Ποντιακή Λογοτεχνία & Ποίηση
Αφιέρωμα
Στην Ποντιακή Λογοτεχνία & Ποίηση
(με μια διαφορετική προσέγγιση και παρουσίαση)
Ποίηση – Μουσική & χορός
«ένα οδοιπορικό»
Πόντος. Η ελικοβλέφαρη ματιά στην Ανατολή. Ο αεικίνητος και αέναος Ελληνικός πολιτισμός στους αιώνες, που μέχρι και σήμερα οι ροδαμοί του αυγάζουν κάνοντας κάθε φιλιατρό να λάμπει, να γίνεται φως, να γίνεται γλώσσα, ποίηση, μουσική και χορός, να γίνεται πολιτισμός. Πόντος, το ανοιχτάρι για κάθε διάσελο σκοτεινής πολιτιστικής ειμαρμένης, κι ο εξάντας της μνημοσύνης πολιτισμού, εξαλείφοντας κάθε φολίδα αμφισβήτησης του Ελληνισμού.
Χωρίσαμε την ποίηση του Πόντου σε τρεις περιόδους.
Α. Ακριτικά έπη
Β. Ποίηση στην Ποντιακή διάλεκτο πρώτης γενεάς.
Γ. Σύγχρονη ποίηση στην Ποντιακή διάλεκτο.
Πριν την εισαγωγή όμως, ας κάνουμε μια μικρή αναφορά στην λέξη Πόντος, που απαντάται πρώτη φορά στον Όμηρο με την σημασία εις την θάλασσα και συνοδεύεται συνήθως από επίθετα όπως ατρύγετος, οίνοψ, ηεροειδής, ιχθυόεις, απείρων, ευρύς, ιοειδής, μέλας κλπ. Κατά τον Στράβωνα, ο επικός ποιητής γνωρίζει καλά τον Εύξεινο Πόντο αφού αναφέρεται στον Ιάσονα, την Μήδεια, τον Αιήτη, τους Κόλχους κτλ. Ο Ησίοδος μνημονεύει ως παιδιά του θεού Πόντου τον ενάλιο γέροντα Νηρέα, τον Φόρκυ, την Κητώ και την Ευρύβια. Στους ποιητές πάντως, ως Πόντος κυρίως νοείται η μεγάλη και απλωτή θάλασσα. Ο όρος ως ο Πόντος από τον Ε’ π.Χ. αι. αρχίζει να υπονοεί τον Εύξεινο και χρησιμοποιείται έτσι από τους Αισχύλο, Θουκυδίδη, Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Αριστοτέλη κ.ά.
Ο Ξενοφώντας όμως, είναι ο πρώτος «Ελλαδίτης» συγγραφέας που περιέρχεται την περιοχή, γνωρίζει τους λαούς της και καταγράφει συστηματικά μαζί με την πορεία των Μυρίων, τόσο αυτούς όσο και ονόματα βουνών, ποταμών κτλ. Έπειτα από τον Ξενοφώντα κυρίως, οι γεωγράφοι και οι συγγραφείς Πόντο αποκαλούν την νότια περιοχή του Εύξεινου Πόντου, που περιλαμβάνει τον παραλιακό χώρο ανάμεσα στον Άλυ ποταμό και την Κολχίδα, ανατολικά της Τραπεζούντας, από την πόλη Διοσκουριάδα ως το δυτικό τμήμα της Σινώπης.
Ο όρος αρχίζει να σημαίνει τη βορειοανατολική περιοχή της Μικράς Ασίας από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έπειτα. Ως τότε ο γεωγραφικός αυτός χώρος αναφερόταν συνήθως ως «Καππαδοκία η προς Πόντω». Η χρήση του πάντως γενικεύτηκε μετά την ίδρυση του βασιλείου των Μιθριδατιδών (του βασιλείου του Πόντου).
Πριν πάμε όμως στα Ακριτικά έπη, θεωρώ ιερή υποχρέωση να ξεκινήσουμε μ’ ένα αφιέρωμα σ’ όλους αυτούς, που σκέφτονταν και μιλούσαν ποντιακά, που ονειρεύονταν ποντιακά, που αγαπούσαν και έκλαιγαν ποντιακά. Που δεν μιμούνταν, δεν μάθαιναν, δεν προσπαθούσαν απλά να είναι πόντιοι, αλλά που ζούσανε ως Πόντιοι, δηλαδή, ως Ρωμιοί του Πόντου. Σ’ όλους αυτούς, που ονειρεύονταν, να είναι ελεύθεροι. «Στους αντάρτες του πόντου».
Αντάρτε μ’ σα ψηλά ρασιά
ποιός μαγειρέβ’ και φάισε
ποιός πλεν’ κιά τα λιώματας
κάθε Σάββα αλάισε;
Αντάρτεμ’ επαρεξένκασε
το σπίτι μ’ εφκαιρώθεν,
ελάπα το και σιαίρουμαν
το όπλον ντε φορτώθες.
Ανάθεμα Κισά-Μπατζάκ
το κοντόν ποδάρι σ’
έρθανε και αντάρτες μας
κι επήραν το κεφάλι σ’.
Πνευματικές μορφές της αρχαιότητας που κατάγονταν από τον Πόντο είναι ο Διογένης ο Σινωπεύς, Δίφιλος ο Σινωπεύες, Διονυσόδωρος από την Αμισό, Τυραννίων επίσης από την Αμισό, Στράβων από την Αμάσεια, και ο Βάττων από την Σινώπη.
Α – Ακριτικά έπη
Όταν λέμε Ακριτικά Έπη στην Ποντιακή διάλεκτο, εννοούμε το Έπος του Διγενή Ακρίτα, σε χειρόγραφη παραλλαγή 3.182 στίχων που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1875, από το περίφημο χειρόγραφο της Τραπεζούντας, το οποίο είχε ανακαλύψει επτά χρόνια νωρίτερα στην Μονή Παναγίας Σουμελά, ο λόγιος καθηγητής Φροντιστηρίου Τραπεζούντος Σάββας Ιωαννίδης. Στα δημώδη ακριτικά άσματα του Πόντου, ο Ακρίτας παρουσιάζεται συνήθως απόλυτα γήινος, δίχως ωραιοποιήσεις ή υπεράνθρωπες ιδιότητες. Για παράδειγμα, οργώνει και μάλιστα είναι καλός γεωργός:
Aκρίτας όνταν έλαμνεν αφκά σην ποταμέαν,
επέγνεν κι έρτουν κι έλαμνεν την μέραν πέντ’ αυλάκια,
επέγνεν κι έρτουν κι έσπερνεν εννέα κότια σπόρον.
Και ν-έρθεν πουλίν κι εκόνεψεν ση ζυγονί' την άκραν,
και σκούται καλοκάθεται ση ζυγονί’ την μέσην.
Οπίσ’ πουλίν, οπίσ’ πουλίν, μη τρως την βουκεντρέαν.
Και το πουλίν ελάλεσεν ανθρώπινον λαλέαν.
Ντό στέκ’ς, ντό στέκ’ς Aκρίτα μου και τίναν αναμένεις;
Tο ένοικό σ’ εχάλασαν και την καλή σ’ επέραν
και τα μικρά τα πούλοπα σ’ σο περιβόλ’ εσύραν.
Βιτσοκοπά τον μαύρον ατ’ και φτάν’ και κοντεφτάνει.
Ανοίξετέ με, νε πορτάρ’, ανοίξτε να σεμπαίνω.
Ενοίξαν ατόν οι πορτάρ’, εμπαίν’ απές Ακρίτας.
Άλλοι σκαμνία δίγν’ ατόν, άλλοι καυκία απλών’νε
και σο σκαμνίν ’κί κάθεται και το καυκίν ’κί παίρει.
Έσυρεν το σπαθίν ατου ας σο χρυσόν θηκάρι,
χίλιους εμπρός εσκότωσεν και μύριους από πίσω
κι επέρεν την κόρ’ κι έφυγεν, εννιά νύχτας κι ημέρας.
