Αρχιτεκτονική και Διακόσμηση
Μινωικός πολιτισμός
Κατά την διάρκεια της Εποχής του Χαλκού αναπτύχθηκε στην Κρήτη ο Μινωικός πολιτισμός. Οι πρωιμότερες εκφάνσεις του πολιτισμού αυτού ανάγονται στην Προανακτορική περίοδο όταν αρχίζουν να επεκτείνονται ορισμένοι οικισμοί που είχαν δημιουργηθεί σε διάφορες θέσεις, και αποκτούν στοιχεία πρώιμης αστικής οργάνωσης. Κατά την περίοδο των Παλαιών Ανακτόρων (2000-1700 π.Χ.) χτίζονται τα πρώτα μνημειώδη ανάκτορα στην Κνωσσό, την Φαιστό, τα Μάλια, τις Αρχάνες και την Ζάκρο, παρόμοια σε σχέδιο και κατασκευή. Γύρω στο 1700 π.Χ., τα μινωικά ανάκτορα καταστρέφονται από σεισμούς και γρήγορα ανακατασκευάζονται με ακόμη πιο μνημειώδη τρόπο. Η λεγόμενη Νεοανακτορική περίοδος είναι η περίοδος μέγιστης ακμής του Μινωικού πολιτισμού: νωπογραφίες με έντονα χρώματα κοσμούν τα ανάκτορα και άλλα σημαντικά οικοδομήματα. Παρόλες τις καταστροφές από το ηφαίστειο της Θήρας το 1500 π.Χ. κι αντίστοιχα στην Τελική Ανακτορική περίοδο, η μινωική παράδοση παρέμεινε ζωντανή και μάλιστα μετά την κατάκτηση της Κνωσού από τους Μυκηναίους γύρω στο 1450 π.Χ. άνοιξε το δρόμο για την μετάδοση των λαμπρότερων μινωικών επιτευγμάτων στην ηπειρωτική Ελλάδα Ωστόσο, ο Μινωικός πολιτισμός ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, εθίμων και τεχνών, παρακμάζει μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ.
Πρώτοι οικισμοί και θέσεις κατοίκησης
(Οικισμός της Βασιλικής)
Κατά την αστικοποίηση της Πρωτομινωικής περιόδου ως περιοχές κατοίκησης επιλέγονταν τοποθεσίες κυρίως σε εύφορες κοιλάδες και σε πλαγιές βουνών, όπου βρίσκονταν άφθονες πηγές, και θέσεις που ήταν από γεωγραφική άποψη σημαντικές για τις εξωτερικές σχέσεις του νησιού και το εμπόριο. Οι οικισμοί της Βασιλικής, της Μύρτου και του Μόχλου γίνονται μερικά από τα σημαντικά κέντρα αυτής της εποχής. Στην Βασιλική και στην Μύρτο οι οικισμοί που βρέθηκαν αποτελούνται από πολλούς ορθογώνιους χώρους διαφόρων μεγεθών, που δεν ήταν ανεξάρτητοι αλλά συνδέονταν μεταξύ τους με διαδρόμους, ενώ είναι πολύ πιθανή η ύπαρξη δύο ορόφων. Οι τοίχοι, που είχαν κατασκευαστεί από ακατέργαστες πέτρες, θυμίζουν την απλή τοιχοδομία της Νεολιθικής περιόδου, ενώ οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν καλυμμένοι με κόκκινο ή καστανό κονίαμα. Η στέγες είχαν κατασκευαστεί από καλάμια ενωμένα με λάσπη και τα δάπεδα είχαν σχηματιστεί από πατημένο χώμα. Υπήρχαν ανεξάρτητοι αποθηκευτικοί χώροι από τις κατοικίες καθώς και κεντρική πλακόστρωτη αυλή.
