθήκες του βιοπορισμού, η ανάγκη της προσαρμογής στη ρουτίνα, κάνουν αργινό το ξύπνημα. Από την άλλη μεριά η λογική είχε πάντα ισχυρούς και παμπόνηρους εχθρούς, που της έστησαν αδιάβατους φράχτες, ώστε χρειάστηκαν σκληρότατοι αγώνες στο γένος των ανθρώπων για να ιδεί κάπως ξάστερα τον κόσμο και τη ζωή του. Το θέμα είναι πλατύτατο. Δίνω σήμερα ένα φτωχικό σκίτσο για το νέο περιοδικό με τον πόθο να σταθεί πρωτοπόρο στον αγώνα για την λογικότητα.
Για ν’ αρχίσω με κάποιον ορισμό σημειώνω. Η ζωντανή κι άμεση αίσθηση του εαυτού μας είναι φλόγα στο στήθος και λάμψη στο κεφάλι. Το κορμί μας και τον κόσμο τα έχουμε σαν προέκταση του εγώ μας. Φώτα, χρώματα, ήχοι, μυρωδιές, η γης που πατούμε, κάμποι, βουνά, θάλασσες, το στερέωμα πάνω με τον ήλιο τη μέρα, με τ’ άστρα την νύχτα και πριν απ’ αυτά η πολύβοη πολιτεία με τους όμοιούς μας και την κίνησή τους γύρω μας είναι σαν κομμάτι μας, σαν το φυσικό κι απαραίτητο για την ύπαρξή μας «περιέχον», όπως είπαν οι αρχαίοι Ίωνες φιλόσοφοι, άνθρωπος είναι ζώο λογικό. Πάει να γίνει δηλαδή λογικό. Σε παλαιότερες κοινωνίες ήταν λιγότερο λογικός και πλατιές μάζες ακόμα και στις πιο προχωρημένες χώρες δεν φαίνονται να πολυχρειάζονται λογικό. Η ψυχοφυσική σύσταση του ανθρώπου, οι συνθήκες του βιοπορισμού, η ανάγκη της προσαρμογής στη ρουτίνα, κάνουν αργινό το ξύπνημα. Από την άλλη μεριά η λογική είχε πάντα ισχυρούς και παμπόνηρους εχθρούς, που της έστησαν αδιάβατους φράχτες, ώστε χρειάστηκαν σκληρότατοι αγώνες στο γένος των ανθρώπων για να ιδεί κάπως ξάστερα τον κόσμο και τη ζωή του. Το θέμα είναι πλατύτατο. Δίνω σήμερα ένα φτωχικό σκίτσο για το νέο περιοδικό με τον πόθο να σταθεί πρωτοπόρο στον αγώνα για τη λογικότητα.
Μαζί έχουμε την ασάλευτη πίστη, πως αυτά είναι, όπως βλέπουμε κι όπως τα σκεφτόμαστε, πιστό καθρέφτισμα του εξωτερικού κόσμου στο νου μας. Νιώθουμε ακόμα πως μπορούμε την πλατιά και χιλιόχρωμη πραγματικότητα όχι μόνο να τη γνωρίσουμε παρά και να τη δουλέψουμε, να ωφεληθούμε από τα ωφέλιμα και ν’ αποφύγουμε τα βλαβερά. Το βασικό αυτό αίσθημα, που προβάλλει σαν η ζωντανή πραγματικότητα με κέντρο τη νόηση μας, οι Φυσικοί της Ιωνίας, που το ένιωσαν ξεκάθαρα και σπαρταριστά μέσα στις βαθιές ζυμώσεις που έγιναν στα χρόνια τους, το είπαν με μίαν αιωνόβια από τότε λέξη, «λόγος». Ο λόγος, το λογικό, όπως λέμε εμείς με την τριμμένη λέξη, σημαίνει τη συνισταμένη όλης της ζωικής και νοητικής λειτουργίας. Δεν είναι η απλή νόηση, να σχηματίζουμε έννοιες, κρίσεις, να βγάζουμε συμπεράσματα, δηλαδή αιτιακές, διάμεσες γνώσεις, παρά ν’ αδράχνουμε τα όντα και τα γεγονότα στην καθολική τους συνάρτηση και να ενεργούμε σκόπιμα μέσα σ’ αυτή την συνάρτηση. Η σκόπιμη ενέργεια είναι το κυριότερο μέσα σ’ αυτή την κοσμική λειτουργία. Ο άνθρωπος δεν έχει μόνο την ικανότητα να γνωρίσει τον έξω κόσμο παρά και να ενεργήσει πάνω σ’ αυτόν, να τον προσαρμόσει στις ανάγκες του, να τον αλλάξει με μια λέξη. Η ενέργεια αυτή κορυφώνεται στην επιστήμη, που είναι η λογική εφαρμοσμένη, και το πολύτιμο όργανο για την ανθρώπινη δράση. Μ’ αυτή το ατομικό λογικό γίνεται καθολικό κι ασφαλίζει αιωνιότητα καθώς κληρονομιέται από γενιά σε γενιά.
