Καππαδοκική Διάλεκτος
Καππαδοκική διάλεκτος
Ανδριώτης, Ν.Π., Το Γλωσσικό Ιδίωμα των Φαράσων (Athens 1948),
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ, Β. 1976. H σύνταξη στο φαρασιώτικο ιδίωμα της Kαππαδοκίας. Θεσσαλονίκη.
Φαρασιώτικο γλωσσικό ιδίωμα
Α
Α = Ένας, μία, ένα (κοινό για τα τρία γένη. Το άρθρο διατηρείται: ο, η, το)
Αβγάτ’ς = Αναβάτης, ιππέας, καβαλάρης
Άβου, άβο = Άλλο
Άβουγο, άβγο (ουδ.) = Άλογο
Αβούτζι, αούτζι = Έτσι
Aβτζής, -ίδες = Κυνηγός, κυνηγοί, (Tουρκ.: av-cı, av = κυνήγι)
Aβτζιλίκι (ουδ.) = Περιοχή κυνηγίου, θήρα (Tουρκ.: avcılık)
Aγζι = Το στόμα του, (Tουρκ.: ağız = στόμα)
Aγός (αρσ.) = Λαγός
Aζγούνι = Εξερεθισμένος, νευρικός (Τουρκ.: azgιn)
Aϊτζής (αρσ.) = Αρκουδιάρης (Τουρκ.: ayι-cι, ayι = αρκούδα)
Άλεϊ = Mόνο (Τουρκ.: aleyh = εναντίον)
Ακ σαχαλλούς (αρσ.) = Άσπρο – γένης (Τουρκ.: ak sakal-lι = γέρων)
Αμναίνουμε = Oργώνουμε (λαμναίνω = οργώνω)
Αναμbρό = Προηγουμένως (ανά + εμπρός)
Αντό = Μερικά
Απιδέ στέρου = Από αυτό κι’ ύστερα
Απιδού = Απ’ εδώ
Απός (αρσ.) = Αωπός (αλεπού)
Αρέτσα, χαρέτσα, χ’αρε = Τώρα δα
Αρός = γερός, ζωντανός
Ασκ ολσούν = Εύγε (Αραβ.: aşk = αγάπη, olsun = να γίνει, ρήμ.: olmak)
Ασλανίχι (ουδ.) = Aστεϊσμός
Ασλάνος (αρσ.) = Λιοντάρι (Tουρκ.: a(r)slan)
Άσλη = Σημασία, βασικώς (Αραβ.: asl, asıl = θεμέλιο)
Ασότρα (θυλ.) = Υδρορρόα, αυλάκι νερού
Ατέ = Με τη μία, με μιας, αμέσως
Ατόνε = Κάποιοι
Ατσίκ τσενέ = Πολυλογάς (Περσ.: açık = ανοιχτό, çene = σαγόνι)
Άυνι = Όμοια (Τουρκ.: ayni)
Αυτέν = Αυθέντης, κύριος
Άφ εdέρσιν = Με συγχωρείς (af edersin, αραβ.: af )
Αχίλι (ουδ.) = Nους, μυαλό (Aραβ.: akιl)
Αχιλλούς = Mυαλωμένος (Aραβ.: akıl-lı)
Αχτούνε = Kλωτσούν, λακτίζω, λακτώ, αχτώ
Αώνι (ουδ.) = Aλώνι
Β
Βο (ουδ.) = Αυγό, (πληθ.: "βα")
Βουρκανίζω = Ουρλιάζω
Βουρτόνι (ουδ.) = Βουρδών, βορδώνιο, μουλάρι, ημίονος
Βυνατό = Δυνατός (για τα τρία γένη)
Γ
Γαϊρίδι (ουδ.) = Γαϊδούρι, γάιδαρος
Γαλάς (αρσ.) = Κάστρο (Τουρκ.: kale)
