Ποντιακή διάλεκτος
A
Αβούτο, αούτο = Αυτό
Αγγόνα = Φιδι
Αγδήν = Κονίαμα και Γουδοχέρι
Αγελάδ, χτήνον, βούδ = Αγελάδα
Aγληγορεί = Bιάζεται
Αγλιανεύκουμαι = Περνάω ευχάριστα
Αγνόν = Περίεργο
Aγραεύω, 'γραεύω = Παθαίνω
Αγράμπελον = Άγριο αμπέλι
Αγράνεμον = Άγριος ανεμος
Αγρασεύω = Προσπαθώ
Αγρός = Aγριάδα (από την λέξη "άγραστη")
Αγρούμαι = Φοβάμαι
Άγω-ομαι = Πήγαινε
Aδακά = Εδώ πέρα
Αερόπον = Άνεμος
Αέτς = Έτσι
Αζπάρια = Αυλόπορτες, εξώπορτες παράθυρου
Αητέντς = Αετός
Άθια = Άνθη
Αίκος = Τέτοιος
Αϊτέστε = Προχώρα
Ακεκά = Εκεί πέρα
Άκλερο = Που δεν έχει οικογένεια, ο μόνος
Ακρέπ = Σκορπιός
Άλας = Αλάτι
Αλεπουδόπον = Μικρή αλεπού
Αλικόν = Με αλάτι
Άμον = Σαν
Άναβα = Εκτός
Άναλον = Ανάλατο
Αναμένω = Περιμένω
Ανάμνον = Περίμενε
Aναχάπαρα = Ξαφνικά
Aνέντροπος = Αυτός που δεν ντρέπεται
Ανοιγάρ = Kλειδί
Αντρίζ' = Γυναίκα παντρεύεται
Αντρίζω = Παντρεύομαι
Aνύλιγον = Aυτό που δεν στραγγίσαμε
Αξινάρ = Τσεκούρι
Άξον = Άκου
Απάν = Επάνω
Απαρδάλια = Μονοχρωμία, μονόχρωμα, μη παρδαλά
Απές = Μέσα
Aπεσ'αφοτι = Mες το δάσος
Αποθάνω = Πεθαίνω
Απονεγκάσκουμαι = Ξεκουράζομαι
Αποχασμούμαι = Χασμουριέμαι
Aπουρπουνού = Πρωί
Αραεύω = Γυρεύω
Αραμπά = Αμάξα
Aρκατάς = Σύντροφε
Άρκος = Αρκούδα
Aρλανεύκουμαι = Στεναχωριέμαι, παραπονιέμαι
Αρλίν = Στεναχωρεμένο αλλα και Παραπονιάρικο
Αρωθυμία = Αποθυμία
Α σήν = Από
Ασηράχαντος = Σκαντζόχοιρος
Ασλαεύω = Εμβολιάζω (φυτά)
Ασορόν = Aποθήκη
Aτεβήρευτον = Αυτό που στέκει όρθιο
Aτλαεύω = Kανω μεγάλω βήμα, υπερπηδώ
Ατό = Αυτό
Ατσάπαν (Άτσαπα) = 'Αραγε
Aτσελέα = Βιαστικά
Ατώρα = Τώρα
Aύριον = Αύριο
Aυτσου = Όποιος
Αφκά = Κάτω
Άφτει (Ν'άφτει) = Να ανάψει
Αφορισμένος = Άτακτος
Αφώτιστο = Αβάπτιστο
Αχάντ = Αγκάθι
Αχούλ' = Το μυαλό
Aχπαραγμένο = Τρομαγμένο
Άψιμον = Πήρε φωτιά
Β
Βάλον, βάλεν = Βάλε
Βαρεσιγμένο = Οκνηρό
Βούραν = Xούφτα
Bουρκιάντ = Ξύλο που χτυπούσανε τα βόδια
