Αρχιτεκτονική και Διακόσμηση
Μυκηναϊκός πολιτισμός
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός συμπίπτει χρονικά με την τελευταία φάση της Εποχής του Χαλκού στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου, δηλ. στα 1600 – 1100 π.Χ. Φορείς του ήταν οι Αχαιοί, που εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα γύρω στο 2000 π.Χ. και απέκτησαν γρήγορα επαφή με τους Μινωίτες, από τους οποίους επηρεάστηκαν σε πολλά επίπεδα. Η τέχνη τους συνδυάζει στοιχεία που καθρεφτίζουν τον πολεμικό και αγωνιστικό χαρακτήρα του πολιτισμού τους, με μια διάθεση εκλεπτυσμένης πολυτέλειας. Η Μυκηναϊκή περίοδος χωρίζεται σε τρεις φάσεις:
Α. Πρώιμη Υστεροελλαδική ή Πρώιμη Μυκηναϊκή Περίοδος (1600 – 1500 π.Χ.) που ήταν και η τελευταία φάση της εποχής του χαλκού . Αυτή την περίοδο ο Μυκηναϊκός πολιτισμός αναπτύσσεται κυρίως στις Μυκήνες. Κατά την πρώιμη αυτή περίοδο, οι ευγενείς ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ανέγερση μνημειακών τάφων και για την ταφική χλιδή παρά για την οικοδόμηση εντυπωσιακών οικιών ή ανακτόρων. Το ενδιαφέρον των Μυκηναίων για την μεταθανάτια φήμη ήταν τέτοιο που οδήγησε στην γένεση ενός από τους χαρακτηριστικότερους τύπους της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής, του θολωτού τάφου.
Β. Μέση Υστεροελλαδική (1500 – 1400 π.Χ.) σε αυτή την φάση ο Μυκηναϊκός πολιτισμός απλώνεται σε όλη την Ελλάδα και στα νησιά. Εμφανίζονται οι πρώτοι λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι, που φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν από κατώτερα μέλη της κοινωνικής ιεραρχίας.
Γ. Νεότερη Υστεροελλαδική ή περίοδος της "Μυκηναϊκής Κοινής" (1400 – 1100 π.Χ.) σε αυτήν τη φάση ανήκουν τα ανάκτορα που βρέθηκαν στη Θήβα, στην Τίρυνθα και στην Πύλο. Επίσης τότε κατασκευάστηκαν τα τεράστια τείχη τα λεγόμενα κυκλώπεια τείχη, δείγματα των οποίων συναντάμε στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα και στην Ακρόπολη της Αθήνας. Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνωρίζει την περίοδο αυτή και η τεχνολογία, όπως μαρτυρά η κατασκευή λιθόστρωτων δρόμων, λίθινων γεφυριών πάνω από ποτάμια, φραγμάτων για την συλλογή νερού, και κυρίως, το κολοσσιαίο έργο της αποξήρανσης της λίμνης Κωπαΐδος. Γενικά η μυκηναϊκή αρχιτεκτονική ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία της και τα αξιοθαύμαστα τεχνολογικά επιτεύγματα. Σε αυτά συγκαταλέγονται οι τειχισμένες ακροπόλεις, τα ανάκτορα, οι οικισμοί και τα ταφικά μνημεία.
Ακροπόλεις
Ως ακροπόλεις ορίζονται οι βραχώδεις, φυσικά οχυρές θέσεις, στο ψηλότερο σημείο των οποίων ήταν χτισμένος ένας οικισμός που προστατευόταν από οχυρωματικά τείχη. Στον Αιγιακό χώρο παρόμοια οικοδομικά σχήματα ήταν γνωστά ήδη από την Νεολιθική, την Πρωτοελλαδική και τη Μεσοελλαδική εποχή. Οι πρωιμότεροι όμως αυτοί λίθινοι περίβολοι που ήταν χαμηλοί, λεπτοί και χτισμένοι με μικρούς λίθους δεν ήταν σε θέση να αντέξουν ισχυρές πολιορκίες. Κατά το 14ο και 15ο αιώνα π.Χ. εμφανίστηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα ανάλογοι οχυρωμένοι οικισμοί, χτισμένοι όμως με το λεγόμενο κυκλώπειο τρόπο οικοδόμησης, με στόχο να κάνουν τους μυκηναϊκούς οικισμούς πραγματικά απόρθητους. Το πολεοδομικό αυτό σχήμα έφερε τους Ελλαδικούς οικισμούς κοντά στο πρότυπο των πανίσχυρων οχυρωμένων πόλεων της Μικράς Ασίας, της Χαναάν και της Μεσοποταμίας.
