Αρχιτεκτονική και Διακόσμηση
Βυζαντινή περίοδος
Η Βυζαντινή περίοδος ξεκινά επίσημα όταν το 313 ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγνωρίζει τον Χριστιανισμό ως νόμιμη Θρησκεία. Ίδρυσε την νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας την Κωνσταντινούπολη και έθεσε τον εαυτό του επικεφαλής της Χριστιανικής εκκλησίας. Έτσι γεννήθηκε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία που καταλύθηκε το 1453 με την Άλωση την Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Η αρχιτεκτονική αυτής της περιόδου χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες: την εκκλησιαστική και την αστική.
Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική
Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική αφορά την ναοδομία των χριστιανικών ναών η οποία πέρασε από διάφορες φάσεις, εξελίχθηκε και τελειοποιήθηκε κατά την διάρκεια των αιώνων. Οι πρώτοι τύποι χριστιανικών ναών είχαν σαν πρότυπο δημόσια ρωμαϊκά κτίρια και ήταν η βασιλική, και τα περίκεντρα οικοδομήματα. Στην συνέχεια έγινε ένας συνδυασμός των δύο και γεννήθηκε η τρουλαία βασιλική όταν χτίστηκε το πιο σημαντικό αρχιτεκτόνημα της εποχής, η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα άρχισαν να αναπτύσσονται κι άλλοι τύποι ναών όπως ο εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, ο οκταγωνικός, ο μικτός τύπος και ο σταυρεπίστεγος, ενώ εμπλουτίζονται με διάφορα δυτικά ή ανατολικά επιμέρους στοιχεία που δέχονται σαν επιρροή ανάλογα με τις περιοχές που βρίσκονται. (Περισσότερες λεπτομέρειες για την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά της βυζαντινής ναοδομίας αναφέρονται στην παρούσα ιστοσελίδα στην ενότητα Εκκλησιαστική τέχνη/ Ναοδομία).
Αστική αρχιτεκτονική
Η αστική αρχιτεκτονική χωρίζεται στην βυζαντινή κατοικία και τα αυτοκρατορικά παλάτια. Η βυζαντινή κατοικία αποτελεί το κύριο σώμα της βυζαντινής πόλης και έναν ιδιαίτερα σημαντικό χώρο για τους βυζαντινούς, όπου περνούν εκεί ένα μεγάλο μέρος της ημέρας τους. Όπως και οι άλλες κατηγορίες κατασκευών, είναι επηρεασμένη από τα σχέδια και τις κατασκευές των προηγούμενων χρόνων. Το βυζαντινό σπίτι συνδυάζει αρχαία ελληνικά, ρωμαϊκά και ανατολικά στοιχεία. Η μορφή των βυζαντινών σπιτιών εξαρτάται από την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη, την μορφολογία του εδάφους και φυσικά τον διαθέσιμο χώρο. Την παλαιοχριστιανική και μεσοβυζαντινή εποχή τα σπίτια βρίσκονται μέσα στα τείχη της πόλης ή του κάστρου με τις περιοχές κατοίκησης να καταλαμβάνουν μία αρκετά μεγάλη έκταση τους. Οι οικίες, που συχνά οργανώνονται σε γειτονιές γύρω από μία ενοριακή εκκλησία, βρίσκονται άλλοτε κοντά η μία στην άλλη με μεσοτοιχίες κι άλλοτε είναι διασκορπισμένες άτακτα στο χώρο. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις δε φαίνεται να ακολουθείται κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο.
