Αφιέρωμα
στο γλωσσικό Ιδίωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας
Βόρειας Θράκης
(με μια διαφορετική προσέγγιση και παρουσίαση)
Ποίηση – Μουσική & χορός)
«ένα οδοιπορικό»
Ντα ξέρ’ς πόθιν έρισι, ξέρ’ς κι που παέν’ς.
Αυτήν την φιλοσοφική ρήση, φυσικά την είχανε και οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας. Και φυσικά γνωρίζουνε από που έρχονται, καθώς και το που πηγαίνουν, και αυτό το αποδεικνύει ο πολιτισμός που έφεραν μαζί τους που συνεχίζεται, αλλά και που πολλαπλασιάζεται με τους τόσους χιλιάδες νέους οι οποίοι τιμούν την ιστορία, και την γλώσσα των προγόνων τους.
Δεν θα σταθούμε σε ιστορικά γεγονότα, γιατί ηδη υπάρχουν εκατοντάδες βιβλία για την ιστορική διαδρομή των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας. Θα σταθούμε όμως στην δύναμη της γλώσσας των προγόνων μας που σημαίνει, και πάλι στην Ελληνική μας γλώσσα, γιατί όποια πέτρα και να σηκώσεις, θα βρεις μονάχα ελληνικά.
Το γλωσσικό ιδίωμα της ανατολικής ρωμυλίας, ενέχει στοιχεία της αρχαίας ελληνικής, και της μεσαιωνικής, δάνειες λέξεις από την Βουλγαρική, λέξεις με Σλαβική προέλευση αλλά και Τούρκικες, καθώς, η γλώσσα ήταν υπό κατοχή. Ακόμη, υπάρχουνε και λέξεις από την Αρομουνική, την Αρμένικη, που σημαίνει ότι ενέχει και Ιωνικά στοιχεία.
Μεγάλη σημασία αλλά και αξία έχει όμως, όταν κανείς ανακαλύπτει ότι συχνά πίσω από κάποια δάνεια λέξη σ’ ένα ιδίωμα, κρύβεται η αρχαία ελληνική. Όπως επί παραδείγματι η δάνεια λέξη «Ρεμπέτ» (ρεμπέτ ασκέρ) δεν είναι δάνεια τουρκική, αλλά αντιδάνεια. Γιατί προέρχεται από το αρχαίο ρεύμβομαι, ρεμβέω, ρεμβάζω. Που σημαίνει περιπλανιέμαι. Δηλαδή, ο περιπλανόμενος, δηλαδή ο Ρεμπέτης.
Έτσι, τελικά όποια πέτρα και να σηκώσεις, από κάτω θα δει κανείς πάντοτε ελληνικά.
Μέσα από την ποίηση, το τραγούδι και τον χορό, θα κάνουμε ένα ταξίδι στα όνειρα, τις ελπίδες, τις προδοκίες και τον πολιτισμό των προγόνων μας και όχι μόνον.
Όπως σε κάθε γλώσσα, από την στιγμή που υπάρχει ο λόγος δεν μπορεί, κι εκεί θα υπήρχανε και ποιητές που ονειρεύονταν έναν καλύτερο κόσμο. Που θα κοιτούσανε το φεγγάρι και θα φτιάχνανε αυλές, για να σπείρουν τις ευχές και τα όνειρα των μικρών παιδιών.
Όπου υπάρχει λόγος, υπάρχει και το νανούρισμα της μάνας, συνεπώς, υπάρχει η ποίηση που κάνει την αρχή. Και η ποίηση γίνεται τραγούδι, γίνεται μουσική, γίνεται χορός, και αυτό συνολικά είναι πολιτισμός.
Ας απολαύσουμε αυτό το οδοιπορικό. Αυτό το μουσικοποιητικό μας ταξίδι. Και θα ξεκινήσουμε πηγαίνοντας πίσω, τότε που ο ουρανός σκοτείνιασε, τότε που πλέον δεν φαίνονταν το σπιτικό και τ’ αφημένα όνειρα. Τότε που όλα ήταν σιωπηλά και μαύρα. Τότε, που και τα πουλιά βλέπανε τον πόνο και πετούσανε πιο ψηλά, πολύ πιο ψηλά, και πώς να στείλεις μήνυμα στην μάνα, στ’ αδέρφια, και σε μιαν αγάπη!
(Χρόνης Αηδονίδης.
Ο δάσκαλος της παράδοσης)
Μαύρο μου χελιδόνι από την αραπιά
άσπρο μου περιστέρι από τον τόπο μου
εσείς ψηλά πετάτε, για χαμηλώσετε
κι ανοίξτε τα φτερά σας και τα φτερούδια σας
να στείλω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή
στη μάνα μ’ και στ’ αδέρφια
και στην αγάπη μου.
Τότε, το 1906 μετά από χιλιάδες χρόνια παρουσίας των Ελλήνων στην Ρωμυλία, ορφάνεψε ο τόπος.
Ορφάνεψε απ’ τις Ελληνικές φωνές, απ’ τα τραγούδια και τα έθιμα, απ’ το παιχνίδι των μικρών παιδιών, απ’ τα φυτεμένα όνειρα στις αυλές τους, απ’ το άρωμά τους που αιώνες αφήνανε επάνω στα λουλούδια, στα δέντρα, στα λασπωμένα σοκκάκια, με τα λασπωμένα όνειρα μα πιο πολύ, μα πρώτα απ’ όλα, η ορφάνια φάνηκε όπως π΄ντοτε πρώτα στις μάνες.
Στην κάθε μάνα. Και πώς να μην κλάψεις για την κάθε μάνα, που η κάθε μάνα τότε, έμεινε ορφανή.
Μάνα ουρφανή
Πώς να μη κουάψ’ς ια νιά μάνα ουρφανή
που στουν αβρό τ’ς άφκιν χιλιάδις αναμνήεις,
τόσα ουδούδια κι χαρές, φ’λιά σ’ν ανατουλή
πώς απού τ’ μνήμ΄ τέτιουν πόνου να τουν σβήεις ;
Απού τραγδούσαν παλκάρια απ’ τα σαμπάλια
γάμους ’ντα ιένιταν κουντά στου μαχαουά τ’ς
κι αυτή, καμάρουνιν τα μούτσ΄κα τα πιδιά τ’ς
σαν έρθ’ η ώρα, πιθιρά ια να ιέν΄.
Πώς να μην κουάψ’ς που τ’ άφκιν νουρίς
όσα απ’ τα είνουρα δεν πρόλαβιν να ιάν΄
χουρίς πλια είνουρα, κι τα ουμούτια τ’ς χουρίς
απ’ προυτού να φύβγ΄, χίλις φουρές είχιν πιθάν΄.
Να σιαναουάξ΄ τόπου, μαχαουά κι σπιτικό
ποιος να ’ν γκαϊτιρεί όμους, ποιος γκιρμές κι ιούρτ΄
έχ΄ ν’ ακούσ’ χρόνια, νιά λέξ΄ απού του Θιό
πώς να μη κουάψ’ ς , ια νιά μάνα ουρφανή.
(Κυριάκος Κυτούδης)
Τα μικρά παιδιά, δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουνε στον τόπο τους, όπως δεν μεγαλώσανε και τα όνειρά τους.
Σ’ ένα βράδυ, φορτωθήκανε όλα σ’ ένα κάρο για έναν προορισμό άγνωστο. Σε κάποιες στάσεις μονάχα μουσκεμένα από την βροχή και τον πόνο, αγκάλιαζε το ένα το άλλο ψιθυρίζοντας:
«Αγουνιούμασταν να τρανέψουμι».
Αγουνιούμασταν να τρανέψουμι,
άτζιπα του θυμάσι;
κι γλήουρα μάλιστα να μη μας προυφτάσ’ ι χρόνους
κι τ’ς αβροί συνέχεια γιόμζαμι μι είνουρα
κι κάνας δε ζμπόριαξιν κανιάφρα,
του πώς είνι η πόνους.
Ίνγκαμι άστρα ια καμόσου κι πετάξαμι
ίνκαμι νταλκάδις κι θάλασσις τρανές,
καράβια ίνγκαμι κι τ’ ρότα μας σιαναουάξαμι
κι διαδρουμές χαράξαμι ιμείς άλλις.
Αγουνιούμασταν να φτάσουμι
ντιπ τα ψηουά τα κάστρα
στου μαχαουά ’που τ’ αστέρια να κάμουμι πιχνίδια
’ς άνοιξης τα χρώματα να ντύσουμι στα άσπρα
αγάπ’, χρώμα κι χαρά, να ουμοιάζ’ν ούλα ίδια.