(Παλάτι της Κνωσού, αναπαράσταση)
Κατά την Μεσομινωική περίοδο τα ανάκτορα χτίστηκαν στο μέσο εύφορων πεδιάδων όπως η Κνωσσός, σε οροπέδια όπως η Φαιστός αλλά και παραθαλάσσια όπως η Ζάκρος και τα Μάλια. Παράλληλα με τα ανάκτορα λειτουργούσαν και μικρότερες οικιστικές ενότητες στην ενδοχώρα του νησιού με παρόμοια αρχιτεκτονική διάρθρωση, οι λεγόμενες μινωικές επαύλεις που πιθανότατα λειτουργούν ως περιφερειακά κέντρα συλλογής της αγροτικής παραγωγής και αναδιανομής αγαθών. Οι επαύλεις κτίζονταν σε τοποθεσίες που παρουσίαζαν ανάλογα πλεονεκτήματα με εκείνες των ανακτόρων. Κατά το τέλος της Υστερομινωικής περιόδου παρατηρείται μια στροφή στις προτιμήσεις των θέσεων κατοίκησης. Οι οικισμοί κτίζονται πια σε τοποθεσίες με υψηλό υψόμετρο και αρκετά συχνά σε δυσπρόσιτα, απόκρημνα σημεία, γεγονός που δείχνει την αυξημένη ανάγκη των κατοίκων για ασφάλεια.
Μινωικές Πόλεις
(Αναπαράσταση μινωικής πόλης)
H αρχιτεκτονική της Μινωικής Κρήτης είναι πολύπλοκη και δύσκολη στην ερμηνεία της. Την πληρέστερη εικόνα μιας μινωικής πόλης δίνουν οι οικισμοί των Γουρνιών, του Παλαίκαστρου, του Κομού και του οικοδομικού συγκροτήματος των Μαλίων. Τα αστικά κτήρια βρίσκονταν σε μεγάλα οικοδομικά συγκροτήματα που χωρίζονταν από στενούς δρόμους. Η διέλευση μέσα στην πόλη και προς τις εισόδους της γινόταν από πλατύτερους κεντρικούς δρόμους και πλατείες. Τα συγκροτήματα αυτά πιθανόν να είχαν δημιουργηθεί με διαδοχικές προσθήκες νέων κτισμάτων, όπως ακριβώς και τα ανάκτορα. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν είχε προηγηθεί ένας αρχικός σχεδιασμός, παρόλη την πολυπλοκότητα και την διάθεση για συνεχείς επεκτάσεις, γεγονός που αποδεικνύεται από τα άριστα σχεδιασμένα συστήματα αποχέτευσης και εξαερισμού, και το σύστημα διαδρόμων που επέτρεπε την άνετη διακίνηση στο εσωτερικό των συγκροτημάτων. Τα στοιχεία της ανακτορικής αρχιτεκτονικής επαναλαμβάνονται στις επαύλεις και στις ιδιωτικές κατοικίες, οι οποίες μοιάζουν συχνά με μικρογραφίες των ανακτόρων. Η βασική μορφολογική διαφορά από τα ανάκτορα βρίσκεται στην απουσία της κεντρικής αυλής και στην έλλειψη κεντρικού άξονα. Τα ιδιωτικά κτήρια, άλλοτε ξύλινα, πέτρινα ή και μαρμάρινα, είναι απλούστερα στο σχεδιασμό τους αλλά και σ' αυτά ισχύει η ασυμμετρία των προσόψεων, η ποικιλία του ύψους της στέγης, ανάλογα με το πόσους ορόφους είχαν, και η διαίρεση σε χώρους καθορισμένων χρήσεων. Τα παράθυρα συνήθως βρίσκονταν, για λόγους ασφαλείας πιθανόν, στους ορόφους και όχι στο ισόγειο, ενώ σχεδόν όλα τα κτίσματα είχαν ένα μικρό δώμα στην οροφή τους. Οι οικοδομικές λεπτομέρειες που παρατηρούνται σε όλα τα κτήρια είναι ο συνδυασμός πλινθοδομής και ξυλοδεσιάς, και οι διακοσμητικές ζωφόροι από κατακόρυφα κομμένους κορμούς δένδρων. Ακόμη, κάποια δημόσια κτήρια, ενδεχομένως αποθήκες τροφίμων, είχαν επενδυμένους τοίχους με κεραμικά πλακάκια παρόμοια με τα σημερινά. Αντίθετα από τις περισσότερες πόλεις της εποχής του Χαλκού στον νησιωτικό χώρο, οι Μινωικές πόλεις δεν διέθεταν οχύρωση. Αντίθετα οι οικίες των ανθρώπων της υπαίθρου χαρακτηρίζονται από την απλότητα που συναντά κανείς και στα σύγχρονα σπίτια. Έχουν ορθογώνια κάτοψη και μόνο όσα δωμάτια απαιτούνται για τις βασικές ανάγκες των ενοίκων. Ο εξοπλισμός τους είναι επίσης λιτός- λιγοστά σκεύη και τα απαραίτητα αγροτικά εργαλεία. Χαρακτηριστικός τύπος τέτοιας απλής κατοικίας είναι αυτός στην περιοχή Σίβας στην Μεσσαρά.