Συνυπάρχουν τόσο πολυτελείς επαύλεις, όσο και φτωχικά σπίτια, ενώ διαφορές παρατηρούνται και ανάμεσα στα σπίτια της πόλης και στα σπίτια της υπαίθρου. Τα σπίτια που προορίζονταν για την αριστοκρατία, είχαν μεγάλη έκταση και συχνά πολυτελή διακόσμηση. Η πρόσοψη τους πρέπει να ήταν ιδιαίτερα φροντισμένη, με ποικίλα συστήματα δομής, ορθομαρμαρώσεις και χρώματα που έδιναν μια ωραία όψη. Τα δωμάτια, το πιο σημαντικό από τα οποία ήταν το τρικλίνιο που χρησίμευε ως τραπεζαρία, ήταν χτισμένα γύρω από μία αυλή. Γύρω από το τρικλκίνιο που έγινε γνωστό ως σάλα, ήταν τα δωμάτια, κουβούκλια ή κοιτώνες των ανδρών και των παιδιών, η τραπεζαρία και οι χώροι υγιεινής. Τα διαμερίσματα των γυναικών, τα λεγόμενα ματρωνίκια, βρίσκονταν στα ενδότερα των οικημάτων. Τα σπίτια διέθεταν ακόμα μπαλκόνια ή εξώστες -ηλιακά- όπως τα λέγανε και αυλές ή κήπους. Ανάλογα με την οικονομική άνεση και το γούστο του ιδιοκτήτη υπήρχε διακόσμηση με ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και μωσαϊκά.
Τα μεσαία στρώματα κατοικούσαν σε φτωχότερες παραλλαγές των παραπάνω σπιτιών. Το μεγαλύτερο μέρος πάντως του πληθυσμού κατοικούσε σε χαμηλά σπίτια ή σε δίπατες οικίες φτιαγμένες από φθηνά υλικά. Συνήθως χρησιμοποιούνται λίθοι και ξύλα για τους ξυλοδεσμούς, τα χαγιάτια και τις αρχιτεκτονικές προεξοχές, ενώ ως συνδετική ύλη χρησιμοποιείται η λάσπη και το κονίαμα . Στις πιο περίτεχνες κατασκευές το κονίαμα αναμειγνύεται με όστρακα για μεγαλύτερη σταθερότητα. Μια σειρά δωματίων γύρω από μία ανοιχτή αυλή, όπου συνήθως υπήρχε πηγάδι και φούρνος, αποτελούσε τον συνηθέστερο τύπο σπιτιού. Δεν είναι επίσης σπάνια η χρήση οικοδομικού υλικού από παλιότερα κτίσματα (spolia) που έχουν εγκαταλειφθεί, για την ανέγερση των κατοικιών. Οι περισσότερες κατοικίες διέθεταν στέρνες στα ισόγεια ή χώρους για τα ζώα. Η αυλή ωστόσο, προοδευτικά θα εγκαταλειφθεί λόγω της συγκέντρωσης πληθυσμού στα αστικά κέντρα και της έλλειψης χώρου. Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, όπου ανήκε η πλειοψηφία του πληθυσμού των πόλεων, κατοικούσαν σε πολυώροφες πολυκατοικίες. Στην Κωνσταντινούπολη από τον 5ο αιώνα και μετά υπήρχαν πολυώροφες πολυκατοικίες με πέντε πατώματα και πολύχρωμη πρόσοψη, ενώ στις πλούσιες συνοικίες οι ιδιοκτήτες των σπιτιών υποχρεώνονταν να επισκευάζουν τις προσόψεις και να τις καλλωπίζουν με μάρμαρα για να ομορφαίνουν την πόλη και να ψυχαγωγούν τους διαβάτες. Οι οικοδομές αυτές μπορεί να είχαν και μπαλκόνι, ενώ διέθεταν και σύστημα αποχέτευσης.