Ίνκαμι αϊέρας ια λίγου κι αουάξαμι
καμόσα τραούδια απ’ τα πιδιά αϊγαπούν
ίνγκαμι ήλιους κι ουμούτια σιαναουάξαμι
μι λίγα λόια, απ’ στου Θιό σι πάν.
Διάσ’ καμι κι ουχαλίζοντας έφτασαμι τσιακ ιδά
κι δεν πειράζ’ απ’ κάγκαένας δε μας μίλσιν
ένιουσαμι τόσις φουρές πως η ζουή μας φίλσιν
κι αυτό μας φτάν’, ια να πούμι φχαριστώ.
(Κυριάκος Κυτούδης)
Κι οι μάνες, ήτανε αυτές που πάντοτε έκαναν κουράγιο. Παρ’ όλον τον χειμώνα αυτές, από ένα τίποτα στον ξεριζωμό για χάριν των παιδιών, για χάριν της νέας πατρίδας, από ένα τίποτα, φέρνανε την άνοιξη. «Απ’ ένα τίπουτα η άνοιξ’».
Ισείς τ‘ς άνοιξης πλιά μητέρις χηλιδόνις
απ’ κάθε χρόνου έριστι μι τα φτιρά του Μάρτ’
δεν ουαριάζ’τι βρουχή, του κρύου απ’ τ‘ς χιμώνις
ξέρ’τι η ήλιους πως δα βγει, κι η άνοιξ’ απ’ θα ‘ρθ’.
Παίρν’τι απ’ του τίπουτα κι φκιάν’τι τα πάντα
κινούργιο βιός κι σπιτικό μι ιελαστά μουρά
τα τσάκνα κι τα ιασιμιά τα υφαίν’τι νο γιρλάντα
κι χρίζ’τι του μπόζιαβου μι χρώμα κι χαρά.
Πείτι κι μένα, κι δώστι μι κουράϊου να βαδίσου
απ’ μ’ έδιωξαν οι άκαρδις ημέρις του χιμώνα
του κατ’, απ’ του τίπουτα να πάρου κι να χτίσου
στουν κόσμου νια όμουρφιν φουλιά κι ‘γω νο χηλιδόνα.
Δείξτι μι πώς τ’ν βρίσκ’τι τ’ν στράτα ια τουν ήλιου
κι απού του μπόζιαβου στου φως γινναία να ξεπρουβάου
χόρτασα κρύου στ’ ν ψυχή μ’ απ’ ‘ς ζουής τ’ ανήλιου
δείξτι μι πώς στα μάτια μ’, τ’ ν άνοιξ’ να βάου.
(Νατάσα Καλιακούδα)
Κι όμως ξέρανε οι μάνες τότε, πώς να βάζουνε την άνοιξη μπροστά στα μάτια τους, κι από ένα τίποτα την φτιάχνανε.
Αυτό το τίποτα όμως, ήτανε η αγάπη που είχανε στις καρδιές τους, στην αυλή τους, έστω και σε ένα μονάχα λουλούδι. Όπως πάντοτε οι μάνες έτσι και τότε, μέσα από το τραγούδι, φτιάχνανε την αγάπη.
Τριανταφυλλιά μου κόκκινη - κέρνα μας κέρνα μας
κι που να σι φυτέψου; -άιντι να κιρνάς να καλουπιρνάς
Να σι φυτέψου στου βουνό, φουβούμι μην παγώσεις,
να σι φυτέψου στου γιαλό φουβούμι μην σι κλέψουν.
Θα σι φυτέψου στην καρδιά κανείς να μην σι πάρει.
Τα παιδιά όμως, σαν παιδιά, δεν έπαψαν να ονειρεύονται, δεν έπαψαν να ελπίζουν. Με το παιχνίδι τους ανάμεσα στα χαλάσματα και τις γκρίζες σκηνές, κοιτούσανε ψηλά, ψάχνοντας για μια στάλα ουρανό. «Ια νια στάλα ουρταλίκ’».
Πως να καρτλαντίις, ούλα τ’ κόσμου τα στιρνά
ντα λ’θάρ’ του ιαίμα ιένιτι σ’ ανήλιου πιριβόλ’
δεν έχ’ ιδά του ιράνιου τραούδια κι ουαλιά,
ιδά ι πόνους ιένιτι, στα μάτια αγκυρουβόλ’.
Δεν εχ’ σπλάχνου ι μιράς, ιούς ια να καπλαντίις
δεν εχ’ σπλάχνου τ’ άδκου, απ’ ακγάθ’ αρματουμένου,
ια κείνου τ’ άσπουρου τσ’ μάνας του γιουρτάς’
απ’ μόνου μι ουαλιά μεριάζ’ αρματουμένου.
Ια νια στάλα ουρταλίκ’ μεριάζ’ ν’ οι αγγέλ’,
ια νια γεύσ’ απ’ του λιφκό, μι πράσινου βαθύ
κι είνι κουϊτή τ’ς η ντρασκλιά, όπους η μοίρα θελ’
ια στράτις απ’ ψηουές, κι αιώνια τ’ν αυγή.
(Ευάγγελος Γουργουλιάνης)
Όμως τα παιδιά, συνέχιζαν να έχουν όνειρα σκιαγμένα. Πολύς ο φόβος, πολύς ο πόνος και πολύ το άγνωστο.
Σε ποια πατρίδα άραγε και σε ποια γωνιά θα βάζανε τα όνειρά τους να τα ζεστάνουν, σε ποια καινούργια αυλή θα τα φυτεύανε και σε ποια καινούργια λασπωμένα σοκκάκια θα γίνονταν ένα με το χώμα, ένα με την καινούργια τους πατρίδα.
Στους δακρυσμένους φόβους τους, άκουγαν μια φωνή γεμάτη αγάπη κι ελπίδα να τους φωνάζει:
«Κόσιαξε ‘κείνα τα είνουρα».
Κόσιαξε ‘κείνα τα είνουρα απ’ σι σκιάζ’ν’
κι πιε τουν μύρου απ’ τ’ς μέρας τουν ανθό,
άφκι τα περγιάλια μέσα σ’ ν’ αυγάζ’ν’
στήσι καρτέρ’ σ’ν ιουρτή, ια ν’ άχ’ς πιγιμό.
Ντα η ήλιους, δα πλέξ’ μι φως πάλι τ’ν καρδιά σ’
θηριά δα φουβ’θούν’ ‘μπρός στου αιώνιου φέξ’μου,
του ιράνιου απ’ τ’ ουρταλίκ’ δα να ‘χ’ τ’ν μυρουδιά σ’
κι σ’ν στράτα τ’ς ζουής, δ’ ανθίσ’ του θ’κός του πλέξ’μου.
Η λέξ΄ άβυσσους σ’ν ής δε δα υπάρχ’
κι ι αϊγάπ’ πιχνίδια απ’ τι σένα δα χαλεύει,
πάρι τ΄ν άνοιξ’ στα χέρια σ’, πάνου σ’ν ράχ’
κόσιαξε ‘κείνα τα είνουρα, η αϊγάπ’ σ’ ουρμινεύει.
(Παναγιώτης Άγγελος)
Κανείς δεν ήθελε να ξεχάσει την πατρίδα που άφησαν πίσω, και πολύ περισσότερο τα παιδιά. Σε κάθε ευκαιρία, με οποιδήποτε παιχνίδι πλέον, ξαναθυμόντουσαν τα όσα ζήσανε, και τα λέγανε:
«Σιαμαρλαντίζουντας τ’ αστέρια».
Όυρα όυρα, πιαούσαμι σ’ν πατέκα
κι έβαναμι πιδικουλιές στ’ αστέρια
κι η ώρα, ’ντα πήγινιν πλια δέκα
θαρρού βίτσις οι κυράδις, ότ’ είχαν στα χέρια.
Τα πιρσότιρα, ντίπ τα πουά πιδιά
που οι πρέκνις θύμζαν τ’ νιότ΄
ιόμζιν χρώματα όμους κείνους ι μαχαουάς
μι ’ς ουαλιές τ’ Ιώργη, τ’ Θωμά, τ’ Παναϊώτ΄.
Σιαμαρλάτζαμι θαρρού τα πιριστέρια
άματ να πιτάσουμι να θέουαμι μαζί
να ξϊέρνουμι φουλιές απού τ’ αστέρια
κι να ’ς κτίσουμι πάλι απού τ’ν αρχή.
Έπιρναμι τσιακές να κόψουμι αϊέρα
μάουναμι χαμνά κι μι ’ς βουριάδις
κουϊτή, χάλιβαμι σ’ μέρα
στουν πάτου, φουκαούσαν τα είνουρα οι κυράδις.