Ανακτορική αρχιτεκτονική
Από όλα τα μέχρι στιγμής αρχαιολογικά δεδομένα και από τις συγκρίσεις μεταξύ των διαφόρων ανακτορικών κέντρων προκύπτει το συμπέρασμα ότι η οικοδόμηση των ανακτόρων έγινε βάσει συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού σχεδίου και με προκαθορισμένο διακοσμητικό πρόγραμμα. Εξαίρεση αποτελεί ίσως το ανάκτορο της Κνωσού, το οποίο φαίνεται ότι προέκυψε εν μέρει από την συνένωση προϋπαρχόντων σημαντικών κτηρίων της πόλης. Όσον αφορά τον σχεδιασμό και την λειτουργικότητά τους υπάρχουν έμμεσες αναφορές στα ανάκτορα της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου, από όπου οι Μινωίτες δανείστηκαν συγκεκριμένα στοιχεία, που όμως στην συνέχεια τα προσάρμοσαν στο φυσικό περιβάλλον της Κρήτης και τις απαιτήσεις της μινωικής κοινωνίας.
Έτσι διαμορφώθηκε ένας ιδιαίτερος αρχιτεκτονικός τύπος με πολλές καινοτομίες όπως οι κίονες, οι φωταγωγοί, τα πολύθυρα και κάποια ιδιόρρυθμα στοιχεία όπως τα θυρώματα κοντά σε γωνίες, η εναλλαγή κιόνων και πεσσών και οι σκάλες που έστριβαν από όροφο σε όροφο. Τα πολύθυρα και οι φωταγωγοί δημιουργούσαν παντού έντονες φωτοσκιάσεις, ενώ η χρωματική ποικιλία και η πλούσια διακόσμηση προκαλούσαν μια ατμόσφαιρα διαρκούς κίνησης. Η εξωτερική όψη των κτηρίων με τις μνημειώδεις εισόδους και τις στέγες σε διάφορα ύψη ήταν εντυπωσιακή και συγχρόνως γραφική. Οι εξωτερικοί όγκοι διαλύονταν στο φως και το χρώμα, τα περιγράμματα ήταν χαλαρά και απόλυτα προσαρμοσμένα στον φυσικό χώρο.
Τα ανάκτορα αποτελούνταν από πολυώροφα διαμερίσματα (ενίοτε έφταναν μέχρι και τους πέντε ορόφους) γεγονός που διαπιστώνεται από την ύπαρξη κλιμακοστασίων κι από τους ιδιαίτερα παχείς τοίχους του ισογείου. Τα διαμερίσματα ήταν διαρθρωμένα σε τέσσερις πτέρυγες γύρω από μία τεράστια ορθογώνια κεντρική αυλή που αποτελούσε το λειτουργικό πυρήνα του ανακτόρου. Η κεντρική αυλή είχε παραλληλόγραμμο σχήμα και προσανατολισμό από βορρά προς νότο. Γύρω από την κεντρική αυλή στο ισόγειο αναπτύσσονταν με δαιδαλώδη τρόπο διαμερίσματα διαφόρων χρήσεων. Διέθεταν μεγάλες αίθουσες υποδοχών και συνεστιάσεων, ιερά με ειδικές εγκαταστάσεις τελετουργιών, εργαστήρια, μαγειρεία και αποθήκες όπου συσσωρευόταν το πλεόνασμα της περιφέρειας. Στους επάνω ορόφους βρίσκονταν οι χώροι κατοικίας και τα πολυτελή διαμερίσματα όπου μάλλον κατοικούσαν οι βασιλείς-αρχιερείς, χώροι συμποσίων και εργαστηρίων καθώς και ιεροί χώροι που βρίσκονταν σε όλα σχεδόν τα διαμερίσματα των ανακτόρων ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα τους, όπως επίσης και στην κεντρική αυλή, όπου οι κτιστές εξέδρες μαρτυρούν την τέλεση κοινωνικών εκδηλώσεων ιερού χαρακτήρα. Όσον αφορά το εσωτερικό των διαμερισμάτων, εκτός από τα αναγκαία έπιπλα και σκεύη οικιακής χρήσης, διακοσμείται με αντικείμενα υψηλής αισθητικής, προϊόντα των καλλιτεχνικών εργαστηρίων των Μινωιτών. Στους εξωτερικούς χώρους των ανακτόρων υπήρχαν πλακοστρωμένες αυλές και θεατρικοί χώροι για τις δημόσιες τελετές και συναθροίσεις. Γενικά στα ανάκτορα δεν υπήρχε κανένας άχρηστος ή χαοτικός χώρος.
