Ρεμπέτικο γλωσσικό ιδίωμα
Α
Αβάντα = Πλεονέκτημα, όφελος που συνήθως προέρχεται από επιλήψιμη διαδικασία, υποστήριξη έμμεση, μέσο
Αβανταδόρος = Ο εικονικός παίχτης, ο υποτιθέμενος αγοραστής που ενεργεί ώστε να προσελκύσει υποψήφια θύματα. Ειδικότερα, στον "παπά", παριστάνει τον κερδισμένο, ώστε να πεισθεί ο αφελής ότι μπορεί να κερδίσει και εκείνος, αν παίξει
Αβέρτα = Φανερά, άφοβα, χωρίς προφύλαξη, απροκάλυπτα
Αγάλι = Σιγά, ήρεμα
Αγάντα = Κρατήσου γερά, μείνε κοντά, κάνε κουράγιο
Άγιος Νείλος = Περιοχή του Πειραιά, κοντά στο Χατζηκυριάκειο, όπου υπάρχει η ομώνυμη εκκλησία
Αληθινή = Χωριό ανάμεσα στην Ερμούπολη και την Άνω Σύρο
Ανάπλι = Γνωστή, παλιά φυλακή ανατολικά της Ακροναυπλίας, στο εσωτερικό του όρμου
Ανθίζομαι = Αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κάτικρυφό, παίρνω είδηση
Αντάμ = Αμάν, έλεος
Αντάμης = Παλικάρι, θαρραλέος
Αντελικιώτισσα = Η καταγόμενη από το Αντελικό, κωμόπολη στο νομό Αιτωλοακαρνανίας
Ανφάν γκατέ = Κυριολεκτικά το κακομαθημένο παιδί, Κατ' επέκταση, ο "καθώς πρέπει", ο εκλεπτυσμένος άνθρωπος
Απάχης = Ο αλήτης, ο κακοποιός
Αποτάζω = Αποκτώ, υποτάσσω
Απτάλης = Ο ατσούμπαλος, ο απρόσεχτος. Αυτός σκοντάφτει, ρίχνει πραγματα ή πατάει στα πόδια των άλλων
Αραμπάς = Άμαξα με τέσσερις τροχούς που την έσερναν βόδια ή άλογα, κάρο
Αρετσού = Προάστιο της Θεσσαλονίκης, στο Δήμο Καλαμαριάς
Αλμπάνης = Αδέξιος, άπειρος στη δουλειά του, ατζαμής
Ασίκης = Λεβέντης, άντρας που συνδυάζει πολλά χαρίσματα
Ατζαμής = Αμάθητος, πρωτάρης, κακότεχνος, ανίδεος, άπειρος
Άφρα = Ο αφρός της θάλασσας
Β
Βέρος = Αληθινός, γνήσιος, πραγματικός
Βέρτζινος = Aγνός, παρθένος
Βαλαντώνω = Στενοχωριέμαι υπερβολικά, μαραζώνω, εξαντλούμαι
Βαλεντσιάνες = Οι γυναίκες της Βαλέντσιας ή Βαλένθιας
Βεδουΐνος, Βεδουΐνα = Οι νομαδικές φιλές των Αράβων βοσκών
Βεράνι = Καταστροφή, ετοιμόρροπο κτίσμα
Βερεσέ = Ακούω κάτι μάταια, χωρίς να δίνω σημασία, σημαίνει επίσης με πίστωση, χωρίς άμεση πληρωμή
Βιδάνιο = Τα ποσοστά από τα κέρδη χαρτοπαιξίας που έχει το δικαίωμα να κρατάει η χαρτοπαιχτική λέσχη ή το καφενείο, αλλιώς γκανιότα
Βλάμης, Βλάμισσα = Φίλος, σύντροφος, γενναίος, λεβέντης
Γ
Γαλατάς = Περιοχή της Κωνσταντινούπολης
Γεντί Κουλέ = Η χειρότερη Ελληνική φυλακή, στην Θεσσαλονίκη
Γιαβάς - γιαβάς = Σιγά - σιγά
Γιαβάσης = Ήρεμος, ψύχραιμος, αυτός που αποφεύγει τους καυγάδες
Γιαβουκλού = Αγαπητικός, ερωτευμένος
Γιαβρούμ = Παιδί μου, μωρό μου
Γιαγκίνι και Γιανγκίνι = α: Πυρκαγιά, β: Μεγάλο πάθος, έρωτας
Γιαρές, Τζαρές = α: Δουλειά, β: Τραύμα, ψυχικός πόνος, γ:"Γιαρές" ερωτικό ανατολίτικο τραγούδι, δ: Στην Μάνη έχει και την έννοια "δύναμη"
Γιαραμπί = Ο θεός των Μουσουλμάνων (ο Γιαραμπής)
Γιατάκι = α: Το μέρος όπου κοιμάται κάποιος, β: Λημέρι, κρυψώνα
Γιλντίζ (Τουρκ.) = Αστέρι
Γινάτι = Ινάτι πείσμα
Γιορντάνι = Περιδέραιο από φλουριά
Γιουρούκοι = Yόrόkler μια από τις φυλές των νομάδων εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία μόνιμα, ασχολούμενοι σε μεγάλο βαθμό με την κτηνοτροφία. Εξισλαμίστηκαν, αλλά μόνο επιφανειακά, διατηρώντας τη θρησκεία τους
Γιούργια = α: Έφοδος, επίθεση, β: Ενθαρρυντικό για κάποια ομαδική προσπάθεια
Γκεζί = Παρέα, συνάντηση
Γκελ = Έλα
Γκιαούρ Ισμίρ = Σμύρνη προδότρα, άπιστη
Γκιαούρης = Άπιστος, αυτός που δεν εξισλαμίσθηκε
Γκιζερίζω = Τριγυρνώ, περπατώ παρακολουθόντας
Γκιουζέλ = Ωραίος, πανέμορφος
Γκιουλέκας = Αυτός που παριστάνει τον νταή, το σκληρό, τον παλληκαρά
Γκλάβα = Το κεφάλι
Γκραν = Πολυτελής
Γυαλί Καφενές = Γνωστό κατάστημα της εποχής
Δ
Δαχτυλήθρες = Παιχνίδι, σαν τον Παππα αλλά με στραγάλι αντί για τραπουλόχαρτο
Δερβέναγας = Άνθρωπος με τυραννική συμπεριφορά
Δερβίσης = α: Ο λεβέντης, ο περήφανος, β: Μουσουλμάνος μοναχος
Δερβισόμαγκας = Λεβέντης, μάγκας
Δεφτέρι = Τετράδιο για λογαριασμούς ή σημειώσεις, σημειωματάριο
Δραγουμάνος = O διερμηνέας, ο μεταφραστής
Δραπετσώνα = Δήμος της Αττικής, Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν εκεί πρόσφυγες
Ε
Ειρκτή = Η φυλακή, κάθε τόπος καταδίκης ή ακούσιας κράτησης
Εσμέρ σεκερίμ = Μελαχρινή γλύκα μου
Εϊ γκιουλέ ολσούν = Σε καλό να βγει
Ζ
Ζαπιές, ζαπτιές = Τούρκος χωροφύλακας ή αστυνομικός
Ζαράρι = Ζημιά, χασούρα
Ζαργάνα = Λεπτή, ευκίνητη γυναίκα