Οι επιβλητικές αυτές οχυρώσεις ήταν κυρίως έκφραση της δύναμης και του κύρους των ηγεμόνων, παρά βεβιασμένα μέτρα προστασίας από εχθρικές επιδρομές όπως δείχνουν η επιβλητικότητα της κατασκευής από μεγάλους πελεκημένους ογκόλιθους και οι μνημειώδεις πύλες. Οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας αισθάνονταν δέος βλέποντας τα ερείπια των μυκηναϊκών ακροπόλεων και απέδιδαν την κατασκευή τους στους Κύκλωπες. Από εκεί προήλθε ο χαρακτηρισμός των μυκηναϊκών τειχών ως «κυκλώπειων». Η γραμμή του οχυρωματικού τους τείχους ακολουθούσε την φυσική περίμετρο του βράχου. Οι επεκτάσεις που γίνονταν κατά καιρούς εκτείνονταν στα χαμηλότερα επίπεδα. Στα σημεία που οι ακροπόλεις ήταν αδύναμες από αμυντική άποψη, τα τείχη χτίζονταν ισχυρότερα και υψηλότερα. Τα οχυρωματικά τείχη διέθεταν πολύπλοκα συστήματα εισόδων, αψιδωτούς διαδρόμους για την απρόσκοπτη κυκλοφορία σε περίοδο πολέμου και υπόγειες προσβάσεις σε πηγές νερού για την εξασφάλιση της υδροδότησης σε περίοδο πολιορκίας. Οι πιο μεγάλες οχυρωμένες ακροπόλεις ήταν της Τίρυνθας, των Μυκηνών, του Γλα και των Αθηνών, κι αποτελούν ίσως τα πιο χαρακτηριστικά δημιουργήματα του Μυκηναϊκού πολιτισμού.
Οι εγκαταστάσεις αυτές δεν ήταν απλώς οχυρωμένοι συνοικισμοί, ούτε ανοχύρωτα ανάκτορα, όπως στην Κρήτη και την Πύλο. Ήταν τειχισμένα ανακτορικά συγκροτήματα τα οποία καταλάμβαναν σχεδόν ολόκληρη την έκταση εντός των τειχών και αποτελούσαν τις πρωτεύουσες μεγάλων διοικητικών περιοχών. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ζούσαν σε μικρότερους συνοικισμούς και αγροτικές εγκαταστάσεις έξω από τα τείχη. Οι περίοικοι έβρισκαν σε καιρό πολέμου καταφύγιο στις ακροπόλεις, αν και το εσωτερικό τους δε διέθετε αρκετό ελεύθερο χώρο, καθώς τα κτήρια κάλυπταν σχεδόν ολόκληρη την έκταση της ακρόπολης. Οι ακροπόλεις ήταν οι διοικητικές έδρες και ταυτόχρονα τα θησαυροφυλάκια κάθε μυκηναϊκού κρατιδίου. Ο επιβλητικός όγκος των τειχών τους αποτελούσε ταυτόχρονα το σύμβολο και το μέτρο ισχύος του δυνάστη που τις κατείχε. Το εσωτερικό των ακροπόλεων ήταν ένας άριστα οργανωμένος χώρος, όπου βρίσκονταν διάφορα κτιριακά συγκροτήματα με συγκεκριμένες λειτουργίες. Η επικοινωνία ανάμεσα στα συγκροτήματα αυτά γινόταν με ένα περίπλοκο σύστημα από διαδρόμους, κλίμακες και αναβάθρες που διευκόλυναν την κυκλοφορία και συγχρόνως χώριζαν την ακρόπολη σε ζώνες ειδικών λειτουργιών. Το κεντρικό κτήριο ήταν το ανάκτορο, η κατοικία του βασιλιά και της οικογένειάς του. Γύρω από αυτό βρισκόταν ένα πλήθος από κτίσματα, όπου στεγάζονταν οι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι, τα μέλη του ιερατείου, οι τεχνίτες και οι καλλιτέχνες. Σε γειτονικά διαμερίσματα κατοικούσαν η ακολουθία και η φρουρά του ηγεμόνα. Στις ακροπόλεις βρίσκονταν επίσης τα ανακτορικά ιερά και οι κρατικές αποθήκες, όπου ήταν συγκεντρωμένα τα αγροτικά προϊόντα και τα εμπορεύματα της περιοχής.
