Αποδίδω μεγάλη σημασία σ’ αυτό το έσχατο του εαυτού μας αντίτυπο
Οδυσσέας Ελύτης
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΡΑΓΜΑ ποὺ παίρνει μαζί του πεθαίνοντας ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μικρὸ ἐκεῖνο μέρος τῆς περιουσίας του ποὺ ἴσα ἴσα δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν ἄλλο. Κάτι λίγες αἴσθησεις ἢ στιγμές· δυὸ τρεῖς νότες κυμάτων, τὴν ὥρα ποὺ τὸ μαλλὶ τὸ παίρνει ὁ ἀέρας μὲ τὰ γλυκὰ ψιθυρίσματα μὲς στὸ σκοτάδι, ὀλίγες μέντες ἀπὸ δυὸ κοντὰ κοντὰ βαλμένες ἀνάσες, ἕνα τραγούδι βαρύθυμο, σὰν βράχος μαῦρος, καὶ τὸ δάκρυ, τὸ δάκρυ τῆς μιᾶς φορᾶς, τὸ γιὰ πάντοτε. Ὅλα ὅσα, μ᾿ ἄλλα λόγια, κάνουν τὴν ἀληθινή του φωτογραφία, τὴν καταδικασμένη νὰ χαθεῖ καὶ νὰ μὴν ἐπαναληφθεῖ ποτέ.
Ἀποδίδω μεγάλη σημασία σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔσχατο τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀντίτυπο. Πού, ἐὰν συμβαίνει νὰ διακρίνουμε πίσω του ἀφρισμένη τὴ θάλασσα ἢ λευκὸ τὸ σπιτάκι, νὰ προσπερνᾶμε, τάχατες οἱ ἀνώτεροι ἐμεῖς, παρὰ νὰ γονυπετοῦμε καὶ νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας μὲ δέος. Ἕνα εἰκόνισμα εἶναι κι αὐτὸ τὸ πελαγίσιο κομμάτι ποὺ τὸ ξύλο του ἔχει μαυρίσει ἀπὸ τοὺς καπνοὺς παλαιῶν ἀγώνων ἀλλὰ ποὺ τ᾿ ἁγιωτικό του ἀναδίδει ἀκόμη Ἀναξίμανδρο. Μιλῶ μ᾿ ἕναν φανατισμὸ ποὺ δὲν εἶναι παρὰ σωφροσύνη στὸν κύβο. Νὰ ᾿σαι σκληρὸς ἀπέναντι στὸ μέλλον σου μαρτυρεῖ πόσο τρυφερὸς εἶσαι ἤδη ἀπέναντι στὰ στοιχεῖα ποὺ κρυφὰ προσφέρεις γιὰ νὰ τὸ συνθέσουν. Ἀλλὰ ποιὸ μέλλον; Τίνος; Τὸ ἀπώτερο, τὸ μετὰ κάθε ἰδιώτη μέλλον, ποὺ αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ δημόσιο. Πάνω σε τέτοιου εἴδους λατρευτικὴ στάση, φαντάζομαι θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συμπέσουν οἱ κορυφαῖοι της πολυθεΐας καὶ οἱ ἅγιοι πάντες της χριστιανοσύνης. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ σ᾿ ἕνα πέτρινο, σχεδὸν διάφανο εἰδώλιο ποὺ λευκάζει κι ἀναδύεται ἀπὸ τὰ κύματα συμπίπτουν οἱ λιγοστὲς γραμμὲς τῆς Πάρου ἢ τῆς Σικίνου καὶ οἱ πτυχὲς τοῦ μανδύα μιᾶς ἁγίας Μαρίνας, ἢ μιᾶς Διαμάντως ποὺ ἐναποθέτει λουλούδια στὸν ἐπιτάφιο. Περιμένω τὸν καλλιτέχνη -ποὺ ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια τόσο λιγότερες πιθανότητες ὑπάρχουν ν᾿ ἀναφανεῖ- τὸν ἱκανὸ νὰ στήσει, ἀποστραγγίζοντας ὅλο τὸ ἀπόθεμα τοῦ θυμητικοῦ μας, τὸ μνημεῖο στὸν «ἄγνωστο ἰδιώτη». Ὅπως ὡς τώρα ἐστήσαμε σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ τόπου μας κάποιο μνημεῖο στὸν «ἄγνωστο στρατιώτη». Θὰ πρέπει νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν κυανὴ καὶ λευκὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ καὶ ν᾿ ἀντανακλᾷ ὅλο φῶς πάνω στὴν πίσσα τῆς Εὐρώπης ποὺ θάβουμε σήμερα ἐν ὄψει μιᾶς ἄλλης ποὺ μοιάζει νὰ γεννιέται. Χωρὶς διάκριση. Πάνω στοὺς μέλανες δρυμούς, στὰ τέρατα τῆς Chartres καὶ τοῦ Duomo, τοὺς Καρτέσιους καὶ τοὺς Καλβίνους, τοὺς Κὰντ καὶ τοὺς Μάρξ, τὸν Πάπα —Θεὸς σχωρέσει τους.
ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΝΥΧΤΩΣΕΙ ἀρχινᾷ ἡ δική μου δεύτερη μέρα. Ἡ πρώτη θέλει μπλάβα πέλαγα, ἡ δεύτερη, τέσσερις τοίχους, χειρόγραφα καὶ ποτό. Ἕνα μαῦρο δαιμόνιο, μὰ ὅλο λευκότη στὴν ψυχή, μὲ σκουντάει στὸν ὦμο, συγκρατεῖ τὸ χέρι μου: «Μὴ , ὄχι ἔτσι, ἀλλιῶς», «Ὄχι ἔτσι, ἀλλιῶς». Νὰ μὴ βγεῖ κακὸς λόγος ἀπὸ τὸ στόμα μου, νὰ μὴ βγεῖ παράπονο. Αὐτὸ θέλει. Κι ἄλλα μικρὰ δαιμόνια, παρόμοια, μοῦ ἐμφανίζονται κατὰ καιρούς, κρατώντας εἰκόνες, χρωματιστὰ γυαλιά, χάρτινα βαπόρια φωταγωγημένα. Εἶναι φιλικά, μοῦ γνέφουν κιόλας πότε πότε: «Μὴν ἀκοῦς», «Κάνε τὴ δουλειά σου», «Ἐδῶ εἴμαστ᾿ ἐμεῖς». Μόνον ἄνωθεν τὸ κουράγιο. Κι ὄχι πάντοτε. Εἶναι βραδιὲς ὅπου ἡ στεναχώρια μόλις ποὺ χωράει, πάει νὰ σπάσει τοὺς τοίχους. Μένω μόνος ὧρες μπροστὰ σ᾿ἕνα τετράγωνο παράθυρο κομμένο ἐπάνω στὸ σκοτάδι. Δὲν περνάει οὔτ᾿ ἕνας ἄνθρωπος. Πουθενὰ κανένα φῶς. Μόνον ὁ φάρος πέρα ἐκεῖ κατάμονος κι αὐτός, πεισματικός, ὁλοένα πάνω στὸ τρία του καὶ στὸ ἕνα του.
Στὴ μοναξιὰ ὑπάρχουν κι ἔκει ὅπως μέσα στὴ γλῶσσα, ἰδιώματα. Τὸ δικό μου πρέπει νὰ ᾿ναι τῆς πλέον ἀκατοίκητης ἐρημονησίδας. Ἀλλιῶς δὲν ἐξηγεῖται πὼς τὰ λόγια μου, ἐνῷ τὰ κατευθύνω στὸ κέντρο τῶν ἐνδιαφερόντων τοῦ κόσμου, ἠχοῦν ἀπόμακρα ἢ χάνονται ὁλότελα. Τὰ φωνήεντά μου, τὰ «ἄ» μου καὶ τὰ «ἔ» μου, δὲ γίνεται φαίνεται νὰ τὰ πιάσεις σὲ καμιὰ συχνότητα. Τὸ πολὺ ν᾿ ἀκούσεις κάτι σὰν τραύλισμα κυμάτων ἐπάνω στὰ βότσαλα. Παραμένω, ἔτσι ἕνας ἰδιώτης ἀπαρηγόρητος, ποὺ δὲν καταφέρνει ν᾿ ἀνήκει πουθενά, σὲ καμιὰ κοινότητα, οὔτε κἂν τῶν ποιητῶν ἀφοῦ τὰ σκάφη μας μήτε ποὺ συναντιοῦνται θὰ᾿λεγες, γιὰ τὴ χαρὰ ἔστω νὰ σφυρίξει τὸ ἕνα γιὰ νὰ χαιρετίσει τὸ ἄλλο. Φαίνεται ὅτι στὴν προσπάθειά μου νὰ τοὺς πλησιάσω, τὰ ρεύματα μὲ παρασύρουν καὶ μὲ πᾶν ἔξω ἀπὸ τὴν περιφέρεια. Τουλάχιστον ἔτσι ἂν ὄχι τίποτε ἄλλο, ἐπαληθεύεται κάποια γνησιότητα ἢ ὄχι; Πῶς νὰ κρίνεις. Ἡ φουρτούνα ποὺ περιγράφεις δὲν εἶναι ποτὲ ἡ φουρτούνα ποὺ ἀντιμετωπίζει πραγματικὰ ὁ ναυτικός. Πρέπει τὸ «σκόρτσο» νὰ τὸ ἀντιμετωπίζεις καὶ στὴν ἔκφραση.Ἔτσι πρέπει νὰ κρίνεις. Ἕνα μαῦρο δαιμόνιο, μὰ ὅλο λευκότη στὴν ψυχή, μὲ σκουντάει. Κι ἄλλα πολλά, μικρά, μοῦ παραστέκουν. Ἔτσι γλυκιά, ἔτσι ὄμορφη, πῶς ἔγινε ἡ ζωή; Ὅλο τὴ βλασφημοῦν κι ὅλο ἁρπάζονται ἀπάνω της οἱ ἄνθρωποι. Γαλήνιοι παραμένουν οἱ τάφοι καὶ ὁ χρόνος ἄδηλος.