(Κυριάκος Κυτούδης)
Είχανε μια στάλα γης, αλλά σ’ αυτήν την μικρή γη, στην μικρή αυλή, μάθανε να κάνουν μεγάλα όνειρα. Δίχως να ξεχνούνε τις χαρές και τις λύπες τους και περισσότερο, δεν ξεχνούσανε τον έρωτα, την αγάπη, και σ’ αυτήν την μικρή γη πολλές φορές, θυμόντουσαν κάποιες ιστορίες αγάπης και τις κάνανε τραγούδι, τις κάνανε χορό. Όπως:
Κάτω στη Ροϊδω… στη Ροϊδοπούλα
Τούρκος αγάπ’σι μια Ρωμιοπούλα,
μα η Ρωμιοπούλα δεν τον εθέλει
τον Τούρκο για ‘ντρα, δεν τον επαίρνει.
Μα όπου και να πηγαίνανε η γης έμοιαζε μικρή, πολύ μικρή. Ακόμη και στις γιορτές και τα πανηγύρια. Και ακόμη όταν τέλειωνε το γλέντι αυτοί, συνέχιζαν να τραγουδούν: «του παναϊρ ήταν πουλί και η τόπους ηταν λίγους».
Όσο και να κάνανε όνειρα όμως, όση ελπίδα και να μαζεύανε για τον νέο κόσμο, για την νέα τους πατρίδα, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα όσα ζήσανε, τα χιλιάδες μικρά και μεγάλα πράγματα, χαρές και λύπες, χορούς και τραγούδια, και πολλές φορές απλά καθημερινά πράγματα και τα θυμόντουσαν όλα,
σαν:
«Πρόσφουρου στα χείλια».
Αραθύμσα, κάτ’ σαμπαχλινές απού Κυριακές
πιδιά απού μαχαουάδις ’ντα σαλντίζουνταν
κι είχαν πρόσφουρου στα χείλια κι ιφκή
πώς να ένιταν, Θέ μ’ να ’ταν ιχτέ.
Να ιδού πάλι τ’ αστουχμένου του φιγγάρ΄
ικείνου νό πιδιά απ’ έκαμναμι ιφκές
στα κιραμίδια απ’ τα μικρά χαμόσπ’τα
πώς να ιένιταν, πάλι νια τέτοια χάρ΄.
Να ’χα κι πάλι στου χέρι μ’ βραχιόνα
ικείνου του σ΄κνούδ΄, άντα έριταν ι Μάρτς
απου έρουνταν τα χρώματα απού ταξίδ΄ μι κουϊτή
μούτσ΄κοι, τρανοί τότι, χαρά απου έκαμναμι ούλ΄.
Κατάντα ιουρτή φκιάσι ’ν κάθι μέρα
κι ας καϊτιρεί ι κάθι ένας κι ένα δώρου
άχ πώς αραθύμσα, Θέ μ’ κάτ’ βραδές
μέσα αϊγάπ΄, ζιστασιά, κι όξου αϊέρα.
(Ευάγγελος Γουργουλιάνης)
Οι μεγάλοι, συχνά έχαναν το κουράγιο τους. Όσο και να ήθελαν πολλές φορές λύγιζαν. Λύγιζαν μπροστά στο άγνωστο, μπροστά στον πόνο, μπροστά στην απόγνωση, στην πείνα και τις αρρώστιες και το μόνο που τους έδινε κουράγιο, ήτανε…… «Των κούτσκων του σαλαβάτ’».
Χαλεύν’ τα είνουρα στα λιόδιντρα μπρουστά
τάμα να ιέν’ η ουαλιά απάν’ στου ιράνιου,
να πάρ’ ν’ χρώμα τ’ άστρα, τ’ς άνοιξης πουρνά
κι ιλεύτιρ’ οι ανθρώπ’ να βρουν απάγκιου.
Χουράτιβαν οι ανέμ’ όϋρα απ’ τ’ ακρουγιάλ’
χάλιψαν απ’ τα κύματα να πλάσ’ν αργαλειό,
γνέμα να πάρ’ η θάουασσα να ντύσ’ κι του φιγγάρ’
φέξ’μου να ‘χν’ οι καρδιές κι ουρταλίκ’ ια υρισμό.
Τάϊσιν η ήλιους τ’ς ανθούς μέσα σι μεϊντάν’
κι ίιδιν τα καρτάλια μι ιασίμ’, απ’ του θιού του μάτ’ ,
απάν’ σ’ ολόλιφκα μπαϊρια, κι έχ’ η ματιά αγνάντ’
άϊου τ’ ουμούτ’, απ’ των κούτσ’κων του σαλαβάτ’.
(Παναγιώτης Άγγελος)
Κι όταν, κι όταν κάποιες στιγμές ένιωθαν κάποια χαρά, ένιωθαν πως δεν το αξίζουν απένατι στο άγνωστο και τον πόνο που τους περίμενε. Ήθελαν να την μοιραστούνε και πολλές φορές μονολογούσανε: «Είνι αβάσταχτ’ η ιουρτή».
Έχου ιουρτή κάθι προυί κι πώς να τ’ν βαστάξου
τα μέσα μ’ απ’ ξιχείλ’σαν, πού να βγου να ουαλιάξου,
χαλεύου ν’ανέβου σ’ς κουρφές στα σύννιφα απ’ τουν κόσμου
κι σ’ς φουλιές απ’ τ’ς αητούς, κι ικειά να βάνου γκυόσμου.
Χαλεύου να κλέψου απ’ τ’ ουρταλίκ’ νιρό ια να ξιπλύνου
τ’ν πίκρα απού τα δάκρ’α κι του σικλέτ’ ικείνου,
απ’ κάμν’ τ’ς α’θρώπ’ να ιερνούν, χαλεύου να τ’ς αδουκίσου
κι να τ’ς που ικειά η ζουή, μην μέν’τι πλιά ξουπίσου.
Δώστι μι τίλιου, ιασίμ’ κι φρέσκου χαμουμήλ΄
να τα χαρίσω στα πιδιά μ’ ένα λιφκό μαντήλ΄,
κι ιτσά ανθουστιφάνουτα ν’ αρχίσ’νι τουν χουρό
να’ χ’ν του ιέλιου ασπίδα τ’ς, κι δυνατό φρουρό.
Όλου τ’ κόσμου τα καουά, σας δώσου κι να σιάξου
να σας ζιστάνω τ’ς καρδιές, ντέρτια σας να κουσιάξου,
να ιάνου τ’ς θ’κές σας τ’ς πληιές, να φύβγ’ κι ‘μένα η πόνους
γιατί είν’ αβάσταχτ’ η ιουρτή.. ντα την έχ’ς μόνους.
(Νατάσα Καλιακούδα)
Ναι, είναι αβάσταχτη η γιορτή, η χαρά όταν την έχεις μόνος, και δεν έπρεπε κανείς να μείνει μόνος του. Δεν έπρεπε να ξεχάσουν με τίποτα άλλωστε, είναι και τα μικρά παιδιά που έπρεπε να ξεχαστούνε, να δούνε ότι η ζωή τους δεν είναι μόνο πόνος, αλλά και χαρά. Κι αφού ήτανε αβάσταχτη η χαρά να την έχει ο μόνος, μαζεύονταν πολλοί, πάρα πολλοί, και δίνανε στα μικρά παιδιά το παράδειγμα της ελπίδας. Πολλές φορές, έφτανε έστω κι ένα τραγούδι, μια ακόμη ιστορία.
Σ’ όσα κάστρα κι αν επήγα, κι όσα γύρισα
σαν της χήρας τ’ θυγατέρα καλέ, δεν απάντησα,
κάθε Κυριακή ν’ αλλάζει, να στολίζεται
και στο παραθύρ’ να γβαίνει καλέ, να γυαλίζεται…..
Είμαι σίγουρος, ότι δεν είχανε μόνο πόνο και θλίψη. Είχανε και χαρές στα χρόνια που αυτός ο Ελληνισμός, ήτανε στα χώμτα της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Όπως είμαι σιγουρος, ότι θα μαεύονταν στην πλατείου του χωριού και θα παίζανε μουσική, θέατρο, θα κάνανε αυτοσχέδιες παραστάσεις.
Ποτέ οι Έλληνες στην ιστορία των αιώνων δεν έπαψαν να δημιουργούν. Αυτό έκαναν και στην Ανατολική Ρωμυλία. Πολλές φορές, φαντάζομαι από το χιούμορ που τους διακρίνει θα αυτοσχεδιάζανε στο αγαπημένο των Ελλήνων, την σάτυρα. Όπως επί παραδείγματι, θα παραφράζανε στο ιδίωμά τους, τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα.