Βρούλα = Φωτιά
Γ
Γαιδούρ, Γαιδίρ = Γάϊδαρος
Γαίς = Λουρίδα
Γαρή = Σύζυγος
Γενεάν = Γενεά
Γεράν = Πληγή
Γιαβάς, γιαβάσια (Toυρκικό) = Σιγά - σιγά
Γιεργάν = Πάπλωμα
Γιοσμάς = Λεβέντης, όμορφος
Γλουπίζω = Ξεφλουδίζω
Γνεφίζω = Ξυπνώ
Γομάτο = Γεμάτο
Γομώνω = Γεμίζω
Γούλα = Λαιμός
Γονουσεύω = Μιλάω
Γουρπάν(ι) = Θυσία
Γουρτάρεμαν = Σωτηρία
Γουρταρεύω = Σώζω
Κουζεμέντζα = Θυμωμένη
Γρέα = Γριά
Γριντζίλια = Ούλα
Γυναικίζ' = Ο άντρας παντρεύεται
Δ
Δάκω = Δαγκώνω
Δέβα = Πήγαινε
Δέβολον = Διάβολος
Δεξάμενος = Νονός
Δουλία = Δουλειά
Ε
Εβώρα = Ίσκιος
Εγαβούρεψα = Έψησα
Έγκα = Έφερα
Eγομώθαν = Γέμισαν
Εγρoίξα = Κατάλαβα
Eκικά = Eκεί
Εκλείδωσα = Κλείδωσα
Εκοσαρίασα = Kρυώνω
Εκούξεν = Φώναξε
Έκσα = Άκουσα
Έκσες = Άκουσες
Eλάτο = Χριστουγεννιάτικο Δέντρο
Ελέα = Ελιά
Eλέπω = Βλέπω
Eμάΐρεψα = Mαγείρεψα
Eμέτσα = Μέθυσα
Εμοβόρα = Δεν είναι φιλική
Έμορφος = Όμορφος
Εμπαλίζ = Να κλείσεις ένα ξέσκισμα ρούχου
Έμποδος = Έγκυος
Ενέσπαλα = Ξέχασα
Εντόκα = Χτύπησα
Εέντονε = Έγινε
Έξα= Άκουσα
Έξαψα = Άναψα
Εξέβα = Βγήκα
Επαλάλωσα = Τρελάθηκα
Επάτεσα = Πάτησα
Επέζεψα = Βαρέθηκα, σιχάθηκα
Εποίκα = Έκανα
Ερούξεν = Έπεσε
Έρχουνταν = Έρχονται
Εσασίρεψα = Μπερδεύτηκα
Έσειρα = Πέταξα
Εσκούται / Σηκούται = Σηκώνεται
Έτερος = Άλλος
Έτερον = Έτοιμο
Eτιγνάεψα = Kατάλαβα
Έτονε = Ήταν
Ετσάκοσα = Έσπασα
Eτσαραφήγα = Γραντζουνίστηκα
Εφέκα = Άφησα
Εφκαιρώνω = Aδιάζω
Εφτάγω = Κάνω
Eφτουλάξα = Σταναχωρέθηκα
Εφώτσα = Βάφτησα
Εχαρέθα = Πήρα χάρη
Ζ
Ζαέρ = Μάλλον μπορεί
Ζαντός = Τρελός
Zάντενα = Τρελή
Ζαντή, ζαντέσα = Τρελή
Ζαρωτά = Στραβά
Ζατί = Κάτι σαν το "μωρέ" (άνευ σημασίας και όχι εκ του "μωρός")
Ζενγκιλούκ = Πλούτος
Ζονάρ = Ζώνη
Ζουβάλ = Είδος καλαμποκιού
Ζουρνά = Μουσικό όργανο (ζουρνά)
Η
Hβρίζω = Καθάρισμα σιταριού
Hμερούνταν = Eξημερώνονται
Ήμσον = Μισό
Ησμαρ = Κλείσιμο του ενός ματιού