Στην ενέργεια του λογικού η φύση δίνεται βουβή και παθητική. Η αντίσταση στυλώνεται άγρια κι επιθετική όταν το λογικό κι η επιστήμη καταπιάνονται με τα κοινωνικά προβλήματα. Όταν ζητεί αλλαγές, μεταρρυθμίσεις, δικαιώματα. Έχει τότε να παλέψει με συμφέροντα, με στερεωμένες καταστάσεις, με προλήψεις και νωθρότητα του κορμιού και του μυαλού. Ο αγώνας αυτός συνοψίζει την πνευματική ιστορία του ανθρώπου. Σε ορισμένες εποχές, καθορισμένες από γνωστές συνθήκες, ο άνθρωπος έφτασε σε ζωηρότερη συνείδηση του εαυτού του. Ένιωσε δυνατότερη λάμψη στο μυαλό και πιο ζεστή φλόγα στο στήθος. Το βήμα από ομαλό και βραδύ έγινε τρεχάλα και πήδημα. Ο απαραίτητος όρος και μαζί το κατάλληλο κλίμα για ν’ ανθίσει το λογικό είναι η δημοκρατία. Τις εποχές αυτές μπορούμε να τις ονομάσουμε με κοινό όνομα διαφωτισμό. Ο Κάντ έδωσε έναν όμορφον ορισμό του διαφωτισμού. Διαφωτισμός είναι να ξεπεράσει ο άνθρωπος την από δική του ευθύνη ανηλικότητα. Διαφωτισμός δηλαδή είναι μια εκπολιτιστική και διανοητική κίνηση, που πάει ν’ αντικαταστήσει τις δοξασίες που στηρίζονται πάνω σε θρησκευτικές και πολιτικές αυθεντίες με τέτοιες, που γεννιούνται από την ενέργεια του ανθρώπινου λογικού και που έχουν αντοχή στη σύμφωνα με το λογικό κριτική του κάθε ατόμου.
Ο μεσαίωνας αδιαφόρησε για την κοσμική σοφία. Συγκαταβατικός όμως σ’ ένα σημείο μίλησε για «φυσικό φως», χαρισμένο από το θεό για να πορεύεται ο άνθρωπος στην επίγεια ζωή, ακόμα και για να βρίσκει μερικές αλήθειες. Οι ανώτερες όμως φανερώνονται μονάχα με την αποκάλυψη, με το «υπερφυσικό φως».
Τρεις είναι οι χαρακτηριστικοί σταθμοί του διαφωτισμού, το ιωνικό ξύπνημα στην πρώτη πριν από τον Χριστό χιλιετηρίδα, που κορυφώνεται στην ακμή της Αθήνας προς το τέλος του 5ου αιώνα, η Αναγέννηση ύστερα από την νάρκη του μεσαίωνα που με βήματα κάποτε αργινά, κάποτε πιο γοργά τραβάει στην μεγάλη ζύμωση του 18ου αιώνα, τέλος το βαθύ όργωμα που γίνεται στις μέρες μας από αφορμή τους μεγάλους ιμπεριαλιστικούς πολέμους του 20ού αιώνα.
Κι οι τρεις έχουν κοινά γνωρίσματα: δημοκρατία, πίστη στο λογικό, φυσική επιστήμη, στοργική ματιά στην ανθρωπότητα, απαίτηση για όμοια μεταχείριση όλων, ισότητα κι ανεξαρτησία. Κοινή επίσης είναι η πολεμική από την πλευρά που βλέπει από τις καινούργιες ιδέες κι αξιώσεις να πειράζονται τα προνόμιά της, η άνεση και η κυρίαρχη θέση πάνω στους άλλους. Όλοι αυτοί για υπεύθυνο του κακού κι αποδιοπομπαίο έχουν το λογικό.