Η μετακίνηση ανάμεσα στους πολυάριθμους χώρους του ανακτόρου εξασφαλιζόταν με διαδρόμους, φωταγωγούς, εξώστες και πολύθυρα, τα οποία εξασφάλιζαν επίσης τον αερισμό και τον φυσικό φωτισμό των εσωτερικών διαμερισμάτων. Τα κλιμακοστάσια είχαν άνετα, χαμηλά σκαλιά και φαρδιά πλατύσκαλα. Παρά τον γενικά ομοιόμορφο χαρακτήρα της ανακτορικής αρχιτεκτονικής μερικά στοιχεία, όπως οι κίονες δείχνουν μεγάλη ποικιλομορφία. Ήταν ξύλινοι με λίθινες βάσεις και το πάχος τους μειωνόταν προς το κάτω μέρος. Ακόμη, τα κιονόκρανα είχαν πολλές διαφορετικές μορφές, χρωματισμούς και διακοσμήσεις, ενώ οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με τοιχογραφίες με γεωμετρικά μοτίβα ή θέματα που παριστάνουν ανθρώπινες μορφές, κήπους, τοπία θαλασσινά ζώα κ.α. Υπάρχουν επίσης και σκηνές από την θρησκευτική και καθημερινή ζωή. Χρησιμοποιούνταν πολλά χρώματα όπως το κόκκινο, κίτρινο, μαύρο, γαλάζιο και πράσινο, ενώ με την χρήση του γύψου κάποια τμήματα γίνονται ανάγλυφα. Επιπλέον στα ανάκτορα υπήρχε ένα περίπλοκο διπλό αποχετευτικό σύστημα για να μεταφέρονται τα υγρά απόβλητα χωριστά από τα όμβρια ύδατα, καθώς επίσης κι ένα υδραυλικό σύστημα με πήλινες σωλήνες που μεταφερόταν νερό από το υδραγωγείο της πόλης. Όλα τα μινωικά ανάκτορα διέθεταν ειδικά σχεδιασμένους χώρους για την αποθήκευση των αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων, που συλλέγονταν από την επαρχία. Οι ανακτορικές αποθήκες ήταν στενοί χώροι σε παράλληλη διάταξη, γεμάτοι από τεράστια πιθάρια και βρίσκονταν συνήθως στη δυτική ισόγεια πτέρυγα, κοντά στην είσοδο. Κατά μία άποψη, η θέση των αποθηκών στη δυτική αυλή δεν ήταν τυχαία, αλλά στόχευε έμμεσα στην επίδειξη του οικονομικού κύρους, κατά τις συγκεντρώσεις του πλήθους στον θεατρικό χώρο.
Οι ιεροί χώροι των ανακτόρων αναγνωρίζονται από συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία που ήταν σχεδιασμένα για να εξυπηρετούν τις ιερές τελετές, όπως οι δεξαμενές καθαρμών, οι ιερές κρύπτες, τα θρανία, οι κόγχες και οι πεσσοί. Στην Κνωσό συναντούμε συχνά λίθινα ιερά κέρατα σε διάφορα σημεία, θρησκευτικά θέματα στις τοιχογραφίες και λιθοξοϊκά χαράγματα του διπλού πελέκεως. Όλα αυτά αποτελούν ενδείξεις ότι ολόκληρος ο χώρος του ανακτόρου χαρακτηριζόταν από ιερότητα. Η εξαιρετικά πολύπλοκη μορφή των μινωικών ανακτόρων έμεινε παροιμιώδης στην ιστορία, ώστε από εκεί να προέρχονται οι σημερινές λέξεις δαιδαλώδης και λαβύρινθος, που παραπέμπουν αντίστοιχα και στον μυθικό αρχιτέκτονα του ανακτόρου της Κνωσού, Δαίδαλο.