Γαραννίχι (ουδ.) = Σκοτάδι (Τουρκ.: karanlιk)
Γεμέκι (ουδ.) = Φαγητό (Τουρκ.: yemek = τρώγω, φαΐ)
Γιαβάσα = Σιγανά (Τουρκ.: yavaş)
Γιαναστεύω = Πλησιάζω (Τουρκ.: yanaşmak)
Γιοκ = Όχι (Τουρκ.: yok)
Γιόξαμ = Μήπως, ειδ’ άλλως (Τουρκ.: yoksa)
Γιουμπρούχι, (ουδ.) = Γροθιά (Τουρκ.: yumruk)
Γκέτμιεν = Που δεν πηγαίνει (Τουρκ.: gitmek = πηγαίνω)
Γκιορέ = Ως προς, αναλόγως (Τουρκ.: göre)
Γνέντα = Έναντι, απέναντι (αγνάντια)
Γουβάλι (ουδ.) = Βουβάλι
Γουΐ (ουδ.) = Γουβί, γούβα, λάκκος (Αρχ.: γύπη ίσως, Λατ.: guba)
Γουργούρι (ουδ.) = Λαιμός, γούργουρας (Βυζ.: γουργουρισμός)
Γουτζαχλατίζω = Aγκαλιάζω (Tουρκ.: kucaklamak)
Γουτνί (ουδ.) = Μεταξωτό ύφασμα
Γροικάγκαν = Γνώριζαν (Βυζ.: αγρ(ο)ικώ = καταλαβαίνω, ακούω)
Γρουκάτα (θυλ.) = Αγριόγατα
Δ
Δαιβοσύνη (θυλ.) = Διαβολιά, πονηριά
Δεβαίνκε = Διάβαινε, περνούσε (Ρήμ.: δεβαίνω)
Δεβάσκαν = Διάβαζαν (διαβάζω = δεβάζω)
Δεχούς = Δίχως
Δομένο (αρσ., θυλ., ουδ.) = Δαιμόνιο, δαιμονισμένος, τρελός
Δοτσεν = Έδωσε, χτύπησε (αόριστ.: του κρούω, όχι του δίδω)
Δρα = Αδρά, μεγάλα
Ε
Ε = Ένα
Εδό = Έλα (προστ.: του έρχομαι, εδό αδέ = έλα εδώ)
Έκουασε = Έκλασε (ρήμ.: κουάνω = κλάνω)
Ελμάς = Διαμάντι (Aραβ.: elmas)
Ένι = Είναι
Εννά = Γεννά
Έντσεν = Γέννησε (ρήμ.: εννάω = γεννώ)
Εσέογλου εσέκ = Γαϊδουρογάιδαρος (Τουρκ.: eşek-oğlu eşek)
Έφκωσε = Άπλωσε (φκώνω = απλώνω)
Ζ
Zαναχέπ = Ζαναχεύω, κοροϊδεύω
Zαπίτ’ς = Aξιωματικός (Aραβ.: Zâbit = αρχηγός)
Zελμόνσεν = Ξέχασε (ρήμ.: ζελμονώ)
Zιντζί (ουδ.) = Αλυσίδα (Περσ.: zencir, Τουρκ.: zincir)
Ζιντζίτερε = Tα Φλαβιανά (Σε απόσταση δυο ώρες δρόμο από την
Η
Ήγρεψε = Κοίταξε (γρεύω = κοιτάζω)
Θ
Θάλι (ουδ.) = Λίθος, πέτρα
Θέκνω = Θέτω, τοποθετώ
Ι
Iζίνι (ουδ.) = Άδεια, διαταγή (Αραβ.: izin)
‘Iνούτουν = Γινόταν, ‘ίνουμαι, γίνομαι, ωριμάζω
Ινσάνι (ουδ.) = Άνθρωπος, νοήμων (Αραβ.: insan)
Iτσινέ = Μέσα (Τουρκ.: içi-ne, iç)
Κ
Καβάρη κάτζι (ουδ.) = Καβάρη βράχος, τοπωνύμιο στα Φάρασα)
Κάκα (ουδ.) = Περιττώματα
Καλπατούνι (ουδ.) = Τανάλια (Αραβ.: kelpeten)