Οι νομοθετικές διατάξεις που ρυθμίζουν την πολεοδομική οργάνωση των πόλεων και την οικοδόμηση των κτιρίων που την αποτελούν δείχνουν μία ιδιαίτερη φροντίδα για την αισθητική και υγιεινή συγκρότηση τους. Περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για τον αριθμό των ορόφων που μπορεί να διαθέτει μία κατοικία, για το κτίσιμο εξωστών και κλιμακοστασίων αλλά και για την απόσταση μεταξύ των οικιών που οριζόταν στα 12 πόδια . Αν η απόσταση ήταν μικρότερη από 10 πόδια δεν επιτρεπόταν η διάνοιξη παραθύρων. Ειδικά για την περιοχή της Κωνσταντινούπολης απαγορεύεται νομοθετικά η παρεμπόδιση της θέας προς την θάλασσα, ενώ λαμβάνονται ειδικά μέτρα ώστε να το κτίσιμο ενός σπιτιού να μην φτάνει σε τέτοιο ύψος που να εμποδίζει το φως να φτάσει στο σπίτι του γείτονα. (το 469μ.Χ., ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Λέοντα Α' περιόριζε το ύψος των ιδιωτικών κτιρίων στα 24 μέτρα).
Στον Μυστρά, όπου σώζονται τα καλύτερα διατηρημένα παραδείγματα υστεροβυζαντινών σπιτιών, τα σπίτια ήταν κατά κανόνα ορθογώνια δίπατα. Ίχνη χρωματιστής διακόσμησης σε προσόψεις σπιτιών υπάρχουν και εδώ. Στο ισόγειο βρίσκονταν οι βοηθητικοί χώροι, ενώ στον όροφο βρισκόταν το τρικλινάρι, που φαίνεται ότι ενσωμάτωσε όλους τους πριν ξεχωριστούς χώρους. Τα πλούσια αρχοντικά της πόλης βρίσκονται συγκεντρωμένα στο χώρο όπου δεσπόζει το ανάκτορο των Δεσποτών. Φαίνεται ότι οι δύο σειρές τειχών που αναπτύσσονται στην πόλη διαφοροποιούν και ορίζουν τον χώρο ανάλογα προς τα κοινωνικά στρώματα που κατοικούν στις διαμορφωμένες περιοχές. Καλοδιατηρημένες οικίες ευγενών στον Μυστρά είναι το λεγόμενο «παλατάκι» ή «αρχοντικό», που αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο σπίτι, το αρχοντικό του «Φραγκόπουλου» και το αρχοντικό του «Λάσκαρη».
Αυτοκρατορικά Παλάτια
Τα αυτοκρατορικά και αριστοκρατικά παλάτια αποτελούσαν μια σημαντική πλευρά της αστικής δομής της Κωνσταντινούπολης. Εκτός από τα κατεξοχήν αυτοκρατορικά ενδιαιτήματα, το Μέγα Παλάτιον και, μετά τον 11ο αιώνα, τις Βλαχερνές, πλήθος άλλων είναι γνωστά τόσο από τις γραπτές πηγές όσο και από αρχαιολογικές μαρτυρίες.
Το Μέγα Παλάτιον ήταν ένα εκτενές συγκρότημα ανακτόρων στην Κωνσταντινούπολη, που στέγαζε την αυτοκρατορική οικογένεια και τις διοικητικές υπηρεσίες κατά την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Θεμελιώθηκε από τον Κωνσταντίνο τον Μεγάλο και αποτέλεσε κέντρο της διοίκησης του αχανούς κράτους για περισσότερα από 800 χρόνια. Η περιοχή που καταλάμβανε πιστεύεται πως καλύπτει την σημερινή έκταση όπου βρίσκεται το Μπλε Τζαμί. Πολύ κοντά στο ανάκτορο βρισκόταν ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης, τα Λουτρά του Ζευξίππου, το Αυγουσταίον, οι εκκλησίες της Αγίας Σοφίας και της Αγίας Ειρήνης, η Μέση οδός, καθώς και οι Αγορές του Κωνσταντίνου και του Θεοδοσίου. Ανατολικότερα, ίσως βρίσκονταν εδώ αυτοκρατορικοί κήποι και αριστοκρατικές επαύλεις. Σχεδόν όλοι οι κατοπινοί αυτοκράτορες πρόσθεσαν τα δικά τους κτίρια. Στα τέλη του 6ου αιώνα ο Ιουστινιανός ο Β΄ περιτείχισε όλη την περιοχή του Μεγάλου Παλατιού, και εκπλήρωσε τα φιλόδοξα σχέδιά του για ένα καινούριο ανάκτορο, την Αίθουσα του Χρυσοτρίκλινου, με το οποίο εξασφάλιζε ακόμη περισσότερα καταλύματα για την αυτοκρατορική οικογένεια. Στα μέσα του 7ου αιώνα όλη αυτή η τεράστια περιοχή περιέκλειε μια σειρά κτιρίων: κατοικίες, αίθουσες συμποσίων και εορτών, εκκλησίες, γραφεία, στρατώνες, αρχειοφυλάκια. Όλα συνδέονταν με κήπους, δεντροστοιχίες, στοές διαδρόμους και σκεπαστές διόδους, μερικές από τις οποίες ήταν κρυφές. Όλες με τέχνη σχεδιασμένες ώστε να εκμεταλλεύονται στο έπακρο την φυσική κλίση του εδάφους.