Ι Ιρουτόκριτους κι η Αριτούσα
Τ’ άκσις Αριτούσα μ’ τα θλιβιρά μαντάτα
μι κόσιαξι η πατέραϊζ ‘ς ξινιτιάς τ’ν στράτα
κι πώς να σ’ απουχουριστού, κι πώς να απουκάμου
απ’ χάλιβα σ’ ένα φιγγάρ’ να έρθουμι σι γάμου.
Κι ισύ τζιάναμ’ τι χάλιβις απ’ κάτ΄στου παραθύρι μ’
αφού του ξιέρ’ς είναι χαμνός στου είπα ια τουν κύρι μ’
κι σι πα κρύψ’ ια λίγου ουπίσ’ απ’ του μιϊντάν
α ρι Ιρουτόκριτι ουμοιάιζ’ νο του χαιβάν’.
Το λόια σ’ Αριτούσαμ’ μι κάμ’ν’ κι αντηριέμι
καμόσα ακόμα να μη πεις, κι δα σι καταριέμι,
έχου να φάου απ’ τα ιψέ, κι έρουντι σαμπάλια
τα λόια σ’ Αριτούσαμ’ μι κάμ’ν΄κι είμι χάλια.
Κοιτάχ’κις Ιρουτόκριτι κανιάφρα σι καθρέφτ’
τι να σι κάμου ίτσιά νηστ’κό, του παντιλόν σι πέφτ’
ιγώ μι νια, κι κουπιλιά, κι θέου νιο λιβέντι
να τρώει δυο αρνιά σ’ν καθισιά, κι να πιν’ αψέντι.
Ιέουα Αριτούσα μ’ κι κάμνι αυτήν την χάρ’
να σ’ πάρου σ’ν αγκαλιά μου κάτ’ απ’ του φιγγάρ’
κι όσου να ψάχν’ η πάτέραϊζ κανάφρα δε δα μας βρει
οι δυό μας θα κυλιούμαστι ανάμ’σα απ τ’ς αβροί.
Εικιά Ιρουτ όκριτι άμα θέλ’ς να κ’λιέσι μαναχόϊζ
η έρουτας απ’ ουραντίϊζ, μαναχά είναι θ’κόϊζ,
ιγώ τα νιάτα μ’ τα κρατού ια ταύτουν που ένα βράδ’
όϋρα δα να ‘ρθ’ απ’ τουν μπαχτσιά κι δα μι δόκ’ του χάδ’.
Ιέουα Αριτούσα μ’ μην έρθ’ η πατέραϊζ πάλι
κι μι κουσιάξ’ κι απεδουνά μι φτάν’ αυτό του χάλι
κι που να πάου ιτσιά νηστ’κός, χουρίς τυρί κι ιαούρτια
κι νο τουν ζιάμπακα να κρύβουμι πάλι στα ιούρτια.
Τι να σι που Ιρουτόκριτι, στου μυαό μ’ διαέρνου
αν θέου να μιστι μαζί, μι σένανι τουν έρμου,
έχου ουμούτια τριφιρά κι στ’ είνουρου μ’ μαώνου
κόμα κι κείθι γκιζιρνάς κι είνουρου δεν σώνου.
Κι ιγώ Αριτούσα μ’ ξύπνησα κι πάλι τα σαμπάλια
πάλι στουν ύπνου μ’ έβλιπα, πάλι μαύρα καρτάλια,
σκόθ’κα να πάου στου μαντρί στα πρόουατα απ’ αυγάτ’ζαν
σκιαγμένους όπους ήμαν, μι δάκρ’α μι ουράτ’ζαν.
Μην κλιές Ιρουτόκριτι κι κάμν’ς κανιά σασκ’νιά
κι τι χαλεύν στα χέριας πέμι, τα πουά τα σκ’νιά,
ίσι καουός, μα δεν μπουρού να κάμου του κουρμπάν’
δα καϊτιρού ιτσιά μαναχιά μ’, κόμα ένα ζαμάν’.
Ιατί βρε Αριτούσα μ’ μι κάμν’ς να πάου στα ξένα
ιατί να μην μπουρού κι ιγώ να είμι μι τι σένα,
ιγώ σ’ αγάπ’σα πιο πουλύ κι απ’ του φιγγάρ’ ακόμα
κι τώρα σ’ν Ανατουλή, δα μι φάει του χώμα.
Φεύγα Ιρουτόκριτι, φεύγα σι λιέου τρέχα
έριτι η πατέραζ μ’ όϋρα απ’ τ’ν αστρέχα,
κρύψ’ ικειά ουπίσ’, στ ου ιούρτ’ κι σ’ν βατσινιά
κι ια τι σένα ιγώ δα δεις, δα κάμου προυξινιά.
(Κυριάκος Κυτούδης)
Όμως, δεν έμεναν μόνον στο χορό και το τραγούδι, όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και οι πρόγονοί μας δεν ψάχνανε μόνον τα όσα η καθημερινότητα προσφέρει. Τροφή, νερό, όνειρα, ελπίδα, έρωτα και αγάπη. Συχνά κοιτούσανε ψηλά, πολύ ψηλά.
«Χαλεύουντας του φως».
Ανάμ’σα σι ρουδαμούς χάλιψα, σι ξιβαμένα χέρια
σι ξόβιργις αντάμα μι τ’ φιγγαριού του χώμα,
έναν Απρίλ’ μουουτό, νια άνοιξ’ ψηουά στ’ άστρα
νο αϊεράκ’ τ’ Αργέντ’, νο πάλι αρχής του δώμα.
Ανάμ’σα στου ιράνιου τ’ ουρταλίκ’, σι χάδ’ προυινό
κυράδις απ’ έχνι ούριαξα στουν κόρφου τ’ς ηλιαχτίδα
τα είνουρα, κι ικείνα τα π’λιά απ’ ανήκνι στουν αφρό
να ιδώ αγάπ’ σ’ καρδιές, απ’ αυγάζ’ τ’ν ηλπίδα.
Κι άμα ύρσα τ’ ής κι τα ιράνια κύματα
κι άμα, ‘ς πιδιών τ’ν ντρουζίνα αστόησα τα νιουθριμένα
κείνου του φέξ’μου απ’ χάλιψα, δε βρήκα σι ντρασκλιές μ’
ιατί κόμα δεν χάλιψα ιφκί, του φέξ’μου σι μένα.
(Ευάγγελος Γουργουλιάνης)
Χαλεύουντας του φως, του φέξ’ μου. Κάθε φορά κοιτώντας τ’ άστρα, έβλεπαν ζωγραφισμένη την ελπίδα. Και την ελπίδα είχανε μάθει πια να την μοιράζονται και να κάνουν τα μικρά παιδιά να χαμογελούν, αφού λέγανε ιστορίες αγάπης και έρωτα. Και φυσικά για να μην δούνε τα παιδιά ότι ήτανε έτοιμοι να δακρύσουνε, στήνανε και πάλι τον χορό, με ιστορίες από την καθημερινότητα μόνο και μόνο, για να κρύψουν τον πόνο τους απ’ τις αναμνήσεις.
Βαριά μι κατηγόρισες – απ’ του παπά του σπίτι
μι είπαν καντήλα τσάκισαν – μι είπαν φλουριά τους πήρα,
μηδέ καντήλα τσάκισα – μηδέ καντίλα πήρα
παπαδοπούλα σταύρωνα – που ‘ρχόταν απ’ τ’ αμπέλι…………….
Πόσες φορές ακόμη και σήμερα, ακόμη δεν μάθαμε πως ζωή, δεν είναι όταν ανασαίνεις αλλά πως ζεις μονάχα, για κάθε φορά που σου κόβεται η ανάσα. Πόσες φορές ακόμη και σήμερα δεν αφήνουμε τα όνειρα να φύγουν, απλά γιατί δεν τα πιστεύουμε ή γιατί κουραστήκαμε να περιμένουμε. Πόσες φορές ακόμη και σήμερα όπως και οι πρόγονοί μας, δεν πιάσαμε κρυφά τον εαυτό μας να είμαστε με….. «Ουλιά χουρίς ουμούτ’».
Είνι η ουαλιά μ’, ουαλιά χουρίς ουμούτ΄
του ουρταλίκ΄ λιές κι έκρυψιν του ιράνιου
λιές κι πατλάτσιν απ’ του φιγγάρ΄ του χρώμα
κι ιγώ απαντού, να μην χαθεί του χώμα.
