Pin It

Κερκυραικό γλωσσικό ιδίωμα

 

Α

αλιφασκιά,η = τό φασκόμηλο
αγκουστέρα,η = η σαύρα (απαντάται κυρίως σέ χωριά τού βορείου συγκροτήματος)
αναράϊδα ,η = τό εξωτικό
αποίκουπα = ανάποδα (μέ τό καπάκι κάτω),επίρρημα
αστάκι,τό = τό στάχυ (ο ολόκληρος καρπός ) τού καλαμποκιού
αλησμονάω = ξεχνώ
απελώ = πετώ (συναντάται στά χωριά τού Βορείου συγκροτήματος)
απεκιαρίζομαι = κοιτάζομαι στόν καθρέφτη
απούφου = τελειώνω, φεύγω
αποταχιά,τά = τό πρωϊνό
αρασκιά,η = ο κατάλογος τής προίκας
αρμάρι,τό = τό ντουλάπι
αδούλης,ο: τεμπέλης
αλιμάνγκου = βοήθεια, στήν καθομηλουμένη κοινή Κερκυραϊκή γλώσσα είναι = επί τέλους , τέλος πάντων.
Αλτζερες,τό = τό Αλγέρι
αμιά: λοιπόν, πάντως
αναριτσιαίνω: ανατριχιάζω
ανταριάζω = θυμώνω πολύ
αντάρα,η = ο μεγάλος θυμός
αφέντης ,ο = ο πατέρας
αψήλου: ψηλά- εδώ παίζουν πολύ τ' αψήλου, δηλαδή στρίβουν ένα νόμισμα με στοίχημα. Oλόκληρες περιουσίες παίζονται έτσι την Πρωτοχρονιά στη μέση του δρόμου
άς = πήγαινε
αγιούτο = βοήθεια
αγρίλι,τό = η άγρια ελιά
αγγειό,το = τό δοχείο
αγκωνιά,η = η γωνία
αδειά,η = ο ελεύθερος χώρος
αλιμάγκου = τέλος πάντων (επίρρημα).
άμε = πήγαινε
αμάχη,η = η διαμάχη, η έχθρα
αμπονόρα = ενωρίς
ανάνταφλος,ο = ο άξεστος, ανοικοκύρευτος
απέρτο = ανοικτό, ανοικτός χώρος
απερτούρα - ευκαιρία
απέκεια = από εκεί, πιό πέρα
αποστιάρικα = επίτηδες (επίρρημα)
απούφου = φεύγω,τελειώνω
άτσαλος,ο = ο ακατάστατος, ο άσωτος
ατσαλιά,η = η ακαταστασία
άχαρος,ο = ο κακομοίρης

Β

βατσίνα,η = τό εμβόλιο
βάσκα,η = η δεξαμενή
βελέσι,τό = τό εξωτερικό φόρεμα τής γυναικείας Κερκυραϊκής ενδυμασίας( συναντάται κυρίως εις τό Βόρειο Συγκρότημα τού νησιού, τό ροκέτο αλειώς)
βίτσιο,το = τό καπρίτσιο
βίτσα,η = η βέργα
βάφω: τό βαψα, θύμωσα και το κράτησα μέσα μου
βεργέτα,η = τό σκουλαρίκι
βέστα,η = τό γυναικείο φόρεμα, η ρόμπα,τό φουστάνι
βιλάρι,το = άκοπο δέμα υφάσματος
βολά,η = η φορά
βούλα,η = η σφραγίδα
βουρδούλιο,το = ο διατυμπανισμός , η δημοσίευση
βούρδουλας,ο = τό μαστίγιο
βουρλίζομαι: θυμώνω πολύ, διαολίζομαι
βουρλισμένος,ο = ο τρελός
βούρλα,η = η τρέλα
βρακί,τό = τό πανταλόνι
βροχάμενη ,η = μέρα βροχερή
βρύση,η = η πηγή ,εκτός από τήν βρύση τής υδρεύσεως οικίας