Από τον 10Ο ή 12Ο αιώνα όταν αρχίζει να εκδηλώνεται η δράση των Ακριτών του Πόντου μέχρι την άλωση της Τραπεζούντας υπό των Τούρκων το 1461, ο λαϊκός ποιητής εξυμνεί την ανδρεία και τα κατορθώματα των γενναίων πολεμιστών, οι οποίοι άγρυπνοι φρουροί των συνόρων προστατεύουν την Αυτοκρατορία από τις εχθρικές επιθέσεις. Μετά την άλωση όμως, και την διάλυση της Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου και της Τραπεζούντας, ο χαρακτήρας της ποίησης και των τραγουδιών μεταβάλλεται. Δεν εξυμνούν πια τα κατορθώματα των ηρώων, αλλά εκφράζουν τον βαθύτατο πόνο που αισθάνεται το Έθνος από την υποδούλωση αλλά και την κρυφή ελπίδα για την αναγέννηση και αποκατάσταση του.
Ο ήρωας των κριτικών τραγουδιών ξέρει να αγωνίζεται, να νικά και να θριαμβεύει αλλά και να πέφτει εκεί στα βάθη της Ανατολής, σύμβολο αιώνιο της Ποντιακής φιλοπατρίας, της γενναιότητας και της Ελληνικής ψυχής. Για τον Πόντιο, ύψιστος ηθικός και κοινωνικός νόμος είναι ο αγώνας και ο θάνατος για την πατρίδα, την οικογένεια για του Χριστού την πίστη την αγία. Οι πόντιοι ποιητές, ήταν αυτοί που πόνεσαν και έκλαψαν πολύ περισσότερο από κάθε άλλον, για τον Χαμό της Πόλης.
Στην ακρητική δημοτική ποίηση, παρουσιάζονται πολλές περιπτώσεις όπως στο ποίημα «Ο αιχμάλωτον». Η μονομαχία μεταξύ αδελφών που δε γνωρίζονται γιατί ο ένας είναι γεννημένος σε αιχμαλωσία και αναθρεμμένος από τον Σαρακηνό Εμίρ Αλή που αιχμαλώτισε την έγκυο μητέρα του.
Οι Τούρκ' όνταν εκούρσευαν την Πόλ', τη Ρωμανίαν,
επάτνανε τα εγκλησιάς κι επαίρναν τα εικόνας,
επαίρναν τα χρυσά σταυρούς, αργύρα μαστραπάδες
επήραν και τη μάνα μου, σ' εμέν έμποδος έτον.
Επήγεν και ν-εποίκε με σ' Εμίρ Αλή τα σκάλας.
Εμέν ατός πεσλέεβεν με το μέλ', με το γάλαν,
«Υιέ μ', αν ζεις και γίνεσαι, στη Ρωμανίαν φύγον.
Εκεί 'χες κύρ' Ανδρόνικον και αδελφόν Ξαντίνον».
Εγέντον ο αιχμάλωτον, εγέντον κι ερματώθεν.
Επαίρεν τ' ελαφρόν σπαθίν κι ελλενικόν κοντάριν.
Τοιμάσκεται ο αιχμάλωτον και ση Δενής την στράταν.
«Αστρίτσια μ' χαμηλώσετεν, φεγγάρι μ' κάθα έλα,
για δείξετέ με τη στρατήν, ντο πάει ση Ρωμανίαν»…..
Άλλα ποιήματα περιγράφουν τους αγώνες αφανών ηρώων που βρέθηκαν στις άνισες μάχες, όπως του νέου από την Τραπεζούντα που η μάνα του ως άλλη Σπαρτιάτισσα, τον προστάζει:
Έπάρ' υιέ μ' την σπάθην σου, τ' Ελλένικον κοντάρι σ'
δεβ' ατουνούς σκόρπισον ατ'ς σαν άνεμος τα φύλλα".
Χίλιους έκοψα την πιρνήν, χίλιους το μεσημέριν,
μα ο Θός έστεσεν την βροχήν και βρέχει Τουρκοπούλεα,
ο Θεός έστεσεν την βροντήν, βροντούν τα εγκλησίας.
Ντ' εποίκαμεν σε νε Θεέ, 'ς σο αίμαν βουτεμένοι!
Σεράντα χρόνια χτίσκουνταν του Έλλενου το κάστρον
κι ατώρα να χαλάεται με το βαρύν την σπάθην!
Εκεί πουλλία κελαηδούν με φλιβερόν λαλίαν,
εκεί Έλλενοι απέθεναν, μύρεα παλληκάρεα! ……………….
Οι τελευταίες στιγμές του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, περιγράφονται στο παρακάτω Ποντιακό ποίημα:
Ο Βασιλειάς ο Βασιλειάς, παργοριάν 'κι παίρνε.
Επαίρεν τ' ελαφρόν σπαθίν, τ' Ελλενικόν κοντάριν
τσοι Τούρκους κρούγνε'ς σο σπαθίν,
τσοι Τούρκους 'ς σο κοντάριν,
τριακόσιους Τούρκους έκοψεν και δεκατρείς πασάδες,
τσακώθεν το σπαθίν ατού, κι εσκίγεν το κοντάριν.
Όντεν εκαλοτέρεσεν, απεσ' τσοι Τούρκς επέμνεν
κι όντεν εκαλοτέρεσεν και μοναχός επέμνεν.
Κι ατοίν ατόναν έθαψα'ς, σο χλοερόν τιουσ' έκιν…………..
Αυτή είναι η δημώδης ποίηση του Πόντου, που επηρέασε κι έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ποιητές του 20ΟΥ αιώνα, τον Καβάφη. Απ’ όλα τα ελλαδικά δημοτικά τραγούδια, τον άγγιξε ιδιαίτερα ένα τραπεζούντιο άσμα, (μοιρολόι) κι έγραψε το ποίημα «Πάρθεν», για τους μακρινούς εκείνους Γραικούς, τους Ποντίους, που έκλαψαν τόσο πολύ για τον χαμό της Πόλης .
Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά, δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την, πήραν την Σαλονίκη».
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την καρδίαν……..
Το ποίημά του «Πάρθεν» το εμπνεύστηκε από τους θρήνους της αλώσεως και το μοιρολόι: «Πάρθεν η Ρωμανία».
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον.
Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ – Γιάννε μου και δερνοκοπισκάσαι,
Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν
Η Ρωμανία πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλον.
-------------------------------------------------------------
Ν’ αϊλί εμάς και βάι εμάς - οι Τούρκοι την Πόλ’ επαίραν
επαίραν το βασιλοσκάμ’ - κι ελάεν η Αφεντία.
η Ρωμανία ’πέρασεν - η Ρωμανία ’πάρθεν.
Β - Ποίηση στην Ποντιακή διάλεκτο πρώτης γενεάς.
Φίλων Κτενίδης θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Ποντίων, μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του ποντιακού ελληνισμού. Γεννήθηκε το 1889 στην Τραπεζούντα και ήτανε δημοσιογράφος, γιατρός και ποιητής.
Το ποίημά του: «Η καμπάνα του Πόντου»
Έναν πουλίν μαύρον πουλίν, μαύρον άμον την νύχταν,
ολονυχτίς τριγύριζεν ολόγερα ‘ς σον κάστρεν,
‘ς σον κάστρεν, ‘ς σα καστρότειχα τη μαύρο-Τραπεζούντας,
π’ είχεν δέκα καστρόπορτας κι ούλα χαλκοδεμένα,
κι απ’ έξ’ ας σα καστρόπορτας ορμία και ποτάμια,
ντο έδεναν και έλυναν, γεφύρια σιδερένια…
Έναν πουλίν μαύρον πουλίν, μαύρον άμον την νύχταν,
ολονυχτίς τριγύριζεν με τα φτερά ανοιγμένα,
και επεστάθεν την Αυγήν, κι εκάτσεν σ’ έναν άκραν
μονάκριβου παρασταρί, δίχως επανωθύρι,
απομεινάρ’ τη Παλατί, κιντέας ντ’ εγομώθεν.