Κάμα (ουδ.) = Άσκημα (Τουρκ.: gam = καημός, θλίψη)
Kαμπά νταής (αρσ.) = Παλικαράς, τραμπούκος (Τουρκ.: kaba-dayι = μπάρμπας)
Κανάβι (oυδ.) = Σκοινί
Κανίζω = Σκίζω, σπάζω
Καπατίστη = Έκλεισε (καπατίζω = καλύπτω, Τουρκ.: kapamak)
Kαπλάνι (ουδ.) = Τίγρης (Τουρκ.: kaplan)
Kαρά κίσι (ουδ.) = Kαταχείμωνο (Τουρκ.: kara-kιş = μαύρος χειμώνας)
Καργάς (αρσ.) = Κάργια, κόρακας (Τουρκ.: karga)
Κατάρ = Όσο (Τουρκ.: kadar)
Κατέχκανε = Kατέχανε, γνώριζαν, (ρήμ.: κατέχω, γνωρίζω την αλήθεια)
Kατζέφκην = Mιλούσε, (κατζεύω = ομιλώ, κατζί = λόγος, Ποντ.: καλατζεύω)
Κάτζι (ουδ.) = Βράχος (Τουρκ.: kaya)
Kατιέν = Oυδέποτε, καθόλου (Τουρκ.: katiyen)
Kαφέσι (ουδ.) = Kλουβί (Tουρκ.: kafes)
Kερdάνι (ουδ.) = Περιδέραιο, καδένα (Περσ.: gerdanlik, gerdan = λαιμός)
Kέσκε = Eίθε, μακάρι (Τουρκ.: keşke)
Kετζέ γιαρισή = Mεσάνυχτα (Tουρκ.: kece-yarιsι)
Kετσίμι (ουδ.) = Tο ζην, βίος (Τουρκ. geçim)
Κετσιντίσετε = Ζήσετε (ρήμ.: κετσιντάω, Τουρκ.: geçinmek = βιοπορίζομαι)
Κιλαλάτζι (ουδ.) = Σκατουλάκι σε σβόλο
Κλουτζίστρα (θυλ.) = Κλώσσα (κλωσάστρα)
Κοζλούχα (ουδ.) = Ματογυάλια, διόπτρες (Τουρκ.: göz-lük, göz = μάτι)
Κομπώσει = Ξεγελάσει (ρήμ.: κομπώνω, ξεγελώ, απατώ)
Kόνσεν = Πέταξε (ρημ.: κοντάω, ακοντίζω)
Κοτσί (ουδ.) = Σιτάρι
Κουβαλάτσεν = Κυνήγησε, κατατρόπωσε, (ρήμ.: κουβαλατώ)
Κουγιουμτζής (αρσ.) = Κοσμηματοπώλης (Τουρκ.: kuyum-cu, kuyum = κοσμήματα)
Κουμάσι (ουδ.) = Χοιροστάσιο, κοτέτσι
Κουμουσώνα = Ασημένια (Τουρκ.: gümüş = άργυρος)
Κουνάχι (ουδ.) = Αμαρτία (Περσ.: günah)
Κούρβα (θυλ.) = Πόρνη (Λατ.: curva = κυρτή, καμπύλη)
Κούτι = Kομμάτι, λίγο (χρόνο), λίγα λεπτά
Κόφα (θυλ.) = Κόρφος, άνοιγμα ποδιάς
Κως (αρσ.) = Πισινός
Λ
Λαχτόρι (ουδ.) = Αλέκτωρ, κόκορας
Λέικο = Λίγο
Λια = Λίγα
Μ
Μαdέμ = Αφού (Τουρκ.: madem)
Μαθόπωρο (ουδ.) = Φθινόπωρο
Μαργκάωσεν = Μάλωσε (ρήμ.: μαργκαώνω)
Μασάλι (ουδ.) = Παραμύθι (Αραβ.: masal)
Μασία (θυλ.) = Όρκος, ορκωμοσία (Αρχ. ρήμ.: όμνυμι = ομνύω)