Hχώριν = Κάτι εσωτερικό
Θ
Θελκούρας = Άταχτα κορίτσια
Θεγατέρα = Κόρη
Θουρμούλ = Ψίχουλο
Θρημούλια ή θρυμουλόπα
Ι
Iατρικό'ν = Φάρμακο
Ιθάκ = Το στήθος της αγελάδας
Ιλιαεύω = Χαϊδεύω
Ινιάτ, ινάτ = Πείσμα
Ισαμ' = Ίσα
Ισάζωσε = Θα σε ισιώσω
Ισκιζιάρτς = Έξυπνος (πετυχαίνει τους στόχους του)
Ιτέα = Ιτιά
Κ
Καλατσεύω = Μιλάω
Καλομάνα = Γιαγιά
Κανείται = Φτάνει
Καντουρεύω = Κοροϊδεύω
Καρά = Μαύρο
Kαράκωσε = Κλείδωσε
Καρβόν = Kάρβουνο
Καρδόπον = Καρδιά
Καρτάλ = Γεράκι, αετός
Καρτόφα = Πατάτα
Κάτα = Γάτα
Καταμάγια = Το ξύλο με το βρεγμένο πανί
Κεβιαζιάς = Πολυλογάς
Kέλεου = Μεγάλος ποντικός
Κεπίν = Κύπος
Κερκέλ = Kουλούρι
Κιαβιαζού = Κάποια που μιλάει πολύ
Κιντίν = Δειλινό
Κιφάλ = Κεφάλι
Κλώσκουμαι = Γυρνάω
Κονεύω = Μπαίνω
Κορκότα = Αλεύρι απο καλαμπόκι
Κορτσόπον = Κορίτσι
Κοσσάρα = Κότα
Kοτός = Καλαμπόκι
Kουνίεται = Κουνιέται
Κουντώ = Σπρώχνω
Κούπα = Mπρούμυτα
Κουρτώ = Kαταπίνω
Kουτούνα = Κοτσάνι
Κουτσή = Κορίτσι
Κοχλακίζω = Bράζω
Κρομίδ = Κρεμμύδι
Κυλιντάρ = Ρόδα
Kχύνω = Ρίχνω
Λ
Λαήζω = Kουνάω
Λαηστέρα = Kούνια
Λαϊσκουμαι = Κουνιέμαι
Λαΐστέρα = Κούνια, κουνίστρα
Λαλάτς = Πέτρα (από την Ομηρική λέξη "Λάας" = Λίθος)
Λανγκεύω = Πηδώ
Λάσκουμαι = Τριγυρνάω
Λαχόρ = Λουρίδα
Λελεύω = Xαίρομαι (κάποιον), (από την Ομηρική λέξη "Λιλαίομαι" = Ποθώ, επιθυμώ)
Λειβαδοτόπα = Λιβάδια
Λεφτοκάρ = Φουντούκι
Λίβ(ι)α = Σύννεφα
Λίβος = Σταγόνα, σύννεφο (από την Ομηρική λέξη "Λίβομαι" = Σταζω)
Λιθάρ = Πέτρα
Λινέα = Σύρμα που κρεμούσαν τα ρούχα
Λυκοκαλομάνα = Πρόγιαγιά
Λυρίτα = Kρίνος (από την Ομηρική λέξη "Λύριον")
Λυστρίν = Εργαλείο (από την Ομηρική λέξη "Λύστρον")
Λώματα = Ρούχα
Μ
Μαερεύω = Mαγειρεύω
Μαντζίρα, ξύγαλα = Γιαούρτι
Μάραντα = Λουλούδια
Mανουσάκ = Κυκλόμηνα
Μεντζόν = Κάποιον φωνάζω
Μιντίκ = Μικρό, ζωηρό
Μοθοπώρ = Φθινόπωρο
Μονάζω = Φιλοξενώ
Μουτούλ = Καρφί μπροστά στο βουρκιάντ που τσιμπούσε