(Το Μέγα Παλάτιον, εσωτερικό, αναπαράσταση)
Ο Ιουστινιανός ο Β΄ διασφάλισε την απείθειας σύνδεση ανάμεσα στο κτιριακό συγκρότημα του Χρυσοτρίκλινου και στον Ιππόδρομο μέσω μιας σκεπαστής οδού. Τον αυτοκράτορα τον προστάτευε από το περιβάλλον της πόλης μια παρεμφερής ιδιωτική οδός που του επέτρεπε να επισκέπτεται την Αγία Σοφία, χωρίς να βγαίνει από το ανάκτορο. Η κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας λειτουργούσε ουσιαστικά μέσα στο Μέγα Παλάτιον. Το Παλάτι φαίνεται ότι άρχισε να καταρρέει σταδιακά κυρίως μετά την λεηλάτηση που υπέστη κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας (1204-1261). Πάντως, κατά το 10ο αιώνα, όπως μαρτυρείται από τις τελετές που συνδέονται με την Μακεδονική δυναστεία, το Μέγα Παλάτιον συνέχιζε να αποτελεί έναν τόπο με σημαντική τελετουργική σημασία. Κατά τον 12ο αιώνα προστέθηκαν σημαντικά νέα κτίρια, ενώ άλλα ανακαινίστηκαν, ειδικά ο Μουχρουτάς, ένα περίπτερο αναψυχής με αραβικές ή περσικές επιρροές, πιθανόν με οξυκόρυφο θόλο, που λέγεται ότι βρισκόταν στους νοτιοδυτικούς χώρους του παλατιού. Μέχρι την Άλωση της πόλης από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1453, το συγκρότημα του Μεγάλου Παλατιού- εκτός από ελάχιστα κτήρια- είχε μετατραπεί σε μη κατοικήσιμα ερείπια.