Άφκα τόσις φουρές τα είνουρα να φύβν΄
άφκα τόσις ιφκές να πάρ΄ κι του φιγγάρ΄
κι αστόϊσα που είνι αλήθεια η στιγμή
κείν΄ απ’ ζαμάν΄ ουμοιάζ΄ κι λέιτι ζουή.
Ιάινιν ι πόνους στου φέξ’μου απ’ τουν Ταχνό
κι γκιζιαρίζου ανάμισα απ’ τ’ αστέρια
μπαΐλτσα στου μπόζιαβου κι στου νικρό του χρόνου
κι είπα στ’ άσπρα δα ντθού, κι στα ιράνια μόνου.
Έχ’ν ζέφκι τώρα πλια ’κεί ψηουά τ’ αστέρια
φλάγ’ν σκουπιά κι τραγδούν σ’ ιφκές
χαλεύ’ν κι άουα, φκά τ’ς πιριστέρια
κι ας έν΄ ι πόνους, είνουρου απ’ του ιχτές.
(Κυριάκος Κυτούδης)
ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ
Ουαλιά χουρίς ουμούτ’. Φωνή χωρίς ελπίδα. Άλλοτε είχανε πανηγύρι, κι άλλοτε η μια στάλα γης, γίνονταν λίμνη απ’ τα δάκρυα. Πολύς ο πόνος κι ο καθένας, κοιτούσε άλλοτε την γης, κι άλλοτε τον ουρανό.
Κάθε λαός, κάθε κυνηγημένος λαός, τις μνημοσύνες του τις κάνει μοιρολόγια. Τον καημό δάκρυ, και τα όνειρά του ξεραμένες πια δυοσμαρίνες. Όπως ξεραμένες ήτανε πλέον κι οι αυλές στα χαμόσπιτα, όπως ξεραμένα ήτανε και τα λόγια στην διαδρομή από τα μικρά παιδιά. Και με το λίγο σάλιο που τους απέμενε, έλεγαν:
Πού πάμι μάνα;
Που πάμι μάνα;
Κλιέν τα ουδούδια στον αβρό μας
τα χιλιδόνια γκρέμ’σαν τ'ς φουλιές,
σι πια στράτα δα βρούμι του είνορό μας
τα μάτια μάνα μ', γιόμ’σαν μι πληιές.
Πέμι η στράτα άμα έχ' ουμούτια
πέμι στου τέλους πως δα ουμιάζ’ν ούλα ίδια,
δεν γλιέπου μάνα στου σκουτάδ' γουγούτια
δεν γλιέπου, στου κάρου τα πιχνίδια μ'.
Δα που τουν θιό να μας κάμν' νια χάρ'
δεν γλιέπου μάνα μ' σ’ν ντρασκλιά μας ήλιου,
κι αν ουραντίζου, δεν γλιέπου του φιγγάρ’
δεν πρόλαβις να κόψ', κι απ' τουν αβρό μας τίλιου.
Που πάμι μάνα; Που πάμι μάνα;
(Κυριάκος Κυτούδης)
Κι η μάνα…. Τι να πει μια μάνα; Τι απάντηση να δώσει στο παιδί που κάθε βράδι, μα κάθε βράδι, έβλεπε στον ύπνο της μαύρα πουλιά.....
«έβλεπε στον ύπνο της Καρτάλια».
Κανένας ήλιος κι φιγγάρ’ δεν μας μίλ’σιν
ότι δα έρουνταν στουν ύπνους μας καρτάλια,
ότι δα έπιρναν τα ουμούτια μας σαμπάλια
κι η θιός, κανιάφρα δεν μας φίλ’σιν.
Κανένα αστέρ’ δυο λόια δεν μας τάϊσιν
ότι δα έπιρναν τα θ’κά μας τα ουμούτια,
δεν ήρθαν κι στουν ύπνου μας γουγούτια
κι η θιός, απάνου μας δεν βάισιν.
Κι ήταν κατάντα του Αη Ιώργη η ιουρτή
χαμνά θαρρού βαρούσαν οι καμπάνις,
τα κούτ’σκα έκλιγαν, κι δάκρ’ζαν οι μάνις
κι χάλιβαμι ούλ’ , σ’ν ικλησιά κουιτή.
(Κυριάκος Κυτούδης)
Ήτανε τότε, που το μόνο που ήτανε ζωντανό ήταν η ησυχία. Ήτανε τότε, που ο μόνος θόρυβος ήτανε από τα δάκρυα. Ήτανε τότε, που...
«κανένας δεν ζμπόριαξιν».
Ιατί κανένας δεν ζμπουριάζ’
κι μαναχόζ’ μ’ θα είρου,
ιατί του δάκρ’ σας δεν μιριάζ’
κι ουμιάζ’, νο τουν μύρου.
Ιατί τα π’λιά δεν τραουδούν
κι του φιγγάρ’ κρυμένου,
ιατί τα μάτια σας πουνούν
κι τ’ ουρταλίκ’ θλιμμένου.
Έχαστι τουν τόπου σας
κι πως ν’ αουάξ’τι στράτα
έχαστι τα είνουρα
κι χίλια, ίγκιτι κουμμάτια,
κι φαίνιτι η ξινιτιά
στα δακρυσμένα μάτια.
Ιατί κανένας δεν ζμπουριάζ’
κι μαναχόζ’ μ’ του λιέου,
κι όμους μαζί σας κλιαίου.
(Κυριάκος Κυτούδης)
Πραγματικά υπήρχανε στιγμές που τότε, κανένας δεν ζμπόριαζιν. Αλλά η προσδοκία ποτέ δεν σταμάτησε. Όπως τότε, έτσι και σήμερα όλοι μας κάτι ευχόμαστε, και μόνον η απόλυτη πίστη είναι αυτή που μπορεί να την κάνει πραγματικότητα. Πολλές φορές, η ευχή των προγόνων μας ήτανε και πάλι η χαρά και η ελπίδα, και πάλι το γέλιο και τα όμορφα όνειρα, ο χορός και τα τραγούδια, το γέλιο και πάλι των μικρών παιδιών. Πολλές φορές χαμογελαστοί κι ευχαριστημένοι έλεγαν: Είδες, έγινε πραγματικότητα, είδες, κι «Έφκιασαμι μαναχά νια ιφκή».
Έφκιασαμι μαναχά νιά ιφκή,
κι βρήκαν φουλιά τα χιλιδόνια
βρήκαν οι ρίζις νιρό να δρουσιστούν
βρήκαν ήλιου τα ουδούδια ν’ ανασάν’
κι δε φουβήθκαν’, οι αητοί να μη πιθάν’ν.
Έφκιασαμι μαναχά νιά ιφκή,
κι πήραμι φιλιά απού τ’ αηδόνια
πήραν τ’ άστρα απού του Θιό ιράνιου
πήραν του φέξ’μου πού του φιγγάρ΄ να έχν΄ φάρου
κι δε φουβήθκαν΄, κι οι ανθρώπ’ του Χάρου.
Έφκιασαμι μαναχά νιά ιφκή,
κι είιδαν τα πιδιά καμόσ΄αϊγάπ΄
είιδαν οι καρδιές τ’ Θιού τ’ν άκρα
είιδαν του κέντμα, κι ’ς ζουής του νήμα
κι ιλεύτιρ΄οι ανθρώπ’, ίνγκαν βήμα βήμα.
Έφκιασαμι μαναχά νιά ιφκή,
κι ίνγκαμι ιλεύτιρ΄,
είμισ΄τι, τόσ΄πουλλοί …
Ας κάμουμι κι ντ’ δεύτερ΄.
(Κυριάκος Κυτούδης)
Πολλές φορές όμως στην διαδρομή τους για την ελπίδα, πεινάσανε, διψάσανε, πονέσανε. Πέρασαν νύχτες και νύχτες δακρυσμένοι. Νύχτες και νύχτες με υγρά τα όνειρα, όπως νύχτες και νύχτες σε απόγνωση.
Τα μάτια τους, όπως και τα όνειρα και τις ελπίδες τους τα έβλεπες να είναι: «Καπλαντίζουντας ‘ς ιφκές».
Πού να βρούμι καμόσου νιρό,
έναν τσιουσμέ, ένα πηγάδ΄, νια ανάβρα,
να ξιπλύνουμι τα χαμνά είνουρα
να λιμουριάσουμι ό,τ΄ κακό,
άφκιν του μπόζιαβου απού τ’ν έννα.