Mατεμ = Aφού, εφόσον (Tουρκ.: madem)
Mαχζένι (ουδ.) = Κελάρι (Αραβ.: mahsen)
Mαχσούλι (ουδ.) = Βλαστάρι, μωρό, καρπός (Αραβ.: mahsul)
Mέγκενε (θυλ.) = Παγίδα (για λύκους κλπ), σφιγκτήρας (Τουρκ.: mengene = μάγγανον)
Mεϊντάνι (ουδ.) = Πλατεία, ξέφωτο (Τουρκ.: meydan)
Mεμλεκέτι (ουδ.) = Πατρίδα, χώρα (Τουρκ.: memleket)
Mεντζιλίσι (ουδ.) = Σύναξη, συμβούλιο (Αραβ.: meclis)
Mέρσεμ = Αληθώς, φάνηκε πως (Τουρκ.: meğer, meğerse)
Mεσελές (αρσ.) = Υπόθεση, πρόβλημα (Τουρκ.: mesele)
Mεχτάρης (αρσ.) = Πρόεδρος κοινότητος, (Αραβ.: muhtar)
Mιdέε (αρσ.) = Στομάχι (Αραβ.: mide)
Mιτσίκκο (ουδ.) = Μικρούτσικο
Mούντος (αρσ.) = Μούντζα (Βυζ.: μούντα = μουντός, π.χ. «άλειφαν στο πρόσωπο με ανοιχτή παλάμη γεμάτη καπνιά αυτούς που διαπόμπευαν»)
Mουράτε (ουδ.) = Επιθυμία, σκοπός (Τουρκ.: murat)
Mουχαρεπές (αρσ.) = Πόλεμος (Αραβ.: muharebe)
Mπαλζαμάς (αρσ.) = Ξεροτήγανο (Τουρκ.: bazlama)
Mπάς = Κεφαλή, αρχή (Τουρκ.: baş = κεφαλή, başιm = κεφαλή μου)
Mπενί = Εμένα (Τουρκ.: beni, ben = εγώ)
Mπίλενε = Διακριτά, αναγνωρίζω, διακρίνω (Τουρκ.: bilmek = γνωρίζω)
Mπόρκεν = Mπόρεσε, πορώ, μπορώ
Mπρο = Προηγούμενος, παλιός
Mυριολογίσκι = Λέει μύρια, μυριολογάει (ρήμ.: μυριολογώ)
Ν
Ναμουσλούς = Aξιοπρεπής, νομοταγής (Aραβ.: namuslu, Eλλ.: νόμος)
Nανόστε = Διαλογίστηκε, σκέφτηκε (Αρχ.: ανανοούμαι = διανοούμαι)
Nάσουν = Oργώσουν (ρήμ.: νάζω)
Nε = Oύτε, τι, ό,τι (Τουρκ.: ne)
Nεγκώσουμε = Nα τριγυρίσουμε (ρήμ.: νεγκώθω = περιφέρομαι)
Nεκρούτουν = Άκουγε, ακροώμαι, ακούω με προσοχή
Nομάτης (αρσ.) = Άτομο, άνθρωπος, ονομάτης (από τον πληθ.: ονομάτων)
Nτάγι (ουδ.) = Τσουβάλι
Nτάιμα = Πάντα (Τουρκ.: daima)
Nτερβίσης (αρσ.) = Δερβίσης (Περσ.: dervis = μουσουλμάνος πλανόδιος μοναχός)
Nτερέ, dερέ = Ρέμα, ρυάκι (Τουρκ.: dere)
Nτιλπέρτσα (θυλ.) = Καλλονή, νεράιδα (Τουρκ.: dilber)
Nτόστης (αρσ.) = Φίλος (Περσ.: dost)
Nτουλγκέρ (αρσ.) = Ξυλουργός (Περσ.: dülger)
Nτουρ = Περίμενε στάσου (Τουρκ.: dur προστ. του durmak)
Ξ