Άεν Παύλον εκλείστεν κα, ο Ταύρον εγονάτσεν,
το Μετζήτ εχαμήλωσεν, ο Κασκαμπάς κα έρθεν,
και τα Καμένα τ’ έρημα στέκνε και αφουκρούνταν…
Αφουκρούνταν και θλίφκουνταν, και κλαίγνε, ούλ’ εντάμαν…
Θέ μ’ δείξον μας την δύναμη Σ’!..Χριστέ μ’ ποίσον το θάμα Σ!
»Ποίσον με πετρένεν κρεμόν, άμον τ’ Αλογοστάρια,
»Ποίσον με πράσινον λειβάδ’, άμον τα Λειβαδία,
»Ποίσον με ασάλευτον ραχίν, άμον τον Άεν Παύλον.
»Να μη ‘πορώ και πορπατώ, ‘ς σον τόπο μ’ να ‘πομένω…
»Έχω κεπία απότιστα, αθέριστα χωράφια…
»‘Φήκα τα πόρτας ανοιχτά, πόρτας και παραθύρια
»Θ’ εμπαίν’ αέρας κι άνεμον και θα βζύν’ την καντήλαν.
Θεέ μ’! Δείξον τη δύναμη Σ’! Χριστέ μ’ ποίσον το θάμα Σ’!
Ποίσον με ποταμόπετραν βαρύν τη καταράχτε,
Ποίσον με σπέλιας κατωθύρ’, ‘ς σην γην καταχωμένον,
Ποίσον με αν θέλτς μικρόν λιθάρ’, αν θέλτς ποίσον με χώμαν.
Θεέ μ’ ποίσον με ήνταν θέλτς, μόνον ‘ς σον τόπο μ’, άφς με.
Άφς με αδά να θάφκουμαι, ‘ς σον τόπον ντ’ εγεννέθα,
‘ς σο μνήμαν όμπου έθαψα, την μάνα μ’ και τον κύρη μ’……
Ποντιακή διάλεκτος. Μία διάλεκτος με έντονη την αίσθηση του αρχαϊκού και μεσαιωνικού λόγου, με τα συμπυκνωμένα ακφραστικά της στοιχεία και την διαφορετική προσφορά που έχουν πολλά από τα γράμματα της αλφαβήτου, οι συντακτικοί της κανόνες και πολλά άλλα που είναι αντικείμενο λαογράφων και γλωσσολόγων την καθιστούνε δυσνόητη στον νεοέλληνα.
Το χαρακτηριστικό πρωτίστως της Ποντιακής έμμετρης ποίησης είναι ο Ιαμβικός 15σύλλαβος, που θεωρείται το εθνικό ποντικό μέτρο και στην συνέχεια ότι πολλά από τα ποιήματα, πλησιάζουνε πάρα πολύ την δημόδη ποίηση, δηλαδή τα δημοτικά τραγούδια.
Ποντιακή διάλεκτος είναι όπως την μιλούσανε οι Πόντιοι στον γενέθλιο τόπο, όπως ακριβώς την μιλούνε ακόμη τα παιδιά των παιδιών τους.
Ηλίας Τσιρκινίδης, και αυτός θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους των Ποντίων ποιητών που έγραψε στην ποντιακή διάλεκτο. Γεννήθηκε το 1915 στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας, από γονείς καταγόμενους από το χωριό Σταυρίν της Χαλδίας του Πόντου……
Το ποίημά του:
«Ο Δήμων ο κεμεντζετσής».
Ποίος εμαυρολόεσεν; Ποίος εμαυροείπεν;
«Κρωμέτες κατηβαίν’ ’ς σον Άδ’, τη Κωσταντά ο Δήμον!»
Κι εβόεσαν τα σύμπαντα κι η γη συνεταράεν,
κι ας σα συνεταράγματα ενοίεν τ’ Άδ’ η πόρτα
κι έρθεν το μαύρον το χαπάρ’ ’ς σον σκοτεινόν τον Άδην.
’Σ σον Άδ’ έσαν τα αένυφοι και νέϊκα παλληκάρα,
’ς σον Άδ’ έσαν σουμαδεμέν’ κι έμορφα νυφαδόπα,
’ς σον Άδ’ καρδόπα θλιβερά και παραπονεμένα,
έκ’σαν ατό κι ελάγκεψαν κι εσκώθαν ’ς σο ποδάριν,
και ν’ έρθανε και ν’ έκοψαν τη Δήμονος τη στράταν.
«Αν έρται ο Μάρτ’ς ο μάραντον κι Απρίλτς μανουσακέας,
αν έρται κι ο Καλομηνάς και τα καλά ημέρας,
εμείς ’κι παρχαρεύουμαι και ’ς σον παρχάρ’ ’κι πάμε!
Κι αν έν’ Δεκαπενταύγουστον κι αν έν’ τη Παναΐας
’ς σον Αεσέρ’ ’κι αχπάσκουμες, ’ς σην Σουμελάν ’κι πάμε!
«Παρακαλώ, παρακαλώ θεού παρακαλίαν!
’Σ σον Άδ’ να βάϊ, ’ς σον Άδ’ ν’ αϊλί, ’ς σον Άδ’ μαύρα λαλίας
κι ο Δήμον στέκ’ ασάλευτος κι ο Δήμον μαραιμένος!
’Κι σκών’ απάν’ τ’ ομμάτα του τα καταδακρωμένα,
’κι αποδιπλών’ τα γόνατα ’τ’ τα καταδιπλωμένα,
’κι αποσταυρών’ τα χέρα του, τα κατασταυρωμένα.
Γεώργιος Σαρακενίδης, γεννήθηκε στα Κομνηνά Ξάνθης το 1924 από Ποντίους γονείς, τον Δημήτριο και την Βασιλική Σπανίδου. Με το ποίημά του “Πόντος έν’ άστρον φωτεινόν” έγινε γνωστός στον Ποντιακό Ελληνισμό και καταξιώθηκε στην Ποντιακή λογοτεχνία. Το ποίημά του: «Πόντος έν΄άστρον φωτεινόν».
Πόντος!, έν’ άστρον φωτεινόν σ’ Ελλενικούς αιώνας
Αργοναυτών το όρωμαν και τη Ακρίτα κάστρον.
Πόντος, νύφε ακριβοθώρετος τη Πόντου τη Ευξείνου,
πυκνέσα δείσα σα ραχά μάραντα φορτωμένα.
Πόντος! Αγέρας παρχαρί, θύμπιρου μυρωδίαν
τη λύρας γλυκολάλεμαν, νερόπα πάντα κρύα.
Εκεί η πρώτεσσα χαρά μ’, το υστερνό μ’ ο πόνος.
Αροθυμώ και τραγωδώ, αροθυμώ και κλαίγω.
Κι έρθανε χρόνα δίσεκτα, καταραμένα χρόνα
ο ουρανόν ελίβωσεν, σην γην ποτάμ’ το γαίμαν.
Κι εσκώθεν θρήνος θάνατος, πέραν περού σον Πόντον.
Ξαν κρούγνε οι Αγαρηνοί και καίγ’νε και ρημάζ’νε,
ο βίον χάται γενεών, ο κόσμον ξεριζούται
κι ένας λαός πορεύκεται σ’ Αδάμ την εξορίαν.
Και σην Ελλάδαν έρθαμεν – ρίζα ’μουν προαιώνιον
πατρίδα τη πατρίδας.
Και ξάν πουλί μ’ ας σην αρχήν χτίζομεν το γεφύριν.
Σα μαύρα τα χαλάσματα άθα και μανουσάκια.
Την γην κατατρυπαίνομεν μ’ αλέτριν και χορόν
Τον ήλον ξαν σα χέρα ’μουν αγαπεμέν’ κρατούμεν.
Και μ’ έναν στόμαν έναν ψήν και νούν βροντολαλούμεν
Πόντος! Έν’ άστρον φωτεινόν οψέ, οσήμερον και πάντα.
Πόντος! Έν’ άστρον φωτεινόν οψέ, οσήμερον και πάντα.
Κάθε πόντιος ποιητής πλέον, κοιτάζοντας τον ουρανό προσπαθεί να θυμηθεί μέσα από τις ιστορίες κάποιον άλλον ουρανό, σε κάποιαν άλλη πατρίδα, και τραγουδάει πάντοτε μ’ έναν καημό, για την πατρίδα που έχασε.