Ζοριλίκι = Νταηλίκι, τσαμπουκάς
Ζορμπάς = Γενναίος, παλλικάρι, περήφανος, ανυπότακτος, ανεξάρτητος, αντάρτης
Ζορμπαλίκι = Τρόπος ζωής σαν λαϊκό αντάρτικο
Ζούλα = α: Στα κρυφά, β: Κρυψώνα
Ι
Ικιτέλι = Δίχορδος ταμπουράς, μουσικό όργανο
Κ
Κάμα = Δίκοπο μαχαίρι
Κάνω ντου = εισβάλλω σε χώρο, αιφνιδιάζω, ορμάω
Κάνω την κυρία = Προσποιούμαι τον ανήξερο
Κάπελας = Ταβερνιάρης
Καβουρμάς = α: Το τσιγαρισμένο κρέας που φτιάχνεται με κρεμμύδι και βούτυρο, β: Κρέας που φυλάσσεται σε λίπος, μέχρι να χρησιμοποιηθεί, γ: Το ξεροψημένο, τραγανό, κουλούρι
Καδέλι, κάδος = Μεγάλο δοχείο στο οποίο τοποθετούνται βαριά αντικείμενα
Καζαντίζω, καζάντι, καζάντια = Προκόβω, κερδίζω, κάνω περιουσία
Καλάμι = Το "μαρκούτσι" στους αυτοσχέδιους ναργιλέδες
Καλάρω = Ρίχνω δίχτυα, πετονιά, παραγάδι
Καλαμπαλίκι = Θρυβος που προκαλείται από το πλήθος, οχλαγωγία, χάβρα
Καλντερίμι = α: Λιθόστρωτος στενος δρόμος (από πέτρες ή πλάκες), β: η προσπάθεια της πόρνης να εξασφαλίσει πελάτη στο δρόμο
Καλούμπα = O σπάγγος του χαρταετού, που είναι τυλιγμένος σε ένα κυλινδρικό κομμάτι ξύλου
Καναβούρι = Το χασίσι
Καντίνι = Άψογα, στην τρίχα
Καπετανάκης = Oνομαστός για τη σκληρότητά του δεσμοφύλακας των φυλακών της Αίγινας
Καράρι = Το ταιριαστό, το πρέπον, το κανονικό
Καραβάς = Τοπωνύμιο που απαντά σε πολλές περιοχές
Καρακόλι = Χωροφύλακας
Καραμπουρνάκι = Aκρωτήριο της Θεσσαλονίκης
Καραπιπερίμ = Μαύρο πιπέρι
Καρτούτσο = Δοχείο κρασιού (που χωράει ποσότητα ίση με το 1/4 του κιλού)
Καρφωτήδες = Προδότες
Κασαβέτι = Στενοχώρια
Κασαδόρος = Διαρρήκτης χρηματοκιβωτίου
Κασμάς, γκασμάς = Εργαλείο για σκάψιμο
Καστιγκάρι = Castle Garden: Το νησάκι στην είσοδο του λιμανιού της Νέας Υόρκης
Κασόμπρα = Χαμηλής νοημοσύνης, κακοντυμένη, με κακούς τρόπους
Καταπινάρι = O φάρυγγας, το λαρύγγι
Κατσάρι = Δερμάτινη παντόφλα
Κατσαμάκια = Καμώματα, νάζια, υπεκφυγές, προφάσεις
Κατσιβέλα = Γύφτισσα, σκλάβα
Κατσιρμάς = Λαθρεμπόριο, κοπάνα, σκασιαρχείο
Καψούρης, καψούρα = Ερωτευμένος χωρίς ανταπόκριση, παθιασμένος
Κελεπτσές = Χειροπέδες
Κεμετζές = Η ποντιακή λύρα
Κερχανάς (καραχάνα) = Μπορντέλο
Κεσάτι = Η αναδουλειά, η πτώση της εμπορικής
Κιμπάρης = Άνθρωπος με φυσική ευγένεια, γενναιόδωρος, αξιοπρεπής. ντυμένος με ρούχα κομψά
Κισμέτ = Η μοίρα, το πεπρωμένο
Κιτάπια = α: Τα κατάστιχα, β: λογιστικά βιβλία
Κλωστηρού = Η εργάτρια σε σε νηματουργείο
Κογιονάρω = Κοροϊδεύω, εμπαίζω
Κοζάρω = Βλέπω, μπανίζω
Κοκκινιά = Συνοικία του Δήμου Πειραιά, η συνοικία της Προσφυγιάς και της Αντίστασης
Κολαουζέρης = O επιτηρητής των δυτών
Κολντεμίρι = Η αμπάρα
Κολτσίνα, κοντσίνα, κολιτσίνα = Παιγνίδι της τράπουλας στα καφενεία
Κομισέρης = Ο επιθεωρητής της αστυνομίας, ο εντεταλμένος
Κονιόρος = Ξύπνιος, μάγκας
Κοντζαγάκι = Τοποθεσία της Σμύρνης
Κοντραμπατζής = Λαθρέμπορος
Κορδελιό = Παραλιακή πολη της Μ. Ασίας
Κορτάκιας, Κορτάκηδες = Αυτός που ερωτοτροπεί συνεχώς
Κουβέρτα = Στη ναυτική ορολογία, το κατάστρωμα του πλοίου
Κουκλουτζάς = Χωριό της Σμύρνης με ελληνικό πληθυσμό
Κουλαντρίζω = α: Χειρίζομαι επιδέξια, τα βγάζω πέρα, β: "τα ρίχνω" σε κάποιον ή κάποια
Κουμπές = Τρούλος, θόλος εκκλησίας
Κουμπουριά = Η πιστολιά
Κουμπούρας = α: Αυτός που κρατά κουμπούρα, δηλαδή πιστόλι παλιού τύπου, β: βλάκας, αυτός που δεν μαθαίνει εύκολα
Κουνελάκη = Λόφος στη Δραπετσώνα
Κουρμπέτι = Η πιάτσα, η σκληρή και δύσκολη ζωή
Κουρνάζος = Ξύπνιος, πονηρός, κατεργάρης
Κουρντίζομαι = Στολίζομαι, ετοιμάζομαι
Κουσαντιανή = Η καταγόμενη από το Κους Αντασί, κοντά στην Έφεσο
Κουσουμάρω = α: Xειρίζομαι, β: επιδεικνύω, γ: συμπεριφέρομαι
Κουταλιανός = Πρωταθλητής στην άρση βαρών και παλαιστής
Κουτούκι = Μικρή λαϊκή ταβέρνα
Κουτσαβάκι, κουτσαβάκης = Λαϊκός μάγκας με μουστάκι, ντύσιμο και τρόπους νταή, υπαρκτό πρόσωπο, γνωστού μάγκα του 19ου αιώνα
Κουτσουκάρι, κουτσικάρι = O σημερινός Κορυδαλλός
Κοχλαράκιας = O πρεζάκιας που παίρνει την δόση του με ένεση χρησιμοποιώντας κουτάλι
Κούλουρη = Η Σαλαμίνα
Κούτσουρα του Δαλαμάγκα = Ταβέρνα στην Θεσσαλονίκη
Κούφιο = α: Περίστροφο, όπλο, β: κάποιος χωρίς χωρίς πνευματικές ανησυχίες
Κρίσις = Παγκόσμια οικονομική κρίση
Κρατάω τσίλιες = Παραφυλάω μήπως παρουσιαστεί αστυνομικός
Κρεμμυδαρού = Περιοχή της Δραπετσώνας
