Αρχιτεκτονική και Διακόσμηση
Μεταβυζαντινή περίοδος
Ιστορικά, Μεταβυζαντινή ονομάζεται η περίοδος από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι τις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, όμως ουσιαστικά για τις περιοχές υπό οθωμανική κυριαρχία, αποτελεί συνέχεια της Υστεροβυζαντινής. Η αρχιτεκτονική της κάθε περιοχής παρουσιάζει πλούτο και ορισμένα ιδιαίτερα γνωρίσματα, όχι μόνο στην τυπολογία, αλλά και σε σχέση με την όψη των κτιρίων. Αυτό αφορά κυρίως την ναοδομία αλλά και την λαϊκή αρχιτεκτονική, η οποία δανείζεται πολλά στοιχεία από την ναοδομία. Η παραδοσιακή ελληνική κατοικία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στους δύο τελευταίους αιώνες της ξένης κυριαρχίας και συμβαδίζει με την γενικότερη οικονομική και πολιτισμική ακμή του ελληνισμού την εποχή αυτή.
Η κατασκευή των κατοικιών γίνονταν είτε από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη είτε από έμπειρους τεχνίτες. Αυτοί οι παραδοσιακοί τεχνίτες, οργανωμένοι σε ομάδες, ταξίδευαν από περιοχή σε περιοχή και έχτιζαν τα κτίρια, τις γέφυρες, τις βρύσες, τους μύλους και κάθε άλλη κατασκευή των οικισμών. Το γεγονός ότι οι ίδιοι άνθρωποι έχτιζαν σε όλο τον ελληνικό χώρο, εξηγεί εν μέρει τα κοινά χαρακτηριστικά τα οποία εμφανίζονται στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική διαφορετικών περιοχών. Παρόλα αυτά όμως η παραδοσιακή αρχιτεκτονική παρουσιάζει τοπικές παραλλαγές κατά περιοχές και ιδιαίτερα στα νησιά. Αυτό οφείλεται κυρίως στις κλιματολογικές και γεωμορφολογικές συνθήκες, στα υλικά δομής, στην διάρθρωση της εσωτερικής κοινωνικής ζωής και στις απασχολήσεις των κατοίκων. Για παράδειγμα σε περιοχές όπου απουσιάζουν οι βροχές η στέγη δίνει την θέση στο δώμα, ενώ αντίθετα στις περιοχές όπου οι κάτοικοι ασχολούνται με την γεωργία στις εσωτερικές πλευρές των σπιτιών επικρατεί το βαθύ χαγιάτι.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των υλικών που χρησιμοποιούνταν προέρχονταν από την εγγύς περιοχή. Σε περιοχές που αφθονεί το ξύλο, όπως η Θράκη, η Μακεδονία και η Θεσσαλία η οικοδομή είναι όλη ξύλινη. Στις περιοχές όπου η πέτρα είναι το μοναδικό υλικό τα σπίτια είναι εξολοκλήρου πέτρινα (Ήπειρος, Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα). Υπάρχει και ο μικτός τύπος κτιρίου όπου ο κορμός της οικοδομής είναι από πέτρα ενώ ο όροφος είναι ξύλινος και τον συναντούμε κυρίως στην δυτική και κεντρική Μακεδονία, στην Ροδόπη, στο Πήλιο κλπ. Παρόλο που η παραδοσιακή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί σε ενότητες, θα μπορούσαν να διακριθούν δυο βασικές κατηγορίες σπιτιών: τα νησιώτικα και τα σπίτια της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ανάλογα με την κοινωνική τάξη των κατοίκων τους, διακρίνονται με την σειρά τους, σε λαϊκά, σε μεσαία (νοικοκυρόσπιτα) και σε αρχοντικά.