Οικοδομικά υλικά
Στην οικοδόμηση των μινωικών κτηρίων χρησιμοποιήθηκαν πολλά διαφορετικά πετρώματα διαφόρων χρωμάτων ώστε το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα, τόσο των εξωτερικών όσο και των εσωτερικών χώρων να χαρακτηρίζεται από έντονη πολυχρωμία. Το κύριο υλικό της τοιχοδομίας ήταν οι λαξευμένοι δόμοι από πωρόλιθο. Άλλα, λιγότερο συνήθη υλικά ήταν οι κροκαλοπαγείς λίθοι, η κουσκουρόπετρα και ο σχιστόλιθος, ενώ ο γυψόλιθος χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την οικοδόμηση πολυτελών κτηρίων.Οι εξωτερικοί και οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν κτισμένοι από λίθινους δόμους, ενώ τα κατώφλια ήταν στρωμένα με λίθινες πλάκες. Διάφορα είδη μαρμάρου διακοσμούσαν μικρότερες επιφάνειες πολυτελών χώρων όπως δάπεδα, βάσεις κιόνων και επενδύσεις τοίχων. Ως συνδετικό υλικό μεταξύ των δόμων χρησιμοποιούνταν πηλός ανακατεμένος με χαλίκια, όστρακα και άχυρο.
Οι εξωτερικοί τοίχοι, που ήταν κτισμένοι με μεγαλύτερη επιμέλεια από τους εσωτερικούς, ήταν συνήθως στεγανοποιημένοι με πηλόχωμα. Οι εσωτερικοί τοίχοι καλύπτονταν από χρωματιστά ασβεστοκονιάματα, τα οποία στα σημαντικότερα διαμερίσματα ήταν διακοσμημένα με τοιχογραφίες υψηλής ποιότητας.
Στην τοιχοδομία χρησιμοποιήθηκε και αρκετό ξύλο, παρόλο που η ξυλεία δεν ήταν άφθονη στην Κρήτη. Το ξύλο εξασφάλιζε την ελαστικότητα των κτηρίων και κατά συνέπεια την προστασία τους από τους σεισμούς. Ξυλεία χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την κατασκευή κιόνων, παραστάδων και θυρωμάτων και ως στήριγμα της οροφής και των δαπέδων. Από ξύλο κατασκευάζονταν συχνά τα κλιμακοστάσια, ενώ οι ξύλινες επενδύσεις των τοίχων χρησιμοποιήθηκαν πολλές φορές ως φθηνό υποκατάστατο της ορθομαρμάρωσης. Τα δάπεδα παρουσίαζαν επίσης έντονη πολυχρωμία, καθώς οι λίθινες πλάκες συνδυάζονταν με χρωματιστά κονιάματα ή βοτσαλωτές επιφάνειες. Τα δάπεδα των ισογείων ήταν συχνά στρωμένα με χαλικάσβεστο, ενώ πολλές φορές μεταξύ των πλακών δημιουργούνταν διάχωρα γεμισμένα με φθαρτά υλικά. Αν και δεν υπάρχουν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία για την χρήση άλλων υλικών, θεωρείται πολύ πιθανό να είχε χρησιμοποιηθεί και το μέταλλο σε οικοδομικές λεπτομέρειες αλλά και υφάσματα για την κάλυψη των πολυθύρων.
Κνωσός
Το ανάκτορο της Κνωσού είναι το μεγαλύτερο στην Μινωική Κρήτη. Συγκεκριμένα, είναι κατά δύο φορές μεγαλύτερο από το ανάκτορο της Φαιστού και των Μαλίων, τέσσερις φορές από εκείνο της Ζάκρου και επτά φορές από το ανακτορικό κέντρο των Γουρνιών. Σε αντίθεση από την Φαιστό και τα Μάλια, που παρουσιάζουν ενιαίο σχεδιασμό, το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού δε φαίνεται να έχει κτιστεί σε μία σύντομη περίοδο, αλλά σε διαδοχικά στάδια, ίσως με την ενοποίηση σημαντικών κτηρίων της Προανακτορικής εποχής. Στον σχεδιασμό του αποφεύχθηκαν γενικά οι ευθείς διάδρομοι, ενώ παρατηρείται πολύ συχνά η χρήση γωνιών και ψευδοεισόδων. Τα στοιχεία αυτά, μαζί με την πολύπλοκη αρχιτεκτονική του σύλληψη, δικαιολογούν τον κρητικό μύθο του Λαβύρινθου.