Την πατρίδαμ΄έχασα, - έκλαψα και πόνεσα
λύουμαι κι΄αρόθυμω, - ν’ ανασπάλω κι΄επορώ
Μίαν κ΄άλλο ΄σην ζωή μ΄- σο πεγάδι μ΄σην αυλή μ΄
Νέροπον ας έπινα, – και τ’ ομμάτια μ΄έπλυνα
Τά ταφία μ΄έχασα – ντ΄έθαψα κι΄ανέσπαλα.
Τ΄εμετέρτς αναστορώ, – και ΄ς σο ψυόπο μ΄κουβαλώ
Εκκλησίας έρημα – μοναστήρια ακάντηλα
Πόρτας και παράθυρα – επέμναν ακράνοιχτα.
Μπορεί να έχασαν την πατρίδα τους, μπορεί ο αγέρας να πήρε από τ’ ανοιχτά παράθυρα τα όνειρά τους, αλλά ευτυχώς υπάρχει η νέα γενιά που πάντοτε θα τους θυμίζει την πατρίδα, πάντοτε θα τους θυμίζει τον τόπο τους, τον ευλογημένο τόπο που ποτέ δεν θα ξεχαστεί, όσο υπάρχουν μικρά παιδιά που συνεχίζουν την παράδοση.
Η ποντιακή ποίηση, και δη η ερωτική δεν έχει μεγάλη διαφορά από την αρχαία ελληνική ποίηση. Πάντοτε οι ποιητές λένε τα ίδια σε κάθε εποχή.
Όταν η Σαπφώ, παρομοιάζει τον έρωτα με καταιγίδα, ο Πόντιος θα τραγουδήσει, "φουρτούναν έχω σο κιφάλ κι άψιμον σην καρδία μ".
Ο Σοφοκλής τον ονομάζει "έρως ανίκατε μάχαν" τον βαπτίζει ανίκητο στη μάχη κι ο Πόντιος ποιητής, θα ψάλλει όταν ο νέος μαθαίνει ότι κινδυνεύει η καλή του… "έσειξεν τ΄αβρασίονας ατ, Εκόπαν τ΄αλυσσίδας, σίλιους έμπρατ εσκότωσαν και μύριους απ΄οπίσ ατ".
Κι ο Ευριπίδης λέγει… "τα βλέμματα του φλέγουν ως πύριναι ακτίνες", ο Πόντιος θα τραγουδίσει…… "τ΄ ομμάτια τ΄ς βγάλνει άψιμον και η καρδία τς βρούλαν".
Γ - Σύγχρονη ποίηση στην Ποντιακή διάλεκτο.
Χρήστος Αντωνιάδης. Μία από τις πιο σημαντικές μορφές της νεότερης λογοτεχνίας στον Ποντιακό πολιτισμό. Γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1950, και πέθανε σε ηλικία 63 ετών. Πολύ γνωστός νευροχειρούργος και ποιητής. Ο Χρήστος Αντωνιάδης έχει γράψει στίχους ποντιακών τραγουδιών που έγιναν επιτυχίες από τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Χρύσανθο, και πολλούς άλλους επώνυμους πόντιους καλλιτέχνες. Η αγωνία του για το μέλλον της μητρικής μας γλώσσας ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που αξιοποιούσε τον ελάχιστο ελεύθερο του χρόνο στην αναζήτηση, ανάδειξη και αξιοποίηση ποντιακών λέξεων και φράσεων, που έχουν διάρκεια ζωής από τα ομηρικά χρόνια ως σήμερα.
Ακολουθώντας πιστά τη ρήση του Ελύτη, «μόνη έγνοια η γλώσσα μου», ο Χρήστος κατέθετε καθημερινά την αγωνία του για το μέλλον της ποντιακής διαλέκτου, ελπίζοντας ότι συμβάλλει στην διάσωσή της με το έργο του.
Εκτός από στίχους, ο Χρήστος Αντωνιάδης έχει μεταφράσει και την «Μήδεια» του Ευριπίδη στην ποντιακή διάλεκτο:
Τον συγκινούσανε τα πάντα, όπως ακριβώς τον συγκίνησε και η τρίτη επιστροφή από το διάστημα του συμπατριώτη του Πόντιου Θεόδωρο Γραμματικόπουλο Γιουρτσίχιν, και του αφιέρωσε αυτούς τους λίγους στίχους που έγραψε προς τιμή του.
Ήρωα επουράνιε Τραντέλλενα του Πόντου
είσαι ο νέον Ηρακλής τα σύνορα π΄εθέκεν
σα ξένα σα αλόξενα σην απεραντοσύνεαν
επέρες και εκρέμασες Ελλενικόν σημαίαν.
Απάν σον θόλον τ΄ουρανού κι εφώταξεν ο κόσμον
Εγυροκλώσκους εκιαπάν κι έστειλες χαιρετίαν
Ση μάναν π΄ενεμένεσεν με φόβον σην καρδίαν.
Κι εγόμωσες τη ουρανούς κι όλεν την Οικουμένην
Με αντιλάλ ποντιακόν, ποντιακόν λαλίαν …………….
Και το ποίημά του: «Πατρίδα μ΄αραεύω σε».
Πέντε οσπίτια έχτισα κι ασ’ όλα ξεσπιτούμαι
πρόσφυγας είμ’ ασο κουνί μ’, Θε μ’ θα παλαλούμαι.
Όσπιτα `θεκα ανάμεσα σ’ορμήν και ποταμάκρη
πεγάδια μαρμαρόχτιστα, νερόν αμόν το δάκρυ.
Και τώρα αδακές διψώ, νερό να πίνω ’κι έχω
Εντρέπομαι να ψάλαβω τα χείλοπα μ να βρέχω.
Πατρίδα μ αραεύω σε, αμόν καταραμένος
σα ξένα είμαι Έλληνας, και σην Ελλάδαν ξένος.
Κώστας Διαμαντίδης, γεννήθηκε το 1952 στην Αγάπη Γρεβενών, από γονείς πρόσφυγες της δεύτερης από τον Πόντο γενιάς προσφύγων. Πρώτη ποιητική συλλογή "ΟΝΕΡ΄ΤΑ ΠΟΝΙΑ ΤΑΜΑΤΑ", Ποιήματα και πεζά του έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά. Έγραψε στίχους στην ποντιακή. Πολλοί απ΄αυτούς έχουν μελοποιηθεί και τραγουδιστεί. Προσέφερε πάρα πολλλά στον Ποντιακό πολιτισμό, την λογοτεχνία, την μουσική και την ποίηση.
Μέρος από ένα ποίημά του, που το έγραψε για τον χαμό του μεγάλου Τραγουδιστή του Πόντου τον Χρύσανθο. Απ’ ότι έχω διαβάσει για την Ποντιακή ποίηση, θα έλεγα ότι είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά ποιήματα. Ένα πολύ μεγάλο μοιρολόι που προσωπικά, το θεωρώ ισότιμο με τον Επιτάφιο του Ρίτσου. Και είναι το: «Βασίλεια εχάθανε»
Βασίλεια εχάθανε και Βασιλιάν επήγαν
Και μαναχόν αθάνατα τ΄εσά τα τραγωδίας.
Εσέν ηγεύ να τραγωδώ άμον εγώ ντ’ εξέρω
Άμον σ’ εσέν ντό εχρωστώ κι ‘αμον ς’ εμέν ντ’ ηγεύει
Αέτς πά εκάτσα οσήμερον κι ετσούμσα το καρδόπο μ’,
Κι αές ς’ σό αίμαν έβαψα τ’ έρημον’ το κοντύλι μ’,
Κι αούτ’ το ποίημαν έγραψα ς’ σή γιάγιας ημ τη λάλιαν,
Να καίει άμον θυμίαμαν απάν ς’ σό κοιμητήρι σ’.
Ατόσον επορεί η ψή μ’ κι ατόσον ταγιανίζει.
Κείνο το βράδον έρθαμε καταφαρμακωμένοι,
Εσέν να παρεβγάλομε ς’ σό υστερνόν τη στράτα σ’,
Τή στράταν την αγύριστον ντό παίρ και πάει ς’ σόν Άδην.