Νησιώτικες κατοικίες
(Οικία Άνδρου, 1575)
Αυτό που κάνει την αρχιτεκτονική των νησιών να διακρίνεται είναι η απλότητα της που συνδυάζεται αρμονικά με την απλότητα του τοπίου, και η κομψότητα. Οι παράγοντες που επηρέασαν την δομή της ήταν το περιβάλλον, το κλίμα, το φυσικό έδαφος και η ασφάλεια λόγω της πειρατείας. Οι οικισμοί δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο δόμησης. Τα σπίτια χτίζονται με λιτά και ανεπεξέργαστα υλικά, λόγω περιορισμένων οικονομικών πόρων, αλλά χαρακτηρίζονται από μοναδική αισθητική. O πιο βασικός τύπος νησιώτικου σπιτιού είναι το μονόσπιτο, που αποτελείται από ένα μικρό μακρόστενο πέτρινο δωμάτιο που στεγάζεται με ξύλινη οριζόντια κατασκευή ή λίθινο ημικυλινδρικό θόλο με επίπεδη στέγη από χώμα (δώμα). Ξεκινώντας από τον απλό αυτό τύπο θα δημιουργηθούν συνθετότερες μορφές που προκύπτουν από τον εσωτερικό χωρισμό και την επανάληψή του οριζόντια και κατακόρυφα. Έτσι στο μονόσπιτο- μονόχωρο προστίθεται η κουζίνα (δίχωρο) και λοιποί βοηθητικοί χώροι (πολύχωρο). Το μονόσπιτο περιλαμβάνει όλες τις λειτουργίες ενός σπιτιού. Πρώτο σημαντικό στοιχείο του είναι ο σοφάς ή κρέβατος, μια ξύλινη κατασκευή, λίγο πιο ψηλά από το δάπεδο, όπου πάνω της οι άνθρωποι έστρωναν για να κοιμηθούν, ενώ από κάτω αποθήκευαν διάφορα αγαθά.
Δεύτερο στοιχείο αποτελεί το τζάκι, που χρησίμευε για θέρμανση και για μαγείρεμα. Ο χώρος ανάμεσα στην περιοχή του ύπνου και της εισόδου προοριζόταν για την υποδοχή και διημέρευση. Κατά μήκος των μακρών πλευρών του σπιτιού υπήρχε ξύλινο ράφι για την τοποθέτηση σκευών και για το εικονοστάσι, ενώ χαμηλότερα διαμορφώνονταν στον τοίχο εσοχές, κόγχες ή αβαθή ντουλάπια για την αποθήκευση των οικοσκευών.
Πιο εξελιγμένος τύπος είναι το διώροφο, κατοικία για την μεσαία τάξη. Πρόκειται για ορθογώνιο σπίτι, όπου στο ισόγειο (κατώι) βρίσκονται οι βοηθητικοί χώροι όπως στάβλοι και αποθήκες, ενώ οι άνθρωποι ζούσαν στον πάνω όροφο (ανώι ή πατάρι). Η επικοινωνία γινόταν από μια εσωτερική απότομη σκάλα, ενώ υπήρχε και εξωτερική που οδηγούσε στον δρόμο από την βεράντα του ορόφου. Το καλοκαίρι η βεράντα λειτουργούσε ως καθιστικό. Πολλά σπίτια είχαν επίσης αυλές που αποτελούσαν στην ουσία προέκταση του εσωτερικού της κατοικίας, αφού πολλές λειτουργίες όπως το μαγείρεμα, το πλύσιμο, η ανάπαυση, η υποδοχή και το φαγητό γίνονταν εκεί. Οι πιο εύποροι κατοικούσαν σε αρχοντικά, που ήταν μεγάλα σπίτια με εξαίρετη εσωτερική διακόσμηση.
Κατοικίες της Ηπειρωτικής Ελλάδας
Στις κατοικίες της ηπειρωτικής Ελλάδας διακρίνονται οι ίδιοι τύποι που υπάρχουν και στα νησιά, αλλά επειδή το κλίμα και οι κοινωνικές-οικονομικές συνθήκες διαφέρουν, παρουσιάζονται ορισμένες παραλλαγές. Η κατοικία των πεδινών περιοχών είχε πολύ απλή μορφή. Ήταν μονόχωρη με στέγη από κεραμίδια και χωμάτινο πάτωμα, και στο ίδιο δωμάτιο συμβίωναν άνθρωποι και ζώα ενώ φυλάσσονταν εκεί και τα αγροτικά προϊόντα κλπ. Το κυριότερο σημείο του χώρου είναι η γωνιά, δηλαδή η εστία, που δίπλα της οι κάτοικοι μαγειρεύουν, τρώνε και κοιμούνται. Σταδιακά προστέθηκαν ένας στεγασμένος, υπαίθριος χώρος μπροστά από την είσοδο καθώς και διάφορα βοηθητικά κτίσματα στην αυλή, όπως αποθήκες και στάβλοι. Η αυλή αποτελούσε τον πυρήνα για την καθημερινή διαβίωση, αφού μέρος των δραστηριοτήτων γινόταν σ' αυτή, αλλά και το ενδιάμεσο στάδιο από τον δημόσιο χώρο στον ιδιωτικό. Το μέγεθος της εξαρτώνταν από την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη. Περιβάλλονταν πάντα από ψηλό, πέτρινο τοίχο, ο οποίος προφύλασσε την ιδιωτική ζωή ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε και προστατευτικά.