(Παλάτι Κνωσού και κύρια είσοδος του Παλατιού, αναπαράσταση)
Όπως και στα άλλα μινωικά ανάκτορα, τα διαμερίσματα του ανακτόρου της Κνωσού αναπτύσσονται γύρω από μία μεγάλη κεντρική αυλή. Σε όλη την επιφάνεια της αυλής ανυψωμένοι και διασταυρούμενοι διάδρομοι οδηγούσαν τον επισκέπτη σε διαφορετικά σημεία του ανακτόρου. Οι διάδρομοι αυτοί χρησίμευαν άλλοτε ως απλοί τρόποι πρόσβασης στο εσωτερικό του ανακτόρου και άλλοτε ως τελετουργικοί διάδρομοι στις διάφορες κοινωνικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις. Στο κέντρο του ανακτόρου της Κνωσού οδηγούσαν τρεις είσοδοι, η βόρεια, η δυτική και η νότια. Η βόρεια είσοδος οδηγούσε στο ανάκτορο από τον θεατρικό χώρο.
Η δυτική είσοδος είχε εκτός από λειτουργική και τελετουργική χρήση. Από αυτήν εισέρχονταν οι επισκέπτες που προσέφεραν τιμές στον άνακτα ή την αρχιέρεια αφού περνούσαν πρότινος από ένα φυλάκιο, όπου γινόταν ο έλεγχος. Από εκεί ξεκινούσε κι ένας διάδρομος με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, που οδηγούσε στους κεντρικούς χώρους του ανακτόρου. Η κύρια νοτιοδυτική είσοδος, που θα πρέπει να ήταν πολύ επιβλητική, καλυπτόταν από ένα στέγαστρο με περιστύλιο.Στις πτέρυγες γύρω από την κεντρική αυλή υπήρχαν δωμάτια διαφόρων χρήσεων, όπως ιδιωτικά διαμερίσματα, χώροι υποδοχής, η αίθουσα του θρόνου, αποθήκες, εργαστήρια, ιερά κ.α.
Το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του ανακτόρου της Κνωσού είναι το νοτιοανατολικό, το οποίο πιθανόν να ήταν συγκρότημα ιδιωτικών διαμερισμάτων ή και κατοικία της βασιλικής οικογένειας. Ένα σχετικά μικρό διαμέρισμα αυτής της πτέρυγας ονομάζεται μέγαρο της βασίλισσας. Σε αυτό ανήκαν μερικά μικρότερα δωμάτια, ένα λουτρό και μία τουαλέτα. Οι τοίχοι του κύριου δωματίου ήταν διακοσμημένοι με αλαβάστρινες επενδύσεις και τοιχογραφίες. Ένα σύμπλεγμα μικρότερων δωματίων στην νότια πλευρά του μεγάρου της βασίλισσας, που διέθετε δύο λουτρά, χαρακτηρίζεται ως χώρος φιλοξενίας επισκεπτών.
Η αίθουσα του θρόνου της Κνωσού βρισκόταν στη βόρεια πλευρά των ιερών διαμερισμάτων. Η είσοδος σε αυτήν γινόταν από την κεντρική αυλή με ένα τετραπ λό πολύθυρο και τέσσερα σκαλιά. Στην μία μακριά πλευρά της αίθουσας αυτής δέσποζε ένας λίθινος θρόνος, που είχε κατασκευαστεί έτσι ώστε να μιμείται ξύλο. Μία τοιχογραφία που απεικονίζει ένα ζευγάρι γρύπες να πλαισιώνουν τον θρόνο. Στην απέναντι πλευρά βρισκόταν μία δεξαμενή καθαρμών, πράγμα που υποδηλώνει τον ιερό χαρακτήρα του χώρου. Τέλος, ένα στοιχείο που αποδεικνύει την εξελικτική ανωτερότητα της Κνωσού σε σχέση με τα υπόλοιπα γνωστά κτίσματα της εποχής εκείνης, είναι ο τρόπος θέρμανσης κάποιων δωματίων του παλατιού. Υπήρχαν κάτω από το δάπεδο πήλινες σωλήνες μέσα από τις οποίες πέρναγε ζεστό νερό θερμαίνοντας όλο τον χώρο.
Επαύλεις
Ως μινωικές επαύλεις χαρακτηρίζονται τα κτήρια της Μεσομινωικής και Υστερομινωικής περιόδου, που είναι μικρότερα από τα ανάκτορα, αλλά πολύ μεγαλύτερα και πολυπλοκότερα από τις απλές Μινωικές κατοικίες.
