Η εικονογραφική διατύπωση της χριστιανικής θρησκείας με σαφήνεια και αμεσότητα ώστε να γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμη, ήταν ένα ζήτημα που απασχόλησε έντονα τους ανθρώπους που αναλάμβαναν να διαμορφώσουν τους βυζαντινούς χώρους λατρείας.
Ιδιαίτερα στην πρωτοχριστιανική περίοδο των διωγμών ο σκοπός της απεικόνισης των ιερών μορφών σ’ αυτούς τους χώρους ήταν διττός: αρχικά, έπρεπε να είναι το μέσο με το οποίο ο πιστός θα αναγνώριζε την διδασκαλία του δόγματος του, αλλά στην περίπτωση που κάποιος μη χριστιανός τύχαινε να βρεθεί εκεί, αυτό που θα αντίκριζε έπρεπε να μοιάζει με απλή διακοσμητική παράσταση. Γι αυτό το λόγο η πρωτοχριστιανική τέχνη μιμείται ως προς τη μορφή την παλιότερη ελληνορωμαϊκή τέχνη, αλλά ως προς το περιεχόμενο αντλεί θέματα από τα θαύματα και την ζωή του Χριστού. Μάλιστα πολλές παραστάσεις συνοδεύονταν από επεξηγηματικές επιγραφές όχι μόνο επειδή πολλοί δεν ήξεραν να διαβάζουν αλλά και εξαιτίας του εύρους των συμβόλων που χρησιμοποιήθηκαν όπως ο ιχθύς, η ελιά, η άμπελος, ο αμνός κτλ.
Μετά την παύση των διωγμών με την βοήθεια των πλούσιων χορηγών διαδόθηκαν τα ψηφιδωτά, επιδαπέδια και επιτοίχεια σε μνημειακές διαστάσεις, αλλά και μικρότερα σε μορφή φορητής εικόνας. Η βιβλική θεματογραφία τους εμπλουτίζεται τώρα και με μορφές αγίων οι οποίες απεικονίζονται αυστηρά μετωπικά, με μεγάλα μάτια, άμεσο βλέμμα και με γραμμικές πτυχές να καλύπτουν το σώμα που βρίσκεται κυρίως σε στάση δέησης.
Η μετωπικότητα και αμεσότητα του βλέμματος των μορφών προέρχεται από τα πορτραίτα φαγιούμ των ρωμαϊκών χρόνων, που ήταν οι πρώτες φορητές εικόνες και τοποθετούνταν στους τάφους των νεκρών για να θυμίζουν στους μεταγενέστερους τα χαρακτηριστικά τους.
Από τον 6ο αιώνα μ.Χ. η εικόνα αρχίζει να γίνεται αντικείμενο δημόσιας και ιδιωτικής λατρείας, η φύση της οποίας οδήγησε στην εικονομαχική έριδα. Έτσι θεσπίστηκαν κανόνες για το πώς πρέπει να απεικονίζονται τα θρησκευτικά θέματα και μάλιστα θεωρήθηκε αναγκαία η πιστότητα και σταθερότητα σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά. Γι αυτό βλέπουμε να επαναλαμβάνεται ανά τους αιώνες ο καθορισμένος τύπος για κάθε ιερό πρόσωπο.
Μετά τις εικονομαχίες και με την δυναστεία των Μακεδόνων η βυζαντινή τέχνη αναγεννάται και ο ναός δεν είναι πια ένας απλός τόπος λατρείας, αλλά συμβολίζει πλέον τον μικρόκοσμο μέσα στον μεγαλόκοσμο. Με βάση αυτόν τον συμβολισμό, καθιερώνεται το εικονογραφικό πρόγραμμα του, που μας λέει τι θα ζωγραφίσουμε που. Για παράδειγμα ο τρούλος συμβολίζει τον ουρανό, δηλαδή τον Παντοκράτορα, γύρω από αυτόν βρίσκονται άγγελοι και προφήτες, παρακάτω οι τέσσερις Ευαγγελιστές κ.ο.κ.
Την περίοδο αυτή βλέπουμε επίσης να μειώνεται σταδιακά ο ιερατικός χαρακτήρας των μορφών και να αποκτούν πιο ουμανιστικό χαρακτήρα που αποπνέει ομορφιά και χάρη. Εκδηλώνεται το ανθρώπινο συναίσθημα με μια διάθεση έντονα ρεαλιστική αλλά συνάμα εξπρεσιονιστική.
Η τελευταία ανανεωτική πνοή θα δοθεί με τη δυναστεία των Παλαιολόγων, όπου οι μορφές αποκτούν πλέον ογκηρότητα, φωτοσκίαση και τοποθετούνται σ’ ένα πιο ρεαλιστικό αφηγηματικό περιβάλλον με αρχιτεκτονικά στοιχεία και προοπτική.
Η τέχνη της παλαιολόγειας εποχής θεωρείται μεγάλη όχι μόνο γιατί επιβίωσε και μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας αλλά και επειδή αποτέλεσε το βάθρο πάνω στο οποίο πάτησε και μεγαλούργησε η Κρητική Σχολή ζωγραφικής που αποτελεί την γέφυρα που ενώνει την ανατολική με την δυτική τέχνη.
************