Κρεπάρω = Σκάω, ξεπερνάω τα όρια της ψυχικής μου αντοχής
Κόνιαλης = Κάτοικος του Ικονίου
Κόνξες = Νάζια, πείσματα
Λ
Λάγνος = Φιλήδονος, αυτός που προκαλεί ερωτισμό
Λάζο = Είδος μαχαιριού που διπλώνει στη λαβή
Λάου - λάου = Σιγά-σιγά, με το μαλακό
Λακριντί = Συζήτηση, κουβεντολόι
Λαχανάδες = Πορτοφολάδες, κλέφτες
Λεβέντης = Νέος, ανδρείος
Λεγένι, Λαγήνι Λαΐνι = Η λεκάνη του νιπτήρα
Λελέκι = α: Tο πουλί πελαργός, β: πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος
Λεμονάδικα = Η ακτή Τζελέπη
Λιμά = α: Τα χαμηλής αξίας χαρτιά στην τράπουλα, β: τα λόγια χωρίς σημασία
Λιμάρω τα ζάρια = Παλιά χρησιμοποιούσαν και μεταλλικά ζάρια. Όταν τα λιμάρανε από ορισμένες πλευρές, έφερναν τις ζαριές που ήθελαν
Λιμοκοντόρος = Ο νέος που (παρά τη φτώχεια ή την πείνα του) ντύνεται και στολίζεται επιδεικτικά και προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους άλλους
Λουλάς = Tο μέρος του ναργιλέ όπου τοποθετούνται ο καπνός και τα κάρβουνα των καπνιστών με ή χωρίς χασίς
Λούμπα = Πέφτω θύμα απροσεξίας, παγίδας
Λωλός = Τρελός, παλαβός ανόητος, απερίσκεπτος
Μ
Μάπα = α: Πρόσωπο, β: βλάκας, γ: για πέταμα, λόγω κακής ποιότητας, δ: σφαλιάρα, γενικά ξύλο
Μάπας = Ο αργιλές
Μέγκλα = Κάτι κομψό, φίνο, ένα προϊόν άριστης ποιότητας
Μαγκιόρος = Μερακλής, εξαιρετικός
Μανιτάρι, μανίτα = Eίναι ένα κόλπο που κάναν οι πορτοφολάδες για να κλέβουν τα πορτοφόλια σε χώρους με πολύ κόσμο (Στα χαρτιά, μανίτα σημαίνει ότι στο τραπέζι υπάρχει ομάδα παικτών συνεννοημένων)
Μαργιόλος, μαριόλος, μαριόλα, μαργιόλα = Πονηρός, καταφερτζής, παιχνιδιάρης
Μαργιολιά = Πονηριά, τέχνασμα
Μαρμάγκα = α: (π.χ. "Θα με φάει η μαρμάγκα" σημαίνει: θα έχω κάποια συμφορά), β: είδος δηλητηριώδους αράχνης
Μαστούρα, μαστουρώνω = Κατάσταση ανθρώπων υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών
Μαστραπάς = Mικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών
Ματσαράγκα = Απάτη, κατεργαριά
Ματσαράγκας = Απατεώνας
Μαυραγορίτης = Aυτός που πουλά, στη μαύρη αγορά
Μαχαραγιάς = α: Tίτλος Iνδών ηγεμόνων, β: άνθρωπος που ζει μέσα στην πολυτέλεια
Μαχμουρλής, μαχμούρης = Νωθρός, βαρύθυμος, ύστερα από πολλές ώρες ύπνου
Μεμέτης = Ο Μουσουλμάνος
Μεντρεσές = Mουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο
Μερακλής = Αυτός που του αρέσουν τα ωραία και καλοφτιαγμένα με μεράκι πράγματα
Μετζίτι = Παλιό τουρκικό νόμισμα, που ισοδυναμεί με την τουρκική λίρα
Μετζαρόλια = Είδος κλεψύδρας για δύτες
Μετρέσα = Γυναίκα που συζεί με τον εραστή της
Μηχανή, μηχανή = κόλπο, πονηριά, μεθόδευση
Μοβόρος = Σκληρός, απάνθρωπος, τύραννος
Μοράβας = Βουνό στα Αλβανικά σύνορα
Μουρμούρης = α: σκληρός μάγκας, β: αυτός που μιλά μέσα από τα δόντια του
Μουρντάρης = Ο μπερμπάντης, αυτός που κάνει απάτες και ακολασίες
Μουστερής = Ο πελάτης, αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι
Μούσμουλα = Οι σφαίρες
Μπέμπελη = Η ιλαρα, (βγάζω την μπέμπελη = σκάω από τη ζέστη)
Μπέμπης = Ο αργιλές
Μπερεκέτι = Αφθονία πλούτος
Μπέσα = Τιμή, εμπιστοσύνη
Μπέτης = Στήθος, στέρνο, καρδιά, ψυχή
Μπέϊ, Μπέη = Ο Βισκαϊκός κόλπος
Μπαγάσας = Κατεργάρης, πονηρός
Μπαγαποντιά = Πονηριά, κατεργαριά
Μπαγιαντέρα τα μαλλιά = Είδος κουρέματος των αρχών του αιώνα, σε στυλ αντρικό, προήλθε από την πρωταγωνίστρια της όπερας «Μπαγιαντέρα»
Μπαγιόκος = Κομπόδεμα, λεφτά
Μπακίρι = Ο χαλκός
Μπακαράς = Είδος τυχερού παιχνιδιού με τραπουλόχαρτα
Μπαλαμούτι = Ψέμα, απάτη
Μπαμπέσης, μπαμπέσα, μπαμπέσικος = Πονηρός, ύπουλος
Μπανίζω = Κοιτάζω με προσοχή και με σημασία, παρατηρώ, προσέχω ιδιαίτερα
Μπαξίσι = Φιλοδώρημα που δίνει κάποιος για εξυπηρέτηση
Μπαρμπαριά = Η Αλγερία, (Βέρβεροι ή Μπέρμπεροι οι κάτοικοί της, εξ' ου και το όνομά της)
Μπαρμπουτζής = Αυτός που κουμαντάρει το παιχνίδι του μπαρμπουτιού
Μπαρμπούτι = Τυχερό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια
Μπασκίνας = Κλασικός υβριστικός χαρακτηρισμός για αστυνομικό
Μπατίρης = Αυτός που δεν έχει χρήματα, ο αδέκαρος
Μπατιρίζω = Πτωχεύω, ξεπέφτω
Μπάτσος = Αστυνομικός
Μπαφιάζω = α: μπουχτίζω (Εξ' ου και, στην μάγκικη αργκό, η έννοια του «απολαμβάνω ικανοποιητική ποσότητα χασισιού»),
β: αισθάνομαι άσχημα, δυσανασχετώ για ορισμένη κατάσταση ή Μπαχτσέ Τσιφλίκι: περιοχή κοντά στη Θεσσαλονίκη.