Ανάκτορα
Παρά το γεγονός ότι τα μυκηναϊκά ανάκτορα διαφέρουν αρκετά στον σχεδιασμό τους από τα μινωικά, τόσο η έμπνευση όσο και η χρήση των χώρων οφείλονται σε μινωικές επιρροές. Στην οικοδόμηση των μυκηναϊκών ανακτόρων αναγνωρίζονται αρκετά μινωικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα η ευρεία χρήση της ξυλοδεσιάς και η χρησιμοποίηση ορθογώνιων πωρόλιθων στις προσόψεις. Όσον αφορά την οργάνωση του χώρου, μινωικά στοιχεία θεωρούνται η ύπαρξη ενδιάμεσων αυλών και φωταγωγών, τα πρόπυλα, οι τόποι υποδοχής του κοινού, τα ιδιωτικά διαμερίσματα των ηγεμόνων, οι μεγάλες αίθουσες συμποσίων, οι αποθήκες με τα πιθάρια, οι εργαστηριακοί χώροι, τα αποχωρητήρια και το αποχετευτικό δίκτυο. Κοινά στοιχεία με τα Μινωικά ανάκτορα παρατηρούνται επίσης στην πολυτελή εσωτερική διακόσμηση, η οποία περιλάμβανε τοιχογραφημένο διάκοσμο και λίθινες επενδύσεις. Ο σχεδιασμός τους όμως δεν θυμίζει καθόλου την πολυπλοκότητα και την έκταση των Μινωικών ανακτόρων. Τα ανάκτορα της ηπειρωτικής Ελλάδας ήταν απλούστερα κτίσματα περιορισμένης έκτασης, δομημένα γύρω από ένα κεντρικό μέγαρο, το οποίο αποτελούσε ένα προγενέστερο στοιχείο της Ελλαδικής αρχιτεκτονικής. Επιπλέον, τα μυκηναϊκά ιερά δεν αποτελούσαν έναν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό τύπο και δεν ξεχώριζαν από τα κοινά σπίτια. Για την οικοδόμηση των ανακτόρων επιλέγονταν θέσεις σε ορεινές πλαγιές και χαμηλούς λόφους, κατά προτίμηση κοντά σε εύφορες πεδιάδες και υδάτινες πηγές, ενώ οι παράλιες θέσεις και τα λιμάνια είχαν ιδιαίτερα μεγάλη σημασία για την οικονομία και το εμπόριο. Οι υπήκοοι των μυκηναϊκών βασιλείων κατοικούσαν σε μικρούς οικισμούς που βρίσκονταν στους πρόποδες των ακροπόλεων, στις γύρω περιοχές και στην ύπαιθρο.
Μυκήνες
Το ανακτορικό συγκρότημα των Μυκηνών βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης και ήταν χτισμένο σε ανισόπεδες ταράτσες. Η είσοδος του ανακτόρου ήταν ένα τετράπλευρο πρόπυλο με μονόστηλες στοές που κατέληγε σε μια μικρή αυλή. Μέσω ενός μεγάλου διαδρόμου και μιας δεύτερης πυργοειδούς αυλής με θέα στην πεδιάδα γινόταν η πρόσβαση στο ανάκτορο, οι περισσότεροι χώροι του οποίου είναι σήμερα αρκετά κατεστραμμένοι. Το βασιλικό μέγαρο είχε ένα πρόδομο και στοά με δύο κίονες. Στο κύριο δωμάτιο του μεγάρου βρισκόταν μια εστία ανάμεσα σε τέσσερις κίονες. Ο βασιλικός θρόνος δεν έχει διασωθεί αλλά η θέση του τοποθετείται στο μέσο του νότιου τοίχου. Οι χώροι του ανακτόρου ήταν διακοσμημένοι με τοιχογραφίες. Από τους υπόλοιπους χώρους του ανακτόρου διακρίνεται ένα τετράγωνο δωμάτιο που χαρακτηρίζεται ως ξενώνας και διέθετε ένα λουτρό. Σε ένα ψηλότερο επίπεδο βρίσκονταν άλλα ανακτορικά διαμερίσματα. Στην ανατολική πλαγιά της ακρόπολης βρίσκονταν κτιριακά συγκροτήματα που ανήκαν στο ανάκτορο, το ένα από τα οποία χαρακτηρίζεται ως "εργαστήριο των καλλιτεχνών".