Σιαναουάζουμι χρώμα,
χρίζουμι πλια τα είνουρα μας, μι κόμα άσπρου
κόμα λιφκό,
νό απού μύρου βγαλμένου απ’ άουν ασμά
κι μπουγατσούδα απού πρόσφουρου
απού έναν πιδίτκουν ντουβά.
Ια ζντράνια,
δανά ’χουμι λίγου χρώμα απού ιασίμ
κι άρουμα απού άγρα τούρτα
κι του δάκρ’ μας,
δα του καπλαντίσουμι σι λαΐν΄ απού ιφκές
ια, αντά απουμείνουμι πάλι απού νιρό
να ’χουμι αγίασμα ιατί κανιάφρα,
δα χαλέβουμι πάλι
έναν τσιουσμέ,
ένα πηγάδ΄,
νια ανάβρα.
(Κυριάκος Κυτούδης)
Φρόντισαν να έχουνε πάντοτε μαζί τους αγίασμα. Απ’ τον άγιο τόπο τους, απ’ τ’ άγια χώματα κι απ’ τις μυρουδιές απ’ τα ιούρτια, απ’ τα μεϊντάνια, απ’ τους αβρούς.
Κι αυτό το αγίασμα μαζί με τις μνήμες, τα σκορπούσανε κάθε φορά που υπήρχε τραγούδι και χορός και τις περισσότερες φορές, έφταναν δυο όργανα μόνον για να ξαναφέρουν και πάλι την χαρά, και πάλι την ελπίδα. Ότι και να περάσανε οι πρόγονοί μας, ότι και να περνάμε όλοι μας καθημερινά, δεν φτάνει. Δεν φτάνει ποτέ αν δεν αναρωτιόμαστε αν είμαστε καλοί άνθρωποι, αν κάνουμε το σωστό, αν πληγώνουμε τον συνάνθρωπό μας γιατί στην ζωή, δεν ήρθαμε να κάνουμε αυτό που μας αρέσει, αλλά να αρέσει αυτό που κάνουμε. Δηλαδή, να περνάμε την μέρα μας: «Συλλουίζουντας».
Είνι πουά που απόμ’ναν, ια να συλλουϊστούμι…
Πότε του δάκρ΄ μας αϊγάπ’σι νια πέτρα
να τ’ν προυφτάσουμι προτού να ιέν΄ βία
και πότι χάρσαμι τα βέλ΄ κι τ’ν φαρέτρα
αφού αστόϊσαμι τ’ς έχθρας την αιτία.
Πότε τα ιέλια μας αγκάλιασαν τουν ήλιου
κι αυτός να τα σκουρπίσ’ νο δρουσουσταλίδις,
πότε άφκαμι τα ουμούτια μας κειμήλιου
να τ΄ άχν΄ τα ιγκόνια μας πιρίφανις λιαχτίδις.
Μα πότε χάρ’σαμι αϊγάπ΄ μι δίχους όρους
αφού αϊγάπ’σαμι πρώτα τ’ς εαυτούς μας,
κανιάφρα Θε μ΄ δεν κράτ΄σαμι του δώρου σ΄
΄φου πάντα βάναμι, μπρουστά τ’ς ιγουισμούς μας.
Κι πότε θέλ’σαμι ν’ αουάξουμι τουν κόσμου
αουάζουντας του μέσα μας αληθινά ια πάντα,
σι ποιο ιούρτ φιτέψαμι, σι ποια ψυχή ‘μεις δυόσμου
κι πότι λιάσκαμι μι είνουρα, σ’ ανθρώπινην βιράντα.
Είνι κόμα, πουά που απόμ’ναν, ια να συλλουϊστούμι.
(Νατάσα Καλιακούδα)
Αφού στην διαδρομή έχασαν πια τις αυλές τους, τους κήπους με τις τριανταφυλλιές, τον δυόσμο και το γιασεμί, φρόντισαν να κάνουν ο κάθενας τον δικό του κήπο, και τον κάνανε στην καρδιά τους, όπου δεν θα μπορούσε πλέον κανείς να τον ξεριζώσει κι εκεί, έσπειραν αγάπη και χαμομήλι για τα παιδιά. Κι όταν κάτι άσχημο πλησίαζε έλεγαν:
«Να μη πατείτι αυτουνά του μπαχτσιά».
Να μη πατείτι αυτουνά του μπαχτσιά, ικειιά,
έχου σ΄πείρ΄ τα είνουρα μ’, κι καϊτιρού να φυτρώσ’ν.
Να ιέν’ν χαμουμήλ΄,
ια να ζισταίν΄ ’ς καρδιές απ’ ’ς ανθρώπ΄.
Να ιέν’ν μιργκίζια
κι μιτρούντας τα είνουρα τ’ς,
να φκιάν’ν ’ς νύχτιϊτζ κόμα λιφκές.
Να ιέν’ν γιασιμί, ια να χριστούν μι ’ς άνοιξης τ’ αρώματα.
Να ιέν’ν ιράν΄ νταλγκάδις, κι να ’ς ταξιδέψ’ν μακρά.
Να ιέν’ν κυπαρίσσια, ν’ ανέβ’ν ψηουά κι να ιδούν,
πόσου όμουρφιν φαίνιτι η ής, απέκειν ψηουά .
Να ιέν’ν κιρασιές,
ια να ξιπουστάσ’ν στουν ίσκιου τ’ς οι πουσταμένις καρδιές.
Να ιέν’ν άστρα, να πάρ΄ ι καθένας απού ένα,
κι ας ταξιδέψ΄, σι όποιου ιράνιου αραθμά.
Να ιέν’ν παραμύθια,
ια να τρανέψ’ν τα πιδιά σι έναν καλύτιρου κόσμου.
Να ιέν’ν γουγούτια,
ια να φέρν’ σ’ καρδιές μας κι στουν κόσμου ειρήν΄.
Να μη πατείτι αυτουνά του μπαχτσιά, ικειιά,
έχου σπείρ΄ τα είνουρα μ’…
κι κόμα κόμα, σπέρνου.
(Κυριάκος Κυτούδης)
Πολλές φορές στην διαδρομή τους πιενασμένοι και διψασμένοι κοιτούσανε τ’ άστρα, μήπως και βρούνε κάποιο που να ‘χει κάτι να τους πει, να τους δείξει τον δρόμο, πολλές φορές για το μέλλον, και πολλές φορές από νοσταλγία για την επιστροφή. Όλα είχανε πια γραφτεί πάνω στ’ άστρα, τα όνειρά τους, οι ελπίδες τους και όλα μοιάζανε, σαν... «Κέντμα».
Πάλι τα είνουρά μας, έστ΄σαν πάλι καρτέρ΄
πάλι μι ξόβιργις βγήκαν΄ σ’ στράτις
ια νιάφρα κόμα, να σιαναουάξουμι ’ς νόμ΄
αυτοί που λιέν΄ τ’ άστρα, πως πιθαίν’ν στου νυχτέρ΄.
Πάλι τα ουμούτια πιάσ΄καν, απ’ του ουράνιου παρτέρ΄
κι άφκαν σ΄μάδια σι ουράνιους διαδρόμ΄
έντ΄σαν ’ς αέρηδις κι πάλι ταχυδρόμ΄
όμους ξέϊραν πάλι, ’ντα είϊδαν πιφταστέρ΄.
Πώς να κρατήξ’ς γαλανό, τ’ όνειρου σ’ σκουτίδα
πώς να πιράεις αρμαθιά, σι γνέμα τόσα αστέρια
κι πώς να κάμ’ς κέντμα, να ’χει ι ουρανός ταβάν΄.
Πώς να μάεις ιασιμιά, σ’ν άνοιξ΄ του βράδ΄
πώς να ψαρεύ’ς ουρανοί, μι γκόλιαβα τα χέρια
πού να βρείς ήσυχ΄ βραδιά, να πάς ια πυρουφάν΄.
(Κυριάκος Κυτούδης)
Πράγματι, πώς να ψαρεύ’ς ουρανοί μι γκόλιαβα τα χέρια! Πολλές φορές ήταν γυμνά τα χέρια τους, όπως γυμνή ήτανε και η ψυχή τους. Όμως δεν χάσανε ποτέ την ελπίδα. Ποτέ το όνειρο για καλύτερες μέρες. Ποτέ δεν σταματήσανε να κοιτάνε τ’ άστρα. Και πάντοτε ψάχνανε αυτό το κάτι για να κάνουνε τις ώρες τους καλύτερες. Άλλοι σε πρόσφορο, άλλοι σε κουρμπάνι, άλλοι σε χαρά και τραγούδι και άλλοι, ανάμεσα στις έμουρφες, κι είχε τέτοια ομορφιά ο έρωτας τότε, που έφτανε μονάχα, έστω κι ένα φιλί, έστω, «στου μάτι κι στου φρύδι».