Μπαϊρακτάρης = Σημαιοφόρος
Μπαϊράκι = Σημαία
Μπεγλέρι = Κομπολόι
Μπεζεστένι = Αρχικά, μπεζεστένι ήταν η αγορά υφασμάτων
Μπεκιάρης = Ο εργένης, ο άγαμος άντρας
Μπελαλής = α:αυτός που γίνεται αφορμή για φασαρίες, καυγάδες, αντεγκλήσεις, β: ο ζόρικος, ο δύστροπος
Μπελεντέρι, μπελαντέρι = Αδελφός
Μπεξινάρι, Μπεχ τσινάρ: Περιοχή της Θεσσαλονίκης (όπου σήμερα βρίσκονται τα Σφαγεία)
Μπερμπάντης = Γλεντζές, άστατος, γυναικάς
Μπεσαλής = Αυτός που κρατά το λόγο του, ο ντόμπρος, ο έμπιστος, ο τίμιος
Μπιρ Αλλάχ = Ένας ο Αλλάχ
Μπιτιρίνι = Το στήσιμο τυχερών παιχνιδιών, η μπαρμπουτιέρα
Μπλόκο = Αποκλεισμός ενός χώρου, έτσι ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής από αυτόν ή επικοινωνίας με αυτόν
Μποέμης, Μποέμισσα = Αυτός που ζει ανέμελα, χωρίς να νοιάζετια για τις κοινωνικές συμβατικότητες
Μπουγιουρντί = Επίσημο έγγραφο, διαταγή με δυσάρεστο συνήθως περιεχόμενο
Μπουκάρω = Μπαίνω ξαφνικά ή ορμητικά κάπου, συνήθως προκαλώντας κάποια ανωμαλία
Μπουλασιλίκι = θυμός, οργή
Μπουλμπούλ = Αηδόνι
Μπουρνάμπασι = Β.Α. της Σμύρνης
Μπουρνόβας = Προάστιο της Σμύρνης
Μπουτζάς = Πλούσιο προάστιο και δημοφιλής τόπος διακοπών, 9 χλμ Ν.Α. της Σμύρνης
Μποχώρης = Ο Μποχώρης αγαθός άνθρωπος που έπεσε θύμα λόγω της αφέλειάς του
Μυτιά = Εισπνοή ναρκωτικής ουσίας σε σκόνη καθώς και η αντίστοιχη ποσότητα
Μόκο = Σιωπή, "κάνε μόκο": μη μιλάς, μη φέρνεις αντίρρηση
Μόρτης, Μόρτισσα = Μάγκας, αλάνι, άνθρωπος με συμπεριφορά αντικοινωνική που αψηφά τον θάνατο, αυτού που μετέφεραν τους νεκρούς μετα από από επιδημία.
Ν
Νίλα: Καταστροφή, ζημιά, αποτυχία σε διαγωνισμό ή συναγωνισμό, συμφορά, πανωλεθρία
Ναργιλές = Αργιλές
Νεφέσι = α: Κυριολεκτικά: αναπνοή, χνώτο, β: Εισπνοή, ρουφηξιά
Νισάφι = Αρκετά, φτάνει, αμάν
Νταής = Γενναίος, παλληκάρι, τολμηρός, προκλητικός
Νταηλίκι = Παλληκαριά, ζοριλίκι, (λέγεται και ειρωνικά, με την έννοια του ψευτοπαλληκαρά, του κουτσαβάκη)
Νταηλίζω = Κάνω τον νταή
Νταβατζής = Εκμεταλλευτής κοινών γυναικών, «προστάτης»
Νταγιαντίζω = Νταγιαντώ, υπομένω, αντέχω
Νταλκάς, νταλκαδάκι, νταλγκάς, νταλγκαδάκι = Πόθος, επιθυμία, σεβντάς, πόνος
Νταμίρα = Ονομασία για το αυτοφυές φυτό Datura stramonium ή τάτουλας, που είναι πλούσιο σε αλκαλοειδείς ουσίες, ατροπίνη κλπ. και που χρησιμοποιείται σαν υποκατάστατο ναρκωτικό
Νταραβέρι = Οποιαδήποτε συναλλαγή, εμπορική σχέση, δοσοληψία., κοινωνική σχέση, σχέση οικειότητας, θόρυβος, αναστάτωση, διαπληκτισμός
Νταρντάνα = Ψηλή, εύσωμη κι ωραία γυναίκα
Ντεπώ, ντεπό = Περιοχή στην ανατολική Θεσσαλονίκη
Ντερμπεντέρης, ντερμπεντέρισσα = Λεβέντης, ανοικτόκαρδος, κουβαρδάς
Ντερτιλής = Αυτός που έχει ντέρτι, πόνο, καημό
Ντερτσάκι, τερτσάκι = Η τρίτη φωνή
Ντιντής = Άνδρας μαλθακός, χωρίς έκδηλο ανδρισμό
Ντορβάς, τορβάς = Σακκίδιο πλεκτό ή υφαντό από χοντρό μάλλινο ύφασμα, συνήθως πολύχρωμο, το οποίο κρέμεται στον ώμο ή από το λαιμό του ζώου
Βάζω το κεφάλι μου στον τορβά = Βάζω σε κίνδυνο τη ζωή μου, παίζω τη ζωή μου κορώνα - γράμματα, διακινδυνεύω.
Ντουζένι = Τάξη, αρμονία "είμαι στα ντουζένια" σημαίνει "έχω κέφια", (για το μπουζούκι έχει έννοια "είναι καλά κουρδισμένο")
Ντουμάνι = Πυκνός καπνός που δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα
Ντουμπλάρω = α: καλύπτω την επιφάνεια ενός μετάλλου με άλλο πολυτιμότερο ή ανθεκτικότερο ή εσωτερικά ένα συνήθως λεπτό ή διαφανές ύφασμα με άλλο χοντρότερο (φοδράρω), β: διπλασιάζω, γ: αντικαθιστώ
Ντουμπλέδες = Διπλοί λουλάδες, ίσως για άμεση αντικατάσταση μετά την χρήση
Ντούρος = Σκληρός, αλύγιστος, στητός, άκαμπτος
Ντούσες = Διπλά, δυάρες
Ντόρτια = Φέρνουμε "ντόρτια", όταν δείχνουν και τα δυο ζάρια τον αριθμό τέσσερα στο τάβλι
Ξ
Ξέμαγκας = Αυτός που αποφασίζει να αφήσει την ανέμελη ζωή και να ζήσει προγραμματισμένα
Ξαβέρι = Τα παλιά Καρβουνιάρικα, περιοχή του Πειραιά, η οποία σήμερα συγκεντρώνει τις κυριότερες ναυτιλιακές δραστηριότητες
Ξεφτέρια (του Αγιωργιού): Τα εξαπτέρυγα (εξ + πτέρυξ)
Ο
Οντάς: Δωμάτιο, ιδίως το επίσημο.
Οντουλάρω: Κατσαρώνω τα μαλλιά, τους δίνω τεχνητό κυματιστό σχήμα, σγουρώνω.