Γ

γαρδέλι,το = η καρδερίνα
γάρμπο,το = ο έρωτας
γένημα,τό = ο σπόρος ο κατάλληλος γιά σπορά
γιακέτα,η = τό σακκάκι
γκιουρνάδα, η = τό μεροκάματο ,ημερομοίσθιο
γκινιάζω = εγκαινιάζω,δοκιμάζω
γκίζω = αγγίζω
γκόνω = χορταίνω απότομα
γκρίντα ,η = η γκρίνια
γλέπω = βλέπω
γράβαλος,ο = η τσουγκράνα
γρέτζος,ο = ο σκληρός, σκληροτράχηλος

Δ
δεντεμέλα,η = η μαξιλαροθήκη

Ε
ερμοκαδίνα,η = τό κεντρικό ξύλινο κατασκεύασμα στηρίξεως σπιτιού

Ζ

ζαλόνομαι = φορτόνομαι
ζαλώνω = φορτώνω
ζάλομα ,το = τό φόρτομα (δεμάτι)
ζιπούνι,το = τό χρυσοκέντητο η κεντημένο εξωτερικό άνω μέρος τής κερκυραϊκής ενδυμασίας

Ι
ισόμα = τέλος πάντων

Κ

κάζο,τό = η λαχτάρα,έπαθε κάζο=λαχτάρισε
κάης,ο = ο σπαγγοραμμένος
κάλφας,ο = ο μαθητευόμενος τεχνίτης
κανάτι,το = τό δοχείο πού συλλέγονται ούρα
καναλέτο ,τό = ο υπόνομος , τό κλειστό χαντάκι
καντούνι,τό = τό σοκάκι
κάνιστρα,η = καλαμένιο καλάθι μέσα στό οποίο οι νοικοκυρές καβαλλάρι,τό = τό κεντρικό ξύλο στηρίξεως τής στέγης σπιτιού
καδινάτσος,ο: σύρτης της πόρτας
καπάσα,η = μεγάλο πήλινο δοχείο πού φυλάσσεται λάδι η κρασί
καπουράλος,ο = ο διευθυντής, ο επιστάτης.
καρατέλλο,το = τό βαρέλι
κατοικιά,η: καλύβα στα μακρινά χτήματα
κατσούλα,η = η σκούφια
κασετί,τό = τό συρτάρι
καμουλίκα,η = η κατσούλα,η σκούφια
κάντ' αλιμάνγκου = κάνετο επιτέλους
καμπούλα η = ο πυκνός καπνός
κάψα,η = η ζέστη
καψιώνω = ζεσταίνομαι
κίκαρα,η = τό φλυτζάνι
κουρτεζίνι,το = τό ρακοπότηρο
κογιονάρω = φιλοφρονώ,γλυκομιλώ σέ γυναίκα επαινετικά
κονσενιάρω = χορηγώ
κοκκινογούλια,τά = λαχανικά μέ κοκκινα ριζώματα ΟΧΙ ΠΑΤΖΑΡΙΑ,παρόμοια μέ τά πατζάρια, αλλά πιό μικρά ριζώματα
κούρτη,η:
κουτσούνα η = η κούκλα
κότολο,το = τό κατωφόρι τήε κερκυραϊκής ενδυμασίας
κόρσα ,η = τό τρέξιμο
κρένω = απαντώ

Λ

λαβαμάς,ο = ο νηπτήρας
λάου-λάου = σιγά-σιγά
λάριζο,τό = τό ξύλο τού πεύκου καί τού κυπαρισσιού
λαουρέντης ο = ο βοηθός τού τεχνίτη, ο παραγυός
λάτα,η = ο τενεκές
λάπης,η = τό μολύβι ( η γραφίδα )
λατονιέρης ,ο = ο φανοποιός
Λαμπριά ,η = τό Πάσχα
λεφτή,η = τό καρβέλι ψωμί
λιγαδούρα,η = τό μαλακό μεσαίου χονδρόματος σχοινί απλώματος
λιμπρέτο,τό = τό μισάνοιχτο παράθυρο
λίτσινο,τό = τό ξύλο τής ελιάς
λιμοκοντόρος,ο = ο πεινασμένος πού περνιέται γιά ότι είναι σπουδαίος,ο άφραγκος
λιγούρης,ο = ο πεινασμένος
λισα ,η = μακρύ ανοιxτό φορτηγό κάρο
λουμίνι,το = τό λιχνάρι