Οι Έλληνες στην ακμή τους, τους τρεις πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο αιώνες, λάτρεψαν το λογικό. Ο περίφημος Εφέσιος, ο Ηράκλειτος, δίδαξε με το αποφθεγματικό του ήθος πως αυστηροί λογικοί κανόνες ρυθμίζουν τα πάντα. Οι άνθρωποι όμως δεν το καταλαβαίνουν κι ζούνε σαν ο καθένας να έχει δική του διανόηση. Κι ύστερα από το θρίαμβο του δήμου μετά τα Μηδικά ο μεγάλος σοφιστής Πρωταγόρας διαλάλησε την κυριαρχία του ανθρώπινου λογικού. «Μέτρον πάντων άνθρωπος». Όλα τα πράματα καθορίζονται από τον άνθρωπο. Πραγματική υπόσταση έχουν όσα βλέπει κι όσα πιάνει. Τα λεγάμενα αόρατα, υπερφυσικά κι ακατανόητα δεν υπάρχουν. Είναι μια από τις μεγάλες υπηρεσίες των Ελλήνων, η εμπιστοσύνη στο λογικό. Οι ίδιοι πίστεψαν και την πίστη τους τη μετάδωσαν πέρα από το μεσαίωνα στο νέο κόσμο.
Οι αντίπαλοι σ’ όλη τη διαδρομή είναι αμέτρητοι. Οι εχθροί της δημοκρατίας είναι φανεροί ή κρυφοί εχθροί του λογικού και της επιστήμης. Η αριστοκρατία, το ιερατείο, ποιητές όπως ο Αλκαίος, ο Πίνδαρος παν να το διασύρουν. Η μυστική θρησκεία, οι Πυθαγόρειοι, ο Παρμενίδης, ο Εμπεδοκλής αυτό έχουν στόχο στην προαθηναϊκή εποχή. Στην ακμή της Αθήνας ο Σωκράτης με το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» και με το «γνώθι σαυτόν» ζητά να εξευτελίσει το λογικό, την ανθρώπινη γνώση γενικά. Φανερά κι απερίφραστα καταδικάζει τη φυσική επιστήμη. Μετά τη συμφορά του Πελοποννησιακού πολέμου και τον τραυματισμό του δήμου οι εχθροί περισσεύουν και σηκώνουν προκλητικότερα το κεφάλι. Ο αριστοκράτης Πλάτων τ’ ανθρώπινα προβλήματα τα μεταθέτει κάπου πέρα στον υπερουράνιο τόπο, στο βασίλειο των ιδεών.
H καταφρόνια του στα αισθητά και στη φυσική επιστήμη δεν ξέρει όριο. Όλες οι μυστικές τάσεις που όλο ένα φουντώνουν, από τον Πλάτωνα ως την πλατωνική ενόραση, είναι απόπειρες κατά του λογικού. Μα ο ελληνικός λόγος, ο γεννήτορας της φιλοσοφίας και της επιστήμης, κρατάει κάποια μυστική να πούμε αίγλη κι όταν ακόμα με τον αφανισμό της δημοκρατίας και την αλλαγή στην σύσταση του αρχαίου κόσμου τα φώτα θάμπωσαν.
Ξένοι που μπήκαν στην ελληνική παιδεία, θρησκείες που προβάλλουν στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, έχουν να λογαριασθούν μ’ αυτόν. Ένας εύκολος τρόπος είναι να τον αφομοιώσουν, να τον κάνουν δικό τους.
Ο λόγος, ακούμε να λένε, δεν είναι ανακάλυψη ελληνική. Είναι η σοφία τού δικού τους θεού, το πνεύμα πού έμπνευσε τα Ιερά τους βιβλία. Στην Σοφία του Σολομώντα, που γράφτηκε λίγα χρόνια πριν από την γέννηση του Χριστού, είναι η σοφία του θεού που ξέρει και διδάσκει τα κρυφά και τα φανερά.