Τ’ οσπίτια μουν π’ επέμνανε έρημα και ησύζκα,
Δίχως τ’ οσπιτιανούς ατουν, αραχνοσκεπασμένα,
Κι ολόερα τ’ αυλία μουν καφούλια και κιντέας,
Και τα πλακία τ’ άχαρα γομάτα κολισιάφρας.
Το άγιον το λείμψανο σ’ Αενταφή λαμπάδαν.
Έρθανε ούλ’ οι τργωδιάντ’ κι ούλ’ οι κεμεντσιετσήδες,
Αμίλετοι και άλαλοι ετέρναν είς τον άλλον.
Λόγον πώς να στοχάσκουνταν τακάτ πώς να ευρήκνε
Σ’ σά μάγλα τουν τα δυάκροπα, πατρίδας ποταμόπα,
Έτρεχαν και εκχύουσαν ς’ σή ψύς τα ξεροτόπια.
Σ’ σήν Τραπεζούνταν έστραψεν τ’ Αε Ευγένιου ο τρούλον
Κι αποθαμέν εφέκανε εύκαιρα τα ταφία
Κι ετοπλαεύταν οι άχαροι ολόερα ς’ σό κάστρεν
Κι εράευαν τσοί ζωντανούς να λέγν’ ατς ντό εγέντον.
Ντ’ εγέντονε ποίος εξέρ πέραν ς’ σήν Ρωμανίαν.
Τρανόν κακόν θ’ εγέντονε κι ο Άδης εταράεν.
Η μάννα τ’ η χιλιάκλερος, η γραία η Λεμόνα,
Εχάλασεν τα τσάμιας ατς’ και επελετσιεκώθεν,
Έσυρ’ εχάσεν το στουράκ καταμεσού του Άδη,
κι ερχίνεσεν να τραγωδεί με τη ψης τη λαλίαν.
Χάρε τσιάπαν κουρφεύκεσαι, του κάκου όλια ντ’ εποίκες,
τσιάπαν εξέβεν τ’ όνεμα σ’, εκεί ς’ απάν τον κόσμον.
Κι εσύ πουλόπο μ’ Χρύσανθε, μη χαλάνς το χατήρι μ’,
Έβγαλ’ τη λάλια σ’ το γλυκίν ν’ απλούται απές ς’ σόν Άδην,
Την λάλια σ’ εροθύμεσα γιαβρί μ’ ατόσα χρόνια,
Να τοπλαεύκουν τ’ εμετέρ’ πού κοίνταν ς’ σά κασέλας,
Και ακομάν κι’ ενόησανε ρίζα μ’ τ’ εσόν την έλαν.
Πέρεν ο Γώγον το τοξάρ’ κι ερχίνεσεν να παίζει
Κι ο Χρύσανθον ελάγγεψεν απάν ς’ έναν λιθάριν
Κι ερχίνεσεν να τραγωδεί μακρύν καΐτέν Ματσούκας.
Να σαν εκείνον π’ αποθάν ς’ σόν τόπον π’ εγενέθεν
πού κι εφέκεν τα χώματα τ’ και πού κι εξενητεύτεν.
Ο Άδης εντιδόνεσεν και οι Αδέτ’ εσκώθαν,
Κι ούλ’ τ’ εμετέρ εφέκανε εύκαιρα τα ταφία,
Ετσέρτσανε τα σάβανα κι επέρανε τη στράταν,
Κι ετοπλαεύταν οι άχαροι ολόερα ς’ σό Γώγον
Εσιάσεψαν κι ετέρνανε το Χρύσανθον ς’ σό στόμαν
Αποθαμέν πώς γίνεται να τραγωδούν ακόμαν.
Έλεγαν κι εθαμάουσαν τ’ ομμάτια τουν ντ’ ελέπνε.
Ετέρνεν ατς’ κι ο Χρύσανθον κι η ψή ατ’ εγομώθεν,
Κι όσον πολλά ετέρνεν ατς’ άλλο πολλά ετραγώδνεν.
Φώταξον ήλιε μ’, φώταξον, άς λύουνταν τα χιόνια
να έρχουν ς’ σό ταφόπο μου, και κελαηδούν τ’ αηδόνια.
Μοιρολόγια
Το μοιρολόι έχει πολύ παλιές καταβολές, από τις πρώτες ακόμη αναφορές στον Όμηρο, στον θρήνο για τον χαμό του Πάτροκλου και τον θάνατο του Έκτορα. Και ακόμη από τους μικρασιάτικους αμανέδες, τα ποντιακά μυρολόγια, τα ηπειρώτικα, τα κρητικά – τα ριζίτικα, τα μανιάτικα και άλλα πολλά.
Ετσι, τα περισσότερα μοιρολόγια στις περιοχές αυτές αναφέρονται στην ξενητιά και στο θάνατο, κυρίως κάποιου νέου ή νέας, συνεπώς «άδικο» χαμό. Τα ποντιακά αναφαίρονται κυρίως στις χαμένες πατρίδες, την προσφυγιά και τις κακουχίες από αλλεπάλληλους δυνάστες.
Συνεπώς, για ανθρώπους που βίωσαν τον πόνο, τον θάνατο και τον ξεριζωμό, είναι αναπόφευκτο να μην ενταχθεί στην ζωή τους και το μοιρολόι.
Μαύρον έν τον ό ούρανον
Το συγκεκριμένο μοιρολόι, εμφανίστηκε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή του ΄22 και τον ξεριζωμό των Ποντίων. Το έλεγαν κυρίως γυναίκες και το συναντούμε και στις περιοχές του Καππαδοκικού Πόντου, στο Καππαδοκικό γλωσσικό ιδίωμα.
Μαύρον έν τον ό ούρανον - μαύρα χαπάρια έρθαν
άς σόν τσόλ μαύρον Πόντον.
Εσείς, πουλία που ΄ς σά ψηλά πετάτεν
κρατέστεν τά φτερ-άν έσουν.
Και ΄ς σήν Ελλάδαν δεβάτεν.
Ατά τά μαυροχώματα - ας ‘σά δάκρυα ποτιγμένα
με μουράτια φορτωμένα.
Τα μοιρολόγια δεν εξεδήλωναν μόνο τον πόνο των βαρυπενθούντων, αλλά και την πεποίθηση στην ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής. Γι” αυτό έστελναν «χαιρετίας», με τον νεκρό σε φιλικά και συγγενικά πρόσωπα που είχαν πεθάνει. Συχνά οι μοιρολογήτριες ενδιαφέρονταν για τη μεταθανάτια τύχη του μεταστάντος.
Ντο είδες και ν’εζέλεψες; - ντο είδες κι επλανέθες ;
Γιαμ” είδες ουρανόν ση γην, - γιαμ” είδες φως σον άδην;
Γιαμ” είδες το ξημέρωμαν - ση φυλακής την πόρταν;
Και μούδε ουρανόν σην γην - και μούδε φως σον άδην
και μούδε το ξημέρωμαν - ση φυλακής την πόρταν.
Αδά η νύχτα νύχτα έν - κι ημέρα πάλου νύχτα.
Αδά λαχτόριν ΄κι λαλεί, - ποτές ΄κι ξημερώνει.
Αδά η φρούχνα πιθαμήν - και το νερόν χερέαν,
η φρούχνα σύρει το νερόν - και το νερόν τη φρούχναν,
και ΄σέπεται το σάβανο μ”, - και κόφκεται το ράμμα μ”,
και ρούζουν τα ματόφρυδα, - τα φύλλα του προσώπου,
και ρούζουν τα κουλάκια μου - απάν” σ” ωμοπλατίτζα μ”.
Παρ’ όλον τον θρήνο που βίωναν, ποτέ δεν έπαψαν να είναι άνθρωποι και συνεπώς, ποτέ δεν έπαψαν να ερωτεύονται.
Τα ερωτικά ποντιακά τραγούδια γράφτηκαν για να εκφράσουν την αγάπη, την τρυφερότητα και τον θαυμασμό του άνδρα προς τη γυναίκα. Τα αυστηρά ήθη της εποχής δεν άφηναν πολλά περιθώρια στους νέους για να εκφράσουν τον έρωτά τους σε μια κοπέλα, κι έτσι, οι στίχοι των τραγουδιών ήταν το καταλληλότερο μέσον για τον σκοπό αυτόν. ….. «Εσύ, τ΄εμόν το ακριβόν».