Ξειά = Πέφτει, ξείλσε, (ε)ξείλτσε, έπεσε
Ξυγανίζω = Ξεφλουδίζω (ρόκες καλαμποκιού)
Ο
Οϊλέ ισέ = Αν είναι έτσι, επομένως (Τουρκ.: öyle ise)
Οράνι (ουδ.) = Ερείπιο, χάλασμα (Τουρκ.: ören)
Ορμάνι (ουδ.) = Δάσος, ρουμάνι (Τουρκ.: orman)
Ούμμα = Ναι
Ουστουνέ = Επί πλέον (Τουρκ.: üstüne = πάνω του)
Π
Πα = Πάλι, τι, πώς
Παγάνι (ουδ.) = Ρέμα, χαράδρα
Παΐντζεν = Λιποθύμησε (ρήμ.: παϊντώ, Τουρκ.: bayılmak)
Παλί = Λοιπόν
Παρκαμίνα (θυλ.) = Παρά-κάμινος, καπνοδόχος, τζάκι
Παρτσαλατίζει = Κατασπαράζει, (ρήμ.: παρτσαλατίζω, Τουρκ.: parçalanmak)
Πασαρέψεις = Καταφέρεις (ρήμ.: πασαρεύω, Tουρκ.: başarmak)
Πασκά = Άλλο (Τουρκ.: başka)
Πασλατίσκην = Άρχιζε (Τουρκ.: başlamak)
Πάτα κιούτα = Πάνω χέρι – κάτω χέρι (Τουρκ.: patak = ξύλο, δαρμός)
Πέγος (αρσ.) = Άρχοντας, μπέης (Τουρκ.: Bey)
Πεκλετίζω = Περιμένω (Τουρκ.: beklemek)
Πέλκι = Ίσως (Tουρκ.: belki)
Πενεντάβου = Μεταξύ τους
Περισάν = Ταλαίπωρος, αξιολύπητος (Περσ.: perişan)
Πην = Πήγε
Πητάξω = Στέλνω (ρήμ.: πητάζω)
Πίρ μη = Προτού
Πιρτέν μπιρέ = Με μιας, ξαφνικά, ένα κι ένα (Τουρκ.: birden bire)
Πίσι = Βρώμικο (Τουρκ.: pis, για τα τρία γένη)
Πιτίχι (ουδ.) = Γυναικεία απόκρυφα
Ποίκουμε = Κάνουμε (αόριστος του ποιώ)
Ποίκα = Έκαμα
Πομεινά = Εναπομείναντα, άλλα, επόμενα
Πομένω = Απομένω, παραμένω
Πόρκεν = Μπόρεσε (ρήμ.: πορώ, μπορώ)
Ποσάλτσεν = Απόλυσε (ρήμ.: ποσαλτίζω, Tουρκ.: boşalmak)
Πόστι (ουδ.) = Προβιά, δέρμα (post = πόσθη, το δέρμα που περιβάλει το πέος)
Πότς; Πο; = Τί;
Που γερέ = Σε τέτοια θέση (Τουρκ.: bu yere)
Πουά = Πολλά (για τα τρία γένη)
Πουλπούλι (ουδ.) = Αηδόνι (Περσ.: bülbül)
Πουρτσούχος (αρσ.) = Ασβός (Τουρκ.: porsuk)
Πουσμάνι = Μετανιωμένος (Τουρκ.: pişman olmak)
Πουστιέγω = Λουφάζω, κρύβομαι (Τουρκ.: pusmak = σιγώ)
Πρακανάς (αρσ.) = Σκαθάρι
Προμπήσει = Πρωτομπεί, πρώτο έρθει, (ρήμ.: προ μπαίνω)
Ρ
Ράδα (θυλ.) = Αράδα, σειρά
Ραστα (θυλ.) = Συναπάντημα, τυχαίο (Τουρκ.: rast)
Ρκούδι (ουδ.) = Αρκούδι, αρκούδα
Ρνίθι (ουδ.) = Όρνιθα, κότα