Το παλάτι των Βλαχερνών ήταν κατοικία των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων στο προάστιο των Βλαχερνών, στο βορειοδυτικό τμήμα της Κωνσταντινούπολης. Το παλάτι είναι μεταγενέστερο του Μεγάλου Παλατιού και κτίστηκε περίπου το 500 στην πλαγιά του έκτου και ψηλότερου λόφου προσφέροντας στους ενοίκους του ανεμπόδιστη πολλαπλή θέα για αυτό και ονομαζόταν «Υψηλόν Παλάτιον». Το ανάκτορο ανακαινίστηκε επί Κομνηνών και έγινε η κύρια αυτοκρατορική κατοικία, αντικαθιστώντας το Μέγα Παλάτιον, μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Το πολυτελέστατο κτίσμα των Βλαχερνών ήταν ένα συγκρότημα κτιρίων που περιλάμβανε κρήνες και πολλές εκκλησιές μεταξύ των οποίων την Παναγία των Βλαχερνών, ενώ δίπλα, σε άμεση γειτνίαση, υπήρχε το παλάτι του Πορφυρογέννητου. Ο ιστορικός A.P. Kazhdan/Ann Wharton Epstein στο έργο του «Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα» περιγράφει το παλάτι των Βλαχερνών: «Αυτός ο βασιλιάς Εμμανουήλ [Μανουήλ Α΄ Κομνηνός] έχτισε ένα μεγάλο παλάτι ως έδρα της κυβέρνησής του πάνω στην παραλία, εκτός από τα παλάτια που είχε χτίσει ο πατέρας του, και το ονόμασε Βλαχέρνες. Τις κολόνες και τους τοίχους του τα επένδυσε με χρυσάφι και ασήμι, και πάνω τους σκάλισε εικόνες με μάχες που έγιναν πριν από την εποχή του αλλά και με μάχες δικές του. Έστησε επίσης ένα θρόνο, ώστε αυτός να κάθεται αποκάτω. Ήταν γεμάτο πετράδια ανυπολόγιστης αξίας, και τη νύχτα δεν χρειάζονταν φώτα, γιατί όλοι μπορούσαν να δουν από το φως που έβγαζαν τα πετράδια». Το ανάκτορο των Βλαχερνών κυριολεκτικά ισοπεδώθηκε από τους Σταυροφόρους. Τις Βλαχέρνες τις ανακαίνισαν οι Παλαιολόγοι το 1261 όταν απελευθέρωσαν την Πόλη αλλά τις κατέστρεψαν οι Οθωμανοί τα πρώτα χρόνια της εξουσίας τους.
Έπιπλα
(Έπιπλα βυζαντινής τεχνοτροπίας)
Τα αντικείμενα ενός βυζαντινού σπιτιού ήταν κι αυτά σε άμεση σχέση με το κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο του ιδιοκτήτη. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία για τον φτωχό λαό είναι από φτηνά υλικά όπως ξύλο, γυαλί, χαλκός, όστρακα και πηλός. Τα μεταλλικά αντικείμενα χρησιμοποιούνταν από τους πλούσιους, ενώ η αριστοκρατία χρησιμοποιεί αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα όπως χρυσό και ελεφαντόδοντο. Στο παλάτι τα αντικείμενα κατασκευάζονται και από πολύτιμους λίθους. Τα βασικά έπιπλα ήταν τα εξής: Το κρεβάτι, κλινάριον ή κρεβάτιον φτιαχνόταν μόνο από στρώματα γεμάτα άχυρα, βαμβάκι, κουρέλια ή πούπουλα, τα οποία απλώνονταν απευθείας στο πάτωμα ή πάνω σε κτιστούς πάγκους κατά μήκος των τοίχων του τρικλίνου. Για τους εύπορους υπήρχαν κρεβάτια που αποτελούνταν από σανίδες μέσα σε πλαίσιο που στηριζόταν σε δύο τρίποδα ή σε τέσσερα πόδια, ενίοτε επαργυρωμένα ή επιχρυσωμένα. Πάνω τους έριχναν τα στρωσίδια που ήταν φτιαγμένα από λινό ύφασμα ή μαλλί, ή ακόμη και από μετάξι, βαμμένα, κεντημένα ή υφασμένα με χρυσοκλωστές στην πάνω τους άκρη. Τα τραπέζια είχαν κύριο υλικό κατασκευής το ξύλο. Στα συμπόσια η αριστοκρατία της εποχής δειπνούσε σε τραπέζια από ασήμι, χρυσό ή με επένδυση από ελεφαντόδοντου. Τα χαμηλά τραπέζια (τάβλες) δεν χρησίμευαν μόνο για το σερβίρισμα του φαγητού, αλλά και ως πάγκοι εργασίας ή γραφεία. Ως καθίσματα αναφέρονται οι καρέκλες (θρονία) και τα σκαμνιά (σκάμνοι ή σελλία), χαμηλά καθίσματα με δύο ή τέσσερα πόδια. Τα μακροσκάμνια ήταν μάλλον πάγκοι μικρού ή μεγάλου μεγέθους, όπου μπορούσαν να καθίσουν περισσότερα άτομα. Ο θρόνος ήταν το επίσημο κάθισμα του αυτοκράτορα, του πατριάρχη, των επισκόπων και των ηγουμένων των μονών, και συνήθως συνοδεύονταν με υποπόδιο. Για να μην φθείρονται τα έπιπλα τα κάλυπταν με υφάσματα (σκαμνάλια). Τα ανάκλιντρα ήταν το αγαπημένο έπιπλο των πλουσίων και των παλατιανών, ιδιαίτερα κατά τα συμπόσιά τους. Ήταν φτιαγμένα από ξύλο με μεταλλικές επενδύσεις, διακοσμημένα με ελεφαντόδοντο και είχαν κάλυψη με ακριβά υφάσματα.