Η κατοικία στην ορεινή Ελλάδα χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια που οφείλεται στις ανάγκες προστασίας και άμυνας από διάφορους εχθρούς γι’ αυτό είναι συνήθως πολυώροφη. Χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, στα «αρχοντικά» που ανήκαν στους πλουσίους και στα «λαϊκά» σπίτια των αγροτικών οικογενειών που ήταν ισόγεια. Οι αρχοντικές κατοικίες ή νοικοκυρόσπιτα περιλαμβάνουν συνήθως τρία επίπεδα. Τα κάτω πατώματα είναι λιθόχτιστα, ενώ στους πάνω ορόφους δημιουργούνται χαγιάτια και προεξοχές ενώ υπάρχουν πολλά και μεγάλα παράθυρα. Στο ισόγειο βρίσκονται οι χώροι εργασίας, οι αποθήκες και οι χώροι φύλαξης ζώων.
(Σάλα από το Αρχοντικό Δόλγκηρα, Σιάτιστα)
Στους ορόφους υπάρχει πάντα ένας βασικός, κεντρικός χώρος γύρω από τον οποίο διατάσσονται μια σειρά άνετων και αυτοτελών δωματίων. Ο κεντρικός αυτός πυρήνας είναι, είτε ημιϋπαίθριος, δηλαδή χαγιάτι είτε κλειστός, δηλαδή σάλα. Ο κεντρικός χώρος (σάλα ή χαγιάτι) έχει δημόσιο και εξωστρεφή χαρακτήρα και σε αυτόν συγκεντρώνονται το μεγαλύτερο μέρος των καθημερινών δραστηριοτήτων. Σε αντίθεση οι οντάδες, είναι περισσότερο, προσωπικά δωμάτια, δηλαδή δωμάτια υποδοχής των ξένων (ηλιακός ή δοξάτο), δωμάτια για ύπνο, για αποθήκευση αντικειμένων κλπ. ενώ έχουν περίπου το ίδιο μέγεθος και επίπλωση. Η εσωτερική σκάλα του σπιτιού ξεκινά από το ισόγειο και καταλήγει στον κεντρικό χώρο του ορόφου, στο χαγιάτι ή στην σάλα, και ποτέ μέσα σε οντά.
Συνήθως το μεσοπάτωμα χρησιμοποιούνταν ως κατοικία το χειμώνα καθώς οι παχείς, πέτρινοι τοίχοι και τα τζάκια διατηρούσαν τους εσωτερικούς χώρους ζεστούς. Ο τελευταίος όροφος με τους λεπτούς τοίχους (τσατμάδες) και τα μεγάλα παράθυρα χρησιμοποιούνταν για την διαμονή της οικογένειες κατά την διάρκεια των θερινών μηνών.
(Οροφή από το Αρχοντικό Νερατζόπουλου, Σιάτιστα)
Οι οροφές των δωματίων είναι ξυλόγλυπτες. Εκτός από διακοσμητικό χαρακτήρα, διαιρούν οπτικά τους ενιαίους χώρους σε μικρότερους. Ιδιαίτερα τα ταβάνια στους καλούς οντάδες είναι χωρισμένα σε δυο διακοσμητικές περιοχές, ενώ στην σάλα σε τρεις. Έτσι, μέσα στον ίδιο χώρο υπάρχουν δυο ή τρία ταβάνια με ξεχωριστή διακόσμηση.