Οι επαύλεις είναι συνήθως διώροφες και εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ανακτορικής αρχιτεκτονικής, όπως κίονες, πεσσούς, πολύθυρα, φωταγωγούς, όπως επίσης και την κοινή με τα ανάκτορα πρόβλεψη για ιδιαίτερους λατρευτικούς χώρους. Μερικές από τις επαύλεις κτίστηκαν στο κέντρο των μινωικών πόλεων, όπως αυτές της Τυλίσου, άλλες βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τα ανάκτορα, όπως η βασιλική έπαυλη της Κνωσού και άλλες εντοπίζονται σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως η αγροτική έπαυλη του Βαθύπετρου και η έπαυλη του Σκλαβόκαμπου. Μερικές ιδιαίτερα εκτεταμένες κτιριακές εγκαταστάσεις, όπως αυτή της Αγίας Τριάδας, παρουσιάζουν κοινά στοιχεία τόσο με τα ανάκτορα όσο και με τις επαύλεις με αποτέλεσμα η κατάταξή τους στον έναν ή τον άλλον αρχιτεκτονικό τύπο να παραμένει προβληματική.
Σαφής ένδειξη ότι στην Κρήτη υπήρχαν τεχνητοί κήποι αποτελεί ο τοιχογραφικός διάκοσμος της έπαυλης στην Αμνισό. Στην μία πλευρά της αίθουσας απεικονίζονταν κρίνοι, που φύτρωναν από χαμηλές βάσεις με βάθος ένα βραχώδες τοπίο και στην άλλη συστάδες κρίνων, που προέβαλαν από οδοντωτά πλαίσια. Τα οδοντωτά αυτά πλαίσια ερμηνεύτηκαν και ως απεικόνιση τεχνητών λιμνών, που βρέθηκαν και σε Αιγυπτιακές παραστάσεις πολυτελών κήπων. Σε παραστάσεις τοιχογραφιών, όπως αυτές της Αμνισού, απεικονίζεται η τοποθέτηση διακοσμητικών φυτών σε ανθοδοχεία ή γλάστρες. Ορισμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δείχνουν επίσης την ύπαρξη κήπων ανάμεσα σε ανακτορικά διαμερίσματα ή διάφορα κτήρια. Οι κήποι εντοπίζονται κυρίως σε φωταγωγούς μινωικών κτηρίων. Η καλλιέργεια αυτών των φυτών ίσως σχετίζεται με την τέλεση θρησκευτικών τελετουργιών αφού έχει επιβεβαιωθεί η στενή σχέση της βλάστησης με την μινωική θρησκεία.
Ταφικά κτίρια
Ήδη από την αρχή της πρώιμης Χαλκοκρατίας (3650 - 2000 π.Χ) αρχίζει να εγκαταλείπεται στην Κρήτη το νεολιθικό ταφικό έθιμο της απόθεσης των νεκρών σε σπήλαια ή βραχοσκεπές και γενικεύεται η χρήση των νεκροταφείων. Κάθε γένος διατηρούσε στα νεκροταφεία το δικό του ταφικό κτήριο που χρησιμοποιούταν από γενιά σε γενιά επί πολλούς αιώνες.
Ο χαρακτηριστικότερος τύπος ταφικών κτηρίων της Μινωικής εποχής είναι τα κυκλικά ταφικά κτήρια, που είναι γνωστά ως θολωτοί τάφοι, οι οποίοι παρουσιάζουν μεγαλύτερη διάδοση στο νοτιοδυτικό τμήμα της Κρήτης, ιδιαίτερα στην πεδιάδα της Μεσαράς. Οι θολωτοί τάφοι είναι κυκλικά κτίσματα με διάμετρο από 4 μέχρι 13 μέτρα. Οι τοίχοι τους ήταν παχείς και κτισμένοι με μεγάλες πέτρες. Το διάχωρο των λίθων γεμιζόταν με λάσπη. Σε πρωιμότερους τύπους οι τοίχοι ήταν θεμελιωμένοι σε λαξευμένο βράχο. Οι πέτρες ήταν ακατέργαστες στην εξωτερική τους πλευρά αλλά λειασμένες εσωτερικά έτσι ώστε η εσωτερική πλευρά των τοίχων να παίρνει μία εντελώς επίπεδη όψη. Η είσοδος των θολωτών τάφων βρισκόταν πάντοτε στα ανατολικά. Σε κάποιες περιπτώσεις η κατασκευή του ανωφλίου δείχνει μια μακρινή σχέση με το χαρακτηριστικό ανακουφιστικό τρίγωνο των Μυκηναϊκών θολωτών τάφων. Στην περιφέρεια των τάφων κτίζονταν μερικές φορές προθάλαμοι ή δωμάτια που ήταν σύγχρονα ή και μεταγενέστερα από το αρχικό κτίσμα και είχαν ένα άνοιγμα στην οροφή. Αυτές οι προεκτάσεις χρησιμοποιούνταν ως οστεοφυλάκια των παλαιότερων ταφών. Σε μερικούς από αυτούς τους χώρους ίσως να τελούνταν τελετές νεκρολατρείας, όπως δείχνουν οι εκεί εγκατεστημένοι βωμοί, τα υπολείμματα τροφών και τα λατρευτικά αντικείμενα.