Κλαίω μὲ δάκρυα ποὺ γυαλίζουν κάπου ἀλλοῦ, μακριά, σ᾿ ἕνα χῶρο κατοικημένο ἀπὸ πλάσματα ὑπέροχα, ποὺ ἵπτανται λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ἴσαλο τοῦ θανάτου. Ποιὸς εἶμαι; Ποιὸς ὑπῆρξα; Νιώθω νὰ μ᾿ ἔχει ἁρπάξει μιὰ φυλλωσιὰ θάλασσας, ὅλο εὐδαιμονία καὶ ὀδύνη, σὰν νὰ ᾿ναι λιωμένος κι ἀποχριστιανωμένος Πλωτῖνος. Ὀρθάνοιχτα ὄκια μὲ παρακολουθοῦν ἀπὸ παντοῦ. Τρέμουν, τρίζουν τὰ κατάρτια καὶ οἱ μορφὲς τῶν ἁγίων. Πῶς βγῆκα μέσ᾿ ἀπὸ τὴ δυστυχία; Ποιὸς ἄδει; Τί εἶναι αὐτὰ τὰ δυνατὰ κίτρινα καὶ κόκκινα καὶ τὰ κομμάτια τοῦ τοίχου μὲ τὸν ἀσβέστη; Ἂ ναί, εἶμαι τὸ παρελθὸν τῶν δακρύων, ἴσως γι᾿αὐτὸ νὰ μ᾿ ἀναγνωρίζουν. Ἴσως γι᾿ αὐτὸ ν᾿ ἁρμυρίζω. Ὑπῆρξα κάποτε, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Τρέμουν, τρίζουν τὰ δαιμόνια. Δῆλον δὲ ὅτι δεῖ καὶ τοῖς ἄλλοις δαίμοσι τούτους ἀρμόσαι εἴπερ δεῖ φύσιν εἶναι καὶ οὐσίαν μίαν καθὸ δαίμονες δαιμόνων, εἰ μὴ κοινὸν ὄνομα ἔξουσι μόνον. [1]
[1] Εἶναι κομμάτι ἀπὸ τὸν Πλωτίνο, „Περὶ ἔρωτος“, Ἐννεὰς Γ/, 3,5 (50): Ἀλλὰ τί δὴ χρὴ λέγειν περὶ τοῦ Ἔρωτος καὶ τῆς λεγομένης γενέσεως αὐτοῦ; Δηλον δὴ ὅτι δεῖ λαβεῖν τὶς ἡ Πενία καὶ τὶς ὁ Πόρος, [2] καὶ πὼς ἀρμόσουσιν οὗτοι γονεῖς εἶναι αὐτώι. Δῆλον δὲ ὅτι δεῖ καὶ τοῖς ἄλλοις δαίμοσι τούτους ἀρμόσαι εἶπερ δεῖ φύσιν εἶναι καὶ οὐσίαν μίαν καθὸ δαίμονες δαιμόνων, εἰ μὴ κοινὸν ὄνομα ἔξουσι μόνον.
Μετάφραση: Ἀλλὰ τί πρέπει νὰ ποῦμε σχετικὰ μὲ τὸν Ἔρωτα καὶ γιὰ τὰ ὅσα λέγονται γιὰ τὴ γέννησή του; Εἶναι φανερὸ ὅτι πρέπει νὰ διαπιστώσουμε ποιὸς εἶναι ὁ Πόρος καὶ ποιὰ ἡ Πενία καὶ κατὰ πόσον αὐτοὶ ταιριάζουν σὰν γονεῖς του. Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτοὶ (οἱ ἰδιότητές τους) πρέπει νὰ ταιριάζουν καὶ στοὺς ἄλλους δαίμονες, διότι οἱ δαίμονες αὐτοὶ καθ᾿ αὐτοὶ πρέπει νὰ ἔχουν τὴν ἴδια φύση καὶ τὴν ἴδια οὐσία καὶ ὄχι μόνο ἕνα κοινὸ ὄνομα.
Οδυσσέας Ελύτης
Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά» Ίκαρος, Α' Έκδοση: 1990
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/odysseas_elyths_ta_dhmosia_kai_ta_idiwtika.htm