Εσύ τ’ εμόν το ακριβόν
εσύ τ’ εμόν το έναν
όντες νοΐζω έρχεσαι
΄έρται παγών’ το αίμα μ’.
Εσύ τ’ εμόν η θάλασσα,
ντο πάγ’ν κ’ έρχουν παπόρια
αν θέλτς φερν’νε με τη χαράν
αν θελτς φερ’νε με ζόρια.
Εσύ αμάραντον τσιτσάκ
‘κι χάται η εμορφία σ’
φοούμαι θ’ ομματιάζ’νε σε
τση χώρας τα κουρφίας.
Άνοιξη μ΄ και τσιτσάκι μ΄
παρχαρί μανουσάκι μ΄
μάλαμα μ΄και χρυσόνι μ΄
έναν και μαναχόνι.
Μετά τον ξεριζωμό του 22 όμως, αυτό που οι πόντιοι βίωναν βαθιά ήτανε το φαρμάκι της ξενιτιάς. Σε άγνωστο τόπο, σε άγνωστη γη, προσπάθησαν να ξαναφτιάξουν την ζωή τους και ποτέ από τότε δεν ξέχασαν, μα κι ούτε πρόκειται ποτέ να ξεχάσουν. Θα πηγαίνει από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, για να μην ξεχαστεί ποτέ, το φαρμάκι της ξενιτιάς……….
Ξενιτεία το φαρμάκι σ’
πολλοί πιν’ν’ ατό
σην καρδίαν με ποτήρι
ατοίν κχύν’ν’ ατό.
Ζούνε με αροθυμίας
για να κλώσκουνταν
ση γαρήδες, σα μωρά τουν
σουμά ν’ έρχουνταν
οπίς ν’ έρχουνταν.
Άλλ’ δουλεύν’νε πέντε χρόνια
και άλλ’ δουλεύν’νε εφτά
πολεμούν να γαζανεύν’νε
και πολλά λεφτά.
Άλλος τσακών το ποδάρν’ ατ
κι άλλος κοφτ’ το χερ’
για όλτς εν η ξενιτεία
δίκοπον μαχαίρ’.
Μάνα που εν ο πατέρα μ’
κουΐζ’ το παιδί σ’
γράφτ’ σε η γαρή σ’ σο γράμμαν
εχ’ και εβγαίν’ η ψη σ’.
Και η γαρή σ’ μαραζωμέντσα
έτον ημσόν ψην
για τ’ ατέν ζωή κ’ επέμνεν
θα εμπαίν σην γην.
Σε όλην την διάρκεια της ιστορίας, του ξεριζωμού, της ξενιτιάς έως τα σήμερα, τον σημαντικότερο ρόλο τον έχει πάντοτε ένα πρόσωπο, τόσο βαθιά και σκληρά σημαδεμένο. Η πόντια Μάνα. Που ότι κι αν πέρασε, ότι κι αν περνάει, μοιάζει πάντοτε, σαν το κρύο το νερό. «Η μάνα έν κρύον νερόν»
Όντες γερά η μάνα και άλλο ‘κι επορεί
ατότε θέλ’ βοήθειαν, ατότε θέλ’ ζωήν,
κι όντες θα έρτε η ώρα και άλλο ‘κι θα ζει
άμα ‘κι εφτάς το χρέος ης, θα καίεται η ψη σ’.
Η μάνα έν’ κρύον νερόν και σο ποτήρ’ ‘κι εμπαίν’
η μάνα να μη ίνεται, η μάνα να μη έν’.
Η μάνα έν’ βράχος, η μάνα έν’ ραχίν
σο δύσκολον την ώρα σ’, μανίτσα μ’, μανίτσα μ’ θα τσιαείς,
η μάνα έν’ το στήριγμαν, τη χαράς το κλαδίν
τ’ ατηνές η εγάπη ‘κι ευρήεται ση γην.
Θα διαβαίνε τα χρόνεα, θα γέρουμε κι εμείς
ατά είναι με τη σειράν ‘κι θα γλυτών’ κανείς,
και ολ’ πρέπ’ να εξέρουμε σ’ αούτο τη ζωήν
χωρίς τη μάνας την ευχήν κανείς ‘κι ελέπ’ χαΐρ’.
Το ευχάριστο στις μέρες μας, είναι ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουνε ποιητές, που παρ’ ό,τι δεν έχουν Ποντιακή καταγωγή γράφουνε ποίηση στην Ποντιακή διάλεκτο. Μια διάλεκτο, με αφόρητο θα έλεγα συντακτικό, όπου θα πρέπει για να γράψει κανείς, να έχει αφιερώσει ατέλειωτες ώρες διαβάζοντας και φυσικά, θα πρέπει να γνωρίζει και τις τέχνες της ποίησης διότι στην ιδιομορφία της Ποντιακής διαλέκτου, είναι απαραίτητες. Στο τέλος, αφού μετά από κάποια φεγγάρια έχει ολοκληρώσει το ποίημα, συγκλονιζεται γιατί απλά διαπιστώνει ότι ήδη, ως το κόκκαλο πια νιώθει Πόντιος. Νιώθει πρόσφυγας, κυνηγημένος δίχως πατρίδα. Κι αφού πλέον γνωρίζει τι θα πει πόνος, τι θα πει γενοκτονία τι θα πει Ελλάδα, νιώθει την υποχρέωση να το φωνάξει. Μόνον τότε καταλαβαίνει ότι διαφορετικά, δεν θα έγραφε!
Το πρώτο ποίημα, είναι του κου Ευάγγελου Γουργουλιάνη με τίτλο:
«Τ’ σ’ αρωθυμιάς το γνέμα»
Αδά σην γην σ’ ελέπισα κι ομύρισά σε δέξμια
μερ’ δώρημαν Θεού κι ομούτ’, σ’ αυγής χρυσήν βεντάλια
ομάτιαμαν γλυκόν, λευκά σε ήλου πάνω ανθέμια
κορτσόπον κι έμορφον, ποτή, κρυφήν σε μιαν εγκάλια.
Αδά σ’ ελέπισα στ’ εγνώριμα, ξαν μα και σα ξένα
λουλούδε παρχαρί σε χάλκενον και μικρό αλώνιν
και πάλεμαν πικρόν ρασί, μα κι άστρωνε μια γέννα
που ο νους υλάζει, λέγνει του, με δόξα κι εξαμώνει.
Μα κι όσο αν τ’ ορώματα τ’ ημέρας και τη νύχτας
σο νου μου κρούν και τραγωδούν και σ’ άσπρο γης το χώμα
τρανόν φωνήν η θάλασσα θα σέρνει που ’ν αλύχτας
ματιάς γυρνά μερ’ άψιμον σου σύμπαντο το δώμα.
Πουλί ομάζεις κι αν τ’ γαλάζιου απ τ’ ουρανού το γνέμα
με ψή και στόμαν έναν φωτεινόν η γλώσσα λέγειν
πως εν πια θαμαστήν του κόσμου η λαλιάν ντο κλαίγειν
τα ’σ’ αρωθυμιάς και θλίφκεται, βαθέο τ’ αγιον αίμα.
Στην συνέχεια το ποίημα της η κας Νατάσας Καλιακούδα με τίτλο:
«Μάνα που ν’ αραέψω».
Ένα μασάλιν πέει μάνα μου να έν αληθινόν
να έν α σην αγρομέρετα, α σην τόπο τ’ εσόν
εκέκα τα ψηλά ραχά έχουν νερόπα κρύαν
κι ωράζ’ ο αητέντς α σην μακρά της γης την εμορφίαν.
Πέμε εκέκα αν τραγωδούν τον πόνον πως τον λεν
πέμε την πίστην, τα όνειρα και την χαράν πως κλαίν
η αγριέσα γης, ο ουρανόν τ’ αηδόν΄ πως καλατσεύουν
και με τον ήλο αγίασμαν την ψην πως ημερεύουν.