Σχετικά με την προέλευση του αρχιτεκτονικού τύπου των θολωτών τάφων έχουν διατυπωθεί πολλές και εντελώς διαφορετικές θεωρίες. Εκείνο που φαίνεται σίγουρο είναι ότι οι θολωτοί τάφοι της Κρήτης είναι μάλλον οι πρόγονοι των μυκηναϊκών θολωτών τάφων, οι οποίοι παρουσιάζουν στην συνέχεια διαφορετική εξέλιξη. Κατά την μυκηναϊκή κυριαρχία διαδόθηκε στην Κρήτη ο Μυκηναϊκός τύπος θολωτού τάφου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από το ανακουφιστικό τρίγωνο και τον μακρύ δρόμο.
Στην ανατολική Κρήτη αντίθετα συνηθίζονταν τα ορθογώνια ταφικά κτήρια, οικοδομήματα δηλαδή προορισμένα για ταφική χρήση, που διακρίνονται σε δύο διαφορετικούς τύπους. Στον πρώτο τύπο ανήκουν όσα αποτελούνται από μακρόστενα, παράλληλα δωμάτια, όπως αυτά του Παλαικάστρου, των Aρχανών, του Πλατάνου και της Γουρνιάς. Στον δεύτερο τύπο ανήκουν όσα αποτελούνται από τετράγωνους ή ορθογώνιους χώρους, με πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα τα ταφικά κτήρια του Μόχλου. H οροφή των κτηρίων αυτών δε σώζεται πουθενά, αλλά εικάζεται ως επίπεδη. Οι δύο αυτές παραλλαγές συναντώνται συχνά στο ίδιο νεκροταφείο και είναι μάλλον σύγχρονες. Οι νεκροί τοποθετούνταν σε ιδιαίτερους χώρους και τα οστά των παλαιότερων ταφών συγκεντρώνονταν σε γειτονικά οστεοφυλάκια που προστίθενταν στο αρχικό κτίσμα.
Εκτός από τα ταφικά κτήρια υπήρχαν και ανεξάρτητες ταφές, ενώ εμφανίζονται και οι θαλαμοειδείς τάφοι. Οι τάφοι αυτοί ήταν υπόγειοι, λαξευμένοι σε πλαγιές λόφων και είχαν είσοδο στο τέρμα ενός μακρόστενου, επίσης λαξευμένου δρόμου. H μορφή αυτού του ταφικού τύπου παρουσιάζει ομοιότητες με την οικιστική αρχιτεκτονική, υποδηλώνοντας ίσως έτσι την συνάφεια του σπιτιού των νεκρών με το σπίτι των ζώντων. H διάδοσή του είναι μεγαλύτερη στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού. Όμως οι μινωικοί θολωτοί τάφοι είναι ο πιο χαρακτηριστικός και διαδεδομένος τύπος οικογενειακού τάφου της Μινωικής Κρήτης, ο οποίος είχε διάρκεια ζωής σχεδόν μία χιλιετία.
Πηγές:
http://greekworldhistory.blogspot.co.ke/2014/05/blog-post_18.html
http://www.hellinon.net/NeesSelides/Kriti/AnixnefsiPolitismou.htm
http://antiquatedantiquarian.blogspot.com/2015/04/the-minoans-aegean-decline-and-bronze.html
https://www.studyblue.com/notes/note/n/minoan-civilization-pt-2-1600-1500-1400/deck/713560
https://peripluscd.wordpress.com/2013/03/04/chronicle-2-minoan-cretan-thalassocracy-2/
http://rockthatroad.com/palace-of-knossos/
http://photoseek.photoshelter.com/image/I0000hsyE_aPLXOE
https://en.wikipedia.org/wiki/Amnisos