Π
Πάστρα = α: είδος χαρτοπαιγνίου, ξερή, β: «καθαριότητα»
Πέραν = Περιοχή του Κεράτιου κόλπου, απέναντι από το Γαλατά
Πίκα = Πείσμα, θυμός που νιώθει κάποιος, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του θιγμένο, προσβεβλημένο, μνησικακία
Πίκινος = Ιδιοκτήτης ενός κέντρου με ορχήστρα στο Θησείο
Παγανιά = Καταδίωξη, ανίχνευση, σύλληψη ανθρώπου ή ζώου
Παπάζι, παπάτζι, παπάκι = Φέσι με χρυσή φούντα
Παπάς = Παράνομο και παραπλανητικό παιχνίδι, παιζόταν σε ανοιχτούς χώρους από παίκτες που πόνταραν χρήματα στο ένα από τα 3 τοποθετημένα ανάποδα τραπουλόχαρτα του παιχνιδιού, προσπαθώντας να μαντέψουν ποιο από τα τρία είναι ο Ρήγας
Παπατζής = Ο επιτήδειος που παίζει το παιχνίδι «παπάς», ο απατεώνας
Παραδόπιστος = Αυτός που πιστεύει πολύ στο χρήμα, που το αγαπάει υπερβολικά, ο φιλοχρήματος
Παρακοπή = Οικισμός της Ερμούπολης
Παραπήγματα = Παλιές στρατιωτικές φυλακές στη Βασ. Σοφίας
Παρλαμά = Ο Παρλαμάς ήταν ταβερνιάρης στον Πειραιά
Παρτίδες = Οι δοσοληψίες, τα πάρε - δώσε, οι σχέσεις με κάποιον
Παρόλα, παρόλες = α: λόγια ανόητα, χωρίς αξία, ακατανόητα, β: Ομιλία με υπονοούμενα
Παστουρμάς = Κομμάτι παστού κρέατος από καμήλα, που το αρωματίζουν αποξηραίνουν και το οποίο αναδίδει βαριά, έντονη μυρωδιά
Περαία = Ξακουστό παραλιακό προάστιο, 13 χλμ. από τη Σμύρνη, κατοικήθηκε κυρίως από Έλληνες
Περαίας = Άλλη ονομασία του Πειραιά
Περονιάζω = Για κρύο και υγρασία που είναι ιδιαίτερα διαπεραστικά
Πετσί = Πορτοφόλι, προφανώς από το υλικό κατασκευής
Πεχλιβάνης = α: Άνθρωπος δυνατός, παλικαράς, β: αυτός που σε δημόσιες (συνήθως υπαίθριες) παραστάσεις επιδεικνύει τις σωματικές ικανότητές του για βιοπορισμό, γ: παλαιστής.
Πινόκλης: Παρατσούκλι για κάποιον που παίζει πολύ "Pinocle" (χαρτιά).
Πισκοπιό: Βρίσκεται στις πλαγιές ενός πευκόφυτου λόφου δυτικά της Ερμούπολης.
Πλεκτό, Πλεχτό: Φυλακή, κρατητήριο, παράθυρο φυλακής.
Ποδαράδες: Παλιά ονομασία της Νέας Ιωνίας
Πορτ Σάϊντ: Αιγυπτιακή πόλη στην είσοδο της διώρυγας του Σουέζ.
Ποταμός: Κωμόπολη και εμπορικό κέντρο στα Κύθηρα.
Πουλεύω: Φεύγω κακήν κακώς. Την πούλεψα = την πάτησα, την έβαψα.
Πράσο: Πορτοφόλι.
Πρασατζή: Αυτός που κλέβει πορτοφόλια.
Πρέζα: Μικρή ποσότητα ναρκωτικής ουσίας - που χωράει ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη . Επίσης, γενικά η μικρή ποσότητα μιας ουσίας σε σκόνη (π.χ. αλάτι), αλλά και η ρουφηξιά.
Πρεζάκιας: αυτός που παίρνει δόση ναρκωτικού από τη μύτη, ο τοξικομανής.
Πρέφα:
1. παίρνω είδηση, αντιλαμβάνομαι.
2. παιχνίδι της τράπουλας.
Πριγκηπιώτισσα: Κάτοικος της Πριγκήπου, στην Προποντίδα.
Πόγραδετς: Κωμόπολη της Αλβανίας,.
Ρ
Ρέστος: Κατεστραμμένος οικονομικά.
Ρέφα: Το μερίδιο του αστυνομικού επί των κλοπιμαίων, με αντάλλαγμα τη σιωπή του. Ρεφάρω: ξανακερδίζω τα όσα έχω χάσει.
Ραβαΐσι: Γλέντι, ξεφάντωμα.
Ραμί: Είδος χαρτοπαιγνίου με διάφορες παραλλαγές που παίζεται συνήθως από 3 έως 7 παίχτες και με 2 τράπουλες.
Ραμολί: Ξεμωραμένος, ξεκούτης.
Ρασκέτα: Η ξύστρα (εργαλείο των ναυτικών).
Ρεζίλης: Ανθρωπος χωρίς υπόληψη, ξεφτίλας.
Ρεμιζάρω: Παρκάρω.
Ρεμπελιά: Η απραξία, η αποφυγή κάθε κόπου κι εργασίας.
Ρεμπελιό:
1. η απραξία, η αργόσχολη ζωή, η αποφυγή κόπου και δουλειάς.
2. η ανταρσία, η εξέγερση εναντίον της εξουσίας ή της αρχής, η επανάσταση.
Ρεστάρω: Μένω χωρίς λεφτά.
Ροζικλέρι: Παλιός γνωστός κινηματογράφος στην Πατησίων.
Ροκαμβόλ: Ήταν το όνομα ήρωα αστυνομικών μυθιστορημάτων του Γάλλου συγγραφέα Ponson du Terrail.
Ροσσόλι: Κόκκινο ποτό.
Ρούγα: Δρόμος ή πλατεία, συνοικία, μαχαλάς.
Ρούφος: Ταβάνι.
Σ
Σέρτικος: Βαρύς, σκληρός.
Σίδερα:
1. φυλακή.
2.χειροπέδες.
Σακουλεύομαι:
1. Αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο, την απάτη.
2. Υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάτι το οποίο προσπαθούν να μου κρύψουν.
Σαλβάρι: Είδος φαρδιού παντελονιού περισσότερο για γυναίκες, που σουρώνει στον αστράγαλο και στη μέση, παραδοσιακό ρούχο,κυρίως στην Aνατολή, από τα πολύ παλιά χρόνια.
Σαλτάρω:
1. πηδώ.
2. τρελαίνομαι.
Σαλταδόρος: Αυτός που είναι επιδέξιος στο να σαλτάρει. Ειδικότερα στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, αυτός που πηδούσε επάνω στα αυτοκίνητα των κατακτητών για να κλέψει. Επίσης μικροαπατεώνας, επιτήδειος
Σαμπαστιάς: Πρόκειται για την καθολική εκκλησία του Saint Sebastian στην Άνω Σύρα.
Σαράκι: Μακροχρόνιος ψυχικός πόνος, καημός που δεν εκδηλώνεται και γι΄ αυτό φθείρει. Κυριολεκτικά, το έντομο που κατατρώει το ξύλο
Σαρμάκο: Σιωπώ, υποχωρώ, συμμαζεύομαι, κάνω τουμπεκί, κάνω πως δεν καταλαβαίνω.
Σατράπης, Σατράπισσα: Άνθρωπος αυταρχικός, σκληρός και βίαιος, με πράξεις και συμπεριφορές υπεροπτικές.
Σβάρνα, Παίρνω σβάρνα: Γυρίζω με τη σειρά, δεν αφήνω χώρο που να μην τον επισκεφτώ. Κατ' επέκταση, παρασύρω, χτυπώ.
Σβαρνίζω, Σβαρνώ: Αρχικά σημαίνει περιέρχομαι με σβάρνα (πλατιά και βαριά σανίδα δεμένη κατάλληλα με σκοινιά από άλογο ή βόδι) το χωράφι συμπληρώνοντας το έργο της άροσης. Μεταφορικά τιμωρώ, σκοτώνω.
Σεβιλλιάνες: Οι γυναίκες της Σεβίλλης, (Sevilla), πρωτεύουσας της νότιας Ισπανίας
Σεβντάς: Ο ερωτικός καϋμός, η λαχτάρα, ο έρωτας.
Σεκλέτι: Στενοχώρια, καημός, συνήθως ερωτικός.
Σελέμης: Αυτός που ζει σε βάρος των άλλων, ακαμάτης, αχαΐρευτος, το παράσιτο που ζει με δαπάνες άλλων.
Σελεμώ / -ίζω: Οικειοποιούμαι κάτι όχι δικό μου.
Σερέτης: Βαρύς, δύστροπος, σκληρός, ευέξαπτος.