Μ

μαντολάτο,το = καραμελωμένο τραγανό γλύκισμα τεμαχισμένο στενόμακρα
μάντολες,οι = καραμελωμένα αμύγδαλα( καθαρό Κερκυραϊκό προϊόν)
μαρέντα,η = τό κολατσιό, έφαγα μαρέντα= εκολάτσισα
μαστέλο,το = η κυλινδρική σκάφη πλυσίματος
μεσάλι,το = τό τραπεζομάντηλο
μέρλο,το = η δαντέλα
μιτζιβίρης,ο = ο τσιγκούνης
μιτσά , τα = τά μικρά παιδιά
μολογάω = μαρτυρώ
μολογούρης ,ο = ο μαρτυριάρης , αυτός πού τά λέει όλα σέ κάποιον
μορόζος,ο: αγαπημένος
μόστρα,η = η πρόσοψη, η βιτρίνα
μαζενί,το = ο χειρόμυλος αλέσεως τού καφέ η άλλων μπαχαρικών
μανέστρα η = τά ζυμαρικά, τά μακαρόνια
μάστορας,ο = ο τεχνίτης
μαρτίνα,η = τό νέο θυλικό πρόβατο
μόμολος,ο = ο πήθηκος,μόμολα η= η τσίτα
μορμπή,η = η αυθάδεια
μούτρο τό = ο καρτεγάρης, ο ύπουλος
μούτσουνο,τό = η προβοσκίδα,κατέβασε μούτσουνο=κατέβασε
μπαγκούλι,το = μικρό ξύλινο κάθησμα
μπάρπουλες,οι = τά γένεια
μπαρμπαράλευρο,τό = τό αλεύρι καλαμποκιού
Μπαρμπαριά,η = η Αφρική
μπίβητα,η = τό ποτό
μπατούδα,η = χέρι βοηθείας, η σπρωξιά
μπαούλο,το = τό σεντούκι
μποναγράτσια,η = τό κουρτινόξυλο
μπούρδινο,τό = ύφασμα από αλατζά
μπούρδα,η = η ανοησία, μπούρδες= λόγια τού αέρα δίχως σημασία
μπότζος,ο = τό κεφαλόσκαλο σκάλας εισόδου
μπαλαούστρο,το: κουπαστή της σκάλας
μπακατέλα,η = η επιδιόρθωση (σέ κτίσιμο)
μπαρμπαρόσταρο,τό = τό καλαμπόκι
μπαρμπαρέλα,η = τό ψωμί τό οποίο ζυμώνεται μέ αλεύρι καλαμποκιού
μπαρόντσολος,ο = ο νεοκόρος πού βοηθά τόν ιερέα νά ιερουργεί, ο εκκλησιαστικός υπηρέτης
μπαρούφα,η = ο τσακωμός,η φασαρία,τό μάλωμα
μπάρμας,ο = ο θείος (κοινή ονομασία κυριολεκτικά)
μπαουλίνα,η = τό μπαστούνι
μπερτουέλες,οι: μεντεσέδες-μα τσι μπερτουέλες του Eυαγγελίου.
μπερτόδουλος,ο = ο χαζός , ο ηλίθιος.
μποκολέτες,οι: σκουλαρίκια
μπουκαλέτο,το: η κανάτα
μπούκα,η = η τρύπα , τό στόμα
μούτσουνο ,τό = τό στόμα , κατεπέκταση τό πρόσωπο
μούτρο , τό = τό πρόσωπο
μπουκαλίνα,η = η γυάλινη καράφα νερού ή κρασιού
μποτίγια = τό μπουκάλι
Μπόρας,ο = ο παγωμένος αέρας ο οποίος φυσά από τήν Δαλματία,ο Βορράς
μουζέτο,το = η μάσκα
μπουκάρω = μπαίνω
μπούσι,το = η ομίχλη
μπουστίνα,η = στηθόδεσμος
μπουγαρίνι,το = είδος γιασεμιού πού δέν ευωδιάζει
μπούρσα,η: τσέπη
μπουγέλο = ο κουβάς
μπουτσούνι,το = τό κομάτι
μπουτσούνι = καθόλου (επίρρημα),μπουτσούνι μυαλό=καθόλου μυαλό