Τίρυνθα
Το ανακτορικό συγκρότημα της Τίρυνθας ήταν χτισμένο στο ανώτερο πλάτωμα της άνω ακρόπολης. Η πρόσβαση στο ανάκτορο γινόταν μέσα από μια ευρύχωρη τετράγωνη αυλή. Στη βόρεια πλευρά της αυλής βρισκόταν το λεγόμενο "Μεγάλο Μέγαρο", ο χώρος διασκέψεων του μυκηναίου ηγεμόνα. Στον κυρίως θάλαμο του μεγάρου είχε κατασκευαστεί μία κεντρική εστία ανάμεσα σε τέσσερις κίονες. Στον ανατολικό τοίχο, επάνω σε ένα χαμηλό λίθινο βάθρο με ζωγραφική διακόσμηση, βρισκόταν ο θρόνος του βασιλιά. Το δάπεδο του μεγάρου ήταν στρωμένο με λειασμένο κονίαμα, το οποίο ήταν διακοσμημένο με δελφίνια και χταπόδια εγγεγραμμένα σε τετράγωνα. Το "Μικρό μέγαρο" βρισκόταν στα βορειοδυτικά του μεγάλου και αποτελούνταν από ένα τετράγωνο προθάλαμο και από τον κυρίως δόμο. Εκεί υπήρχε, όπως και στο μεγάλο μέγαρο, ένας θρόνος και το δάπεδο ήταν κατά παρόμοιο τρόπο διακοσμημένο με ζωγραφικά θέματα εγγεγραμμένα σε τετράγωνα. Ανάμεσα στο μεγάλο μέγαρο και το δυτικό τείχος βρίσκονταν διαμερίσματα επιμελημένης κατασκευής διακοσμημένα με τοιχογραφίες, τα οποία θεωρούνται διαμερίσματα της βασιλικής οικογένειας. Το δωμάτιο του λουτρού ήταν ένας μικρός τετράγωνος χώρος στρωμένος με μια μονοκόμματη λίθινη πλάκα για δάπεδο. Ένα αυλάκι οδηγούσε τα νερά του λουτρού σε αποχετευτικό φρεάτιο. Στην ΒΔ γωνία της αυλής υπήρχε ένα κλιμακοστάσιο και ένα μεγαροειδές διαμέρισμα από δύο συνεχόμενα δωμάτια. Μια σειρά από άλλα δωμάτια στο ανατολικό τμήμα της ανακτορικής αυλής έχουν χαρακτηριστεί ως εργαστηριακοί ή αποθηκευτικοί χώροι. Η δυτική πτέρυγα ήταν πιθανόν τα "διαμερίσματα των γυναικών" ή του διαδόχου του βασιλιά, ενώ σε τρία σημεία της βόρειας πτέρυγας έχουν βρεθεί κλιμακοστάσια που δείχνουν ότι το ανάκτορο είχε και ένα δεύτερο όροφο.
Πύλος
Το ανάκτορο της Πύλου είναι χτισμένο στο λόφο του Επάνω Εγκλιανού, 17 χιλιόμετρα βόρεια της Πύλου. Ο λόφος είναι φυσικά οχυρός, αφού υψώνεται ανάμεσα σε χαράδρες και έχει θέα στον κόλπο του Ναβαρίνου. Είναι το μοναδικό ανάκτορο που δεν περιβάλλεται από κυκλώπειες οχυρώσεις. Το ανακτορικό συγκρότημα αποτελείται από διαφορετικά κτήρια και η καλύτερα διατηρημένη σήμερα πτέρυγα είναι η βασιλική κατοικία. Στην οικοδόμηση του ανακτόρου χρησιμοποιήθηκε άφθονη ξυλεία για τις ξυλοδεσιές, τους κίονες, τα θυρώματα και τις στέγες. Οι εσωτερικοί τοίχοι και τα δάπεδα των εσωτερικών χώρων ήταν καλυμμένα με ασβεστοκονίαμα και τοιχογραφημένο διάκοσμο. Δύο από τα κτήρια του ανακτόρου, το κεντρικό και το νοτιοδυτικό, ήταν διώροφα. Στην Πύλο συναντώνται τα περισσότερα μινωικά στοιχεία απ' ό,τι στα υπόλοιπα Μυκηναϊκά ανάκτορα. Το παλαιότερο κτήριο είναι το νοτιοδυτικό και ονομάζεται συμβατικά "Ανάκτορο του Νηλέως". Αυτό αποτελείται από ένα προθάλαμο με τρεις κίονες, μια αίθουσα συνεδριάσεων με τέσσερις κίονες, ένα λουτρό και μια σκευοθήκη, όπου βρέθηκε ένας μεγάλος αριθμός από μαγειρικά σκεύη. Στην πτέρυγα αυτή ανήκε και η λεγόμενη οιναποθήκη.
(Αναπαράσταση από το Ανάκτορο του Νέστωρος)
Δίπλα στο “Ανάκτορο του Νηλέα” βρίσκεται το Κεντρικό Κτίριο, που θεωρείται ότι ήταν το Ανάκτορο του Νέστωρα. Σε αυτό βρισκόταν η βασιλική κατοικία, τα διαμερίσματα της οποίας βρίσκονταν γύρω από μία εσωτερική αυλή. Η είσοδος στα βασιλικά διαμερίσματα γινόταν από το πρόπυλο. Πυρήνας του ανακτόρου ήταν το μέγαρο, το οποίο αποτελούνταν από μια πρόστυλη στοά, τον πρόδομο και το κυρίως μέγαρο. Στο κέντρο του μεγάρου βρισκόταν μια τεράστια κυκλική εστία, επιχρισμένη με ζωγραφιστό κονίαμα. Την εστία πλαισίωναν τέσσερις ξύλινοι κίονες και απέναντί της ήταν τοποθετημένος ο βασιλικός θρόνος. Γύρω από το μέγαρο υπήρχαν διάδρομοι, κλιμακοστάσια, σκευοθήκες και αποθήκες λαδιού, ένα μικρό δωμάτιο αναμονής και το δωμάτιο του λουτρού με ένα μόνιμα εγκατεστημένο λουτήρα. Στην λεγόμενη "Αίθουσα της Βασίλισσας" βρισκόταν μια μικρότερη πήλινη εστία, ένα αποχωρητήριο και μια ιδιόμορφη πυργοειδής κατασκευή. Το αρχείο του ανακτόρου αποτελούνταν από δύο συνεχόμενα δωμάτια. Το βορειοανατολικό κτήριο, αποτελούμενο από έξι δωμάτια με ένα διάδρομο και ένα προστώο με κιονοστοιχία, ήταν αφιερωμένο σε βιοτεχνικές δραστηριότητες. Στο κτήριο αυτό βρίσκονταν ένα ιερό, μία αποθήκη, ένα εργαστήριο, η οπλοθήκη και μια σκευοθήκη ενώ στην απέναντι πλευρά του χώρου βρισκόταν η μεγάλη οιναποθήκη.