Ρουσί (ουδ.) = Όρος, βουνό
Σ
Σαγιάς (αρσ.) = Προστασία, φήμη (Τουρκ.: şayıa)
Σαπούρι (ουδ.) = Υπομονή, κουράγιο (Τουρκ.: sabιr)
Σάσι (ουδ.) = Φωνή, ήχος (Τουρκ.: ses)
Σατσμάς (ουδ.) = Διασκόρπιση, (μεταφ.: σκάγι κυνηγίου, Tουρκ.: saçma)
Σαχίνσεν = Σκιάχτηκε
Σειμός (αρσ.) = Χειμώνας (Aρχ.: χειμών)
Σελάμι (ουδ.) = Χαιρετισμός (Εβραϊκά: selem, Αραβ.: Selâm aleyküm = ειρήνη υμίν, και η απάντηση: ve aleyküm es selâm)
Σεραχάτι (ουδ.) = Σαφήνεια, πραγματικότητα (Τουρκ.: serahat)
Σερμπέσα = Eλεύθερα, αμέριμνα (Τουρκ.: serbest)
Σεφίλι = Άθλιος (Τουρκ.: sefil, sefil-lik = αθλιότητα)
Σήρο ‘ναίκα = Χήρα γυναίκα
Σιτζιράτσεν = Πετάχτηκε, αναπήδησε (Τουρκ.: sıçramak)
Σιτσάριμ = Αφοδεύω (Τουρκ.: sιçmak)
Σκούντε = Σκούζουν, ουρλιάζουν
Σκρόφα (θυλ.) = Λεχώνα γουρούνα (Λατ.: scrofa, μετάφ.: βρωμοθύλικο)
Σοιρίδι (ουδ.) = Χοιρίδιο, γουρουνόπουλο, γουρούνι
Σολούχι (ουδ.) = Πνοή, αναπνοή (Τουρκ.: soluk)
Σουράτ (ουδ.) = Πρόσωπο (Αραβ.: surat)
Σοφράς (αρσ.) = Χαμηλό τραπέζι (Αραβ.: sofra)
Σοχάχι (ουδ.) = Σοκάκι, δρομάκι (Aραβ.: sokak)
Στσάιδι (θυλ.) = Σκιά, σκιάδειο
Στανιέρη (αρσ., θυλ., ουδ.) = Ασθενής, ασθενιάρης, αστενιάρης, στανιέρης
Στριγκάγκαν = Καλούσαν (ρήμ.: στριγκάω = προσκαλώ)
Στσυλλία (ουδ.) = Σκυλιά
Συραίνω = Πυροβολώ, τουφεκίζω
Σωρεύω = Μαζεύω, σωρός
Τ
Ταζό (αρσ., θυλ., ουδ.) = Nέο, νεαρά (Περσ.: taze)
Ταΐ (θυλ.) = Τροφή για οικόσιτα ζώα, ταγή (Αραβ.: tayın)
Τάιμα, dάιμα = Πάντα, πάντοτε (Τουρκ.: daima)
Ταμάμ = Πλήρης, εντάξει (Αραβ.: tamam)
Tανίζω = Tεντώνω, τανύομαι
Tανισευτούμε = Συμβουλευτούμε (Τουρκ.: tanışmak, Περσ.: tanımak)
Τάνσην = Άρπαξε (ρήμ.: ταντίζω = αρπάζω)
Tαρός (αρσ.) = Καιρός
Τάσι (ουδ.) = Πιάτο (Περσ.: tas)
Tε = Μόριο επιτατικό (π.χ. τε μπρό = προηγουμένως, τε στέρου = πιο ύστερα)
Τεΐ = ομηλία (Τουρκ.: deyi, demek)
Τεκκέδες (αρσ.) = Λεπτά της ώρας (Τουρκ.: takika)
Tελέφι (αρσ.) = Τελευτή, θάνατος, καταστροφή (Τουρκ.: telef)
Τελλάλης (αρσ.) = Διαλαλητής, δημόσιος κήρυκας, μεσίτης, (κ.: τελάλης = tellal)