(Αρχοντικό Μαλιόγκα, Σιάτιστα)
Στα πιο πολυτελή από αυτά υπήρχαν και τοιχογραφίες, ενώ πολύχρωμοι γυάλινοι φεγγίτες αντικαθιστούσαν κάποια παράθυρα. Τα περισσότερα σπίτια περιβάλλονται από αυλή, όπου εκεί βρίσκονται διάφορα βοηθητικά κτίσματα, όπως στάβλοι, φούρνοι, αποθήκες, αναγκαίο (η σημερινή τουαλέτα), κλπ. Ο φούρνος αποτελούσε απαραίτητο συμπλήρωμα της κατοικίας. Άλλοτε είναι έξω από το σπίτι και άλλοτε μέσα στο σπίτι ή σε ένα ημιϋπαίθριο χώρο του ισογείου. Η κατασκευή των φούρνων ήταν πέτρινη ή πλίνθινη και ο εσωτερικός χώρος θολωτός. Όταν βρίσκεται μέσα στο οίκημα έπαιρνε περισσότερο την μορφή του τζακιού.
(Πυργόσπιτα Μάνης)
Υπήρχε και μια άλλη κατηγορία κτισμάτων στην ύπαιθρο τα πυργόσπιτα, που ήταν είτε μόνιμες είτε εποχικές οχυρές κατοικίες των μεγάλων κτηματιών. Ήταν συνήθως διώροφα, με επάλξεις στο πάνω μέρος, καταχύστρα που προστάτευε την είσοδο και πολλές πολεμίστρες. Ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν οι μανιάτικοι πύργοι που χρησίμευαν μόνο για πόλεμο (πολεμόπυργοι).
Έπιπλα
(Κελάρι του Ταπνού, Σιάτιστα)
Αρχικά τα σπίτια είχαν ελάχιστα έπιπλα και στην πλειοψηφία τους ακίνητα, κατασκευασμένα όλα από ξύλο και ενσωματωμένα κατάλληλα σε εσοχές των τοίχων, σε υψομετρικές διαφορές του δαπέδου. Συνήθως, οι άνθρωποι κάθονταν στο πάτωμα και έτρωγαν σ’ ένα στρογγυλό χαμηλό τραπέζι, το σοφρά ή τάβλα. Αργότερα άρχισαν να χρησιμοποιούν σταθερούς ξύλινους πάγκους και χαμηλά σκαμνιά.
(Αρχοντικό Δόλγκηρα, Σιάτιστα)
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η επίπλωση των αρχοντικών της Βόρειας και Κεντρικής Ελλάδας. Στο εσωτερικό των δωματίων διαμονής υπήρχαν εντοιχισμένα ντουλάπια οι μουσάντρες, που χρησίμευαν για την φύλαξη ρουχισμού, κλινοσκεπασμάτων και πολύτιμων ειδών, καθώς και κασέλες που είχαν παρόμοια χρήση. Στις μουσάντρες υπήρχαν ακόμη και θυρίδες για διάφορα μικροπράγματα. Στα πλούσια αρχοντικά ήταν συνήθως σκαλιστές ή ζωγραφισμένες με ιδιαίτερο μεράκι και απεικονίζονται σκηνές από την καθημερινή ζωή αλλά και από τα ταξίδια των μαστόρων και των εμπόρων. Η ζωγραφική στις επιφάνειες των επίπλων ήταν μια ένδειξη της αγάπης των κατοίκων για την τέχνη και την ομορφιά.
(Αρχοντικό Σβαρτς, Αμπελάκια)
Τα δωμάτια (οντάδες) είχαν επίσης χαμηλούς σοφάδες, όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να κάθονται ή και να κοιμούνται. O κεντρικός χώρος υποδοχής (ηλιακός ή δοξάτο) ήταν περιτριγυρισμένος από χαμηλά συνεχόμενα καθιστικά (μιντέρια). Κάθε σπίτι διέθετε, οπωσδήποτε, σκεύη για το φαγητό, την αποθήκευση των τροφίμων, την διακόσμηση του σπιτιού και άλλες χρήσεις. Τα σκεύη αυτά ήταν χάλκινα, ξύλινα και πήλινα. Στα περισσότερα σπίτια υπήρχε και ο αργαλειός, απαραίτητος για την κατασκευή του ρουχισμού της οικογένειας. Ακόμη, δεν έλειπε από πουθενά το εικονοστάσι. Όλα τα σπίτια, επίσης, στολίζονταν με υφαντά και κεντήματα.