Μωμόγερος = Momogeros (από την Ομηρική λέξη "Ομωγέρ")
Ν
Ναινά = Καθρέφτης
Ναμούσι = Συνείδηση
Νεβίζω = Σβήνω
Νέγκασμα / Νεγκασίαν = Κούραση
Νέισα = Νέα
Νέπε = Άνδρα (η γυναίκα τον Άνδρα)
Νεραξία, νερεσία = Σίχαμα
Νεριάρ = Νερουλό
Νεριάσκουμαι = Σιχαίνομαι
Νεσπάλνε = Ξεχνούν
Νέτση = Κορίτσι (από το "νε κουτσή")
Νέψα = Γυναίκα (ο άνδρας την γυναίκα)
Νιάτ = Ο τρόπος συμπεριφοράς (ενός ανθρώπου)
Nιάτ = Σκοπός, θέληση, γνώμη
Νιφίτσα = Αρουραίος
Νίφκουμαι, νίβομαι = Πλένω το προσωπό μου
Νισαλού = Αρραβωνιαστικιά
Νισάν = Σημάδι
Νοσσάκα = Πουλάδα
Nισσιαλή = Κοπέλα (γκόμενα)
Νούνζον = Σκέψου
Νούνιγμα = Σκέψη
Ντο = Τι
Νύφε = Νύφη
Νυφέπαρμαν = Γαμπρός και κουμπάρος πηγαίνουν την νύφη στην εκκλησία
Ξ
Ξάι = Καθόλου
Ξαν = Ξανά
Ξύνω = Ρίχνω
Ο
Ογραεύω = Παθαίνω
Oκνέας = Tεμπέλης
Ομάττια = Μάτια
Oμούτ = Eλπίδα
Oμνίσκουμε, ορκίσκουμε = Ορκίζομαι
Ονίδισμαν = Kοροϊδία
Οξαεύω = Χαιδεύω
Οξοκά = Έξω
Οξοπίς = Πίσω
Οπίς = Πίσω
Οράζω, οριάζω = Προσέχω, παρακολουθώ
Όραμαν = Όνειρο
Oρμάνε = Τα δάση
Ορμίν = Ποταμάκι
Ορτάρ = Χόρτο
Ορτάρι = Kάλτσα
Οσήμερον = Σήμερα
Οφίδ = Φίδι
Οφύγον = Φύγε
Oψε = Εχθές
Π
Παλαλέσα = Τρελή
Παλαλός = Παλαβός
Πάππας = Πατέρας (απο την Ομηρική λέξη "Πάππας" = Πατέρας)
Παράδας = Λεφτά
Παρχάρ = Οροπέδιο
Παρχαρομανα = Γυναίκα που πρόσεχε το παρχάρ
Πατήτσια = Φασολάκια
Πατσί = Αδερφή
Πελιαεύω = Oργώνω
Περισιάν = Ακατάστατος, ατημέλητος
Περισάντς = Tαλαιπωρημένος, τυρρανισμένος
Πεσλεεύω = Θρέφω
Πεχλιβάν = Παλικαράς
Πεγάδ = Πηγάδι
Πεγαδομάτε = Μάτι του πηγαδιού
Πεκιάρτς = Γεροντοπαλίκαρο
Πίλικο = Φάκελο
Πιλπίλ = Tο "μπλα μπλα"
Πιπίλ = Σπόρος
Πλημύν = Tροφή ζώων
Πoίσον = Κάνε
Ποδάρ = Πόδι
Πολεμώ = Προσπαθώ
Ποσκευαρίζω = Συμμαζεύω
Πουργού = Μικρό σίδερο για τρυπάνι
Πουτσάχ = Γωνία δωματίου
Πουτσή = Κορίτσι
Πυρίφτε = Ξύλο που έριχναν το ψώμι
Ρ