Ο περίφημος Εβραίος φιλόσοφος της Αλεξάνδρειας Φίλων, που έζησε στα χρόνια του Χριστού, έδωσε στην έννοια του λόγου την παραλλαγή, πού έγινε αποφασιστική για τα κατοπινά χρόνια. Ο λόγος είναι η ανώτατη θεϊκή δύναμη, ένα είδος δεύτερος θεός : «ο λόγος δε τού θεού υπεράνω παντός εστί του κόσμου και πρεσβύτατος και γενικότατος των όσων γέγονε» και μαζί ο τόπος οπού έχουν την έδρα τους οι πλατωνικές Ιδέες, πρόσωπο πού μεσάζει ανάμεσα στο θεό και τον κόσμο. Απ εδώ ο δρόμος φέρνει στη θεοποίησή του, στο Λόγο με κεφαλαίο : «Εν αρχή ην ο Λόγος και ό Λόγος ην προς τον θεόν». Η Παρθένος τίκτει τόν «προαιώνιων Λόγον». Κάτι πού σημαίνει την αχρήστευση η αχρηστίαν του ελληνικού λόγου. Μήπως ή νέα θρησκεία δεν απόδειξε μωρία την σοφία αυτού του κόσμου; Δηλαδή την ελληνική επιστήμη, όπως έγραψε ο Παύλος.
Ο Μεσαίωνας αδιαφόρησε για την κοσμική σοφία. Συγκαταβατικός όμως σ’ ένα σημείο μίλησε για «φυσικό φως», χαρισμένο από το θεό για να πορεύεται ό άνθρωπος στην επίγεια ζωή, ακόμα και για να βρίσκει μερικές αλήθειες. Οι ανώτερες όμως φανερώνονται μονάχα με την αποκάλυψη, με το «υπερφυσικό φως». “Αν το παρακάνει όμως ό άνθρωπος, αν θελήσει να ερευνήσει τις ανώτερες αυτές αλήθειες με το φυσικό φως, με το φτωχό λογικό του, ξεγλιστράει στο ρασιοναλισμό, πού στη γλώσσα των θεολόγων σημαίνει κάτι κακό, σκεπασμένη κακοδοξία είτε και αθεΐα.
Στους πρώτους αιώνες των νέων χρόνων οι δύο αντιλήψεις πάλεψαν με προοδευτική ενίσχυση της εμπιστοσύνης στο λογικό. Οι συνθήκες πάλι είναι οι ίδιες. Βιοτεχνία, εμπόριο, θαλασσινά ταξίδια, μια καινούργια τάξη πού ανεβαίνει κι εννοεί να κάνει χρήση του λογικού. Πρωτοστατούν αύτη τη φορά οι φυσικές επιστήμες. Αρχίζοντας η ζύμωση με μίαν ισχνή γραμμή, σα διάθεση στα πρώτα χρόνια, μέσα στην ακμή των Ιταλικών πόλεμων, προχωρεί με τις αγγλικές επαναστάσεις του 17ου αιώνα και φτάνει το 18ο αιώνα σ’ εκρηκτική ένταση που ανατρέπει το παλιό «καθεστώς».
Ποτέ δε μίλησαν περισσότερο για το λογικό, για τη raison, όσο στην Γαλλία των προεπαναστατικών χρόνων. Την φαντάστηκαν σαν καμιά ελληνική θεότητα, καμιά Αθηνά, πού θα έστηνε στα πόδια το νέο κόσμο και θα οργάνωνε την δίκαιη κοινωνία. Οι φιλοσοφικοί εκπρόσωποι είναι εδώ, παλαιότερα ο Bacon, ο Gassendi, ό Descartes, ο Spinoza, ο Locke, και πάνω στη βράση old Voltaire, Montesquieu, Rousseau, οι εγκυκλοπαιδιστές, ο Diderot, ο Helv6tius, ο Holbach κι ολόκληρος συναγερμός. Οι πρόσφατες απόψεις μάς παρουσιάζουν το Hegel σα να συγκεφαλαιώνει το συμπέρασμα από τη μεγάλη ζύμωση, όταν υποστηρίζει πως το λογικό, ο λόγος είτε ή ιδέα κάνει την ουσία του κόσμου, της υλικής και της πνευματικής ζωής. «Ότι είναι λογικό είναι πραγματικό κι ότι είναι πραγματικό είναι λογικό». Έχουμε εμπρός μας την έννοια τού παλλογισμού, που τον σκίτσαρε 24 αιώνες πριν ο Ηράκλειτος.