Οικιστική Αρχιτεκτονική
Η μυκηναϊκή αστική αρχιτεκτονική ακολούθησε την οικιστική εξέλιξη της ηπειρωτικής Ελλάδας, διατηρώντας ορισμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία που ήταν γνωστά ήδη από την Νεολιθική εποχή. Τα μυκηναϊκά κτήρια ήταν πάντοτε ορθογώνια. Το ελαφρά παράγωνο σχήμα που συναντάται σε μερικά κτίσματα οφείλεται μάλλον στις δυσκολίες οικοδόμησης επάνω σε ανώμαλο έδαφος, ενώ οι καμπυλόγραμμοι τοίχοι ήταν σπάνιοι και όταν υπήρχαν, δεν έπαιζαν κάποιο σημαντικό ρόλο στην οργάνωση και την λειτουργία των κτηρίων. Το σχήμα της στέγης των ιδιωτικών κατοικιών δεν είναι με βεβαιότητα γνωστό. Διακρίνονται δύο διαφορετικοί οικοδομικοί τύποι: Τα μεγαρόσχημα κτήρια -που ήταν χαρακτηριστικά της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής- με ανοιχτό ή κλειστό προθάλαμο που έμοιαζαν περισσότερο με τα ανακτορικά μέγαρα και ήταν ελεύθερα στο χώρο. Και τα "πολυαξονικά" κτήρια που είχαν μια διαφορετική, πιο πολύπλοκη δομή, με δύο ή περισσότερες σειρές δωματίων και περισσότερες δυνατότητες επεκτάσεων. Στην οργάνωση των εσωτερικών χώρων είχαν προβλέψει πολλές δυνατές χρήσεις. Στο κέντρο των δωματίων βρίσκονταν συνήθως απλές εστίες που χρησίμευαν στην θέρμανση και την προετοιμασία του φαγητού, αλλά σε αντίθεση με τα σπίτια της Πρώιμης και της Μέσης Χαλκοκρατίας, δεν έχουν επισημανθεί αποθηκευτικοί λάκκοι. Τα αγαθά αποθηκεύονταν σε κιβωτιόσχημες λιθόκτιστες κατασκευές. Κατά μήκος των τοίχων των δωματίων υπήρχαν συχνά χτιστοί πάγκοι που χρησίμευαν ως καθίσματα ή ως χώροι απόθεσης αντικειμένων ενώ στους ιερούς χώρους παρόμοιες εγκαταστάσεις χρησίμευαν για την απόθεση των αφιερωμάτων.
Οικοδομικά Υλικά
Η οικοδομική τέχνη της μυκηναϊκής εποχής ακολούθησε την παλαιότερη εγχώρια παράδοση. Τα βασικότερα υλικά οικοδόμησης ήταν οι αργοί λίθοι, ο πηλός και η ξυλεία, ενώ οι πελεκημένοι λίθοι και οι εισηγμένες ύλες όπως το αλάβαστρο συναντώνται σπανιότατα. Οι τοίχοι των κτηρίων είχαν πλίνθινη ανωδομή επάνω σε λίθινα θεμέλια, τα οποία προστάτευαν τους τοίχους από την υγρασία του εδάφους και τα λιμνάζοντα νερά της βροχής. Οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ένα στρώμα πηλού ή σπανιότερα ένα στρώμα ασβεστοκονιάματος. Επάνω σε αυτό το στρώμα ζωγραφίζονταν στα πολυτελέστερα κτήρια απλά διακοσμητικά μοτίβα ή και ολόκληρες τοιχογραφικές παραστάσεις με την τεχνική της νωπογραφίας. Τα δάπεδα ήταν φτιαγμένα από πηλό και περιστασιακά από μικρά βότσαλα και όστρακα που ανανεώνονταν κατά διαστήματα. Οι αυλές και οι χώροι έξω από τα σπίτια στρώνονταν συχνά με μικρές πέτρες ή ακανόνιστα τοποθετημένες λίθινες πλάκες. Τα λίθινα κατώφλια και οι μεταλλικές στρόφιγγες για την κίνηση των θυρών ήταν χαρακτηριστικά των μεγαλύτερων και σημαντικότερων κτηρίων. Οι στέγες και τα ενδιάμεσα πατώματα σε κτήρια με δεύτερο όροφο κατασκευάζονταν από ξύλα και καλάμια συνδεδεμένα με πηλό.