Ν

νιοράντες, ο: ψωροπερήφανος
νέσπολα,η = τό μούσμουλο
νεράντζι,τό = τό πορτοκάλι
νεραντζάδα,η = η πορτοκαλάδα
νογάω: καταλαβαίνω
νοδάρος,ο: συμβολαιογράφος
νόντσολος,ο = ο νεοκόρος
νόνα,η = η γιαγιά
νταραβέρι,τό = η συναλλαγή
νταβάς,ο = πήλινο μαγειρικό σκεύος
νταής,ο = ο παληκαράς
ντελέγκου: αμέσως
ντιστρούτο,τό = τό χοιρινό λίπος
μανέστρα,η = τά ζυμαρικά

Ξ

ξέστα,η = η στάμνα
ξεσφαλίζω = ξεσερσώνω, καθαρίζω τόν λόγγο
ξεσφάλι,τό = ο καθαρισμένος χώρος από τά χόρτα καί τά δένδρα

Ο

όλο με μιάς = ξαφνικά
ονόρε,το = η τιμή ( τού ατόμου)
ομπία,η: έμμονη ιδέα
οριό, τό = τό απότομο κρύο
όρντινο,το = η διαταγή
όρντινες,οι = οι παραγγελίες
ορέ = μωρέ,βρέ
όρσε: φάσκελο

Π

παυλοσυκιά,η = η φραγκοσυκιά
πασούμια = παντόφλες
πασαμπρόντο,το = τό σουρωτήρι
παρτσινέβελος,ο: το αφεντικό, ο νοικοκύρης
πάντσα,η = η κοιλιά
πέκα,η = η ιδέα
πένα,η = ο στυλός γραφής, ο κονδυλοφόρος
πεύκι,τό = τό χαλί
Πέφτη, η = η Πέμπτη
περσέμολος,ο = ο μαιντανός
πινιάτα,η: κατσαρόλα
πιτέρι τό = η γλάστρα
πιάτσα,η = η πλατεία, τό παζάρι
περγουλιά,η = η κληματαριά
πέργουλο,το = τό κλήμα
πετεγουλιό,τό = τό κουτσομπολιό
ποντίγιο,το = τό πείσμα
πόρτιγο,το = η είσοδος
πομιντόρο,το: ντομάτα
πόστα,το = τό ταχυδρομείο
πόργος,ο = η συνοικία
ποίργος,ο = ο τοίχος
προβατώ: περπατώ
προκάνω = προφθάνω

Ρ

ριγέ,τό = ραβδωτό
ρίγι,τό = η παραφυάδα (τού φυτού)
ρίτσινη,η = η καρυδένια
ρεντίκολο,το = ο γελείος, ο δίχως σημασία
ρεμεσιέρης,ο = ο ξυλουργός, ο επιπλοποιός
ρεμολίδος,ο = ο χαλαρός
ρεμέγκου = εγκατελειμένο ( επίρρημα )
ρεμονταδούρα ,η = η επιδιόρθωση
ρεμπόμπο = τό γλέντι, τό ξεφάντωμα
ρεμπουκάρω = σοβαντίζω
ρετάρω = χάνω τά λογικά μου
ροδέλα,η = η κουβαρίστρα
ροζογέρα,η = το μπουκάλι μέ τό ποτό
ροκέτο = τό εξωτερικό φόρεμα τής Κερκυραϊκής ενδυμασίας
ροβολώ = τρέχω
ροπμαβέκια,η = η άχρηστη παλιατζούρα
ρούγα,η = η γειτωνιά