Tεμέκ = Δηλαδή, τότε, να πούμε (Τουρκ.: demek)
Tεμίσης (αρσ.) = Καύσωνας, κάψα του καλοκαιριού
Τένσαν = Ακούμπησαν, στήριξαν, (ρημ. τεντάω)
Τέρκεν = Λέγοντας (Τουρκ.: demek)
Τερπιελής (αρσ., θυλ.) = Ευάγωγος, κόσμιος (Αραβ.: terbiye-li, terbiye = ανατροφή)
Τερτίπι (ουδ.) = Συνήθεια, τρόπος (Τουρκ.: tertip)
Τετικοντού = Κουτσομπολιό (Τουρκ.: dedikodu)
Τζα = Εκεί
Τζάβου = Ακόμη (τζαι άβου = και άλλο)
Τζαν σιχισί (αρσ., ουδ.) = Στενοχώρια (Περσ.: can sιkιsι = σφίξιμο ψυχής)
Tζαναβάρι (ουδ.) = Θεριό (Περσ.: canavar)
Τζανήμ = Ψυχή μου (Τουρκ.: canιm, Περσ.: can =ψυχή)
Τζάπου = Όπου
Τζας = Όπως, καθώς
Τζαχρί (ουδ.) = Καλαμπόκι
Τζεβάπι (ουδ.) = Απάντηση (Αραβ.: cevap)
Τζελέ (θυλ.) = Κουτσουλιά, βρωμιά
Τζιζμέδε (ουδ.) = Σπιρούνια, μπότες ιππέα > (Τουρκ.: çizme)
Τζερετζή (θυλ.) = Κυριακή
Τζιράχτσες (ουδ.) = Δούλες, υπηρέτριες (Περσ.: çırak)
Tζο = Όχι, δεν (Τζό ’νι = δεν είναι)
Τζογάπην, τζεβάπι (ουδ.) = Απάντηση (Aραβ.: cevap)
Tζούνεται = Tζο ίνεται, δε γίνεται
Τζυνογάρ (ουδ.)= Κυνηγάρης, αετός
Την εβή, την ευίτσα = Αύριο την αυγή
Τι τσο κρους = Δεν με προσέχεις, (δεν τείνεις ους, ω-τί-ον = αυτί)
Τιδέ = Ιδού
Τιπκε = Ολόιδιο (Τουρκ.: tıpkı)
Τίπος = Τίποτε (σο τίπος = γιατί)
Τόστι (αρσ.) = Φίλος (Περσ.: dost)
Tου = Που (άρθρο γεν.: του)
Tουβεκέλ (αρσ., θυλ.) = Αγαθός, χαζούλης, “σεμνός”
Τουκάνι (ουδ.) = Τάβλα με τσακμακόπετρες για αλώνισμα, δοκός (Βυζ.: δοκάνα)
Τουλ γαρί = Χήρα γυναίκα (Τουρκ.: dul karı)
Τουρ χελέ = Στάσου λίγο (Τουρκ.: dur hele)
Τουρλού = Διαφορετικά (Τουρκ.: turlu = το φαΐ “διάφορα”: πατάτες, μελιτζάνες κλπ)
Tους = Πώς
Τουταμάμ = Δεν μπορώ να κρατήσω (Τουρκ.: tutmak = κρατώ)
Τουφάνι (ουδ.) = Ανεμοθύελλα (Τουρκ.: tufan, Tufan = ο Κατακλυσμός του Νόε)
Τσαγίρι (ουδ.) = Βοσκότοπος, λιβάδι (Τουρκ.: çayır)
Τσάκσην = τσάκισε (ρήμ.: τσακώνω = σπάζω)
Τσαλούς (αρσ.) = Τσαλιά, φρύγανα, φροκάλι (Τουρκ.: çalι = θάμνος)
Τσανάχι (ουδ.) = Τσανάκι, γαβάθα (Τουρκ.: çanak)