Μι στρούμουξαν οι έμουρφις, στην άκρη του ντουβάρι
μ’ είπαν καντήλα τσάκισαν, μ’ είπαν φλουριά τους πήρα,
ουδέ καντήλα τσάκισα, ουδέ φλουριά τους πήρα
τη Δέσπω μόνο φίλησα, στου μάτι κι στου φρύδι………
Με τον χορό και το τραγούδι, προσπάθησαν να γίνει ανάμνηση ο πόνος για τα μικρά παιδιά, ανάμεσα στην πείνα και το παιχνίδι, στα δακρυσμένα και κρύα μάτια. Γιατί όπως όλα τα παιδιά του κόσμου έτσι κι αυτά τότε, κοιτούσανε το φεγγάρι κάνοντας κάποια ευχή. Να ξαναέχουνε και πάλι το σπίτι τους, την αυλή τους, το ανέμελο παιχνίδι τους. Τότε, ήτανε τότε που έσβηναν τ’ άστρα, ήτανε τότε που δάκρυζε και το φεγγάρι ακόμα. «Η μπαλάντα ια του φιγγάρ’».
Μη κλιαίς, ουμοιάζ΄ του δάκρυ σ’ μι μύρου
κι νό σταγόνα απού νια όμουρφ΄ βρουχή,
άμα θέλ’ς, καϊτέρια να κάμου έναν ύρου
βγέ όξου στουν αβρό κι δα μι ιδείς.
Μη κλιαίς, ουμοιάζ΄ του δάκρυ σ’ μι ιόμα
κι νό σταγόνα απού πόλεμου ουργής,
άμα θέλ’ς, καϊτέρια ιατί έχουμι θέμα
βγέ όξου στουν αβρό κι δα μι ιδείς.
Τι φιγγάρ΄ δανά ’μι ιγώ, ένα ψεύκου φιγγάρ΄
στα πιδιά άμα δεν μπουρού, δεν μπουρού να κάμου χάρ΄
ε, δα σιαναουάξου ουρανό, σ’ άου μαχαουά δα πάου
μα όπ’ κι να βριθού, ούλου δα σι αϊγαπάου.
Τώρα οι δυό μας στουν αβρό, έουα πέ μι τα είνουρα σ’
κι δα απουμείνου ώς σαμπάλια, κράτα μι κι σ’ν αγκαλιά σ’
κι δα κάμου ό,τι θέλ’ς, χάλιψι όποια θέλ’ς χάρ΄
τι φιγγάρ΄ δανά ’μι αλλιώς, ένα ψεύκου φιγγάρ΄.
(Κυριάκος Κυτούδης)
Ο κόσμος μας θα γίνει καλύτερος, ο κόσμος μας θ’ αλλάξει μόνον, όταν φροντίσουμε ο καθένας μας ν’ αλλάξει πρώτα τον εαυτό του. Και θ’ αλλάξουμε τον εαυτό μας, όταν μάθουμε να μην κάνουμε πλέον γκρίζα όνειρα, αλλά να μάθουμε στην ζωή μας κάποτε να βάζουμε: «Καμόσου χρώμα στα είνουρά μας».
Καμόσου χρώμα στα είνουρά μας να δώσ’τι, μην αστουχίστι
να τα σκιπάζ’τι μι ζιστασιά κι μι ιράνιου απ’ ουρταλίκ’,
να ιέν’ν΄στ’ άστρα κιρασιές κι ιασιμί στουν ήλιου
μαργαρίτις σ’ νταλκάδις κι λιμουνιές απ’ τουν αφρό.
Να ιέν’ν άνοιξ’ απάν’ στ’ς ής τουν κόρφου
σ’μάδ’ σ’ καρδιές να ταξιδεύ’ ι νους,
γουγούτια να ιέν’ν΄ τα είνουρα κι να φέρν’ν΄ ιφκές
κι να ιέχν’ν΄τα κούτσκα, ια ιούρτια τ’ς ρουδαμούς.
Καμόσου χρώμα στα είνουρά μας να δώστι, μην αστουχίστι
ια να μιτρούν΄οι ανέμ΄γλυκές τ’ς μυρουδιές,
να ιένουντι οι νύχτις μας. κόμα - κόμα λιφκές
κι να ’χν΄ ίσκιου οι καρδιές, χαρά να ξιπουστασ’ν΄.
Καμόσου χρώμα στα είνουρά μας ια να ιέν’ν΄ιφκιτάρ΄
καμόσου χρώμα ια να έρθν’ οι αγγέλ’, κόμα κουντά μας,
να ‘νι ι κόσμους κόμα καουός, γλυκό του μαξιλάρ΄
να μην σαλτίζουντι οι ινιές, να μην σαλτίσ’ν΄ τα είνουρά μας.
(Ευάγγελος Γουργουλιάνης)
Να μην σαλντίζουντι οι ινιές, να μην σαλντίσ’ν τα είνουρά μας
Για να είμαστε σήμερα όλοι μας εδώ, σημαίνει ότι οι πρόγονοί μας κάνανε καλή δουλειά. Παρ’ όλη την φτώχια, την εξαθλίωση, είχανε μάθει να βάφουνε τα όνειρά τους με τα πιο ωραία χρώματα. Ας μάθουμε απ’ αυτούς κι ας δώσουμε κι εμείς με την σειρά μας στα παιδιά έναν καλύτερο κόσμο, πιο χρωματιστό, πιο όμορφο.
Ας μην προδώσουμε τους προγόνους μας. Ας κάνουμε την κάθε μέρα των παιδιών χαρά, γιορτή και τραγούδι.....
Μη βρουντάτι μη χτυπάτι, μη ξυπνήστι τουν καλό μου
τουν καλό τον άιγουρό μου, έχου μέρις δεν τουν είιδα……
Μόνον έτσι τελικά θ’ αλλάξουμε τον κόσμο, κρατώντας τα μεγάλα ιδανικά αφού πρώτα φυσικά, φροντίσει ο καθένας μας ν’ αλλάξει τον εαυτό του. Ο Καζαντζάκης έλεγε: «Να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω». Και είναι μια πολύ μεγάλη αλήθεια. Όλοι μας περιμένουμε τους άλλους λέγοντας, τι μπορώ εγώ να κάνω μόνος μου; Κι όμως, θημηθείτε τους προγόνους μας. Ο καθένας μόνος του άλλαξε τον δικό του κόσμο και όλοι μαζί, αλλάξανε το μέλλον. Ας πάρουμε την ζωή στα δικά μας χέρια, κι ας πάψει πια να μας νοιάζει, όσο, κι όσοι μας λένε πως: «Είσι πουλύ κούτσ’κους».
Μπορεί να σι λιέν,
Ότ’ είσι πουλύ κούτσ΄κους, ια να τα βάλ’ς μι ’ς τρανοί…
Ότι δε μπουρείς μαναχόϊζ να φκιάεις νιά ιπανάστασ’.
Ότι δεν έχ’ς του δικαίουμα να ζήεις τα είνουρα σ’.
Ότι δεν έχ’ς ντ’ δύναμ΄ ν’ αφήκ’ς στα πιδιά
έναν καλύτερου κόσμου ιατί……
είσι πουλύ κούτ΄σκους.
Ότι δε μπουρείς μαναχόϊζ, να αουάξ’ς τουν κόσμου.
Ότι δε μπουρείς να έχ’ς αυτά, που πραγματικά σι ανήκ’ν.
Ότι δεν μπουρείς μαναχόϊζ, να φέ’ρς τ’ν ειρήν΄,
Ιατί…… είσι πουλύ κούτσ΄κους.
Ναι, είσι πουλύ κούτσκους.
Αμά, άμα δεν φκιάεις τίπουτας,
δα φαίνισι,
κόμα κι κούτσ΄κους.
(Κυριάκος Κυτούδης)
Ναι, αν δεν κάνουμε τίποτα, θα φαινόμαστε πολύ μικρότεροι.
Δεν φτάνει αγαπητοί μου, απλά να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τους προγόνους μας, ή ακόμη, υπερήφανοι που είμαστε έλληνες.
Δεν έχουμε το δικαίωμα να είμαστε υπερήφανοι για κάτι που κάνανε κάποιοι άλλοι. Θα πρέπει να είμαστε υπερήφανοι μόνον, για τα δικά μας έργα, ώστε να είναι υπερήφανοι για μας οι πρόγονοί μας. Να είναι υπερήφανη η ιστορία που θα γραφτεί αργότερα. Και να μην είναι με τα μελανότερα γράμματα για την τεράστια απραξία της γεννιάς μας.