Τοιχογραφίες και έπιπλα
Η μυκηναϊκή τοιχογραφική τέχνη προέρχεται από την Μινωική Κρήτη και αποτελούσε μια αδιαμφισβήτητη επίδειξη κύρους, αλλά η ανακάλυψή τους και σε ιδιωτικά κτήρια δείχνει ότι δεν αποτελούσαν ένα αποκλειστικό προνόμιο των ηγεμόνων. Εκτός από την παρουσία τους στην επίσημη αρχιτεκτονική οι τοιχογραφίες έχουν επισημανθεί και σε τάφους επιφανών όπως και σε ιερά κτήρια. Οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες ήταν, όπως και οι μινωικές, ζωγραφιστές συνθέσεις σε υπόστρωμα ασβεστοκονιάματος που γίνονταν με την τεχνική της νωπογραφίας. Οι βαφές που χρησιμοποιούνταν είχαν γαιώδη σύσταση και τα χρώματά τους ήταν το γαλάζιο, το κόκκινο, το κίτρινο και το μαύρο. Στο θεματολόγιο των Μυκηναϊκών τοιχογραφιών διακρίνονται τρεις ξεχωριστοί κύκλοι, εικονιστικές παραστάσεις από τηn θρησκευτική ζωή του πληθυσμού, παραστάσεις από τις προσφιλείς ενασχολήσεις της άρχουσας τάξης και αφηρημένα διακοσμητικά θέματα. Τα τελευταία λειτουργούσαν ως πλαίσιο των εικονιστικών συνθέσεων και ως διακοσμητική κάλυψη σε δάπεδα, οροφές και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη. Συχνή ήταν επίσης η ζωγραφική αναπαράσταση δομικών στοιχείων, συνήθως ξύλινων δοκών. Ένα ξεχωριστό Μυκηναϊκό χαρακτήρα κατέχει το λεγόμενο μικρογραφικό στυλ που εκφράζεται σε μακρές ζωφόρους, όπου απεικονίζονται παραστάσεις με μορφές σε πολύ μικρό μέγεθος. Η καταστροφή των ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ. σήμανε και το τέλος της τοιχογραφικής τέχνης, η οποία συνδεόταν άμεσα με την επίσημη αρχιτεκτονική.
(Κεραμικό αντικείμενο που αναπαριστά μια γυναικεία φιγούρα καθισμένη σε τρίποδη πολυθρόνα)
Τα έπιπλα που συνθέτουν τους χώρους έχουν υιοθετήσει ένα δικό τους μοναδικό στυλ. H βελτίωση των κατασκευαστικών τεχνικών και η πρόσβαση σε νέες ύλες λόγω του εμπορίου (χρυσός, ελεφαντόδοντο, πολύτιμοι λίθοι), βοήθησε τους τεχνίτες να φτιάχνουν ολοένα και πιο όμορφα αντικείμενα καθημερινής χρήσης και καλλιτεχνήματα. Έχουν μαλακές γραμμές και καμπυλοειδή σχήματα ενώ δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην άνεση. Τα πιο πολυτελή από αυτά είχαν πλούσιο σκαλισμένο ή ένθετο διάκοσμο από ελεφαντόδοντο, σμάλτο, χρυσάφι ή ασήμι, που σχημάτιζαν όμορφα σχέδια πάνω στο σκούρο φόντο του επίπλου. Επικολλούσαν ακόμη και ημιπολύτιμους λίθους. Συναντούμε διάφορα είδη επίπλων αλλά τα πιο χαρακτηριστικά ήταν τα χαμηλά, πτυσσόμενα τραπέζια και τα ανάκλιντρα με σκαμνάκια, που χρησίμευαν για να βάζουν τα πόδια. Ακόμη, η τέχνη της κεραμικής, που γνώρισε επίσης μεγάλη άνθηση, έδωσε εξαιρετικά κεραμικά προϊόντα για διακόσμηση ή οικιακή χρήση, όπως λουτήρες, λεκάνες, μεγάλα και υψηλά πιθάρια, πλάκες για διακόσμηση ή για επένδυση κ.λπ.