Σ

σαλάδο ,το = τό σαλάμι
σαλτάρω = πηδώ
σάλτος ο = τό πήδημα
σίσκλος ή σίκλος, ο: κουβάς
σκάνιο,το: καρέκλα
σκιάζομαι ή σκιάομαι = φοβάμαι
σκιάω η σκιάζω = φοβίζω
σκαμπέλο,το = τό κομοδήνο
σκαρτσούνια,τά = οι κάλτσες
σκαρπίνια,τα = τά παπούτσια
σκατζιά,η = τό ράφι
σκάτουλα,η = τό κουτί
σκουτί,το: ρούχο
σκούτζικας,ο = η σαϊτιά (φίδι)
σπαβέντο.το = η τρομάρα
σμπούζα = αποτυχία
σμπούκιο,το = τό απότομο σπρώξιμο
σπόρισμα,τό = οι σπόροι γιά σπορά ( γιά σπάρσιμο αγρών)
σούδα,η = η τάφρος, τό χαντάκι
σούσουρο,τό = η διάδοση ειδήσεων,τό κουτσομπολιό,έγινε σούφρα,η = η ρυτίδα,η ζαρωματιά
σούγο,τό = η σάλτσα τού φαγητού
σταγκοπηνιάτης,ο = ο γανωτής
σταμπάδο,το = τυπωμένο
στραμπαλάδος ,ο = ο ανισόρροπος
στιά,η: η φωτιά
στραβομουτσουνιάζω = δισαρεστούμαι
στραβοστομάω = πανικοβάλομαι,ξαφνικα φοβάμαι πολύ
στρηνάρι,το ή στρηναρόπετρα,η: σκληρή πέτρα,
συκομαίδα,η = η συκόπητα
σφάχτης,ο = η οχιά
σφαλαγκονιά,η = ο ιστός τής αράχνης
σφαλάγκι,τό = η αράχνη
σφαλίζω = κλείνω καλά
σφαλί,τό = τό σκέπασμα
σφίγκλα,η = η καρφίτσα
σφυχτοχέρης,ο = ο φιλάργυρος
συφταίνω = αξιώνομαι, καταφέρνω
σωτοσκάλα,η = η αποθήκη , γενικά οχώρος πού υπάρχει κάτω από τήν εσωτερική η εξωτερική σκάλα καί χρησιμοποιείται γιά αποθήκη
σωφεγκιάζω = δοκιμάζω στή γεύση

Τ

τάβλα,η = η σανίδα
ταβλάτσο,τό = τό ξύλινο πάρκο, η εξέδρα
ταγιάρω = κόβω φέτες
ταμπάρο,τό = τό παλτό, τό επανωφόρι
τάραμα,το = τό πολύ δυνατό κρύο
τάταλα τά = οι χουρμάδες, ταταλιά η = η φοινικιά, ο φοίνικας
τερτικό,τό = η μικρή κόφα,τό ψηλό καλάθι μέ δύο λαβές
τζάτζαλα,τά = τά άχρηστα
τίνα ,η = τό τενεκεδένιο δοχείο πού βάζουν μέσα ελιές
τηγανίτα,η = ο λουκουμάς
τζαλέτι,τό = τηγανητό παρασκεύασμα ζυμωμένο μέ αλεύρι καλαμποκιού
τότσο = λίγο
τουβαέλι,τό = η πετσέτα τού τραπεζιού γιά τό σκούπισμα τού στόματος
τζόγια,η: χαρά, (χαϊδευτικό) τζόγια μου= χαρούλα μου
τζάτζαλα,τα = η παλιατζούρα
τρίτσα ,η = τό ψάθινο καπέλο
τραβέσα,η = η ποδιά
τραβεζάρω = μεταγκγίζω, μεταφέρω υγρό από τό ένα δοχείο στό άλλο
τρίβουλο ,τό = τό ψίχουλο
τρετσάνα,το = τό ρίγος,η ανατριχήλα
τσαντσαμίνι,τό = τό γιασεμί
τσαμένος,ο = ο καϋμένος
τζίος,ο = ο θείος
τζία,η = η θεία
τσάτσα,η = η θεία
τσακίζω = σπάζω
τσαγκούλι,τό = τό δοχείο μαγειρέματος, τό τσουκάλι
τσερβέλο,τό = τό κεφάλι, τό μυαλό
τσιγκρί,τό = τό πειραχτήρι
τσίκα = κορυφή βουνού, υψώματος
τσιμουδιά,η = η σιωπή
τσιριμόνιες,οι = τά νάζια, τά καλοπιάσματα.
τσοπαίνω = σιωπώ
τσουκαριέρα,η = η ζαχαριέρα
τσούνι-τσούνι = λίγο- λίγο
τσούκα,η = η αναποδιά, τό εμπόδιο
τσουτσούδι,τό = τό ξυλαράκι , τά προσανάματα τής φωτιάς
τσούφα,η = η φούντα,η τούφα,τά φουντωμένα κλαδιά
τόρτσα,η = τό χονδρό κερί( συνήθως τάματα )
τυλώνω = γεμίζω ξέχειλα