Και σην σιωπήν ποια προσευχήν, σ’ αερόπον ποίον κλάμα
όρκον ποίον έδεκες κρυφά και εις άστρον ποίον τάμα
κι ετράνινες και ένουμνες γενναίεσα σ’ ένα βράδον
ωσάν εντάμαν μ’ άψιμον, μάνα είδες και τον Χάρον.
Πού να βρω μάνα μου πιπίλ να σπείρω γενεάν
άθια και τριαντάφυλλα σ’ έναν κεπίν γιοσμάν
να λάσκεσαι τ’ απουρπουνού σεβντά να σκουντουλίζει
κι ήνταν θυσίασες για εμέ πάντα να μου θυμίζει.
Μάνα τώρα ετράνινα και εγροικώ κι ελέπω
ερχήνεψα να ψαλαφώ το γένος να ωράζω
άκσον την αγωνία μου και πέμε που αραεύω
δείξισε απόθεν έρχουμαι πού αχπάσκουμαι να έβρω.
Και τέλος το ποίημα του κου Παναγιώτη Άγγελου με τίτλο:
«Μαρμαρωμένες θύρες».
Άμον ποτέν μυροσταθείς μαρμαρομένων των θυρών
σην νύφε ομπροστά καλοτραγούδεσεν έβδομον ντο ψαλμόν
μακρέαν επέταν δώρημαν μάραντα τ’ άγρα δεσμωτών
και μνέσκουσεν όπου ‘ναι ανθρωπόπουλλον κει ‘ναι το θεριόν.
Σε λίβα θρακωτάν τριάχτιδην ευχήν σ’ κάμεν
πινιτζής απάνου στ’ άλογο έχσ’ να μην ντον γυρισμόν
καϊκά σταθ’ς απέσου των βουνών ελαιόκλαδον και σ’ βάλλεν
πλέξεν στεφάνι στα μαλλία, γεννεπλασέ σ’ ντων ουρανόν.
Έσο αλωνοτόπιν υφαίνειν εξίαστρον ντο χάδιν
κι απές σο εγκλεσίες απού δεν μυρωδιάζουν αγιασμόν
αφτέτσε τ’ αφτρίν που ‘χει σε χώμα αφίκην ντο ασπράδιν
φτιάχνεν αψηλά χρυσό κλωστάριν και φαίνεν σου σκοπόν.
Έγκιζε χαλκόν που ‘χει στ’ αμπέλιαν απ’ την ζώντα σκέψιν
κι εννάσκεσε τα λούλουδαν να μην ποτέν σου εμαραθούν
επότησεν ήλεν το νερόν, παράδεισον με θρέψιν
ματιές κάμεν τα όνειραν, αννόματοι το φως να εξαναδούν.
Έτσι μόνον νιώθει κανείς τα βιώματα ενός λαού. Όταν ο ίδιος γίνεται κομμάτι του. Πόντιος δεν είναι αυτός που γεννήθηκε Πόντιος, Πόντιος είναι ο καθένας που γεύεται και τιμά αυτόν τον πολιτισμό. Πόσο εύκολα άραγε θα μπορούσε κανείς μη Πόντιος, να χορέψει Σέρρα; Δηλαδή Πυρρίχιο, αν δεν γεννήθηκε αγκαλιά με αυτον ή τουλάχιστον, να μύρισε λίγο από την φωτιά του.
Ο σπουδαιότερος λοιπόν από του χορούς του Πόντου είναι ο Πυρρίχιος (χορός της φωτιάς), που αποτελεί αρχαιοελληνική πολιτισμική κληρονομιά. Τον χόρεψαν οι Κουρήτες, οι Αθηναίοι στα Παναθήναια και οι Λάκωνες στα Διοσκούρεια. Οι Έλληνες του Πόντου τον διατήρησαν ζωντανό έως τις μέρες μας. Ο Πυρρίχιος είναι οπωσδήποτε πολεμικός χορός και χορεύεται με όπλα. Ο Αριστοφάνης (450-388 π.Χ) αναφέρει ότι αυτός ο χορός ήταν στρατιωτικός και ένοπλος, ο δε Πλάτων (427-347 π.Χ.) περιγράφει τον Πυρρίχιο ως πολεμικό χορό με φάσεις άμυνας και επίθεσης και με τους χορευτές παρατεταγμένους με τα όπλα τους σε στρατιωτική διάταξη. Ο Όμηρος τον θεωρούσε ως έναν από τους σπουδαιότερους χορούς. Ο Πυρρίχιος χορός λέγεται και Σέρρα, επειδή χορευόταν κυρίως κοντά στον ποταμό Σέρρα της Τραπεζούντας.
Πριν το τέλος, θα μείνουμε γιατί αξίζει στην Πόντια μάνα και όχι μόνον σε μία, αλλά σε περισσότερες. Τόσες, που ήτανε τέτοια η θυσία τους που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία και να έχει την ιστορική θέση που της αξίζει. Μαζί με την θυσία του Σουλίου, με το Αρκάδι της Κρήτης, με το Μεσσολόγγι και τόσα άλλα, και αναφέρομαι φυσικά, στο ολοκαύτωμα της Σάντας που προσωπικά θεωρώ ότι το ποίημα της Ελένης Νυμφοπούλου-Παυλίδου, είναι ο Θρήνος των Θρήνων!
Ήτανε 10 Σεπτεμβρίου του 1921 όταν έγινε ο εκτοπισμός έξι ενοριών της Σάντας. Τραγικές σκηνές όπου οδηγούνταν στην εξορία όπως οδηγούνται τα πρόβατα στο σφαγείο. Οι γυναίκες μοιρολογούσαν, τα παιδιά τρομοκρατημένα αλάλαζαν από τα κλάματα και οι άνδρες, με δυσκολία κρατώντας τα δάκρυά τους, μάταια προσπαθούσαν να δώσουνε θάρρος και να κατευναύσουν τον σπαρακτικό εκείνον θρήνο.
Οι μάνες φορτώνονταν έως και τρία παιδιά, όπως φόρτωναν τα ξύλα, άλλοι κουβαλούσανε τους άρρωστους γέροντες πατέρα ή μητέρα, και πολλοί από αρρώστια ή γερατιά δεν μπόρεσαν ν’ ακολουθήσουν.
Πρώτος σταθμός ήτανε η Αρμένικη κωμόπολη Χουνούζ, δεύτερος σταθμός στο Ερερούμ, όπου άρχισε να τους θερίζει ο τύφος, η πείνα και το κρύο. Τόσο κρύο, που δυσκολεύονταν να σκάβουν τάφους για τους νεκρούς τους. Στην Σάντα, απέμειναν μόνον οι αντάρτες και 300 γυναικόπαιδα που τους ακολούθησαν στα βουνά, όταν ο κεμαλικός στρατός κατέλαβε και τις επτά ενορίες της.
Την νύχτα της 10ης Σεπτεμβρίου, αφού διακόπηκε η άνιση μάχη μετά από εννέα ώρες, αντάρτες και γυναικόπαιδα αποσύρθηκαν ανάμεσα στα βουνά στην θέση Μερτζάν Λιθάρ, κι εκεί, αφού μελέτησαν την κατάσταση οι αντάρτες, αποφάσισαν να στείλουν τις γυναίκες και τα παιδιά στ' απάτητα φαράγγια της Bαϊβάτερε, και οι ίδιοι να καταλάβουν κατάλληλα σημεία στο Oυζούν Συρτ, όπου και θα συναντιόταν πάλι με τους υπολοίπους, για να καταφύγουν τελικά στο δάσος Πογιά χανέ, το ασφαλέστερο απ' όλα. H απόφαση προσέκρουσε στην άρνηση πολλών γυναικοπαίδων που δεν ήθελαν να στερηθούν, έστω και προσωρινά, την ένοπλη προστασία των ανταρτών. «Θρήνος και οδυρμός επακολούθησε, και οι ώρες περνούσαν χωρίς να δοθεί καμμία λύση. H κατάσταση ήταν περισσότερο από τραγική. Tο δυσκίνητο σύνολο δεν εννοούσε να δεχθεί το λογικότατο και καλύτερο για την ώρα σχέδιο δίνοντας έτσι, την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων στους αντάρτες για το καλό όλων. Κάποιο φάντασμα φαίνεται να πλανάται επάνω απ' όλους, που έσφιγγε τις ψυχές και θόλωνε το μυαλό, ενώ η πείνα θέριζε τα σπλάχνα και οι κλάψες των μικρών παιδιών επέτειναν τον γενικό εκνευρισμό. Tα παιδιά!... Tα μικρά! Δεν είχαν συναίσθηση του κινδύνου που προκαλούσαν με την ασίγαστη γκρίνια τους. Kαι οι ώρες κυλούσαν ασταμάτητα. Tα μεσάνυχτα είχαν περάσει προ πολλού, κάποια λύση έπρεπε να βρεθή, μια οποιαδήποτε λύση, που θα επέτρεπε την αθόρυβη - την εντελώς αθόρυβη απομάκρυνση από τη θέση εκείνη, για να μη γίνει κοινός τάφος μικρών και μεγάλων, ενόπλων και αόπλων. Kαι βρέθηκε η λύση, για να μην γίνει κοινός τάφος 300 ψυχών.