Τάφοι
Τα Μυκηναϊκά νεκροταφεία βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από τους οικισμούς. Για ένα μικρό διάστημα συνεχίζεται η κατασκευή κιβωτιόσχημων τάφων, του κύριου ταφικού τύπου της Μέσης Χαλκοκρατίας, αλλά σύντομα επικρατούν τρεις νέοι και εντελώς διαφορετικοί τύποι τάφων, οι λακκοειδείς, οι θολωτοί και οι θαλαμοειδείς, οι οποίοι προορίζονται για περισσότερες από μια ταφές. Οι λακκοειδείς τάφοι είναι ο πρώτος χρονολογικά τύπος Μυκηναϊκού τάφου που εμφανίζεται κατά την Υστεροελλαδική και αποτελούν μάλλον μιαν εξέλιξη του Μεσοελλαδικού κιβωτιόσχημου τάφου, ενός τύπου που συνεχίζεται και στην Υστεροελλαδική εποχή. Οι ηγεμονικοί αυτοί τάφοι ξεχωρίζουν από οτιδήποτε άλλο υπήρχε την περίοδο εκείνη στον Ελλαδικό χώρο, όχι μόνον για το μέγεθος και το σχήμα τους (ήταν ευρύχωροι και οικογενειακοί σε αντίθεση με τους περισσότερους τάφους της Μέσης Εποχής του Χαλκού, που ήταν μικροί και ατομικοί) αλλά και για τον πλούτο που περιείχαν. Είναι βαθιοί υπόγειοι λάκκοι παραλληλόγραμμου σχήματος με χτιστά τοιχώματα και πρόσβαση από πάνω, και προορίζονταν, αντίθετα με τους κιβωτιόσχημους, για περισσότερες από μία ταφές. Η στέγη τους ήταν κατασκευασμένη από πλάκες τοποθετημένες επάνω σε ξύλινα δοκάρια και ήταν επιχρισμένη με πηλό, ενώ η μεγάλη απόστασή της από το δάπεδο δημιουργούσε ένα μικρό ορθογώνιο θάλαμο. Ο χώρος επάνω από την στέγη που ήταν τοποθετημένη βαθύτερα από την επιφάνεια του εδάφους, γεμιζόταν με χώμα και σχημάτιζε έναν μικρό λοφίσκο, τον τύμβο. Επάνω από το χωμάτινο σωρό τοποθετούνταν μια λίθινη επιτύμβια στήλη, το σήμα. Συχνά οι λακκοειδείς τάφοι κατασκευάζονταν κατά συστάδες. Τα χαρακτηριστικότερα δείγματα βρίσκονται στους δύο ταφικούς περιβόλους των Μυκηνών, και περιείχαν βασιλικές ταφές.
(O θολωτός τάφος του Ατρέα στις Μυκήνες)
Οι θολωτοί τάφοι συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά αρχιτεκτονήματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Είναι υπόγεια κυκλικά κτίσματα που αποτελούνται από τον κυρίως θόλο και έναν μακρύ δρόμο που οδηγεί προς αυτόν. Το χτίσιμο των θόλων γινόταν με λιθόπλινθους που τοποθετούνταν σε σειρές κατά το εκφορικό σύστημα. Ο ταφικός αυτός τύπος προήλθε μάλλον από την Κρήτη, όπου υπήρχε ήδη από την Πρωτομινωική εποχή και μεταδόθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά το τέλος της Υστεροελλαδικής περιόδου (1550 - 1500 π.Χ.) μέσω της Μεσσηνίας, όπου έχουν βρεθεί τα πρωιμότερα παραδείγματα. Κατά μια διαφορετική άποψη, οι θολωτοί τάφοι δεν είναι παρά μια λιθόχτιστη εκδοχή του ελλαδικού τύμβου. Αρχικά οι θολωτές κατασκευές αντιμετώπιζαν σοβαρά στατικά προβλήματα, όταν η διάμετρός τους ξεπερνούσε τα 6 μ. Συγκεκριμένα το στόμιό τους κινδύνευε να καταρρεύσει από το υπερβολικό βάρος του υπέρθυρου, το οποίο έφτανε μερικές φορές τους 120 τόνους. Μια προστατευτική τεχνική που εφαρμόστηκε για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα ήταν η επινόηση του ανακουφιστικού τριγώνου που μετέφερε το βάρος του υπέρθυρου στις παραστάδες και τις πλευρές του θόλου. Οι λάκκοι που έχουν βρεθεί στο δάπεδό τους χρησίμευαν ως τάφοι ή ως τελετουργικές εγκαταστάσεις για την υποδοχή νεκρικών σπονδών και προσφορών. Στην περίμετρo των θόλων προστίθεντο μερικές φορές ορθογώνιοι θάλαμοι. Οι χώροι αυτοί χρησιμοποιούνταν ως νεκρικοί θάλαμοι.
