Η έμφυτη περιέργεια του ανθρώπου να γνωρίσει τον κόσμο και να λύσει τα μυστήρια του, συνοδευόταν πάντα από την επιθυμία να μοιραστεί με τους δικούς του τις γνώσεις που αποκτούσε. Ο άμεσος τρόπος μετάδοσης αυτών των γνώσεων είναι ο προφορικός, αλλά όταν προέκυψε η ανάγκη να παραμείνουν και να μεταδοθούν ακέραιες στις επόμενες γενιές, αναδύθηκε η αξία του γραπτού λόγου.
Πρώτα επινοήθηκε ο οπτικός λόγος με τα εικονογραφήματα, τις ζωγραφικές παραστάσεις δηλαδή που αφηγούνται μια ιστορία, αλλά με την διαμόρφωση και διάδοση της αλφαβήτου σε κάθε κοινωνία γεννήθηκαν τα λεκτικά χειρόγραφα.
Στους ξακουστούς πάπυρους της Αιγύπτου ενώθηκαν για πρώτη φορά τα δύο στοιχεία και μας έδωσαν τα λεγόμενα εικονογραφημένα χειρόγραφα, με έγχρωμες παραστάσεις. Αυτά αποτελούν το Βιβλίο των Νεκρών που ήταν ατομικό, θαβόταν μαζί με το νεκρό και περιείχε ύμνους, ρητά και εικόνες για να διευκολύνουν το πέρασμά του στην μεταθανάτια ζωή.
Στην συνέχεια, κλασσικοί συγγραφείς της αρχαίας Ελλάδας δημιούργησαν εικονογραφημένα χειρόγραφα με σκοπό να ζωντανέψουν τις ιστορίες που αφηγούνταν, αναπαριστώντας διάφορα επεισόδια που περιγράφονταν στο κείμενο, δημιουργώντας έτσι μια στενή σύνδεση μεταξύ λόγου και εικόνας. Επίσης, πολλοί συγγραφείς κοσμικών γνώσεων όπως βοτανική, γεωγραφία, ιατρική, αστρονομία εμπλούτιζαν το έργο τους με εικόνες, με πιο ξακουστό το περίφημο έργο «Βοτανική» του Διοσκουρίδου Φωκά.
Οι χριστιανοί ακολούθησαν την ίδια αφηγηματική μέθοδο των προγόνων τους εικονογραφώντας τα ιερά κείμενα της Αγίας Γραφής, τροποποιώντας ωστόσο το σχήμα του χειρογράφου το οποίο επηρέασε τόσο το σχήμα των εικόνων, όσο και την θέση τους μέσα στο κείμενο. Το «ειλητάριο» που χρησιμοποιούνταν ως τότε - ο επιμήκης πάπυρος που τυλιγόταν γύρω από ένα κυλινδρικό ξύλο - ήταν κατάλληλο για συνεχή ανάγνωση, αλλά αποδείχθηκε δύσχρηστο για όποιον ήθελε να ανατρέξει σε συγκεκριμένα κεφάλαια. Έτσι κόπηκαν χωριστά φύλλα και δέθηκαν μαζί, για να αποτελέσουν τους λεγόμενους «κώδικες» που είχαν το σχήμα βιβλίου. Με αυτόν τον τρόπο η εικόνα έπιανε την μισή σελίδα και το κείμενο την άλλη μισή.
Σκοπός του βυζαντινού καλλιτέχνη ήταν να απεικονίσει σ’ αυτές τις εικόνες - τις μικρογραφίες όπως ονομάστηκαν - όλο το νόημα της χριστιανικής πίστης όσο πιο μεστά και ουσιαστικά γινόταν, ακριβώς όπως πρόσταζαν τα πρότυπα της βυζαντινής τέχνης. Εμπλουτίστηκαν όμως και με στοιχεία μιας άλλης τέχνης που αναπτύχθηκε παράλληλα στην βόρεια Ευρώπη, αυτή των Κελτών.
Στην Ιρλανδία και Αγγλία φιλοτεχνήθηκαν μερικά εκπληκτικά χειρόγραφα από χριστιανούς μοναχούς, εκπροσώπους της εξαιρετικής αυτής τέχνης. Στα βιβλία του Κέλς, του Άρμαγκ και στα Ευαγγέλια του Έχτερναχ είναι πραγματικά συναρπαστικό να προσπαθήσει να ακολουθήσει κανείς το λαβύρινθο με τα συστρεφόμενα φυτικά μοτίβα, και τις σπείρες των περιπλεγμένων σωμάτων του ζωικού βασιλείου, που βρίσκονται όμως σε απόλυτη αρμονία και αντιστοιχία σχεδίου και χρώματος.
Με την διάδοση της γοτθικής τέχνης και κατά την διάρκεια της Αναγέννησης, τα εικονογραφημένα χειρόγραφα διευρύνουν την θεματογραφία τους με αποτέλεσμα οι μικρογραφίες να γίνονται ολοσέλιδες, να αποκτούν όγκο, λεπτομέρειες και προοπτική ανάλογα την σχολή που εκπροσωπεί ο καλλιτέχνης. Τον 16ο αιώνα όμως, με την διάδοση του έντυπου βιβλίου, τα χειρόγραφα και η καλλιγραφία παρακμάζουν ενώ η ζωγραφική ανθίζει πλέον στα καβαλέτα.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι χάρις αυτών, διασώθηκε και διαδόθηκε ολόκληρος ο πλούτος της παγκόσμιας γνώσης.
************