Σεργιάνι: Περίπατος, βόλτα.
Σερμπέτι: Είδος πολύ γλυκού και αρωματικού αναψυκτικού.
Σεχραζάτ: Βασίλισσα της Βαγδάτης.
Σηλυβρία: Πόλη της Ανατολικής Θράκης στην Προποντίδα.
Σκέρτσο:
1. προσποιητός τρόπος συμπεριφοράς, ιδίως γυναίκας, για να φανεί χαριτωμένη, νάζι.
2. Επίσης μουσικός όρος: ζωηρό και εύθυμο μουσικό κομμάτι, τμήμα μιας ευρύτερης σύνθεσης.
Σκαλέτα: Τρόπος κλεψίματος στα χαρτιά. Ανακατεύονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει έλεγχος της σειράς με την οποία θα εμφανίζονταν.
Σκεντερία: Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Σκούνα: Ιστιοφόρο πλοίο με ψηλά κατάρτια.
Σορολόπ: (το ρίχνω στο) σορολόπ:Συμπεριφέρομαι ανέμελα και αδιάφορα, κάνω ό,τι μου έρχεται αδιαφορώντας για τις συνέπειες ή δεν αντιμετωπίζω κάποιον σοβαρά.
Σουπιατζής: Καταδότης, ύπουλος.
Σουρμελίδικα: (μάτια) Μαύρα μάτια.
Σουρουκλεμές: άνθρωπος που γυρίζει από εδώ κι από εκεί, αχαΐρευτος.
Σουρτούκα: Αλήτισσα, γυναίκα που δεν μένει στο σπίτι αλλά γυρίζει εδώ κι εκεί, άτομο που του αρέσει να αλητεύει και να ζει άστατα και ανέμελα.
Σπαθί, Ξηγιέμαι σπαθί: Χωρίς περιστροφές, τίμια, ίσια, χωρίς πλάγια μέσα.
Σπαρματσέτο: Κερί, κατασκευασμένο από την ουσία spermaceti, η οποία όταν καιγόταν παρήγαγε ιδιαίτερα λευκή και λαμπρή φλόγα, γι΄αυτό ήταν και ακριβό.
Σπαχάνι: καπνός περσικός, παραφθορά της λέξης Ισπαχάν ή Ισφαχάν (παλιάς πρωτεύουσας της Περσίας).
Σπετσέρης: Φαρμακοποιός
Σπηλιά του Δράκου: στο Κερατσίνι, ο λεγόμενος μύλος του Δράκου
Στάμπα: Ειδικό σήμα που έραβαν οι Άγγλοι στην πλάτη του πουκάμισου των Ελλήνων αιχμαλώτων για να τους ξεχωρίζουν από τους Ιταλούς και Γερμανούς.
Σταυρωτής: Περιφρονητικά ο αστυνομικός, επίσης ο βασανιστής, ο τύραννος.
Στενή: Η φυλακή.
Στράφι: Πηγαίνει κάτι χαμένο, δεν αξιοποιείται ή καταστρέφεται.
Στραπατσάρω: Καταταλαιπωρώ κάποιον σωματικά ή ψυχικά. Επίσης προκαλώ μεγάλη ζημιά, τσαλακώνω.
Στόκολο: Το άνοιγμα στον ατμολέβητα του μηχανοστασίου για την τροφοδότηση με κάρβουνο.
Συγγρού (φυλακές): Γνωστές για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων
Συνάχι: Η χρήση σκληρών ναρκωτικών.
Συναχωμένος: Αυτός που έχει πάρει σκληρά ναρκωτικά που παίρνονται από τη μύτη (μυτιές), πρέζες, όπως η κόκα, η ηρωίνη κ.λ.π.
Συρμός:
1. μόδα, συνήθως στην έκφραση "είναι του συρμού"= είναι μοντέρνο, είναι της μόδας (με αρνητική φόρτιση).
2. αμαξοστοιχία, τρένο.
Σωτήρχαινας: Κτηνοτρόφος από τη Λειβαδιά.
Σότος: Φορτωμένος, ματσωμένος.
Σύρμα: Το πολύ καλής ποιότητας μαύρο (χασίς), τόσο καλό που έπεφτε σύρμα για την ύπαρξή του, έτρεχαν να ειδοποιήσουν, διαδόθηκε η κυκλοφορία του.
Τ
Τέλι:
1. λεπτό σύρμα.
2. μεταλλική χορδή: (τα τέλια του μπουζουκιού).
Τέρτσος: Ρέστος, χαμένος.
Ταξίμι: Εισαγωγικό οργανικό κομμάτι της λαϊκής ή της δημοτικής μουσικής, όπου παρουσιάζεται και αναπτύσσεται ο δρόμος στον οποίο θα ακολουθήσει το κυρίως κομμάτι.
Ταπί: χωρίς λεφτά.
Ταράφι: Συμμορία, φατρία, ομάδα, κόμμα.
Ταρσανάς: Ναύσταθμος, ναυπηγείο.
Ταταύλα: Συνοικία της Κωνσταντινούπολης
Τεκές: Aρχικά σημαίνει μοναστήρι, ξενώνας και φιλανθρωπικό ίδρυμα. Αν σε κάποιους τεκέδες οι μοναχοί, οι δερβίσηδες, κάπνιζαν χασίσι, δυόσμο, λεβάντα ή άλλα βοτάνια, αυτό γινόταν μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία πνευματικής έρευνας.
Τεμπεσίρι:
1. Κιμωλία
2. Ο πίνακας όπου γράφονταν με τεμπεσίρι τα βερεσέδια των πελατών.
Τερτίπι: Κόλπο, πονηριά, συμπεριφορά με πείσματα, καμώματα, νάζια.
Τζανταρμάς: Χωροφύλακας.
Τζαρές:
1. βελτίωση, καλυτέρευση, λύση.
2. τραύμα, πόνος, ψυχικός πόνος".
3. "Γιαρές" είναι και ερωτικό ανατολίτικο τραγούδι που τραγουδιέται με πάθος.
4. Στη Μάνη που λέγεται η λέξη αυτή, έχει και την έννοια «δύναμη».
Τζελέπη ή Τσελέπη:
Όρμος στο κέντρο του λιμανιού του Πειραιά.
Από το όνομα του Γιάννη Τζελέπη(*) πλούσιου κάτοικου της περιοχής
Τζες:
1. κάποιος που δεν εκτιμούμε ή δεν υπολογίζουμε.
2. αστυνομικός ή ρουφιάνος.
Μεταγενέστερες έννοιες της λέξης: μόρτης, μάγκας, παιδί.
Επίσης, ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος άντρας.
Τζιβαέρι:
1. κόσμημα (φτιαγμένο από πολύτιμη πέτρα).
2. ως επιφώνημα: «θησαυρέ μου»
Τζιμάνι: Πολύ ξύπνιος, ικανός άνθρωπος.
Τζιτζιφιές: Στον όρμο του Φαλήρου, μεταξύ του Παλαιού και του Νέου Φαλήρου.
Τζογαδούρα: Πολύ στενό παντελόνι που προτιμούσε ο Κουτσαβάκης.
Τζούρα:
1. μικρή δόση, ρουφηξιά ναρκωτικού ή τσιγάρου, γουλιά.
2. το υπόλειμμα ενός υγρού στο δοχείο που το περιέχει.
Τζούρας: Στερημένος από ναρκωτικές ή μεθυστικές ουσίες.