Πέτρινα Γεφύρια
(Γεφύρι της Άρτας)
Στην λαϊκή αρχιτεκτονική εκτός από τις κατοικίες ανήκουν και κάποιες κατασκευές όπως τα γεφύρια. Σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν πέτρινα γεφύρια στην Ήπειρο όμως βρίσκονται τα πιο πολλά και τα πιο παλιά, διότι είναι μια από τις ορεινότερες περιοχές της Ελλάδας, με ψηλά βουνά και πολλά ποτάμια. Η ποικιλομορφία και η διαφορετικότητα στην κατασκευή και στην αρχιτεκτονική σύνθεση των γεφυριών εξαρτάται από τον πρωτομάστορα. Είναι απόλυτα εναρμονισμένα με το φυσικό περιβάλλον. Οι μάστορες ονομάζονταν Κιοπρουλήδες και ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες μαστόρων ειδικευμένοι στο χτίσιμο γεφυριών. Αυτοί αρχικά συγκαταλέγονταν στους μάστορες της πέτρας, τους Κουδαραίους (από το κούδα που σημαίνει πέτρα). Έφευγαν την Άνοιξη και γυρνούσαν σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, της Βαλκανικής, της Μ. Ασίας και έκτιζαν τα πάντα: τζαμιά, εκκλησίες, κάστρα, καμπαναριά, μιναρέδες, σπίτια, σεράγια, μύλους, χάνια. Πρωταρχικό ρόλο είχε ο επικεφαλής τους, δηλαδή ο πρωτομάστορας, που ήταν άριστος χειριστής και τεχνίτης της πέτρας. Αυτός έψαχνε και έβρισκε την δουλειά, όπως επίσης σχεδίαζε και το γεφύρι. Επέβλεπε την κατασκευή, και παρευρισκόταν στη θεμελίωση, στο "κλείδωμα" των πετρών και στην κατασκευή των προσόψεων. Η συντεχνία των μαστόρων-χτιστάδων στα Γιάννενα ήταν η μεγαλύτερη της Ηπείρου καθώς είχε 450 περίπου μαστόρους.
(Πέτρινο γεφύρι στην θέση Μέγα Λάκος- Δραμεσιοί Ιωαννίνων)
Κύριο δομικό υλικό ήταν η πέτρα η οποία είναι ομοιογενής, συμπαγής και ανθεκτική. Στην Ήπειρο χρησιμοποιούσαν τον σχιστόλιθο λόγω αφθονίας. Ο σχιστόλιθος ήταν πέτρα που την δούλευαν με καλέμι και την χρησιμοποιούσαν στις καμάρες. Το υπόλοιπο γεφύρι χτίζονταν με απελέκητες πέτρες, που η ίδια η γη τις είχε διαμορφώσει σε στενόμακρες πλάκες ώστε να μπορούν να τοποθετηθούν εύκολα και μετά να αρμολογηθούν. Ως συνδετικό κονίαμα χρησιμοποιούσαν το κουρασάνι το οποίο ήταν μείγμα νερού, ασβέστη, χώματος και κεραμιδιού. Ακόμη προσθέτανε ξερά χόρτα, ελαφρόπετρα, τρίχες ζώων και ασπράδια αυγών για να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα και την συνεκτικότητα του. Επίσης, υλοτομούσαν τοπική ξυλεία, την επεξεργάζονταν μερικώς και κατασκεύαζαν τον ξυλότυπο.
(Η γέφυρα Αρτοτίβου, Ναύπακτος)
Για την κατασκευή του γεφυριού αρχικά στήνεται ο ξυλότυπος. Το χτίσιμο ξεκινούσε ταυτόχρονα και από τις δύο πλευρές και προχωρούσε προς την κορυφή διαμορφώνοντας το τόξο έτσι ώστε να μπορούν να αποφεύγουν τις πιέσεις του νερού στις δύο πλευρές. Στην κορυφή του τόξου τοποθετούσαν την τελευταία πέτρα, τον θολίτη. Αυτή ονομαζόταν και κλειδί γιατί κλείδωνε την κατασκευή. Στην συνέχεια χτίζεται το γέμισμα του γεφυριού, επάνω στο τόξο, το οποίο γίνεται από ξηροδομή (χωρίς κονίαμα). Το γεφύρι κατασκευάζεται έτσι ώστε να αντέχει στην πίεση του νερού. Σημαντικό στοιχείο στην κατασκευή αποτελεί η θεμελίωση. Οι σκαλωσιές κατασκευάζονται έτσι ώστε να ελαττώνονται οι παραμορφώσεις του τόξου και ο χρόνος κατασκευής του γεφυριού, αλλά και να ελαχιστοποιείται ο απαιτούμενος όγκος ξυλείας Τα γεφύρια τοποθετούνται στα σημεία όπου το ποτάμι στενεύει και υπάρχουν πολλά και στερεά βράχια. Κατασκευάζονται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες που τα νερά στα ποτάμια λιγοστεύουν.