Πολλά παιδιά τότε, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούσαν να σταματήσουν τις φωνές τους και μη θέλοντας να χωρισθούν από αυτούς, τα σκότωσαν, και τα άφησαν επί τόπου. Την άλλη μέρα, αφού τους ψάχνανε οι τούρκοι, είδανε τα επτά σφαγμένα μικρά παιδιά και ειδοποίησαν τον Μέραρχον και η απάντησή του ήτανε: Άνθρωποι που σφάζουνε τα παιδιά τους, είναι αδύνατον να πιαστούν. Γυρίστε πίσω. Αυτή είναι η θυσία από τις πόντιες μάνες, που δεν θέλησαν να εγκαταλείψουνε τους άνδρες τους στον αγώνα για την σωτηρία, την ζωή και την ελευθερία. Πόση αντρειωσύνη άραγε, θα πρέπει να έχει μια μάνα για να κάνει τέτοια θυσία.
Κανείς στην ιστορία, δεν μπόρεσε ακόμη να πει αν ήταν έγγλημα ή θυσία, και καλόν θα είναι, πριν κανείς θελήσει να κρίνει, ας παρακαλέσει τον θεό, να μην βρεθεί ποτέ στην ίδια μοίρα. Στην ιστορία, έμεινε με τις φράσεις……. «Η σφαγή των νηπίων της Σάντας».
Ήτανε τότε, 11 Σεπτεμβρίου του 1921. Ώ θέ μου, τι θρήνος!
Μια μάνα, διηγείται πως …….. Μια μαύρη μέρα, ένας φώναξε όσες είχαν μικρά παιδιά, να βγουν έξω από την σπηλιά…
«ΤΗ ΘΑΝΑΤΙ ΤΟ ΣΠΕΛ» η σπηλιά του θανάτου.
Eναν, έναν μαύρον ημέραν, εκούιξεν εις, απες σο σπέλ’:
Οι μανάδες ντο έχ’νε μικρά μωρά,
να εβγαίνε οξιοκά ασο σπέλ’.
Ο Ευκλείδης ατ’ εν’ να λέει ατ’ς…………… Έβγαισα…..
Καμίαν να μη επροφτάνα κι έβγαινα…. Ετοπλαεύταμε εκεί.
Πόσοι νομάτ’ έμνες κι θυμούμαι. Έρθαν ουλ οι τρανοί.
Ο Ευκλείδης, στεναχωρεμένος και με το κιφαλ’, κατιβασμένον.
Εμεν εσέβ’, εμεν το βούι-βούι.
Κάποιον κακόν έβρε’ μας ξαν, έλεγα εγώ εμέν.
Επαίραμε, επαίραμεν έναν βαρύν απόφασιν, είπεν,
και θέλομε ν’ακούτ’ ατο κι εσείς,
και ν’αποφασίζετε για το καλόν τη χωρί.
Οι Τουρκάντ’ εγομώθαν σ’ ορμάνια και πολλά,
κι θα επορούμε να στέκομε απές σο σπέλ’.
Πρέπ’, πρεπ΄ να φεύομε,
κι απόθεν επορούμε να φεύομεν, εν’ μανάχον το ποτάμ’.
Ατό, ατό θα γίνεται απές σην νύχταν.
Αν… κουβαλούμε τα μωρά με τ’ εμάς, ατά θα κλαίγ’νε,
και θα παίρ’νε χαπέρ οι Τουρκάντ’ και κανάν΄,
κι θα αφήν’νε με την ψ’ην.
Αν, άν σ π ά ζ ω μ ε τα μωρά, θα γουρταρεύκουμες ουλ’.
Ντο ακούν τα ‘ ωτία μ’;
Ντο είν’ ατά ντο λέγνε, παλαλωσύνιας….. παλαλωσύνιας.
Ο Σπυριδόπον, Εσκώθεν. Εμέν είπεν,, σπάξτ’εμε,
το παιδίν ‘κι δίγ’ατοοοοο.
Κλαίμε, βαρκίζομε, ατό ‘κι γίνεται.
Έλένγο, είπαν εμέ, ατό, εσύ θ’αποφασί’εις, για το παιδί σ’,
και για τον άντρα σ’.
Εχάσα τ’ αχούλι μ’, ‘κι επόρεσα να καλατσεύω.
Τρέχω, τρέχω αφ’κά σ’ορμίν, τρέχω, κλαίγω, βαρκίζωωωωω.
όι, όι, όι…….
Θεέ μ’, έπαρ ‘εμέν, και άφ’σον τον άντρα μ’, αφ’ς το παιδί μ’,
κλαίω, βαρκίζω. Θεέ μ’, ντ’ έτον αγούτο το κακόν Θεέ μ’.
Πόσον εστάθα εκεί αφ’κα κι ξέρω.
Έρθεν η Αποστολιδάβα, η Σοφία, εύρε’με. Εφτουλίγουμνε.
Επαίρεν’ με, εσκώθαμε κι εγύρ’τσαμε ’ς σο σπέλ’.
Ο Αριστείδης χαπέρ ’κι επαίρεν, εκαίγουτον α σον πυρετόν.
Επαίρα, επαίρα το μωρόν ’ς σην εγκάλια μ’ να βυζαλίζ’ ατό.
Σπίγγω, τερώ ατο απές σ’ ομμάτια, και λέγω εγώ εμέν:
Όχιιιιι , όχιιιιιι,’ κι επορώ να δίγ’ ατοοοο, κι επορώωωωω.
Ετέρεσα τον Αριστείδην, κι εβάρκιξα…
Θεέ μ’, θεέ μ΄κι επορώ, βοήθα΄με!.... Βοήθαμε……
Ποίον κλαδίν να εφτάγω γουρπάν!΄
Κι επορώωωωω! όι, όι, όι..
Ελίγωθα κι επέμνα.
Όταν, όταν έρθα σα σύγκαλά μ’,
εκλώστα, ετέρεσα τον Αριστείδην.
’Ετον σο γιάν’ιμ’,
άμα το μωρόν πουθέν ΄κι έτον!
Βαρκίζω, κουίζω, τρέχω οξιωκά α σο σπέλ΄.΄
Κι επρόφτασα το μωρό μ’. όι, όι, όι, όι …………… ό ι, όι, όι.
Έσπαξαν το μωρό μ΄………… έσπαξαν το μωρό μ΄.
Ν’αϊλί εμέν, έχασα το μωρό μ’.
Θεέ μ΄…… θεέ μ΄.
Κλαίγω, φτουλίγουμαι και παρακαλώ τον θεόν,
Θεέμ, επαίρ΄ κι εμέν.
Ντόν κακόν εποίκα ΄Τον, ΄κι ατόσον πολλά βασανίζ’΄με.
Ντόν κακόν εποίκα ΄Τον, ΄κι ατόσον πολλά βασανίζ’΄με.
Θεέεεεμ…………..
Ντόν κακόν εποίκα ΄Τον, ΄κι ατόσον πολλά βασανίζ’΄με.