Γι’ αυτό, θα πρέπει ο καθένας μας να κάνει και από κάτι.
Ναι, είμαστε μικροί, όπως ακριβώς ήτανε κάποτε ίσως και οι πρόγονοί μας. Αλλά όλοι τους κάνανε και από κάτι, γι αυτό είμαστε εδώ σήμερα, για να τους τιμήσουμε, και στις καρδιές μας, θα είναι πάντοτε μεγάλοι.
Ας θυμηθούμε λίγο πριν το τέλος, το μεγαλείο της κληρονομιάς μας, της γλώσσας μας, του πολιτισμού μας. Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε με υπερηφάνεια ότι είμαστε Έλληνες και να το τιμούμε. Έλληνες ήτανε οι πρόγονοί μας, Έλληνες είμαστε σήμερα, και Έλληνες θα είναι και οι απόγονοί μας. Και να, τι σημαίνει «Έλληνας».
Μπουρεί του ουμούτ΄ απ’ έναν Θιό να είνι
μπουρεί κόμα, η ουργή απ’ έναν διάβουου
ια δεν αντέχιτι ικείν΄ η λιβιντιά
κι η λιφτιριά απ’ έχ΄ καμουμέν΄,
σι νια καρδιά, κι νό φώς άιου,
να τ’ μοιράζ΄ σ’ γουνιές απού τουν κόσμου ούλου.
Μπουρεί τ’ ήλιου, ένν’μα να είνι
να ’νι πιδί ινός ζιστού καλουκιριού,
που του φωνάζ΄ γλυκά, κοντά μ’ απόμνι
ιατί τιριάζ’ν στου τσιασίτ΄ τ’ ρυθμού,
που πάει παγάλια, κι καϊτιρεί,
άου ξημέρουμα σι νέου ραντιβού.
Μ’ άπ δεν μπουρεί, να μη γράφ΄ ιστουρία
να παίζ΄ θέατρου μι πνεύμα Ιλληνικό,
σι κάθι μάχ΄ ήρουας, σ’ν πρώτ΄ τ’ν ιφκιρία
κι σ’ν αμάθεια, να είνι ιατρικό.
Έλληνας.
άμα δεν τουν έφκιανιν ι Θιός,
κάποιους λαός,
δα τουν είχιν ιφεύρ΄.
(Κυριάκος Κυτούδης)
Και τέλος, θέλω να πω ότι δεν θα πρέπει να είμαστε μόνον διαχειριστές του πολιτισμού, αλλά ότι μπορούμε να παράξουμε και νέο. Δεν τελείωσαν όλα, δεν ειπώθηκαν όλα, δεν ζωγραφίστηκαν όλα και φυσικά, δεν γράφτηκαν όλα. Θέλω να πω ότι σε δυό γεννιές από τώρα, όπως κάθε γλωσσικό ιδίωμα έτσι και της Ανατολικής Ρωμυλίας θα είναι απλά παρελθόν, και ιστορικό.
Που σημαίνει, ότι θα πρέπει να γίνει ότι γίνεται σε κάποιες άλλες χώρες. Δηλαδή να υπάρχει προτροπή και παρότρυνση για να γράφονται λογοτεχνικά έργα, ποίηση, παραμύθια, και αυτό να συνεχίζεται σε όλες τις γενιές, μόνον έτσι δεν θα χάσουμε την ταυτότητά μας.
Και ακόμη, γιατί να μην γραφτούνε και νέα τραγούδια. Πρώτον, δεν κουραστήκαμε ν’ ακούμε για 100 χρόνια και πλέον τα ίδια και δεύτερον, αυτό ήτανε! Δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα. Ότι έγινε έγινε. Η δική μου άποψη είναι όχι, μπορούμε να παράξουμε και άλλον πολιτισμό. Μπορούμε να γράψουμε και νέα τραγούδια αλλά προσέξτε όμως, όχι με τον εύκολο τρόπο, δηλαδή στην νεοελληνική, αλλά στο ιδίωμα.
Έτσι, θα ρωτάμε στην αρχή τι σημαίνει αυτή η λέξη, τι σημαίνει η άλλη, και αυτό θα το μεταδώσουμε και στα παιδιά μας, κι αυτά στα δικά τους. Μόνον έτσι κρατάς ζωντανό έναν πολιτισμό γιατί αλλιώς, σε δυο γεννιές από τώρα θα ρωτάνε, πως μιλούσανε τότε οι παπούδες τους;
Και αυτό γίνεται με προτροπή και συνεργασία. Κανείς από μόνος του δεν μπορεί να κάνει τα πάντα. Είμαστε όμως πολλοί. Μόνον έτσι δεν θα χάσουμε την γλώσσα μας και τον πολιτισμό μας γενικότερα.
Γιατί δεν θα τιμήσουμε ποτέ τον εαυτό μας, εάν συνέχεια δεν έχουμε μπροστά μας τον πολιτισμό, τα ήθη και έθιμα που μας δώθηκαν, από την πολύ μεγάλη θυσία που έκαναν κάποιοι άλλοι για μας.
Πρόσφυγες ήτανε και οι πρόγονοί μας, όπως πρόσφυγες υπάρχουνε και σήμερα κι εύχομαι, αυτό να μην μας διχάσει σαν λαό. Όμως, αν θα μπορούσα να πω κάτι για την ποίηση, αν κάτι έμαθα τα όσα χρόνια που ασχολούμαι με αυτήν είναι τούτο: Την γλώσσα μου, τον πολιτισμό μου, τις αξίες και την πίστη μου, την Ελλάδα μου, να μην τα χαρίζω σε κανέναν. Σε κανέναν.
Ούτε σε πρόσφυγες, αλλά ούτε και σε έλληνες.
Κι ας κλείσουμε με ένα τελευταίο ποίημα, ένα ευχαριστώ προς τους προγόνους μας.
Όταν έγραψα το βιβλίο Ουαλιά μι ουμούτ’, (Φωνή μ’ ελπίδα) πίστεψα ότι έκανα το χρέος μου απέναντι στους προγόνους μου. Στην πορεία όμως κατάλαβα, και μέρα με την μέρα περισσότερο, ότι η θυσία τους για μας ήτανε τόσο μεγάλη, που ότι και να κάνουμε, δεν θα ξεχρεώσουμε ποτέ. Ποτέ! Μια ωδή λοιπόν, προς τους προγόνους.
Ουδή σ’ προυγόν’
Ισείς που άφκιτι τα είνουρα σ’ αϊέρα
απ’ δεν πρόφταστι να παίξτι σι ιούρτια
απ’ δεν πρόφταστι ν’ ακούστι η φϊόρα
του πώς ιαιαίν απού τουν πόνου ’ς ιαράδις.
Απ’ δεν είιδιτι να τρανεύν΄ ουδούδια
όσ’ καρποί κι αν έσπιρτι στου χώμα,
απ’ δεν πρόφταστι τα πιδικά τραούδια
ισείς απ’ έχαστι του ιέλιου σας ακόμα.
Πόσα χρουστούμι αλήθεια στα φκά σας είνουρα
απ’ δεν πρόφταστι να κάμτι ια τ’ ισάς,
που ζ’ ζουή, έχαστι τ’ σειρά σας
κι ίνγκιν λειτουριά, μαναχά ια τ’ ιμάς.
Χίλια φχαριστώ κι άμα πούμι δεν δα φτάν΄
μαναχά ένα τάξιμου να δώσουμι μπουρούμι,
πως ό,τι νειριάσκιτι ια τ’ ιμάς δα σιβαστούμι
κι δα του ζήσουμι ια τ’ ισάς, κι δα σας αγαπούμι.
Κανιάφρα δεν δα αστουχήσουμι ποιό ήταν του κουρμπάν΄
τα φκά σας είνουρα δανά ’χουμι νο υαλιστιρό ιξάντα,
κι ούλου δα του γράφουμι, να έν ιστουρία
αθάνατ’ δα απουμείν’τι, σ’ μνήμ’ μας ια πάντα.
(Κυριάκος Κυτούδης)
*************************
Το παρόν αφιέρωμα στην Ανατολική Ρωμυλία και ποίηση, παρουσιάστηκε σε μουσικοποιητική εκδήλωση για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας – Βόρειας θράκης, στις 13 Μαϊου 2016 στο «Πολιτιστικό Πολύκεντρο Ορεστιάδος» με αρκετούς συντελεστές, που μπορείτε να δείτε στον παρόντα ιστότοπο στις ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ – Ανατολική Ρωμυλία.