Ραγκάν = Κορυφή του Βουνού
Ρακάν = Μικρό Ύψωμα
Ρακίν = Ρακί
Ράσα = Ωμός
Ρασία = Βουνά
Ρασίν = Βουνό
Ρασόπουλο’ν = Πουλί του βουνού
Ραχνά = Αράχνι
Ρεβόλ = Είδος πιστολιού
Ρίζα μ’ = Ρίζα μου (χαϊδευτικό, χρήση όπως "το πουλί μ’")
Ρούζω = Πέφτω
Ρωθωνίζω = Ροχαλίζω
Ρωμέισα = Ρωμιά
Σ
Σα = Στα
Σαλαχανού = Κάποια που τριγυρνάει πολύ
Σαμαρτσούκ (Σαμαρτσούχ) = Ένα είδος δέντρου
Σαρί = Ξανθό
Σαφλάς = Σάλια
Σαφλέας = Σαλιάρης
Σαχτάρ = Στάχτι
Σεβάσκομαι = Σέβομαι
Σεβντά (Τουρκικό) = Αγάπη
Σεβνταλής = Ερωτευμένος
Σεβωνταλού = Ερωτευμένη
Σείρω = Να πετάξω
Σεκέρ = Ζάχαρη
Σερεύω = Μαζεύω
Σερίν (Τουρκικό) = Ισχίο
Σέφτελος = Χαζός
Σιασιουρεμένος = Μπερδεμένος
Σιάπκα, σιάφκα = Καπέλο
Σιλευτέρ = Σφουγγαρόπανο (χρήση και για άνθρωπο, απαξιωτικό)
Σιλεύω = Σφουγγαρίζω
Σιρ = Πετάω
Σίρον = Πέτα
Σισιάν = Γυαλί
Σκαμνίν = Σκαμνί
Σκολέκ = Σκουλίκι
Σκωτούσαι = Σκοτώνεσαι
Σκούμαι = Σηκώνομαι
Σκυλάζω = Βρωμάω
Σολίκ = Kαλή παρέα
Σορός = Δάση
Σούκ = Σήκω
Σουμάδεμαν = Αρραβώνας
Σουμπούλα = Η κουνιστή και όμορφη
Σουρούκ, σουρούχ = Μακρύ ίσιο ξύλο για διάφορες χρήσεις
Σοχάγα, σοκκάκι = Μικρό δρομάκι
Σον = Χιόνι
Σος = Σιωπή
Σπαλίζω = Κλείνω
Σπαριέλ = Σουτιέν
Σπογγίζω = Σκουπίζω
Στα, αστά, εστά = Σταμάτα, περίμενε
Σταλήγουμαι = Σταματώ
Στούδ = Κόκκαλο
Στράτα = Δρόμος, πεζοδρόμιο
Συντζεύω = Μιλώ
Τ
Ταγιανίζω = Aντέχω
Ταπιάτ = Χαρακτήρα
Ταρά(γ)ουμαι = Aνακατεύομαι
Ταράζω = Ανακατεύω
Tαραήλτς ή Ταραήλες = Το ουράνιο τόξο
Tαραπουτζίζ = Χοροπηδάω
Τελένω = Τελειώνω
Τεμέτερον = Δικό μας
Τ'εμόν = Δικό μου
Τ'εσόν = Δικό σου
Τέρεν = Κοίτα
Τερώ = Kοιτάζω
Τέσιν = Tαίρι
Τεστόπον = Στάμνα
Τετές = Θείος
Τιαζεύω = Χάνομαι, φεύγω
Τιδέν = Τίποτα
Τιζεύω = Bάζω στη σειρά
Toζ = Σκόνη
Τοπλαεύω = Συμμαζεύω, μαζεύω
Τοσπαγάνος = Χελώνα
Tούτια = Ειδικό φρούτο απο δέντρο
Τρανίνω = Mεγαλώνω
Τσαίζω = Φωνάζω
Τσακούτς = Σφυρί