Ιδιαίτερη επιμέλεια έδιναν στην κατασκευή της πρόσοψης, παρόλο που η είσοδος ήταν μόνο για ένα μικρό διάστημα ορατή, από την στιγμή της αποπεράτωσης του τάφου μέχρι τον πρώτο ενταφιασμό. Ήταν μνημειακή, με χτιστές παραστάδες και μονολιθικά ανώφλια. Ο πολυτελής διάκοσμος της πρόσοψης του θησαυρού του Ατρέα αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα. Ο δρόμος ήταν διαμορφωμένος ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα της κατασκευής των τάφων, ως μια μικρή δίοδος λαξεμένη στο βράχο ή μια επιμελημένη λιθόκτιστη κατασκευή. Ύστερα από κάθε ταφή το εξωτερικό άκρο του δρόμου κλεινόταν και το εσωτερικό του γεμιζόταν με χώμα. Οι τάφοι καλύπτονταν από ένα τεχνητό λοφίσκο από χώμα και πέτρες που προστάτευε την κατασκευή από την φυσική φθορά. Το επιβλητικό αυτό χωμάτινο έξαρμα λειτουργούσε και ως ταφικό σήμα. Οι θολωτοί τάφοι συνδυάζουν την μεγαλοπρέπεια του μνημειώδους ταφικού οικοδομήματος με το ινδοευρωπαϊκό στοιχείο του τύμβου, που συναντάται ήδη από την Μεσοελλαδική περίοδο σε λακκοειδείς τάφους. Η χρήση των θολωτών τάφων σταματάει κατά την Υστεροελλαδική περίοδο (1300 - 1200 π.Χ.). Από το διάστημα αυτό και μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου επικρατούν οι θαλαμοειδείς τάφοι μαζί με επιβιώσεις παλαιότερων ταφικών τύπων, μάλλον επειδή οι νέες οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την κατασκευή τόσο περίπλοκων ταφικών μνημείων.
Οι θαλαμοειδείς τάφοι είναι υπόγειοι χώροι σκαμμένοι σε πλαγιές λόφων που χρησιμοποιούνταν για πολλές διαδοχικές ταφές και αποτελούν τον πιο διαδεδομένο τύπο τάφου της Μυκηναϊκής εποχής. Φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν περισσότερο από κατώτερα μέλη της κοινωνικής ιεραρχίας, και κατασκευάζονταν κι αυτοί κατά συστάδες σχηματίζοντας νεκροταφεία. Οι θαλαμοειδείς τάφοι ίσως προέκυψαν από την ανάμιξη στοιχείων των κιβωτιόσχημων και των λακκοειδών τάφων της πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, ενώ δεν αποκλείεται και η προέλευσή τους από τις Κυκλάδες, όπου υπήρχαν σε μια παρόμοια μορφή ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία. Γενικά παρατηρούνται αρκετές διαφορές στο σχήμα και στην ποιότητα της κατασκευής τους. Ήταν σπηλαιώδη υπόγεια λαξεύματα σε μαλακό βράχο, στα οποία οδηγεί μια επίσης λαξευμένη κατωφέρεια, ο δρόμος, όπως ονομάζεται στην αρχαιολογική ορολογία. Η έκταση του θαλάμου φτάνει συνήθως περίπου τα 7 τ.μ. και το σχήμα του, που άλλοτε εμφανίζεται τετράπλευρο και άλλοτε ελλειψοειδές ή πεταλόσχημο, εξαρτιόταν από την ποιότητα και την σκληρότητα του εδάφους.
Η περίοδος ακμής του Μυκηναϊκού πολιτισμού τερματίστηκε στα τέλη του 13ου αιώνα, όταν γύρω στο 1200 π.Χ. όλα τα ανάκτορα της ηπειρωτικής Ελλάδας καταστράφηκαν σχεδόν ταυτόχρονα από ακόμη ανεξακρίβωτες αιτίες. Μαζί τους κατέρρευσε και το αυστηρά ιεραρχημένο σύστημα της Μυκηναϊκής διοίκησης. Μετά τις καταστροφές των ανακτόρων, σημειώνονται ριζικές αλλαγές που αφορούσαν την κοινωνική οργάνωση και την οικονομική ζωή, όπως η συρρίκνωση της παραγωγής και ο περιορισμός του εξωτερικού εμπορίου. Το τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού, κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. επιφέρει αναπόφευκτα μια πολιτιστική υποχώρηση, ωστόσο στα επόμενα χρόνια δημιουργούνται νέες βάσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής πόλης.
Πηγές:
https://el.wikipedia.org/wiki/Μυκηναϊκή_αρχιτεκτονική
http://greekworldhistory.blogspot.gr/2014/09/blog-post.html
http://www.έπιπλα.gr/ar_ist_greece.php
http://www.ancient.eu/mycenae/
http://stock.irablock.com/media/f8f32156-e3d5-11e0-8bec-15ddfca374d0-aerial-of-mycenae-ruins-mycenae-greece
http://el.science.wikia.com/wiki/Μυκηναϊκή_Εποχή
https://www.tumblr.com/search/palace%20of%20nestor
https://www.studyblue.com/notes/note/n/final-exam/deck/2550264
https://gr.pinterest.com/Hildebrand19/mycenean/