Αυτά δεν είναι παιχνίδι με λέξεις ούτε λόγοι επιδειχτικοί. Καθρεφτίζουν αντιθέσεις κοινωνικές και πάλη για υλικά αγαθά. Είναι η απαίτηση - το λογικό να κανονίσει το πολίτευμα, τις νομικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους.. Γι αυτό η μεγάλη αντίδραση στις ιδέες που σκόρπισε η γαλλική επανάσταση. Ενώ λοιπόν για το Μέττερνιχ, την Ιερή Συμμαχία και την Τετραπλή οι ιδέες αυτές είναι δημαγωγική ραδιουργία» είτε ή Χάρυβδη, που πάει να καταπιεί την κανονισμένη από τον θεό κοινωνική τάξη - και σαν τέτοια χαρακτήρισαν και το κήρυγμα της ελληνικής ανεξαρτησίας - κι οι οπαδοί τους εξοντώνονται με την φωτιά και το τσεκούρι, φάλαγγες θεωρητικοί από βήματα συνεδρίων, από τις στήλες των εφημερίδων, από έδρες πανεπιστήμιων, από τους άμβωνες, κινητοποιούνται κατά του λογικού, του διαστρεμμένου οργάνου που γεννοβόλησε τις ολέθριες εκείνες αντιλήψεις. Σ’ όλο το 19ο αιώνα κι ως τις μέρες μας έγινε πολύμορφη κι αδιάκοπη προσπάθεια να κλονίσουν το κύρος, του λογικού, να μηδενίσουν, όπως είπαν, την άξια του.
Την κίνηση αύτη, που είναι χαρακτηριστική για την πιο πρόσφατη πνευματική ζωή, θα την παρακολουθήσω, στις γενικότατες πάντα γραμμές, σχετικά με την Γερμανία, την χώρα, πού δεν κατόρθωσε ως το κατώφλι του 20ού αιώνα να κάμει την αστική της επανάσταση και γι αυτό η αντίδραση προβάλλει σ’ αυτή ζωηρότερη και με τυπικότερη μορφή…
…Η έννοια πρόοδος ή εξέλιξη χτυπιέται. Μέσα στην διαλεχτή («ράτσα» δεν υπάρχει αλλαγή. Τίποτε δε γίνεται μοιραία, σα βλάστηση και μαρασμός, όπως δίδαξε ο Σπένγκλερ. Όλα καθορίζονται από την θέληση εξαιρετικών προσώπων, που στην κορυφή τους στέκεται ο Φύρερ.
Η έννοια της ισότητας είναι από τις πιο αντιπαθητικές. Πώς μπορώ να έχω για ίσο μου, λέγουν, έναν γιατί έχει μούτρο ανθρώπου. Και ρίχνουνται με αγανάχτηση του Χέγκελ που έγραψε: «ο άνθρωπος περνά γι’ άνθρωπος επειδή είναι άνθρωπος όχι επειδή είναι εβραίος, καθολικός, διαμαρτυρόμενος, γερμανός, ιταλός κλπ. Η άποψη αυτή έχει μέγιστη σπουδαιότητα»
Δεν προχωρώ στις θεωρίες πολιτείας, δίκαιου, πολέμου, ανθρώπινης αξίας. Οι λαοί τις δοκίμασαν στη σάρκα τους. Ποτές ο άνθρωπος δεν είχε φτάσει σε τέτοιον παραλογισμό και τέτοια βαρβαρότητα.
Βγαίνοντας από τα σκοτάδια των πολέμων, δεχόμαστε κύμα καταφοράς κατά του λογικού, την εξιστανσιαλική φιλοσοφία με τις διάφορες αποχρώσεις της. Ο ναζισμός ήταν παραλογισμός του πεζοδρόμιου, της παράτας και της σηκωμένης γροθιάς, ο εξιστανσιαλισμός είναι του γραφείου, της πιο ραφιναρισμένης λογικής που αμαρτάνει στη λογική.
Μα κι απ’ άλλες πλευρές ξεχύνονται τα κύματα. Ολόκληρη η πολιτική κι ο αντίλαλος της η λογοτεχνία στην πλειονότητα είναι έγκλημα καθοσίωσης στην ιερότητα του Λόγου.
Xαράλαμπος Θεοδωρίδης
(Αποσπάσματα άρθρου από το Περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» του 1954)