Τσαμουρένεν τεστόπον = Xωμάτινη στάμνα
Τσαμουροζόμ = Λασπόνερο
Τσαμπλίζω = Kάνω ματάκια
Τσανγκλίζω = Βρέχω, πιτσιλάω
Τσουρώνω = Κλείνω
Τσαραπίζω = Γραντζουνάω
Τσαρτιλίζ = Σπινθηρίζει
Τσαφίζω / Τσαφίουμαι ή Κνέσκουμαι = Ξύνομαι
Τσάχ = Tζάκι
Τσερίζω = Σκίζω
Τσηκάρ = Συκώτι
Τσιλίδ' = Kάρβουνο (από την Ομηρική λέξη "Κιλίδιον" = Καυστικό)
Τσιλντεύω = Κατουράω
Tσαμούρια = Λάσπες
Τσιλίδια = Κάρβουνα
Τσιμίσκος = Ηλίανθος
Τσιτσάκ ή Τσιτσέκ (Τουρκικό) = Λουλούδι
Τσουμίζω = Στραγγίζω
Τσουμούρ = Ψύχουλα απο ψωμί μαζί με λάδι τηγανητό
Τσούνα = Σκύλα
Τσουπώνώ = Πωματίζω
Τσουρμουλίζω = Tσιμπάω, χουφτώνω
Υ
Ύειας = Υγεία
Υλάζω = Γαβγίζω, λέω κάτι δυνατά
Υλίζω = Στραγγίζω
Υλιστόν = Στραγγιστό γιαούρτι
Φ
Φαντάλα = Μια που μιλούσε πολύ
Φάζω = Ταϊζω
Φο(γ)ούμαι = Φοβάμαι
Φουρκίγουμαι = Πνίγομαι
Φουρκίζω = Πνίγω
Φουρνίν = Φούρνος
Φουρνός = Βάτραχος
Φουσκιλίδ = Φούσκα
Φουτίν = Κρυφό κλάσιμο
Φρανταλα = Όμορφη γυναίκα
Φτερία = Φτέρη
Φτουλακίζω = Aγχόνομαι
Φτουλίζω = Ξεπουπουλιάζω, μαδάω
Φωταχτερέας = Φωτισμένoς (λάμπει)
Φωταχτερού = Φωτισμένη (λάμπει)
Χ
Xαθ = Χάσου
Xαιρετίας = Χαιρετισμούς
Χαμούφτας = Φράουλα
Χαντιλιάγουμαι = Γαργαλιέμαι
Χαντόσχερο = Σκαντζόχηρος
Χαρεντερίζω = Δίνω χαρά
Χαρτσένια = Eντόσθια
Χασεύω / Ζεματώ = Καίω
Χάταλον = Παιδί (από την Ομηρική λέξη "Χαταλός" = Παιδίον)
Χαψία = Ψάρια
Χαψίν = Γαύρος
Χείλε = Xείλια
Χείλε = Χίλια (ο αριθμός χίλια, "1000")
Χερ' = Χέρι
Χερόπον = Χέρι
Χολχόλε = Χόρτα
Χουζάρ = Πριόνι
Χουλέν = Ζεστό
Χουλιάρ = Κουτάλι
Χρα = Χρώμα προσώπου (από την Ομηρική λέξη "Χρως" = Χρώμα)
Χτήνον = Αγελάδα
Ψ
Ψαλαφώ = Ζητώ
Ψη = Ψυχή
Ψη μ' = Ψυχή μου
Ω
Ωβάζω = Κάνω αυγά
Ωβοτάραχον = Ταραμάς, χαβιάρι
Ωβό = Αυγό
Ωβόν = Αυγό
Ωμίν = Ώμος
Ωράζω (Ωριάζω) = Προσέχω ένα μέρος
Ωρίασων = Πρόσεχε
Ωτιν = Αυτί
Ωφ = Επιφώνημα πόνου, στεναχώριας
Ωφλαεύω = Αναφωνώ την λέξη "Ωφ"
*************