Τζόγια, Τζόγια μου: H φράση απαντά σε πολλά παραδοσιακά νησιωτικά τραγούδια. Είναι και φράση δημοφιλής στην Κέρκυρα, όπως και στον Καραγκιόζη.
Στην Κέρκυρα, συγκεκριμένα, σημαίνει "χαρά μου", σε άλλες περιοχές "ψυχή μου", "καμάρι μου", "χρυσέ μου".
Τομπουρλίκα: Η εύσωμη, η παχουλή γυναίκα.
Τουμπεκί: Γενικά ο καπνός, ολόκληρο το φύλλο του καπνού.
Στον τεκέ, το τσιράκι του τεκετζή αναλάμβανε, καθισμένος στη γωνιά του, να τον ψιλοκόψει και δεχόταν και παρατηρήσεις, όταν τόλμαγε να πάρει μέρος στη συζήτηση των θαμώνων: εσύ, τουμπεκί ψιλοκομμένο.
Τουμπεκί, Κάνω τουμπεκί Τουμπέκα: Σώπα, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, προσποιήσου.
Τουμπελέκι, Τουμπερλέκι:Κρουστό όργανο με ηχείο αρχικά από πηλό και μεταγενέστερα από μπρούτζο ή αλουμίνιο. Το πίσω μέρος του ηχείου είναι ανοικτό για να ακούγεται ο ήχος, ενώ στο μεγαλύτερο επιστόμιό του εφαρμόζεται δέρμα ή πιο συχνά πλαστικό. Το τουμπελέκι παίζεται και με τα δύο χέρια και κρατιέται κάτω από την αριστερή μασχάλη ή κρέμεται από τον αριστερό ώμο. Το δεξί χέρι χτυπά τους ισχυρούς χρόνους και το αριστερό τους αδύνατους. Το δεξί χτυπά συνήθως στο κέντρο της επιφάνειας, όπου έχουμε πιο βαθύ ήχο ενώ το αριστερό στην άκρη κοντά στο χείλος, όπου ο ήχος είναι πιο οξύς και πιο μικρής διάρκειας.
Τουρσέκι, Ντουρσέκι Τουρσεκάκι: Γωνία του δρόμου, σταυροδρόμι.
Τουφατζής: Ο φυλακόβιος.
Τούμπα: Περιοχή στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης,
Τούνεζι: Η Τυνησία.
Τραβηχτό: Το καλάμι από το οποίο ρούφαγαν τον αργιλέ.
Τραγιάσκα: Είδος κασκέτου που το φορούν συνήθως εργάτες.
Τρακάρω:
1. Συναντώ τυχαία
2. Παίρνω κάτι χωρίς να έχω τη διάθεση να το επιστρέψω.
3. Τρακάρομαι, είμαι τρακαρισμένος, φέρομαι με αμηχανία.
Τρούμπα:
Περιοχή του Πειραιά. Το όνομα της το οφείλει στην αντλία - που ήταν τοποθετημένη από σε πηγάδι, στην περιοχή αυτή, από το οποίο έπαιρναν νερό τα πλοία.
Τσίκα: Μικροκομμένο κομμάτι μαύρο και επεξεργασμένο χασίς που τοποθετούσαν στον αργιλέ.
Τσίλια, Τσίλιες: Κρατάω τσίλιες Φυλάω τσίλιες, παραφυλάω μήπως παρουσιαστεί αστυνομικό ή άλλο εποπτικό όργανο, την ώρα που συνεργάτης ή συνεργάτες μου κάνουν κάτι παράνομο ή παράτυπο, ώστε να τους ειδοποιήσω έγκαιρα.
Τσιλιαδόρος:
1. αυτός που κρατάει τσίλιες, που φυλάει σκοπιά, που φρουρεί συνήθως για να γίνει κάποια ύποπτη, παράνομη δουλειά.
2. αυτός που παραφυλάει για κάτι.
Τσίλικος: Καινούριος, αστραφτερός, φινετσάτος.
Τσίφτης, Τσίφτισσα: Άνθρωπος πανέξυπνος, καπάτσος, μάγκας. Επίσης άνθρωπος άψογος:
1. στην εξωτερική του εμφάνιση.
2. στη συμπεριφορά του - άνθρωπος εντάξει
Τσαγκλί: Ξερό κλαδί
Τσακίρικος: (τσακίρικα μάτια): ελκυστικά, γοητευτικά.
Τσακιρισμένος: Σε κατάσταση έντονης ευφορίας, μεθυσμένος.
Τσακιστή: Η πόρτα.
Τσακιτζής: Εφές αρχιζεϊμπέκης του Αϊδινίου. Οργάνωσε από το 1899 ανταρσία κατά της Οθωμανικής εξουσίας, οι έρωτες και οι περιπέτειές του υμνήθηκαν εκτός από τους Τούρκους και από τους Έλληνες
Τσαλαπάτημα: Ποδοπάτημα, εξευτελισμός.
Τσαμπουκάς:
1. ζόρικη και μάγκικη συμπεριφορά, μαχητικότητα,
2. ζοριλίκι, φασαρία, αφορμή για παρεξήγηση.
Τσαμπουκαλεύομαι: συμπεριφέρομαι επιθετικά, εριστικά, δημιουργώ προβλήματα, παρεξηγιέμαι.
Τσανακάκια:
1. Τουμπελεκάκια, πήλινα τούμπανα.
2. γαβάθες, πήλινα πιάτα.
Τσαρδί: Σπίτι, καλύβι ή υπόστεγο σκεπασμένο με κλαδιά, άχυρο ή καλάμια.
Τσαχπίνης:
1. αυτός που με χαριτωμένα καμώματα προσελκύει την προσοχή και τη συμπάθεια των άλλων.
2. κυρίως για γυναίκα που προκαλεί το αντρικό ενδιαφέρον.
Τσερκέδες: Μελωδίες που τραγουδούσαν οι Τσερκέδες, Τούρκοι που κατοικούσαν στην περιφέρεια της Σμύρνης. Τσερκέζος, Τσερκέζα - Ο Κιρκάσιος, η Κιρκασία.Περιοχή της Ρωσίας.
Τσικ: Ωραίος, κομψός, γοητευτικός, άψογος.
Τσιράκι:
1. μαθητευόμενος τεχνίτης.
2. αυτός που έχει προσκολληθεί σε κάποιον ανώτερό του, στον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του με αντάλλαγμα κάποιο προσωπικό όφελος.
Τσιρίγο: Τα Κύθηρα.
Τσοντάρω: Συμπληρώνω το ποσό κάποιο σκοπό, συνεισφέρω, βάζω μερίδιο.
Τσουβαλιάζεσαι: Καταλαβαίνεις, παίρνεις χαμπάρι.
Τσούρμο: Πλήθος ανθρώπων, πλήρωμα (κυρίως πλοίου), κωπηλάτες στις γαλέρες, κατάδικοι.
Φ
Φάντης:
1. Τραπουλόχαρτο με τη φιγούρα νεαρού άντρα.
2. Απροσδόκητη, ξαφνική και συχνά ανεπιθύμητη εμφάνιση κάποιου.
Φαραώ: Παιχνίδι της τράπουλας.
Φελάχος, Φελάχα, Φελαχοπούλα: Ιθαγενής αγρότης, χωρικός της Aιγύπτου.
Φερμάρω:
1. Βάζω στο στόχαστρο, ετοιμάζομαι να επιτεθώ.
2. Παρακολουθώ με προσοχή, προσηλώνω το βλέμμα μου σε κάποιον ή κάτι. Από τη στάση (φέρμα) που παίρνει το κυνηγόσκυλο όταν βρει το θήραμά του: κοκαλώνει κοιτάζοντάς το, έτσι ώστε να υποδείξει στον κυνηγό το στόχο του.