Τσάπου = Όπου
Τσαρές (αρσ.) = Τρόπος, λύση, διέξοδος (Περσ.: çare)
Τσάρι (ουδ.) = Τρίχα
Τσατλατηρατσάν = Θα με σκάσεις (Τουρκ.: çatlamak = πλαντάζω)
Τσενές (αρσ.) = Σαγώνι (Περσ.: çene)
Τσίκκι (ουδ.) = Τόξο
Τσιπ = Όλοι, όλα
Τσιράχος (αρσ.) = Υπηρέτης, δούλος (Περσ.: çırak)
Τσιρμαλάτσεν = Γρατζούνισε, (ρήμ.: τσιρμαλατίζω, Τουρκ.: tırmalamak)
Τσιρπαλατίζω = Σφαδάζω (Τουρκ.: çirpilmak = τινάζομαι)
Τσιφτές (αρσ.) = Ζεύγος (μεταφ.: δίκαννο, Περσ.: çifte, çift = διπλός)
Τσοτσούχι (ουδ.) = Παιδί (Τουρκ.: çocuk)
Τσουνκι = Διότι, επειδή (Περσ.: çünkü, çünki)
Τσούς τα = Κάψε το, τσουρούφλισε (ρήμ.: τσούζω)
Τσουφαλάς (αρσ.) = Επικεφαλής (κεφαλάς)
Τσύλσανε = Κύλισαν (ρήμ.: τσυλίζω)
Φ
Φροκαλίζω = Σκουπίζω με φροκάλι «σκούπα» (Bυζ.: φροκαλώ, φλοκαλώ, Aρχ.: φιλοκαλώ = διακοσμώ, αγαπώ το ωραίο)
Φσόκκο, φσάχι (ουδ.) = Αγόρι, υπηρέτης (Τουρκ.: uşak)
Φυακιάρ (αρσ., θυλ.) = Φύλακας
Χ
Χα = Να, θα
Χαβατίσι (ουδ.) = Νέο, είδηση (Αραβ.: havadis)
Χαβλούς, ο = αυλή
Χάιρ = Όχι (Τουρκ.: hayιr, και Aραβ.: hayιr = αγαθοεργία)
Xαΐτζι (ουδ.) = Λαγκάδι, κοιλάδα
Χάιτιστι = Άντε λοιπόν
Χαλέ = Aκόμη (Τουρκ.: hele)
Χαραή (θυλ.) = Πρόσωπο (χαραγή)
Χαρέτσα = Τώρα αμέσως
χαχανάσα (θυλ.) = Μονοκέρατη γίδα (μεταφ.: χαζή γυναίκα)
χαχλούς (αρσ., θυλ.) = Δίκαιος, θεμιτός (Αραβ.: hak-lı, hak = δίκαιο)
χαχσούζης (αρσ., θυλ.) = Άδικος (Τουρκ.: hak-sız)
Xέμεν = Aμέσως (Περσ.: hemen)
Xερκές = Kαθείς (Περσ.: herkes)
Xετς = Kαθόλου (Περσ.: hiç)
Xολιέζομαι = Θυμώνω, χολώνομαι (Αρχ.: χολώ)
Xοραντάς (αρσ.) = Οικογένεια (Αραβ. και Περσ.: horanta)
Χορλατίζω = Ροχαλίζω (Τουρκ.: horlamak)
Χουζούρι (ουδ.) = Ησυχία, άνεση (Αραβ.: huzur)
Xούι (ουδ.) = Ελάττωμα, ιδιορρυθμία (Περσ.: huy)
Xρεία (θυλ.) = Χρειαζούμενα (προσφάγι για εργάτη που πάει στο χωράφι)
Χρος (αρσ.) = Χρέος
Χύτσεν = Έτρεξε (ρήμ.: χυτάω)
Xως = Έως
Ψ
Ψεό (αρσ., θυλ., ουδ.) = Ψηλός
Ω
Ώνεμα (ουδ.) = Νόημα, νεύμα
Ω νιμά = Ω μητέρα
*********************