(Το γεφύρι του Μίσιου, Ιωάννινα)
Τα γεφύρια διαφέρουν ως προς την μορφή τους σε μέγεθος και σε αριθμό τόξων. Υπάρχουν γεφύρια μεγάλα και μικρά, μονότοξα και πολύτοξα. Τα τόξα μπορεί να είναι ένα, δύο, τρία ή περισσότερα, ημικυκλικά ή οξυκόρυφα και χαρακτηρίζουν κάθε γεφύρι. Προκύπτουν από το πλάτος του ποταμού (όταν το πλάτος είναι μικρό αρκεί ένα μόνο τόξο για να γεφυρωθεί η απόσταση), αλλά και από την δημιουργικότητα του μάστορα. Τα μονότοξα γεφύρια βρίσκονται στα βουνά, διότι εκεί τα ποτάμια έχουν μικρό πλάτος και είναι πιο ορμητικά. Τα πολύτοξα γεφύρια βρίσκονται στις πεδιάδες, διότι τα ποτάμια έχουν πολύ μεγάλο πλάτος και χάνουν την ορμητικότητά τους. Εκτός από τα βασικά τόξα υπάρχουν και μικρότερα τόξα ή καμάρες που ελαφραίνουν την κατασκευή και επιτρέπουν την γρήγορη διέλευση του νερού σε περίπτωση πλημμύρας του ποταμού. Τα τόξα αυτά ονομάζονται ανακουφιστικά. Το πλάτος τους είναι περίπου 2 μέτρα και η επιφάνειά τους είναι καλυμμένη με πέτρα, διαμορφωμένη όπως τα καλντερίμια. Στα πλάγια του γεφυριού κατασκευάζονταν πεζούλια για την προστασία των περαστικών. Τα πεζούλια διαμορφώνονται με στενόμακρες πέτρες (αρκάδες), τοποθετημένες κάθετα στην επιφάνεια του λιθόστρωτου. Συχνά δίπλα σε κάθε γεφύρι υπήρχε και κάποιο κτίσμα (μύλος ή χάνι). Στα πολύτοξα γεφύρια, στις άκρες των τόξων υπάρχουν οι πρόβολοι, ο «κόφτης» μπροστά να αναχαιτίζει την δύναμη του νερού και η «κόντρα» πίσω που στηρίζει και μειώνει τον στροβιλισμό του νερού.
(Το Γεφύρι της Ζέρμας ή Κάντσικου, Κόνιτσα)
Τα περισσότερα γεφύρια της Ηπείρου χτίστηκαν στην εποχή της τουρκοκρατίας. Αργότερα η οικονομική ανάπτυξη του 18ου και 19ου αιώνα και οι εμπορικές συναλλαγές με τα Βαλκάνια και τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης οδήγησαν στην ανοικοδόμηση νέων γεφυριών ή στην βελτίωση των παλαιότερων.
Πηγές:
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL103/57/441,1678/
http://www.decobook.gr/design-history/1168-2012-11-09-13-00-22
https://e-class.teilar.gr/modules/document/file.php/CSW184/Ρ.Ρ.%20Παραδοσιακή%20Αρχιτεκτονική.pdf
http://www.slideshare.net/4gym-glyfadas/2-41407341
http://wwwkanotapanta.blogspot.com/2016/04/blog-post_10.html
http://www.lithoksou.net/p/i-oikonomiki-katastasi-stin-ellada-tin-periodo-1830-1840-1983-eisagogi-2010
http://karavaki69.blogspot.co.ke/2010_01_01_archive.html
http://karavaki69.blogspot.co.ke/2010_01_01_archive.html
http://magdax.blogspot.nl/2014/03/blog-post_23.html