Φθίση:
1. Φυματίωση.
2. Φθισικός: ο φυματικός (χτικιό).
Φιντάνι:
1. Το νέο φυτό, το βλαστάρι.
2. Μεταφορικά το νεαρό πρωτοεμφανιζόμενο άτομο.
Φιρμάνι:
1. σουλτανικό διάταγμα
2. έγγραφο που κοινοποιεί στον παραλήπτη απόφαση ή εντολή που πρέπει να εκτελεστεί υποχρεωτικά
Φιόγκος: Άνδρας μαλθακός, χωρίς έκδηλο ανδρισμό.
Φοίνικας: Χωριό παραθαλάσσιο στο νοτιοδυτικό τμήμα της Σύρου.
Φουμέρνω, Φουμάρω: Καπνίζω (τσιγάρο, χασίς κλπ.). αργιλέ, σπαχάνι, μαύρη..."
Φουντάρω: Βουλιάζω, βυθίζομαι, πάω στον πάτο, στο βυθό, πέφτω από ένα ύψος προς τα κάτω, βουλιάζω, ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ.
Φραμπαλάς:
1. είναι λωρίδα από ύφασμα με πιέτες ή σούρα που τη ράβουν στο κάτω μέρος ενός ρούχου, φούστας, φορέματος ή στα μανίκια, για διακοσμητικό.
2. Άνθρωποι που διασκεδάζουν και κάνουν θόρυβο μαζεμένοι όλοι μαζί, που αστειεύονται κ.λπ.
3. Η χοντρή γυναίκα
4. Γενικά, η γυναίκα που άρεσε στους άντρες.
Φρατέλοι: Ονομάζονταν οι Ιταλοί στρατιώτες (δεν έχει τη σημασία κάποιου τίτλου στρατιωτικού η λέξη) κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, για να φανεί η σύμπνοια, η συναδέλφωσή τους.
Φρούμελ: Λικέρ χρώματος τριανταφυλλί, των αδελφών Παναγιωτάκη.
Φρόκαλο: Σκουπίδι και κατ' επέκταση "τιποτένιος άνθρωπος", "χαμηλής νοημοσύνης", αλλά και "άσχημος".
Φρύγανο:
1. Το μικρό ξερό κλαδί ή θάμνος, που χρησιμοποιείται συνήθως ως προσάναμμα σε φωτιά.
2. Επίσης, τύπος φυσικού οικοσυστήματος, ξηρού και άγονου, στο οποίο κυριαρχούν μικροί θάμνοι και ποώδη φυτά.
Φόρτσα: Με δύναμη, υπερβολικά, ορμητικά.
Χ
Χάσικος: Σημαίνει καλής ποιότητας, εκλεκτός, καθαρός, άσπρος.
Χήνα: Το χιλιάρικο. Μεταφορικά, οποιοδήποτε χάρτινο νόμισμα.
Χαβάς: Σκοπός, μελωδία τραγουδιού. Επίσης πεισματώδης επανάληψη των ίδιων λόγων, πράξεων, συμπεριφοράς κλπ. («Χαβάς» στα τούρκικα σημαίνει «αέρας»)
Χαλιμά: Κεντρική ηρωίδα της συλλογής ανατολίτικων ιστοριών Χίλιες και μια νύχτες, με το οποίο όνομα ο άγνωστος μεταφραστής του 19ου αιώνα αντικατέστησε το αυθεντικό όνομα Σεχραζάτ (περσ. προέλευσης), ίσως γιατί είχε ακούσει αραβική διασκευή του παραμυθιού.
Χαμάμ: Δημόσια θερμά λουτρά ανατολίτικου τύπου. Κατ' επέκταση το πλύσιμο του σώματος που γίνεται σ' αυτά και που συνοδεύεται από δυνατό τρίψιμο, αλλά και κάθε κλειστός και υπερβολικά ζεστός χώρος.
Χαράμι: Ανώφελα, μάταια, για κάτι που γίνεται ή που ξοδεύεται ανώφελα, χωρίς να το αξίζει ή χωρίς να υπάρχει κάποιο κέρδος.
Χαραμίζω: Διαθέτω ή ξοδεύω κάτι άδικα, χωρίς να έχω το αποτέλεσμα που περίμενα.
Χαρέμι:
1. Στους μουσουλμανικούς λαούς, το διαμέρισμα των γυναικών, ο γυναικωνίτης, το σύνολο των γυναικών ενός Οθωμανού που κατοικούν σ' αυτό το διαμέρισμα, οι γυναίκες τις οποίες ένας άντρας έχει ταυτόχρονα ως ερωμένες του.
2. πολλές γυναίκες που τυχαίνει να συνοδεύονται μόνο από έναν άντρα.
Χαρακίρι:
1. Κάθε πράξη αυτοκαταστροφής.
2. "θα κάνω χαρακίρι"= έκφραση απόγνωσης, όταν κάποιος δεν μπορεί να αντέξει άλλο μια κατάσταση
3. τελετουργική αυτοκτονία με βαθύ σκίσιμο της κοιλιάς με ξίφος ή μαχαίρι. Ήταν μέρος της παλιότερης παράδοσης της ιαπωνικής στρατιωτικής τάξης των σαμουράι και αποτελούσε βασικό στοιχείο του κώδικα τιμής για πολεμιστές ή αξιωματούχους που είχαν ατιμαστεί, καταδικαστεί σε θάνατο ή ήταν έκφραση βαθύτερου πένθους.
Χαρμάνης: Ο εθισμένος χρήστης ναρκωτικών, ο οποίος δεν έχει κάνει χρήση για πολύ καιρό, με αποτέλεσμα να υφίσταται το σύνδρομο της στέρησης.
Χαρχαλάς:
1. Αυτός που κάνει θόρυβο, αρβάλα.
2. Αυτός που ψαχουλεύει κάνοντας θόρυβο.
3. Ο χωρίς χάρη, ο χοντροκομένος στις κινήσεις του, ο αργόστροφος.
Χασίς: Διεγερτική ουσία,. Παρασκευάζεται από το φυτό Ινδική Κάνναβις και η χρήση του είναι απαγορευμένη. Άλλες ονομασίες: χασίσι, μαύρο / μαύρη.
Χατζηκυριάκειο: Συνοικία του Πειραιά,
Χρυσή, Βγάζω τη χρυσή:
1. παθαίνω ίκτερο και κιτρινίζω.
2. θυμώνω.
Χτένι: Τρόπος κλεψίματος με το ανακάτεμα στα χαρτιά.
Χτικιάζω:
1. παθαίνω από χτικιό, φθίση
2. (μεταφ.) για δήλωση έντονης στενοχωριέμαι, αγανακτώ.
3. ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι ή εξαντλώ κάποιον.
Χτικιό: Φυματίωση, μεγάλη κούραση, ταλαιπωρία
Χότζας:
1. Μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος ο οποίος διδάσκειτο Κοράνι. (ιμάμης).
2. Πρωταγωνιστής διασκεδαστικών ιστοριών της Ανατολής.
Ψ
Ψιλό γαζί: Κοροϊδεύω κάποιον συστηματικά χωρίς αυτός να το αντιλαμβάνεται.
Ψυρρή: Ιστορική συνοικία με πλατεία με το ίδιο όνομα (σήμερα λέγεται "πλατεία Ηρώων" ) στο κέντρο της Αθήνας.
*********************