Φ

φάβρος,ο = ο σιδηρουργός
φαλιραμέντο ,τό = η χρεοκοπία
φανέστρα,η = τό παράθυρο
φελάω = αξίζω, δέν φελάει=δέν αξίζει
φιλέτα ,η = η χωρίστρα τών μαλλιών τής κεφαλής
φιοράδο, τό = τό έχον σταμπαρισμένα λουλούδια ύφασμα
φλέστρι ,τό = τό ξερό καί πολύ σκληρό άχυρο
φλούμι, τό = τό άχυρο από τό στάχυ τού σιταριού
φροκάλι,το = η σκούπα
φροκάγια,τα = τά σκουπίδια
φρουκάτα ,η = πάσαλος στηρίγματος ο οποίος στήν κορυφή φέρει διχάλα
φρεσκαμέντο ,το = τό φραγκόσυκο
φτιαμένο μέ τίς ορντίνες = επί παραγγελία
φορτίκι,τό = τό γαϊδούρι
φουσάτο ,τό = τό πλήθος
φτιαμένο από τίς μόστρες = έτοιμο από τά καταστήματα
φόρος,ο = η πλατεία τού χωριού,χώρος πού συγκεντρώνονται άτομα
φουντώνω = θυμώνω
φουριόζος,ο = ο βιαστικός
φούρια,η = η βιασύνη

Χ

χάμουργας,ο = ο τυφλοπόντικας
χαψιά,η = η μπουκιά
χαρτουλίνα ,η = η χαρτοσακούλα
χλούμπα,η = τό σούρουπο
χολεύομαι = νευριάζω ,θυμώνω
χολή,η = ο θυμός
χώριση,η = τό χώρισμα, τό σύνορο
χώρα,η = η πόλη τής Κέρκυρας εις τήν κερκυραϊκή καθομικουμένη
χυμονικό τό = τό καρπούζι
ψιλλιάζομαι = υποπτεύομαι
ψιλώνω = καθαρίζω τό έδαφος από τά αγριόχορτα
ψιολότος,ο = ο υπνάκος

Ψ
ψωμώνω = ωριμάζω

Ω
ωγνίστρα,η = η γωνιά μέ τήν φωτιά, τό παραγώνι , τό τζάκι


*************

Pin It

Ενημερωθείτε καθημερινά και μέσα από τις συνδέσεις του Ινστιτούτου - στα παρακάτω κοινωνικά δίκτυα

1 facebook2 twitter3 youtube4 tumblr5 pinterest6 linked7 stumbleupon8 vk9 Medium

Σχετικά με Εμάς

Το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Ελληνικού Πολιτισμού «ΕΛΞΕΥΣΙΣ», είναι Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία με έδρα τον Βόλο. Παρ' ό,τι προϋπήρχε σαν πολιτιστικός φορέας, προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας του Ινστιτούτου, από την πολιτιστική πρόκληση των δράσεων, εκτός των Ελλαδικών πλέον συνόρων.

Φορέας πολιτισμού, με πολυετή πείρα και έντονη δραστηριότητα στις τέχνες και τον πολιτισμό. Ανάμεσα στους σκοπούς του είναι και οι προσεγγίσεις των πολιτισμικών – πολιτιστικών διαδρομών που αφορούνε στο σύνολό τους τον ελληνικό πολιτισμό, από την γέννησή του έως και σήμερα, αλλά και την διάδοσή του σε όλον τον κόσμο.


Περισσότερα...

Στοιχεία - Διεύθυνση

Επικοινωνία
"ΕΛΞΕΥΣΙΣ"
Παγκόσμιο Ινστιτούτο Ελληνικού Πολιτισμού
+30 24210 20038 / + 30 698 8085300
info@elxefsis.com
elxefsis@gmail.com
Διεύθυνση
Γαλλίας 73 / Μαγνησία - Βόλος
Τ.Κ. 38221

Τελευταία Νέα