Tα σινδούκια ή σεντούκια που χρησίμευαν για αποθήκευση, όπως και τα εντοιχισμένα ντουλάπια (ερμάρια) των δωματίων. Τα κιβώτια αυτά κλείδωναν για ασφάλεια και χρησιμοποιούνταν για την φύλαξη υφασμάτων και ρούχων χρημάτων, χρυσών και αργυρών σκευών, κοσμημάτων, μπορεί και βιβλίων. Τα ρούχα τα φυλούσαν σε υφασμάτινους ή δερμάτινους σάκους, τους τσαμαντάδες. Τα ειδικά κιβώτια για την φύλαξη διάφορων φαρμάκων και ιατρικών ειδών ονομάζονταν πανδέκτες.
Τα δάπεδα συχνά καλύπτονταν από χαλιά (επεύχια ή υπεύχια) διαφόρων μεγεθών και πάχους. Επίσης, βαριές κουρτίνες (βήλα) κρέμονταν από την οροφή και διαχώριζαν τους χώρους του σπιτιού. Τα βήλα κατασκευάζονταν από λινό ή από μετάξι, ήταν μονόχρωμα ή πολύχρωμα, και είχαν παραστάσεις κεντημένες ή υφασμένες, ενώ στα ανάκτορα υπήρχαν και χρυσοΰφαντα βήλα. Στους τοίχους συχνά ήταν κρεμασμένες εικόνες, ενώ από τα αρχοντικά δεν απουσίαζαν τα τόξα, τα σπαθιά και διάφορα άλλα όπλα, καθώς και οι καθρέπτες.
Ο φωτισμός των σπιτιών γινόταν με κεριά και λυχνάρια. Τα κεριά φτιάχνονταν αποκλειστικά από μελισσοκέρι, ενώ τα λυχνάρια ήταν πήλινα ή μεταλλικά. Κατά κανόνα ήταν φορητά ή στηρίζονταν σε μόνιμους λυχνοστάτες. Σε μεγάλους χώρους, όπως των ανακτόρων και των εκκλησιών, κρέμονταν με αλυσίδες από την οροφή μεταλλικά κυκλικά πολυκάνδηλα που είχαν πολλά γυάλινα κανδήλια. Για τον φωτισμό το βράδυ εκτός σπιτιού χρησιμοποιούσαν επίσης φανάρια (φανούς). Να σημειωθεί ότι η Πόλη ήταν η πρώτη πόλη στον κόσμο που φωτιζόταν την νύχτα.
Πηγές:
http://vizantinonistorika.blogspot.nl/2013_04_01_archive.html
http://exploringbyzantium.gr/EKBMM/Page?name=ypomeleti&lang=gr&id=15&sub=87&level=3
http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=12450
https://el.wikipedia.org/
http://www.presidency.gr/?page_id=4481
http://metsovomuseum.gr/online-collection-categories/laografiki-syllogh/diakosmitika-antikeimena-fotografies/